Αλλαγή σκηνικού για την κυβέρνηση - Free Sunday
Αλλαγή σκηνικού για την κυβέρνηση
Ο Μητσοτάκης μπροστά σε κοινωνικές προκλήσεις.

Αλλαγή σκηνικού για την κυβέρνηση

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη και ΝΔ έναντι Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύουν έναν βάσιμο προβληματισμό της κοινής γνώμης για την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής.

Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Η φθινοπωρινή επιστροφή στην καθημερινότητα γίνεται σε πολύ δύσκολες συνθήκες, ενώ οι εξελίξεις σε σχέση με την πανδημία δεν είναι ενθαρρυντικές. Όλη η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με έξαρση της πανδημίας, ενώ οι περισσότεροι ειδικοί προβλέπουν την εκδήλωση δεύτερου κύματος στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου.

Το μοντέλο διακυβέρνησης

Το σκηνικό αλλάζει σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, με τη μεγάλη πρόκληση να έρχεται από την πλευρά της κοινωνίας και όχι του ΣΥΡΙΖΑ ή των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Η διακυβέρνηση στην Ελλάδα είναι παραδοσιακά πρωθυπουργοκεντρική και το λεγόμενο επιτελικό κράτος είναι σχεδιασμένο για να δίνει τον πρώτο λόγο στον πρωθυπουργό και στο Μαξίμου, με το σκεπτικό ότι ο Μητσοτάκης είναι καλά εκπαιδευμένος, έχει τις γνώσεις, τη διάθεση και την προσαρμοστικότητα για να φέρει ένα εξαιρετικά καλό αποτέλεσμα.

Μέχρι σήμερα οι πρωτοβουλίες Μητσοτάκη απέδωσαν τα αναμενόμενα. Από την κρίση στον Έβρο μέχρι την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων Ερντογάν και από την επιτυχημένη αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας με το έγκαιρο lockdown μέχρι την εξασφάλιση εντυπωσιακής ενίσχυσης για την Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, όλα έγιναν σωστά με υπογραφή Μητσοτάκη.

Όμως τώρα μπαίνουμε σε νέα φάση της πολιτικής ζωής, με τα προβλήματα της κοινωνίας να ξεπερνούν τις δυνατότητες άμεσης παρέμβασης της κυβερνητικής ηγεσίας. Χρειάζεται η επιτυχημένη διαμεσολάβηση του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού για να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι προκλήσεις και να καλυφθούν επαρκώς οι βασικές ανάγκες των πολιτών.

Η μεγάλη ανησυχία των πολιτών είναι ότι ο κυβερνητικός, ο κρατικός και ο αυτοδιοικητικός μηχανισμός δεν θα ξεπεράσουν τα παραδοσιακά πλαίσια και δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν.

Οι αστικές συγκοινωνίες

Οι αστικές συγκοινωνίες δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Ιδιαίτερα τα λεωφορεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη δεν εξυπηρετούν επαρκώς τους επιβάτες, ενώ δημιουργούνται συχνά συνθήκες συνωστισμού, οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη μετάδοση του κορονοϊού.

Το λάθος των αρμοδίων είναι ότι νομίζουν ότι πηγαίνουν γρήγορα συγκρίνοντας τις κινήσεις τους με την πολιτική στις αστικές συγκοινωνίες επί ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το μέτρο σύγκρισης είναι η πανδημία.

Οι διαβεβαιώσεις ότι μέχρι τα τέλη του χρόνου θα έχουν αυξηθεί τα αστικά λεωφορεία κατά εκατοντάδες με την αξιοποίηση μεταχειρισμένων λεωφορείων από τη Γερμανία δεν λύνουν το πρόβλημα. Η πανδημία αποκτά δυναμική εβδομάδα με την εβδομάδα και οι περισσότεροι ειδικοί προεξοφλούν την εμφάνιση δεύτερου κύματος, που θα δοκιμάσει τις αντοχές μας, μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου.

Επομένως, κρινόμαστε «εδώ και τώρα» και πρέπει να βρεθούν δημιουργικοί τρόποι για να βελτιωθούν οι αστικές συγκοινωνίες, εφόσον ο συνδυασμός πτώσης εισοδήματος, παραδοσιακής ταλαιπωρίας και αυξημένου κινδύνου μετάδοσης του κορονοϊού είναι πολύ βαρύς για τους συμπολίτες μας που χρησιμοποιούν τις αστικές συγκοινωνίες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που κάνει κριτική στην κυβέρνηση, είχε αναθέσει τη… διάλυση των αστικών συγκοινωνιών της Θεσσαλονίκης στον πατέρα του Νίκου Παππά, ενώ ο ίδιος ο κ. Παππάς υποβαθμίστηκε στα πλαίσια του ανασχηματισμού των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σε τομεάρχη Συγκοινωνιών και Υποδομών. Αυτό έγινε στην προσπάθεια του κ. Τσίπρα να περιορίσει τον πολιτικό ρόλο του κ. Παππά, εξαιτίας των αποκαλύψεων Καλογρίτσα και Σάμπυ Μιωνή για την άμεση ανάμειξή του σε κυβερνητικά σκάνδαλα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να φτάσει σε πολιτική ρήξη με τον άλλοτε βασικό συνεργάτη του, που ξέρει πολλά.

Η κυβέρνηση δεν συγκρίνεται με τις επιδόσεις και την προοπτική ΣΥΡΙΖΑ-Παππά στις συγκοινωνίες, αλλά κρίνεται με βάση τις πρόσθετες ανάγκες που δημιουργεί η πανδημία.

Η δοκιμασία των σχολείων

Μεγάλες γαλλικές εφημερίδες προβάλλουν στα πρωτοσέλιδά τους την προσπάθεια της κυβέρνησης της Γαλλίας να κρατήσει ανοιχτά τα σχολεία, εκφράζοντας την αμφιβολία τους για το τελικό αποτέλεσμα. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων έκλεισαν προσωρινά στη Γαλλία, λόγω κορονοϊού, περισσότερα από 500 σχολεία και 2.000 τμήματα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γαλλία έχει παράδοση ισχυρού κράτους και καλών δημόσιων υπηρεσιών, ενώ οι δημόσιες δαπάνες, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, είναι οι υψηλότερες στην Ε.Ε. και κινούνται πλέον αρκετά πάνω από το 60% του ΑΕΠ.

Επομένως, οι δυσκολίες στη διαχείριση της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε συνθήκες πανδημίας πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Από την άλλη, όλοι οι ειδικοί επιμένουν ότι τα σχολεία πρέπει να λειτουργούν, κυρίως για κοινωνικούς λόγους, και πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις δεν είναι κέντρα διάδοσης του κορονοϊού, εφόσον τα περισσότερα κρούσματα στη μαθητική και εκπαιδευτική κοινότητα είναι εξωσχολικά που «εισάγονται» στα σχολεία.

Παρά τις προφανείς δυσκολίες, το σύστημα στην Ελλάδα ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές, ενώ υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στη λειτουργία των σχολείων και στον περιορισμό του ρίσκου σχετικά με την πανδημία.

Κατά την άποψή μου, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει, αποζημιώνοντας τους ιδιοκτήτες, κτίρια τα οποία σε αυτή τη φάση δεν αξιοποιούνται –όπως, για παράδειγμα, ξενοδοχεία– για να συμβάλει στην αποσυμφόρηση των σχολείων, κυρίως σε όφελος των μεγαλύτερων τάξεων, που προετοιμάζονται για το πανεπιστήμιο και τη ζωή.

Επιμένω ότι η κυβέρνηση πρέπει να βάλει οριστικό τέλος στη δημαγωγία της αντιπολίτευσης για την υποτιθέμενη οικονομική εγκατάλειψη της δημόσιας εκπαίδευσης και του ΕΣΥ προσφεύγοντας, όπως έχει τη δυνατότητα, στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για τη σύναψη δανείου μέχρι 2% του ΑΕΠ, με περίπου μηδενικό επιτόκιο, για αντιμετώπιση, αποκλειστικά, των συνεπειών της πανδημίας. Το ποσό, της τάξης των 3,4 δισ. ευρώ, μπορεί να πάει στη χρηματοδότηση της βελτίωσης της υποδομής του εκπαιδευτικού συστήματος και στην εντυπωσιακή ενίσχυση των δυνατοτήτων του ΕΣΥ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανίζεται να πιέζει για την αύξηση της σχετικής χρηματοδότησης, ταυτόχρονα θεωρεί ότι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας προσφέρει ο ΕΜΣ ισοδυναμεί με ένταξη σε νέο μνημόνιο. Από την πλευρά του, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δεν θέλει να βιαστεί. Θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει πρώτη χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο ΕΜΣ σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, για να μην ερμηνευτεί η προσφυγή σε αυτόν ως δείγμα αδυναμίας από τις αγορές. Οι τελευταίες εμπιστεύονται τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο, γι’ αυτό το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.

Ανεξάρτητα από τους πολιτικούς και οικονομικούς υπολογισμούς της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι γεγονός ότι πρέπει να αυξηθεί η χρηματοδότηση για το ΕΣΥ και τη δημόσια εκπαίδευση και πως υπάρχουν τα ευρωπαϊκά λεφτά γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Η νέα Επιτροπή ακολουθεί μια πιο ρεαλιστική πολιτική, εγκαταλείποντας ορισμένους από τους σωστούς και φιλόδοξους στόχους που είχε θέσει η προηγούμενη Επιτροπή με πρωτοβουλία Γιούνκερ και Αβραμόπουλου. Οι υποχρεωτικές ποσοστώσεις για τη μαζική μετεγκατάσταση προσφύγων και μεταναστών εγκαταλείπονται, γιατί δεν εφαρμόστηκαν εξαιτίας των αντιδράσεων συγκεκριμένων χωρών.

Έτσι, η Ελλάδα θα συνεχίσει να δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση από τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία ελέγχονται από τον Ερντογάν μέσω Τουρκίας και σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο μέσω Λιβύης, εφόσον η κυβέρνηση της Τρίπολης στηρίζεται στρατιωτικά και ελέγχεται από την Άγκυρα.

Από την άλλη πλευρά, οι προτάσεις της Επιτροπής μάς προσφέρουν τη δυνατότητα να διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά τις ροές.

Πρώτον, βελτιώνουν τη διαδικασία αξιολόγησης των προσφύγων-μεταναστών στα σύνορα, προτού περάσουν στον εθνικό, ευρωπαϊκό χώρο.

Δεύτερον, ενισχύεται η φρούρηση των συνόρων και βελτιώνεται η διαχείριση των χώρων υποδοχής σε συνοριακές περιοχές με άμεση συμμετοχή της Ε.Ε.

Τρίτον, δίνεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη να μετατρέψουν την υποχρέωση συμμετοχής στο σύστημα των ποσοστώσεων σε γενικότερη στήριξη χωρών πρώτης εισόδου, όπως η Ελλάδα. Για παράδειγμα, θα μπορούν να αναλαμβάνουν τη σύνθετη διαδικασία επαναπατρισμού μεταναστών.

Τέταρτον, δίνεται ευρωπαϊκή διάσταση στη διαδικασία επαναπατρισμού κι έτσι ενισχύεται η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Μέχρι σήμερα πραγματοποιείται μόνο το 30% των επαναπατρισμών που αποφασίζονται, λόγω γραφειοκρατικών και πολιτικών εμποδίων. Η Ελλάδα μόνη της είναι πολύ δύσκολο να πείσει την κυβέρνηση του Πακιστάν, του Ιράκ και του Αφγανιστάν να πάρουν πίσω μετανάστες, ενώ η Ε.Ε. μπορεί να το κάνει, αξιοποιώντας τις δυνατότητές της για αναπτυξιακή βοήθεια, αλλά και τη μεγάλη οικονομική επιρροή που διαθέτει.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μας απαλλάσσει από τις αδικίες του Κανονισμού του Δουβλίνου, αλλά δημιουργεί τις δυνατότητες για μια πιο αποτελεσματική διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού από τις χώρες πρώτης υποδοχής, σαν την Ελλάδα, που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση.

Το δεύτερο κύμα

Οι σχέσεις κυβέρνησης-κοινωνίας θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της πανδημίας. Όπως υπογράμμισε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης στο τηλεοπτικό του διάγγελμα, είναι η ώρα της ατομικής ευθύνης και της συλλογικής προσπάθειας για να αποφύγουμε ένα νέο lockdown, που θα έχει τεράστιο οικονομικό και κυρίως κοινωνικό κόστος.

Επιδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως και όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είναι να αντιμετωπίσει την έξαρση της πανδημίας και το διαφαινόμενο δεύτερο κύμα με στοχευμένα μέτρα που θα αποτρέψουν έναν νέο εγκλεισμό και «πάγωμα» της οικονομίας.

Αν φτάσουμε εκεί, το Δημόσιο, με την ενισχυμένη αξιοπιστία που έχει, θα μπορέσει να δανειστεί στις αγορές για να καλύψει για ένα διάστημα μερικών μηνών τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις όλων των συνταξιούχων. Ο νέος λογαριασμός, όμως, θα είναι ασήκωτος για ένα μεγάλο τμήμα του ιδιωτικού τομέα που έχει σχέση με τουρισμό και υπηρεσίες, πολλούς μικρομεσαίους και πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις, οριακούς από οικονομική άποψη εργοδότες και εργαζόμενους και φυσικά τους ανέργους.

Το χτύπημα στην κοινωνική συνοχή από ένα νέο lockdown θα είναι πολύ ισχυρό, γι’ αυτό προσπαθούν να το αποφύγουν όλες οι κυβερνήσεις. Όλα όμως θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της πανδημίας, η οποία το τελευταίο διάστημα είναι ανησυχητική σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε πολύ λιγότερους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ ο ρυθμός αύξησης των νέων κρουσμάτων μεγαλώνει, αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για παράδειγμα, τα νέα κρούσματα που καταγράφονται σε 24ωρη βάση είναι γύρω στα 350 στην Ελλάδα –με βάση τον μέσο όρο των δύο τελευταίων εβδομάδων–, ενώ σε Ισπανία και Γαλλία είναι της τάξης των 10.000.

Η καλή συγκριτική μας θέση στέλνει το μήνυμα ότι μπορούμε και αυτή τη φορά να τα καταφέρουμε, αρκεί να βελτιωθεί η πολιτική αντιμετώπισης του κορονοϊού και να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για τη βελτίωση μιας εξαιρετικά δύσκολης οικονομικής και κοινωνικής καθημερινότητας του πολίτη.