Η πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε. κοστίζει ακριβά - Free Sunday
Η πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε. κοστίζει ακριβά
Η προεδρία Μπάιντεν τελευταία ευκαιρία για τους Ευρωπαίους.

Η πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε. κοστίζει ακριβά

Ένα από τα κέρδη της ελληνικής διπλωματίας σε ό,τι αφορά τη νεο-οθωμανική στρατηγική του Ερντογάν είναι ότι πέρασε, σε μεγάλο βαθμό, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες την άποψη ότι δεν πρόκειται για απλώς ελληνοτουρκική αλλά κυρίως για ευρωτουρκική διένεξη. Το μέλλον της Ε.Ε. θα κριθεί και από τον τρόπο που θα απαντήσει στην πρόκληση του Τούρκου προέδρου. Προς το παρόν, ο Ερντογάν αναδεικνύει με τις επιλογές του την πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε.

Η οικονομία δεν λύνει το πρόβλημα

Κυρίαρχη είναι η άποψη στην Ε.Ε. ότι δεν χρειάζεται να μετεξελιχθεί σε πολιτικο-στρατιωτική ένωση, εφόσον έχει ένα σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο της επιτρέπει να σπρώχνει τις εξελίξεις, σε διάφορα μέρη του κόσμου, στην κατεύθυνση που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν ήμασταν ακόμη στην περίοδο της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ και η Ε.Ε. έπαιζε έναν συμπληρωματικό πολιτικο-στρατιωτικό ρόλο που θα της επέτρεπε να αξιοποιήσει τα οικονομικά της πλεονεκτήματα χωρίς να αναλάβει τις δεσμεύσεις μιας υπερδύναμης.

Ο κόσμος, όμως, έχει αλλάξει, οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον κυρίαρχες σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ προχώρησε στο ξήλωμα του διεθνούς συστήματος πολυμερούς συνεργασίας του οποίου ηγούνταν οι ΗΠΑ, η Κίνα απέκτησε κι αυτή χαρακτηριστικά υπερδύναμης, ο περιορισμός της αμερικανικής επιρροής και της στρατιωτικής παρουσίας ωθεί άλλους σημαντικούς παίκτες στην κάλυψη του κενού που αφήνουν οι Αμερικανοί.

Η παγκόσμια κατάσταση είναι ρευστή και αρκετά επικίνδυνη, οι αναμετρήσεις δεν έχουν χαρακτηριστικά κλασικού πολέμου αλλά υβριδικού, όπου η προπαγάνδα, η ψυχολογική πίεση, οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές παίζουν τεράστιο ρόλο. Όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορείς να φτάσεις τους πολιτικο-στρατιωτικούς σου στόχους μόνο με την άσκηση οικονομικής ισχύος, στη λογική του soft power, έχουν μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την πραγματικότητα.

Η Γερμανία και οι φειδωλοί

Η κυρίαρχη άποψη ότι η πολιτικο-στρατιωτική ένωση της Ε.Ε. είναι μια επικίνδυνη πολυτέλεια οφείλεται κυρίως στη Γερμανία και στους λεγόμενους φειδωλούς, ισχυρότερος εκπρόσωπος των οποίων είναι η Ολλανδία.

Η Γερμανία έχει ένα δύσκολο μιλιταριστικό, ναζιστικό παρελθόν και γι’ αυτό αποφεύγει οτιδήποτε έχει σχέση με σοβαρή αύξηση των αμυντικών δαπανών και ανάληψη πρόσθετων πολιτικο-στρατιωτικών υποχρεώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για την Άμυνα αναλογούν μόλις στο 1,2% του ΑΕΠ, ενώ υπάρχει δέσμευση στο ΝΑΤΟ για γρήγορη αύξησή τους τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ.

Το δύσκολο ιστορικό παρελθόν της Γερμανίας συνδυάζεται με την οικονομική ισχύ και επιρροή για να οδηγήσει την πολιτική της τάξη στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες οικονομικές δυνατότητες της χώρας αρκούν για την προώθηση των πολιτικο-στρατιωτικών της στόχων.

Ανάλογη είναι η προσέγγιση των λεγόμενων «φειδωλών», δηλαδή εξαιρετικά αναπτυγμένων χωρών της Ε.Ε., που θέλουν όσο το δυνατόν μικρότερη επιβάρυνση σε σχέση με την Άμυνα αλλά και με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Με σύγχρονες και εξωστρεφείς οικονομίες, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Δανία, η Σουηδία εκτιμούν ότι μπορεί να ελιχθούν και να πετύχουν τους στόχους τους στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης έχοντας ως βάση την Ε.Ε. και την ενιαία αγορά της και χωρίς να αναλαμβάνουν σοβαρές αμυντικές και οικονομικές υποχρεώσεις.

Πούτιν και Ερντογάν

Η προσέγγιση της Γερμανίας και των φειδωλών οδηγεί, από στρατηγική άποψη, την Ε.Ε. στο περιθώριο. Άλλα κράτη-μέλη δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες των περισσότερο αναπτυγμένων κρατών-μελών της Ε.Ε., ενώ έχουν πολιτική και στρατιωτική επιρροή, η οποία όμως δεν συμπληρώνεται από μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια και γι’ αυτό αποδεικνύεται ανεπαρκής στα πλαίσια της νέας διεθνούς πραγματικότητας.

Η πολιτική και στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε. είναι τέτοια ώστε από το 2014-2015, οπότε η Ρωσία πρωταγωνίστησε στην απόσχιση της ανατολικής Ουκρανίας και ενσωμάτωσε την Κριμαία, δεν υπάρχει σοβαρή στρατηγική ανάσχεσης του ρωσικού επεκτατισμού σε κράτη και περιοχές που ήταν άλλοτε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι Βρυξέλλες παρακολουθούν με δέος τον Πούτιν και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προβάλλουν αλληλοσυγκρουόμενα σενάρια για συνεννόηση ή ρήξη, ενώ η Ρωσία βρίσκεται σε φάση οικονομικής και γεωπολιτικής συρρίκνωσης. Η οικονομία της Ρωσίας συγκρίνεται, ως μέγεθος, με εκείνη της Ιταλίας και είναι πολύ μικρότερη της οικονομίας των «27». Παρ’ όλα αυτά, η αποφασιστικότητα που χαρακτηρίζει τη ρωσική ηγεσία και οι παρεμβάσεις/επεμβάσεις που επιχειρεί κάνουν την πρώην σοβιετική υπερδύναμη να μοιάζει με πανίσχυρο διεθνή παίκτη σε σχέση με την πολιτικά και στρατιωτικά αδύναμη Ε.Ε.

Είναι τέτοια η διεθνοπολιτική περιθωριοποίηση της Ε.Ε. ώστε τελευταία επιχειρεί να καλύψει κενά που αφήνει η αμερικανική αποχώρηση και η Τουρκία του Ερντογάν.

Από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία και το Ιράκ και από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα ο Ερντογάν ακολουθεί μια νεο-οθωμανική στρατηγική που αποσκοπεί στην κάλυψη γεωπολιτικών κενών με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας.

Αποδεικνύεται στην πράξη ότι η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση από πολιτικο-στρατιωτική άποψη να βάλει στη θέση του τον Ερντογάν. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει έναν παίκτη δεύτερης παγκόσμιας κατηγορίας, όπως είναι ο Πούτιν, και παρακολουθεί αμήχανη και την ενεργοποίηση του Ερντογάν στην τρίτη παγκόσμια κατηγορία.

Λόγω της πολιτικο-στρατιωτικής αδυναμίας της Ε.Ε. η αντιμετώπιση του Ερντογάν περιορίζεται στις ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες όμως είναι δύσκολο να αποφασιστούν και δυσκολότερο να εφαρμοστούν αν δεν είναι ενταγμένες σε ένα συγκεκριμένο πολιτικο-στρατιωτικό πλαίσιο. Οι Γερμανοί, οι λεγόμενοι «φειδωλοί», ακόμη και οι Ισπανοί, βλέπουν τις κυρώσεις σαν χαμένες οικονομικές ευκαιρίες και γι’ αυτό διστάζουν να πουν το μεγάλο «ναι». Νομίζουν ότι με τη μέθοδο που ακολουθούν θα βγουν οικονομικά κερδισμένοι, αλλά η πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέους λογαριασμούς που αναπόφευκτα θα πληρώσουν τα ευρωπαϊκά κράτη και κυρίως οι λαοί. Σχεδόν όλη η ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι αποσταθεροποιημένη με πρωτοβουλία της Ρωσίας ή της Τουρκίας, οι οποίες αναπτύσσουν μια… δημιουργική αντιπαλότητα σε περιοχές στρατηγικής σημασίας από τη Λιβύη και τη Συρία μέχρι το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Εμφανίζονται ως αντίπαλοι, αλλά τελικά συνεννοούνται για το μοίρασμα της επιρροής, αξιοποιώντας την αμερικανική απόσυρση και την ευρωπαϊκή αδυναμία.

Από τον Τραμπ στον Μπάιντεν

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Μπάιντεν έχει ένα άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του Τραμπ και θα επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο Δημοκρατικός προεδρικός υποψήφιος θα αναλάβει στις 20 Ιανουαρίου 2021 τη διακυβέρνηση της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.

Το πέρασμα από τον Τραμπ στον Μπάιντεν είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την Ε.Ε. να επανέλθει στο προσκήνιο της παγκόσμιας στρατηγικής στην πολιτικο-στρατιωτική διάστασή της.

Ο Τραμπ είναι σταθερά κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπέρ της υποβάθμισης της συνεργασίας ΗΠΑ-Ε.Ε. και ευρωπαϊκών κρατών, υπέρ του Brexit, υπέρ του περιορισμού της διεθνούς συνεργασίας για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, της αντιμετώπισης του κορονοϊού, της εγκατάλειψης από το Ιράν των πυρηνικών φιλοδοξιών του. Είναι επίσης κατά της Κίνας, την οποία αντιμετωπίζει ως αντίπαλη δύναμη, ταυτόχρονα όμως έχει ανοίξει μέτωπο και με την Ε.Ε.

Με δεύτερη τετραετία Τραμπ δεν θα υπάρξει δυνατότητα συνεννόησης της Ε.Ε. των «27» με τις ΗΠΑ. Με τον Μπάιντεν δεν λύνονται αυτόματα τα προβλήματα, προσφέρονται όμως ευκαιρίες στην Ε.Ε. να αλλάξει στρατηγική για να διεκδικήσει ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.

Τι πρέπει να γίνει

Την Τετάρτη 14 Οκτωβρίου πήρα μέρος σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) για το μέλλον της Ευρώπης. Ένα από τα θέματα που αναλύσαμε ήταν η σχέση της με την Κίνα και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να συνοψίσω την πρότασή μου για πολιτική-στρατιωτική αναβάθμιση της Ε.Ε., όταν με το καλό αναλάβει την προεδρία ο Μπάιντεν.

Υποστήριξα ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας και τη συνεργασία μας με τις ΗΠΑ. Η Κίνα αναδείχθηκε και μέσα από την αποτελεσματική αντιμετώπιση του Covid-19 ως η νέα υπερδύναμη και είναι φανερό ότι μόνο μια κοινή προσπάθεια ΗΠΑ-Ε.Ε. μπορεί να περιορίσει τη δυναμική και τις φιλοδοξίες της.

Υπογράμμισα ότι δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση στη συνεργασία με τις ΗΠΑ αν δεν αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών κρατών και δεν ενισχυθούν το ΝΑΤΟ και η κοινή ευρωπαϊκή Άμυνα.

Επί προεδρίας Ομπάμα οι ΗΠΑ ξεκίνησαν, σε στρατηγικό επίπεδο, μια στροφή προς την Άπω Ανατολή, εφόσον η Κίνα αναδείχθηκε στον βασικό στρατηγικό ανταγωνιστή τους και γενικότερα η Ανατολή ενίσχυσε το ειδικό βάρος της, ιδιαίτερα στην οικονομία, σε σχέση με τη Δύση. Η στροφή του Ομπάμα συνεχίστηκε με βάναυσο τρόπο από τον Τραμπ, ο οποίος υποβάθμισε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. και περιόρισε και την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη.

Ομπάμα και Τραμπ, όσο διαφορετικοί κι αν είναι, επισήμαναν σωστά ότι αν οι ευρωπαϊκές χώρες θέλουν τη συνέχιση της εντυπωσιακής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, γιατί δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν οι Αμερικανοί φορολογούμενοι για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και να αποφεύγουν οι Ευρωπαίοι τις δικές τους οικονομικές υποχρεώσεις.

Χώρες όπως η Γερμανία και οι λεγόμενοι «φειδωλοί» θα πρέπει να αυξήσουν θεαματικά τις αμυντικές τους δαπάνες, αν πραγματικά ενδιαφέρονται για ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του Πούτιν, και ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ στην Άπω Ανατολή, για να ελεγχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η στρατηγική της Κίνας.

Επέμεινα επίσης ότι αν θέλει η Ε.Ε. να παίξει στην πρώτη παγκόσμια κατηγορία της πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να βάλει στη θέση τους διεθνείς παίκτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, όπως είναι η Ρωσία του Πούτιν και η Τουρκία του Ερντογάν. Από τη στιγμή που η Ε.Ε. εμφανίζεται πολιτικά και στρατιωτικά αδύναμη έναντι του Ερντογάν, αποκλείεται να την πάρουν στα σοβαρά οι Κινέζοι, που ενισχύουν με εντυπωσιακό τρόπο τη θέση τους σε όλους τους τομείς.

Φθηνές και πρόχειρες λύσεις δεν υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο, που είναι ανταγωνιστικός, ασταθής και σε περιπτώσεις επικίνδυνος. Η θεωρία σύμφωνα με την οποία αρκεί η οικονομική επιρροή της Ε.Ε. και συγκεκριμένων κρατών-μελών για να επιτευχθεί ισορροπία δυνάμεων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι ένα λάθος στρατηγικής σημασίας με τεράστιο κόστος ακόμα και για την οικονομία, στο όνομα της οποίας γίνεται.