Ούτε δεύτερη, ούτε ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ - Free Sunday
Ούτε δεύτερη, ούτε ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ

Ούτε δεύτερη, ούτε ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ

Μια επισκόπηση των στατιστικών στέγασης της Eurostat για το 2018 (ενημέρωση στοιχείων τον Μάιο του 2020) δίνει τα εξής αποτελέσματα:

Το 2015 το 64% των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς δάνειο ή υποθήκη. Το 2018 το ποσοστό κατέβηκε στο 59,3%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν και στα δύο χρονικά σημεία 45%.

Το 2015 το 15% των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία με εκκρεμές δάνειο ή υποθήκη. Το 2018 το ποσοστό αυτό κατέβηκε στο 14,2%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 30% το 2015 και 25% το 2018.

Το 2015 το 16% των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε σε μισθωμένη κατοικία με ενοίκιο σε αγοραία τιμή. Το 2018 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 21,3%.

Το 2015 το 5% των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε σε μισθωμένη κατοικία με μειωμένο ή χωρίς ενοίκιο. Το 2018 το ποσοστό αυτό έμεινε αμετάβλητο (5,2%).

Και το 2015 και το 2018 το ποσοστό των Ελλήνων που δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για δαπάνη στέγασης προσδιορίστηκε στο 40%, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος βρίσκεται λίγο κάτω από το 10%. Σε αυτή την κατηγορία υπάγεται το 30% όσων έχουν σπίτι με εκκρεμές δάνειο ή υποθήκη (31% το 2015, 29,2% το 2018). Στην ίδια κατηγορία υπαγόταν το 2015 και το 54,4% όσων νοίκιαζαν σπίτι σε αγοραία αξία. Το ποσοστό αυτών το 2018 ανέβηκε σε 83,31%.

Και το 2015 και το 2018 το ποσοστό των Ελλήνων που διέμεναν σε υπερπλήρεις κατοικίες ήταν περίπου 30%, με μέσο ευρωπαϊκό όρο περίπου 17%.

Στη συγκεκριμένη τριετία οι ιδιοκτήτες-δανειολήπτες δεν έπαθαν τίποτα. Όμως ένα 5% των Ελλήνων που είχαν ιδιοκτησία χωρίς δάνειο την πούλησαν, προφανώς για να καλύψουν ανάγκες. Κατά το ίδιο ποσοστό αυξήθηκαν οι ενοικιαστές.

Παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο το ποσοστό των δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν οικονομική στενότητα και οι οποίοι είναι συνολικά το 4,5% των Ελλήνων (30% του 15%). Αυξήθηκε όμως δραματικά το ποσοστό αυτών που και νοικιάζουν (από 16% σε 21%) και δυσκολεύονται (από 54,4% σε 83,31%) και πλέον αποτελούν το 17,7% του συνόλου των Ελλήνων.

Όλα αυτά αποτελούν έργο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πράγματι προστάτεψε τους δανειολήπτες και αγνόησε τους ιδιοκτήτες και κυρίως τους ενοικιαστές. Προστάτεψε την ασυνέπεια και αδιαφόρησε για τη συνέπεια.

Αστική πτώχευση δεν προβλεπόταν στην ελληνική νομοθεσία, μέχρι την περασμένη εβδομάδα, που ψηφίστηκε ο νέος πτωχευτικός νόμος, ο λεγόμενος και «νόμος δεύτερης ευκαιρίας». Αφορά άμεσα το 5% εκείνων των Ελλήνων που έχουν κατοικία με δάνειο και δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για την κάλυψή του. Δεν αφορά εκείνο το 17,7% των Ελλήνων που νοικιάζει και δυσκολεύεται, διότι κανόνα δεν έχει τίποτα να χάσει. Το πρόβλημά του είναι, κυρίως, η εξασφάλιση μεροκάματου, μια και περιουσία δεν υπάρχει. Πιθανότατα θα αφορά σύντομα και ένα μέρος όλων των υπολοίπων που ο κόσμος τους καταρρέει λόγω της πανδημίας.

Η μέχρι τώρα νομοθεσία προέβλεπε πτώχευση για τις εμπορικές επιχειρήσεις και τα άτομα που ασκούσαν εμπορία. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στο διάστημα από το 2008 μέχρι και το 2017 καταγράφηκαν συνολικά 3.222 πτωχεύσεις: 342, 268, 380, 474 και 455 τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011 και 2012 αντίστοιχα. Επίσης: 437, 335, 206, 111 και 114 τα έτη 2013 έως 2017 αντίστοιχα.

Η μείωση εμφανής και οφείλεται σε έναν και μόνο παράγοντα: η απαγόρευση πλειστηριασμών κατέστησε την πτώχευση μάταιη. Παραδοσιακά, πολλοί έμποροι επέλεγαν να πτωχεύσουν για να βραχυκυκλώσουν τις διαδικασίες εκποίησης της ατομικής περιουσίας τους. Οι πτωχεύσεις διαρκούσαν χρόνια.

Σήμερα κηρύσσονται πλειστηριασμοί, αλλά δεν ολοκληρώνονται. Ουδείς είναι πρόθυμος να εμπλακεί σε άγνωστες δικαστικές διαδικασίες για να αποκτήσει ένα ακίνητο σε τρέχουσα τιμή, όταν μπορεί στην αγορά να παζαρέψει και να πετύχει έκπτωση. Το φορολογικό πλαίσιο παραμένει βαρύ, το επενδυτικό κλίμα κακό, το έφαγε κι η πανδημία. Κατά συνέπεια, όσο αγοραστές δεν φαίνονται στον ορίζοντα, ο πλειστηριασμός είναι ακίνδυνος. Ακίνδυνος για το συγκεκριμένο 5% των Ελλήνων, οι οποίοι ξοδεύουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για να κρατήσουν το δανεισμένο σπίτι και οι οποίοι ίσως ανακουφιστούν αν χάσουν το σπίτι και απαλλαγούν από το δάνειο. Διότι, κατά κανόνα, εισοδήματα έχουν. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτοί θα μεταπέσουν στην κατηγορία του 17,7% που νοικιάζει και ζορίζεται να βρει χρήματα για να καλύψει το ενοίκιο.

Με αυτά τα δεδομένα, η σκόνη που σήκωσε η αξιωματική αντιπολίτευση με την πρόταση μομφής για τον νέο πτωχευτικό νόμο είναι ακατανόητη. Η αστική πτώχευση δεν αφορά πολλούς και, κυρίως, δεν αφορά αυτούς τους οποίους η ίδια φτωχοποίησε όταν κυβερνούσε.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι από το 2018 μέχρι σήμερα δεν άλλαξαν πολύ οι αριθμοί, αλλά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η πανδημία θα τους κάνει, από δω και πέρα, πολύ χειρότερους. Υπό αυτή την έννοια, το «θα μας πάρουν τα σπίτια» μπορεί να έχει νόημα μόνο αν εύχεται ή επενδύει κανείς στην πλήρη αποτυχία της τωρινής κυβέρνησης.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, εμμέσως πλην σαφώς, επαναφέρει το «δεν (πρέπει να) πληρώνω», επειδή ελπίζει ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί από την πανδημία και θέλει να τη στριμώξει προκαταβολικά. Επαναφέρει επίσης τον ηθικό κίνδυνο, επιλέγοντας να στηρίξει αδιακρίτως αυτούς που δεν είναι συνεπείς, ειδικά την ώρα που αποδεδειγμένα εξαιρετικά στριμωγμένοι και σε δύσκολη θέση είναι οι συνεπείς. Η ζημία που φέρνει η πανδημία θα ήταν πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμη αν δεν υπήρχαν η Βαρουφακειάδα και τα σκισίματα των μνημονίων.

Έχοντας πίσω της μια αποτυχημένη, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα, κυβερνητική θητεία στο θέμα της στέγασης και της προστασίας των αδυνάτων, η αξιωματική αντιπολίτευση επαναφέρει το αφήγημα των κακών τραπεζών και των ανάλγητων νεοφιλελεύθερων. Το 2015, όμως, δεν ξανάρχεται, όπως ούτε το 2019, όταν το «θα μας βάλουν να δουλεύουμε επταήμερο» και «θα μας πιουν το αίμα» διέσωσε ένα 31%.

Ο πτωχευτικός νόμος είναι ένα τεχνικό νομοθέτημα που (πρέπει να) υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες. Δεν σηματοδοτεί τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε αναδεικνύει ιδεολογικές διαφορές και πολιτικές διαφοροποιήσεις. Σκόπιμο θα ήταν να ασχοληθούν όλοι με την πιθανή αποτελεσματικότητά του και να προτείνουν βελτιώσεις. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να τον αναγάγει σε αντιπολιτευτικό υπερόπλο αιτιολογείται μόνο ως προσπάθεια απόκρυψης των αποτυχημένων κυβερνητικών πεπραγμένων του. Αφελώς το ΚΙΝΑΛ τον ακολούθησε.