Η Ευρώπη, ο Μπάιντεν και ο κόσμος - Free Sunday
Η Ευρώπη, ο Μπάιντεν και ο κόσμος
Τι θα αλλάξει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη, ο Μπάιντεν και ο κόσμος

Με την Αριζόνα να ψηφίζει κι αυτή Μπάιντεν, τους εκλέκτορες να έχουν ανεβεί στους 290 –20 παραπάνω από αυτούς που χρειάζεται–, την υπεροχή στις ψήφους του έναντι του Τραμπ να ξεπερνάει τα 5 εκατομμύρια και τις ευχές του πάπα, ο Μπάιντεν ετοιμάζεται να αναλάβει, στις 20 Ιανουαρίου του 2021, την προεδρία.

Τίθεται το ερώτημα τι μπορούμε να περιμένουμε από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ στις βασικές επιλογές που θα κάνει και ποια πρέπει να είναι η στάση της Ε.Ε. απέναντί του.

Αλλάζει το κλίμα

Με το πέρασμα της προεδρίας από τον Τραμπ στον Μπάιντεν αλλάζει το κλίμα στις διεθνείς σχέσεις. Ο Μπάιντεν είναι συναινετικός στην προσέγγισή του και θα επιδιώξει συνεννόηση με τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα δεχτούν εύκολα τα ανοίγματά του, αλλά, έχοντας παρουσία δεκαετιών στη Γερουσία, θα αξιοποιήσει τις επαφές και το καλό «προφίλ» του σε αναζήτηση της αναγκαίας συναίνεσης.

Από τον απότομο και εριστικό Τραμπ περνάμε στον ήπιο και προσεκτικό Μπάιντεν, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η συνεννόηση σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, ο Μπάιντεν είναι συνεπής υποστηρικτής της πολυμερούς συνεννόησης στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος που διαμόρφωσαν οι ΗΠΑ και άλλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και διαφωνεί με τον ιδιόμορφο απομονωτισμό που επέβαλε ο Τραμπ.

Ο Μπάιντεν είναι φιλελεύθερος πολιτικός και δεν πρόκειται να δώσει έμφαση στις προσωπικές επαφές με διάφορους «σκληρούς», όπως ο Πούτιν και ο Μπολσονάρου ή ο Όρμπαν και ο Ερντογάν, που είχαν τη σταθερή προτίμηση του Τραμπ.

Η αποστολή του Μπάιντεν είναι εξαιρετικά δύσκολη, γιατί κατά τη διάρκεια της τετραετίας Τραμπ καταβαραθρώθηκαν η διεθνής εικόνα και η αξιοπιστία των ΗΠΑ, ιδιαίτερα στην Ε.Ε. Έχουμε φτάσει στο σημείο οι Ευρωπαίοι πολίτες να εμπιστεύονται περισσότερο τον Πούτιν ή τον Σι Τζινπίνγκ, παρά τα χαμηλά ποσοστά αξιοπιστίας που καταγράφουν.

Είναι βέβαιο ότι με τον Μπάιντεν θα αλλάξει η εικόνα και η μέθοδος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά την ουσία της πολιτικής που ακολουθείται, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη.

Κίνα, ο αντίπαλος

Κατά την περίοδο Τραμπ αναδείχθηκε η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας. Η Κίνα έχει κάνει τεράστια πρόοδο στην οικονομία και στην τεχνολογία και είναι περίπου ισοδύναμη των ΗΠΑ, οι οποίες έχασαν πολύτιμο χρόνο στην αντιμετώπιση της στρατηγικής απειλής.

Οι δύο υπερδυνάμεις συγκρούονται πλέον ανοιχτά σε ζητήματα λειτουργίας της οικονομίας, εμπορικών συναλλαγών, ψηφιακής κυριαρχίας, ακόμη και στρατιωτικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της Κίνας.

Η αντιπαλότητα μπορεί να εκδηλώθηκε με ωμό τρόπο, εξαιτίας ορισμένων πρωτοβουλιών του Τραμπ, αλλά έχει ρίζες στον στρατηγικό ανταγωνισμό για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και προβλέπεται να συνεχιστεί.

Η προσέγγιση του Μπάιντεν στο θέμα των σχέσεων με την Κίνα θα είναι αυστηρή, ταυτόχρονα όμως και εποικοδομητική. Αναμένεται να δώσει μεγαλύτερη έμφαση απ’ ό,τι ο Τραμπ στην προστασία των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων στην Κίνα και να αναζητήσει ταυτόχρονα νέους τομείς συνεργασίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, όπως για παράδειγμα στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αποτροπή της κλιματικής αλλαγής.

Η βασική διαφορά με τον Τραμπ είναι ότι ο Μπάιντεν θα θελήσει να συνεργαστεί με την Ε.Ε. και όλες τις δυνάμεις της Δύσης σε μια στρατηγική σχετικού περιορισμού της ανόδου της διεθνούς επιρροής της Κίνας. Η στρατηγική που επέλεξε ο Τραμπ, να ανοίγει μέτωπα με την Κίνα και ταυτόχρονα να μη συνεννοείται με την Ε.Ε., ωφέλησε πάρα πολύ το Πεκίνο, εφόσον οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον τις δυνάμεις για να του επιβάλουν μόνες τους όρους τους.

Η στροφή Μπάιντεν δίνει ευκαιρία στην Ε.Ε., ταυτόχρονα όμως τη θέτει προ των ευθυνών της. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αποδείξουν κι αυτοί στην πράξη ότι θεωρούν την Κίνα στρατηγικό αντίπαλο και να στηρίξουν βασικές επιλογές των ΗΠΑ στην Ευρώπη και αλλού, για να απελευθερωθούν αμερικανικές δυνάμεις στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα.

Στη Ρωσία χωρίς αγάπη

Η πολιτική Τραμπ έναντι της Ρωσίας έστελνε ένα κάπως μπερδεμένο μήνυμα. Από τη μια, οι ΗΠΑ εφάρμοζαν πολιτική κυρώσεων έναντι της πρώην υπερδύναμης. Από την άλλη, ο Τραμπ ήθελε να προβάλλει την προσωπική του συνεννόηση με τον Πούτιν για να ενισχύσει την εικόνα του ηγέτη με «ισχυρή προσωπικότητα» που σέβονται και οι αντίπαλοι, όπως ο Ρώσος πρόεδρος. Στη διάρκεια των τελευταίων ετών εκδηλώθηκε μία ακόμη κρίση εμπιστοσύνης στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, με τον Τραμπ να αποχωρεί από δύο συμφωνίες για τον έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου, κατηγορώντας τη ρωσική πλευρά ότι «κλέβει» στην εφαρμογή τους, και να δέχεται την παράταση μιας τρίτης συμφωνίας μόνο υπό όρους.

Το μήνυμα που θα στείλει ο Μπάιντεν για τις σχέσεις με τη Ρωσία θα είναι πολύ πιο καθαρό. Διαφωνεί με βασικές επιλογές της Μόσχας και δεν νιώθει την ανάγκη να προβάλει οποιαδήποτε στενή σχέση με τον Πούτιν, τον οποίο θεωρεί ένα είδος δικτάτορα.

Ο Μπάιντεν είναι υπέρ της συνεννόησης με τη Ρωσία για τον αναγκαίο έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου και θα εγκαταλείψει την πολιτική της αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες που εφαρμόζει ο Τραμπ. Ο Μπάιντεν θα είναι πιο αυστηρός σε ό,τι αφορά τις ρωσικές παρεμβάσεις σε χώρες όπως η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Γεωργία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, που αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης – γι’ αυτόν τον λόγο και αντιμετωπίζονται από τη Μόσχα ως σφαίρα επιρροής του λεγόμενου «εγγύς εξωτερικού».

Η Ε.Ε. θα πρέπει να ξεκαθαρίσει σε ποιον βαθμό θα στηρίξει τον Μπάιντεν στην πολιτική του έναντι της Ρωσίας. Αρκετά συχνά η Γερμανία και κατά περιόδους η Γαλλία πραγματοποιούν οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα έναντι της Ρωσίας, που ενισχύουν τον σκεπτικισμό της Ουάσινγκτον.

Η ενίσχυση των σχέσεων Ε.Ε.-ΗΠΑ περνάει υποχρεωτικά και από την καλύτερη συνεννόηση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί και χωρίς Τραμπ θα συνεχίσουν να εναντιώνονται στην αναβάθμιση της στρατηγικής ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream II.

Το κριτήριο του ΝΑΤΟ

Ο Μπάιντεν πιστεύει στον ρόλο και στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ. Θα θελήσει να βάλει τέλος στην επίδειξη αδιαφορίας του Τραμπ και στην προβολή του περιορισμού της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη.

Είναι βέβαιο όμως ότι θα ζητήσει από τους Ευρωπαίους συμμάχους να τιμήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για άμεση αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ.

Η συνεννόηση ΗΠΑ και Ε.Ε. στο θέμα του ΝΑΤΟ περνάει αναγκαστικά από την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας, οι οποίες παραμένουν κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ. Ο Μπάιντεν δεν πρόκειται να δεχτεί να επιβαρύνονται το αμερικανικό Δημόσιο και οι Αμερικανοί φορολογούμενοι για την άμυνα της Ευρώπης, αν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι συνεχίσουν να αποφεύγουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους.

Το πρόβλημα είναι ότι η σοβαρή αύξηση των αμυντικών δαπανών απορρίπτεται στη Γερμανία, για διαφορετικούς λόγους, από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων. Αν δεν βρουν τρόπο οι Γερμανοί να αυξήσουν ουσιαστικά τις αμυντικές δαπάνες τους, θα αποδειχθεί πολύ δύσκολη η συνεννόηση μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ για το ΝΑΤΟ.

Το ΝΑΤΟ δεν πάσχει μόνο από έλλειψη οικονομικών πόρων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους, αλλά και από έλλειψη μιας ευρύτερης στρατηγικής. Ο συμβατικός πόλεμος μοιάζει όλο και πιο ξεπερασμένος και πλέον κυριαρχούν οι ασύμμετρες απειλές και ο λεγόμενος «υβριδικός πόλεμος». Οι Ευρωπαίοι πρέπει να καλύψουν τεράστια κενά για να ανταποκριθούν στις νατοϊκές απαιτήσεις του Μπάιντεν. Πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους, να ενισχύσουν τον περιφερειακό ρόλο τους, αναλαμβάνοντας το σχετικό ρίσκο, και να συμβάλουν στην επεξεργασία και εφαρμογή μιας πολυδιάστατης στρατηγικής.

Το κλίμα και ο ΠΟΥ

Τα πολύ καλά νέα για την Ε.Ε. είναι ότι με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στη συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, πιθανότατα και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).

Ο Μπάιντεν έχει δηλώσει ήδη την πρόθεσή του για άμεση επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία του Παρισιού. Ο Τραμπ αντιμετωπίζει την προστασία του περιβάλλοντος ως μεγάλη απειλή για την οικονομία, ενώ ο Μπάιντεν συμφωνεί με την Ε.Ε. ότι η αναγκαία προσαρμογή μπορεί να μετατραπεί σε μεγάλη ευκαιρία για την οικονομία.

Η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ στο θέμα της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής και σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος έχει τεράστια σημασία για την Ε.Ε. Την ενθαρρύνει στην επιδίωξη των φιλόδοξων στόχων που έχει θέσει για το 2030 και το 2050, διευκολύνει τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τις ΗΠΑ και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να επιβληθούν συγκεκριμένοι κανόνες και στην Κίνα. Η Κίνα θα πρέπει να προστατεύσει κι αυτή το περιβάλλον, για να μη βρεθεί αντιμέτωπη με την επιβολή αντισταθμιστικών «πράσινων» δασμών στις εξαγωγές της.

Η αναθέρμανση της πολυμερούς διεθνούς συνεργασίας επί Μπάιντεν αναμένεται να οδηγήσει και στην επιστροφή των ΗΠΑ στον ΠΟΥ, αφού δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις και γίνουν διορθωτικές κινήσεις από την πλευρά του Οργανισμού.

Είναι κωμικοτραγική η αποσύνθεση του ΠΟΥ, με πρωτοβουλία του Τραμπ, σε μια περίοδο κατά την οποία ο Οργανισμός καλείται να δικαιολογήσει τον ρόλο και την ύπαρξή του, συντονίζοντας την παγκόσμια αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ο Τραμπ εμφάνισε τον ΠΟΥ σαν όργανο της Κίνας και τον Covid-19 σαν «κινεζικό ιό» για να δικαιολογήσει την προκλητική αδράνειά του και την υποτίμηση του κινδύνου στην κρίσιμη αρχική φάση της πανδημίας. Ο Μπάιντεν αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την πρόκληση της πανδημίας και είναι βέβαιο ότι θα αναζητήσει συνεργασίες σε παγκόσμιο επίπεδο για να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα. Η συνεργασία της αμερικανικής Pfizer με τη γερμανική BioNTech στην ανάπτυξη και παραγωγή ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού –με βάση τα πρώτα αποτελέσματα– εμβολίου αναδεικνύει τη σημασία της συνεργασίας ΗΠΑ-Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Υπέρ της Ε.Ε.

Με το πέρασμα από τον Τραμπ στον Μπάιντεν θα επιστρέψουμε στη στρατηγική του Ομπάμα, που ήταν σαφώς υπέρ της ανάπτυξης της Ε.Ε. και της στενής συνεργασίας των ΗΠΑ με αυτήν.

Ο Τραμπ επένδυσε πολιτικά στο Brexit και έχει πάντα στενές σχέσεις με τον βασικό εκφραστή του, τον ακραίο λαϊκιστή Φάρατζ. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνει όλους τους πολιτικούς που επιδιώκουν την αποδυνάμωση και τη διάλυση της Ε.Ε., από τον Όρμπαν και τον Κατσίνσκι μέχρι τη Λεπέν και τον Σαλβίνι. Ενδεικτική της στενής πολιτικής σχέσης του Τραμπ με τους ευρωσκεπτικιστές και τους αντιευρωπαίους είναι η άρνηση της Λεπέν να δεχτεί την ήττα του Τραμπ και να στείλει συγχαρητήρια στον Μπάιντεν.

Η επικράτηση του Μπάιντεν αδειάζει, ως έναν βαθμό, και την προσπάθεια του Βρετανού πρωθυπουργού Τζόνσον να προχωρήσει σε σκληρό Brexit. Ομπάμα και Μπάιντεν ήταν κατά του Brexit. Ο Μπάιντεν δέχεται την απόφαση του βρετανικού λαού, ταυτόχρονα όμως επιθυμεί ένα πολιτισμένο διαζύγιο, στη βάση ενός συμφωνημένου Brexit μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε.

Κατάγεται από την Ιρλανδία και δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ζητήματα που αφορούν τους Ιρλανδούς. Θεωρεί ότι το σκληρό Brexit που επιδιώκει ο Τζόνσον μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση της συμφωνίας ειρήνευσης μεταξύ προτεσταντών και καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία έχει συμπληρώσει εικοσαετία επιτυχημένης εφαρμογής.

Η πολιτική στροφή των ΗΠΑ υπέρ της Ε.Ε. επί προεδρίας Μπάιντεν δεν καταργεί βέβαια βασικές αντιθέσεις. Απλώς δημιουργεί ένα καλύτερο πλαίσιο διαπραγμάτευσης.

Οι ΗΠΑ θα επιμείνουν σε μια πιο ισορροπημένη εμπορική σχέση και θα ζητήσουν, ιδιαίτερα από τη Γερμανία, να βρει τρόπους να περιορίσει το εμπορικό της πλεόνασμα στις διμερείς συναλλαγές. Επιπλέον, θα θελήσουν να προστατεύσουν την κυριαρχία των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών απ’ οποιαδήποτε ευρωπαϊκή προσπάθεια αμφισβήτησής τους. Οι πρωταγωνιστές της Silicon Valley στάθηκαν δυναμικά στο πλευρό του Μπάιντεν, προκαλώντας μάλιστα την οργισμένη αντίδραση του Τραμπ. Θετικό στοιχείο για μια συνεννόηση μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ είναι η θέση Μπάιντεν για δικαιότερη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων. Ίσως έτσι φτάσουμε σε έναν συμβιβασμό που θα εξασφαλίζει την επιβολή ευρωπαϊκής φορολογίας στους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς, χωρίς αυτή να θεωρηθεί δυναμική αμφισβήτηση του πρωταγωνιστικού τους ρόλου από τους Ευρωπαίους.

Ιράν, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Τουρκία

Μεγάλο ενδιαφέρον για την Ε.Ε. έχουν και οι πιθανές αλλαγές της αμερικανικής πολιτικής –με πρωτοβουλία Μπάιντεν– έναντι του Ιράν, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας. Πρόκειται για χώρες στρατηγικής σημασίας, που είναι πάντα ψηλά στις προτεραιότητες του State Department.

Σε ό,τι αφορά το Ιράν, ο Μπάιντεν θεωρεί ότι η πολιτική της μέγιστης πίεσης που ακολουθεί ο Τραμπ μέσω ισοπεδωτικών οικονομικών κυρώσεων είναι αντιπαραγωγική. Επιθυμεί την επιστροφή στη συμφωνία του 2018, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν με πρωτοβουλία Τραμπ, αφού όμως πρώτα το Ιράν αρχίσει να τηρεί πλήρως τους όρους για τη μη απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου. Στη συνέχεια θα επιδιώξει να διαπραγματευτεί κάποιους νέους όρους, που θα καλύπτουν τις ανησυχίες των ΗΠΑ και ιδιαίτερα του Ισραήλ.

Ο Μπάιντεν είναι, όπως ο Τραμπ και όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ, δυναμικά στο πλευρό του Ισραήλ. Καλωσόρισε την εντυπωσιακή συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), η οποία συμβάλλει στον περιορισμό των παραδοσιακών αραβο-ισραηλινών διαφορών σε παλαιστινο-ισραηλινές διαφορές.

Το λεπτό σημείο στις σχέσεις με το Ισραήλ είναι ότι ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρούν την πολιτική που ακολουθείται στη Δυτική Όχθη απαράδεκτα επιθετική σε βάρος των Παλαιστινίων.

Ένας άλλος ισχυρός σύμμαχος των ΗΠΑ στη στρατηγικής σημασίας περιοχή είναι η Σαουδική Αραβία. Ο Μπάιντεν δείχνει μεγαλύτερη ευαισθησία από τον Τραμπ σε ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Σαουδική Αραβία και διαφωνεί με τη στήριξη των ΗΠΑ, μέσω ιδιαίτερα εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, στην πολεμική προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη.

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, δεν εγκρίνει τις μεθόδους του Ερντογάν και θα προσπαθήσει να ενισχύσει τη θέση των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους και αδειάστηκαν με εντυπωσιακό τρόπο από τον Τραμπ σε όφελος της Τουρκίας.

Οι διορθωτικές κινήσεις που θα επιχειρήσει ο πρόεδρος Μπάιντεν στην πολιτική των ΗΠΑ έναντι του Ιράν, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας είναι πολύ κοντά στις θέσεις της Ε.Ε. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν η Ε.Ε. θα βρει τρόπους να καλύψει το κενό που αφήνει η σταδιακή αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν μέχρι το Ιράκ και τη Συρία, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί και επί Μπάιντεν. Η Ε.Ε. –ιδιαίτερα μετά το Brexit– δεν έχει τη στρατηγική δυνατότητα για διαμόρφωση των εξελίξεων σε κρίσιμες περιοχές του πλανήτη και, κυρίως, δεν έχει την πολιτική διάθεση να την αποκτήσει.

Κοινή αδυναμία

Υπάρχουν και περιοχές του πλανήτη όπου το πέρασμα από τον Τραμπ στον Μπάιντεν δεν αναμένεται να ενισχύσει ουσιαστικά τη θέση των ΗΠΑ, ενώ και η Ε.Ε. βρίσκεται σε θέση αδυναμίας.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής, όπου η αμερικανική επιρροή βρίσκεται σε πτώση και η ταύτιση του Τραμπ με ηγέτες του τύπου Μπολσονάρου τούς δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που τους λύνει. Όμως και της Ε.Ε. η επιρροή στη Λατινική Αμερική είναι σε αυτή τη φάση περιορισμένη. Η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά δεν έχει πετύχει τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό των δεξιόστροφων πολιτικών δυνάμεων και η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά δεν επηρεάζει τους αριστερόστροφους λαϊκιστές που επικρατούν στον σοσιαλιστικό, επαναστατικό χώρο.

Για την Αφρική υπάρχουν τεράστια κενά στρατηγικής, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., που διευκολύνουν την ανάπτυξη των δυνάμεων των ισλαμιστών και την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Κίνας.

Στην Ινδία αναμένεται να ενισχυθεί η επιρροή των ΗΠΑ εξαιτίας της καταγωγής της αντιπροέδρου του Μπάιντεν, Κάμαλα Χάρις, από τη συγκεκριμένη χώρα. Η Ινδία είναι το μεγάλο ερωτηματικό για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., γιατί η πολιτική της είναι γεμάτη αντιφάσεις και μελανά σημεία, όπως είναι η καταπίεση της μουσουλμανικής μειονότητας. Πρόκειται όμως για μία χώρα με τεράστιο δυναμικό και στρατηγική σημασία, ιδιαίτερα σε σχέση με τον περιορισμό της ενίσχυσης της επιρροής της Κίνας.

Σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ινδία η υποχώρηση της επιρροής των ΗΠΑ και της Ε.Ε. συνηγορεί υπέρ της ανάπτυξης της συνεργασίας τους επί προεδρίας Μπάιντεν.