Τη μέρα που πέθανε ο Ντιέγκο
Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία σταμάτησαν να αναμεταδίδουν ειδήσεις που αφορούν αριθμούς για διασωληνωμένους και νεκρούς. Στα social media οι «τοίχοι» γέμισαν με φωτογραφίες του. Στα γήπεδα σιγή. Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν νεκρός και για λίγα λεπτά της ώρας σε αυτή την υπερηχητική εποχή τίποτε άλλο δεν είχε σημασία‧ μόνο το ότι έφυγε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
Ο Μαραντόνα, ακόμα και για τις γενιές των ανθρώπων που δεν τον πρόλαβαν να παίζει μπάλα, έγινε σημείο αναφοράς, μέτρο σύγκρισης, ορόσημο, το πιο θαυμαστό κεφάλαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Δίκαια. Όχι μόνο επειδή η ποδοσφαιρική του οξυδέρκεια ήταν ασύγκριτη και το ταλέντο του μεγαλειώδες, αλλά και για την πληθωρική, γεμάτη πάθος περσόνα του.
Ποτέ κανένας ποδοσφαιριστής (ούτε ο Μέσι, που δεν έχει φορέσει άλλη φανέλα πλην αυτής της Μπαρτσελόνα) δεν ταυτίστηκε τόσο με μια πόλη όσο ο Ντιέγκο Μαραντόνα με τη Νάπολη. Όταν πάνω στον ποδοσφαιρικό του οίστρο αποφάσισε να μεταγραφεί στη Νάπολι, μια μεσαία ομάδα της Serie A, ίσως ούτε ο ίδιος δεν είχε φανταστεί πόσα θα κατάφερνε εκεί. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1987, 1990), την πρώτη χρονιά το νταμπλ, αλλά και τον μοναδικό ευρωπαϊκό τίτλο της ιστορίας της ομάδας. Όταν κατέκτησαν το πρώτο τους πρωτάθλημα, η πόλη γιόρταζε τρία μερόνυχτα. Κάποιοι δεν πρόλαβαν να ζήσουν αυτές τις στιγμές. Γι’ αυτό και κάποιος έγραψε με σπρέι έξω από ένα νεκροταφείο: «Δεν ξέρετε τι χάσατε».
Ο Μαραντόνα επέλεξε μία ομάδα που δεν είχε κερδίσει τίποτα πριν από εκείνον, αλλά ούτε και μετά από αυτόν (εκτός από το Κύπελλο Ιταλίας το 2019-2020). Επέλεξε ένα πρωτάθλημα που τη δεκαετία του ’80 ήταν το δυσκολότερο, με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου να βρίσκονται εκεί, κι αυτός πήγε στη μοναδική ομάδα χωρίς σταρ. Την πήρε από το χέρι και τους κέρδισαν όλους δύο φορές. Ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει αυτό; Τότε και τώρα.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’86 που κατέκτησε με την Αργεντινή είναι το πιο πολυσυζητημένο της Ιστορίας για δύο λόγους, που και οι δύο αφορούν τον Μαραντόνα. Για το «χέρι του Θεού», το πιο αμφιλεγόμενο γκολ του θεσμού, και για το ομορφότερο γκολ του κόσμου. Και τα δύο τα πέτυχε εκείνος. Και τα δύο απέναντι στην Αγγλία, τη χώρα με την οποία η Αργεντινή είχε πόλεμο τέσσερα χρόνια νωρίτερα για τα νησιά Φόκλαντ. Τι φοβερή ιστορία! Μια πολιτική δικαίωση για ένα έθνος μέσα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο!
Και κάπως έτσι, με δύο γκολ και μία θρυλική δήλωση, έγινε το σύμβολο της Αργεντινής. Αυτός δίπλα στον Τσε Γκεβάρα. Οι υπερασπιστές των αδικημένων.
Από κείνη τη στιγμή ο Ντιέγκο ήταν πάνω από ποδοσφαιρικούς τίτλους, πανέμορφα γκολ και αξέχαστα highlights. Έγινε σύμβολο. Και ως τέτοιο κατόπιν συμπεριφερόταν.
Το καλοκαίρι του 1990 η Αργεντινή αντιμετώπισε την Ιταλία στον ημιτελικό του Μουντιάλ, ο οποίος διεξήχθη στο «Σαν Πάολο», έδρα της Νάπολι, και ο Ντιέγκο παραλίγο να προκαλέσει εμφύλιο. Τις μέρες πριν από τον αγώνα οι δηλώσεις του για τις αδικίες που υφίστατο ο ιταλικός Νότος από τον πλούσιο Βορρά μετέτρεψαν το «Σαν Πάολο», από έδρα της Ιταλίας, σε έδρα του Ντιέγκο, με τους περισσότερους Ιταλούς να φωνάζουν «η Νάπολη δεν είναι Ιταλία».
Ο Μαραντόνα έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής –μια εποχή που ακόμα το ποδόσφαιρο ήταν κυρίως μπάλα– που τόλμησε να εκφράσει τη γνώμη του όπως ακριβώς την αισθανόταν, χωρίς φίλτρα, χωρίς υποβολείς, χωρίς συγνώμες.
Έπαιζε στο γήπεδο με τον τρόπο που ζούσε έξω από αυτό. Ήταν ήρωας και αντιήρωας ταυτόχρονα. Άγγελος και διάβολος. Συνομιλούσε με τον Πάπα και με τη Μαφία. Έκανε καταχρήσεις και όμως μέσα στο γήπεδο ήταν διαυγής και καθαρός. Ο κόσμος τον αντιμετώπιζε σαν Θεό κι εκείνος ζούσε σαν αμαρτωλός.
Οι έξεις του τελικά μπορεί να τον καθόρισαν και η φιγούρα του στην πολιτική του ζωή πολλές φορές να προκαλούσε θλίψη, όμως οι καρδιές των φιλάθλων, που ποτέ δεν θαύμασαν τόσο έναν ποδοσφαιριστή, δεν πάγωσαν.
Ο Ντιέγκο δεν έχασε ποτέ την αγάπη του κόσμου και τη μέρα που πέθανε όλοι θρήνησαν όχι μόνο τον χαμένο ήρωα αλλά και τις πιο συναισθηματικές ποδοσφαιρικές τους αναμνήσεις.