Η οικονομία σε κλοιό προβλημάτων - Free Sunday
Η οικονομία σε κλοιό προβλημάτων
Η παράταση της πανδημίας οδηγεί σε «πόλεμο» φθοράς.

Η οικονομία σε κλοιό προβλημάτων

Η παράταση της πανδημίας στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα οδηγεί σε έναν ιδιόμορφο πόλεμο οικονομικής φθοράς. Η ελληνική οικονομία είναι φορτωμένη υποχρεώσεις και διαρθρωτικά προβλήματα και δεν αντέχει ταλαιπωρία σε βάθος χρόνου.

Όταν ξέσπασε η πανδημία, την άνοιξη του 2020, η κυβέρνηση είχε βάλει στόχο να προλάβει το τουριστικό καλοκαίρι. Στη συνέχεια επικράτησε η άποψη ότι θα ξεκινούσε η ανάκαμψη στα τέλη του 2020. Τώρα βρισκόμαστε στο α΄ τρίμηνο του 2021 με το ΑΕΠ να συνεχίζει την ανησυχητική πτώση του. Οι κυβερνητικές ελπίδες μετατίθενται στο φετινό τουριστικό καλοκαίρι, ενώ οι πολίτες δείχνουν –με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων– πιο ρεαλιστές στην προσέγγισή τους. Περιμένουν βελτίωση και ανάκαμψη από τα τέλη του 2021 - αρχές 2022.

Δεν είναι ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής –πώς θα μπορούσαν άλλωστε–, αλλά δείχνουν εμπιστοσύνη στον Μητσοτάκη και στην κυβέρνηση.

Δημοσιονομικός εκτροχιασμός

Η Ελλάδα βρίσκεται σε φάση προσωρινού δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η ύφεση που έφερε η πανδημία μείωσε δραστικά τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου το 2020.

Τα έσοδα από ΦΠΑ μειώθηκαν κατά 3 δισ. ευρώ σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Μεγάλη μείωση φορολογικών εσόδων παρατηρήθηκε στον τουρισμό και στην εστίαση, ενώ κατά 600 εκατ. ευρώ μειώθηκαν, σε σχέση με τον στόχο, τα φορολογικά έσοδα από τα πετρελαιοειδή.

Στον φόρο εισοδήματος οι απώλειες ήταν της τάξης των 3,6 δισ. ευρώ, ενώ οι συνολικές φορολογικές απώλειες εκτιμώνται σε 7,6 δισ. ευρώ.

Η δραστική μείωση των φορολογικών εσόδων συνδυάστηκε με την αύξηση των δημοσίων δαπανών για τη στήριξη της οικονομίας, για να μετατρέψουν το πρωτογενές πλεόνασμα 5 δισ. ευρώ το 2019 σε πρωτογενές έλλειμμα 18,2 δισ. ευρώ το 2020.

Οι κυβερνητικοί αρμόδιοι και οι εκπρόσωποι των θεσμών υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι αυτή η δημοσιονομική ανατροπή έχει προσωρινό χαρακτήρα και πως θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία μόλις αφήσουμε οριστικά πίσω μας την πανδημία.

Η θέση που διατυπώνουν είναι σωστή, αλλά δεν έχει απαντηθεί πότε ακριβώς θα αφήσουμε πίσω μας την πανδημία. Η αρχική θέση ήταν ότι θα ξεμπερδεύαμε μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου 2020. Η νέα επίσημη θέση είναι ότι θα ξεμπερδέψουμε μεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου 2021. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, μεγαλώνει η οικονομική αβεβαιότητα.

Όσο παρατείνεται η κρίση, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες να μετατραπεί η προσωρινή δημοσιονομική ανατροπή σε έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Διπλό πρόβλημα

Ήδη το χρέος του ελληνικού Δημοσίου έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ και δοκιμάζει συνεχώς νέα ύψη.

Σε αυτή τη φάση το ελληνικό Δημόσιο αξιοποιεί την αξιοπιστία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια –το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου αρκετά κάτω από το ψυχολογικό όριο του 1%–, με τους επενδυτές να στριμώχνονται για να εξασφαλίσουν τίτλους του ελληνικού Δημοσίου.

Ο μεγάλος και με ευνοϊκούς όρους δανεισμός είναι μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης. Δεν ξέρουμε όμως κατά πόσο μπορεί να συνεχιστεί. Ανάλογες επιτυχίες στον δανεισμό είχαμε και κατά την περίοδο που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Για ένα διάστημα τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ήταν συγκρίσιμα με τα επιτόκια δανεισμού του γερμανικού Δημοσίου.

Οικονομίες με μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα και σημαντικά βάρη, όπως είναι η ελληνική, μπορεί να βρεθούν σε θέση αδυναμίας από τη μια στιγμή στην άλλη αν αλλάξει η διεθνής συγκυρία. Σε περίπτωση που πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και δοθεί η ευκαιρία στον Σαλβίνι και τους συμμάχους του να αμφισβητήσουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, θα εκδηλωθεί ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στην Ευρωζώνη με σοβαρές συνέπειες για τη χώρα μας.

Εκτιμώ ότι οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας, αλλά όσο παρατείνεται η πανδημία και η οικονομική κρίση που συνδέεται με αυτή γινόμαστε πιο ευάλωτοι.

Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα σε ό,τι αφορά τη μεγάλη αύξηση του ιδιωτικού χρέους. Το τεράστιο δημόσιο χρέος είναι σε γενικές γραμμές ρυθμισμένο για τα επόμενα χρόνια, οπότε, και να πάνε τα πράγματα από το κακό στο χειρότερο, θα έχουμε στη διάθεσή μας σημαντικό χρόνο αντίδρασης.

Αντίθετα, το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται δυναμικά εξαιτίας της πανδημίας, χωρίς να υπάρχουν οι ανάλογες δυνατότητες αποτελεσματικής διαχείρισής του. Εκτιμάται ότι οι νέες υποχρεώσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών που δεν εξυπηρετούνται κανονικά εξαιτίας του Covid-19 ξεπερνούν ήδη τα 20 δισ. ευρώ. Πρόκειται για οφειλές προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες.

Οι νέες υποχρεώσεις προστίθενται σε αυτές που δημιουργήθηκαν από την προηγούμενη κρίση και έχουν μείνει με διάφορους τρόπους σε εκκρεμότητα. Η κυβέρνηση δυσκολεύεται να πάρει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της οριστικής ρύθμισης ή και διαγραφής υποχρεώσεων που είναι πρακτικά αδύνατο να εξυπηρετηθούν. Εμποδίζεται από την κακή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, τα προβλήματα που παρατηρούνται στο τραπεζικό σύστημα και τις πιέσεις που δέχεται από τους εκπροσώπους των θεσμών. Οι τελευταίοι μπερδεύουν την αδυναμία των περισσότερων οφειλετών να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους με τη λεγόμενη «κουλτούρα πληρωμών», που κατά την άποψή τους πρέπει να βελτιωθεί στη χώρα μας.

Επειδή παρακολουθώ σχετικές συζητήσεις, ως μέλος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, διαπιστώνω τη δυσκολία που έχουν να κατανοήσουν την ελληνική πραγματικότητα, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την οποία γνωρίζουν καλά.

Δίδυμο έλλειμμα

Την προοπτική της ελληνικής οικονομίας σκιάζει η επανεμφάνιση του λεγόμενου δίδυμου ελλείμματος. Από τη μια έχουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα που τραβάει την ανηφόρα και από την άλλη το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που προκαλεί η κατάρρευση των τουριστικών εσόδων.

Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δίνουν μάχη για να προλάβουμε το τουριστικό καλοκαίρι, δυστυχώς όμως οι πιθανότητες είναι σε βάρος μας. Η καθυστέρηση και τα πρακτικά προβλήματα που παρατηρούνται στον εμβολιασμό, όπως και η έλλειψη αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθυστερούν την επιστροφή στην τουριστική κανονικότητα.

Δεν αρκεί να ελέγξουμε την πανδημία στην Ελλάδα για να λειτουργήσει ο τουριστικός τομέας. Πρέπει να την ελέγξουν έγκαιρα στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες που αποτελούν τις καλύτερες τουριστικές αγορές για την πατρίδα μας.

Το πιθανότερο είναι ότι κι αυτό το τουριστικό καλοκαίρι θα είναι βαθιά προβληματικό, με αποτέλεσμα να έχουμε και το 2021 μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξαγωγές αγαθών δείχνουν να αντέχουν –με εξαίρεση τα πετρελαιοειδή–, αλλά θα πρέπει να αυξηθούν εντυπωσιακά για να καλυφθούν εν μέρει οι συναλλαγματικές απώλειες από τον τουρισμό και να αποτραπούν αύξηση της ανεργίας και συνέχιση της ύφεσης.

Διόγκωση Δημοσίου

Σοβαρό πρόβλημα για την οικονομική μας προοπτική δημιουργεί η διόγκωση του Δημοσίου. Στη διάρκεια αυτής της κρίσης σχεδόν όλοι στηρίζονται στις παρεμβάσεις του Δημοσίου, ενώ ο ιδιωτικός τομέας δέχεται συνεχή πλήγματα. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις απειλούνται με εξαφάνιση εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας και στηρίζονται ολοένα περισσότερο στην κρατική παρέμβαση για να επιβιώσουν.

Αυτό σημαίνει ότι στο τέλος της πανδημίας θα έχουμε έναν μικρότερο και εξασθενημένο ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα πρέπει να σηκώσει το βάρος του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας, όπως και της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.

Το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ για ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, μεγάλη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις και περιορισμό των διαστάσεων του Δημοσίου με τη βοήθεια του λεγόμενου επιτελικού κράτους έχει ακυρωθεί, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας.

Η μεγαλύτερη ζημιά που κάνει η πανδημία στην ελληνική οικονομία έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα και είναι η ενίσχυση του ειδικού βάρους του Δημοσίου σε βάρος του διαχρονικά προβληματικού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Εξωγενείς παράγοντες

Την κατάσταση περιπλέκουν δύο εξωγενείς παράγοντες: το μεγάλο κόστος του εξοπλιστικού προγράμματος που μας επιβάλλει η αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η καθυστέρηση που παρατηρείται στην εκταμίευση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Τα 2,5 δισ. ευρώ που κόστισαν τα Ραφάλ είναι η πρώτη μεγάλη επιβάρυνση στη νέα κούρσα εξοπλισμών Ελλάδας-Τουρκίας. Θεωρείται βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει στην παραγγελία νέων οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ και χώρες της Ε.Ε., για να διευκολυνθεί και στη διπλωματική προσέγγιση μετά την αποχώρηση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο και τη δημιουργία δυναμικής επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας από ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μπροστά μας σημαντικές αμυντικές δαπάνες, που θα επηρεάσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος.

Με ερώτησή μου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχω θέσει το ζήτημα των αμυντικών δαπανών στις οποίες υποχρεούται η Ελλάδα εξαιτίας του υπερεξοπλισμού της Τουρκίας από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ισπανία. Έχω ζητήσει να μην υπολογίζονται οι αμυντικές μας δαπάνες στο δημοσιονομικό έλλειμμα για όσο διάστημα συνεχίζεται ο υπερεξοπλισμός της Τουρκίας από ευρωπαϊκές χώρες.

Από την άλλη, παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση στην οργάνωση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο περιμένουμε πολλά. Δεν προβλέπεται σημαντική εκταμίευση κονδυλίων πριν από το β΄ εξάμηνο του 2021, γεγονός που σημαίνει ότι θα έχουμε περάσει τον πρώτο χρόνο της κρίσης της πανδημίας χωρίς πρόσθετη δωρεάν οικονομική ενίσχυση από την Ε.Ε.

Μείναμε αβοήθητοι –σε ό,τι αφορά την πρόσθετη δωρεάν οικονομική ενίσχυση–, να αντιμετωπίσουμε δύο κύματα πανδημίας, ίσως και ένα τρίτο στο άμεσο μέλλον, χωρίς μεγάλες δημοσιονομικές δυνατότητες και με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος.

Η σχετικά αργή αντίδραση της Ε.Ε. στην κρίση της πανδημίας μεγαλώνει τις δυσκολίες για εμάς και δοκιμάζει τις περιορισμένες αντοχές μας.

Διαρθρωτικά προβλήματα

Η παράταση της οικονομικής κρίσης που συνδέεται με την πανδημία αναδεικνύει τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Μεγαλώνει το επενδυτικό έλλειμμα που βασανίζει εδώ και τετραετίες την οικονομία μας. Μένουμε ακόμη πιο πίσω σε σχέση με το ύψος των επενδύσεων στην Ευρωζώνη ως ποσοστό επί του ΑΕΠ και γίνεται πιο δύσκολη η κάλυψη της χαμένης απόστασης.

Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να δυσλειτουργεί, με δύο βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, δεν μεταφέρει επαρκώς τη ρευστότητα που του παρέχει η ΕΚΤ στην πραγματική οικονομία. Δεύτερον, τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν εξωφρενικά υψηλά, παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ δίνει χρήματα στις τράπεζες με αρνητικά επιτόκια και ο πληθωρισμός είναι μηδενικός ή και αρνητικός στην Ελλάδα λόγω των φαινομένων ύφεσης. Έχουμε φτάσει στο σημείο να δανείζονται οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με διπλάσιο ή και τριπλάσιο επιτόκιο από τις πορτογαλικές και τις ισπανικές.

Κοινωνική πίεση

Καθώς μεγαλώνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία, ενισχύεται και η κοινωνική πίεση που δέχεται η κυβέρνηση. Οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής, ιεραρχούν πολύ ψηλά τα ζητήματα της οικονομίας και προβλέπουν σημαντικές δυσκολίες για το άμεσο μέλλον.

Τα αποτελέσματα δημοσκόπησης της Metron Analysis που έγινε για λογαριασμό του Mega είναι ενδεικτικά του κλίματος που επικρατεί.

Το 42% των ερωτηθέντων θεωρεί την πανδημία και τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία που δημιουργεί το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Το 32% θεωρεί την οικονομία το μεγαλύτερο πρόβλημα και το 8% την ανεργία. Στην αντίληψη των πολιτών δεσπόζουν τα προβλήματα της πανδημίας και της οικονομίας, που άλλωστε συνδέονται, εφόσον η σημερινή οικονομική κρίση οφείλεται στη μεγάλη διάρκεια της πανδημίας.

Το 53% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση αρνητική, με μόνο 12% να τη θεωρούν θετική και 34% να την τοποθετούν σε μια ουδέτερη/ενδιάμεση κατάσταση.

Το 43% των πολιτών δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση χειροτέρεψε σε σχέση με πέρυσι. Το 41% ότι έμεινε σε γενικές γραμμές η ίδια και το 16% ότι βελτιώθηκε.

Το 51% των ερωτηθέντων προβλέπει επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας, με το 26% να προβλέπει βελτίωσή της και το 20% να θεωρεί ότι θα μείνει αμετάβλητη.

Το 61% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα επιστρέψουμε στην οικονομική κανονικότητα μετά το 2021, ενώ 38% είναι πιο αισιόδοξοι και βλέπουν επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα εντός του 2021.

Μεγαλύτερη αισιοδοξία αναδεικνύεται από τις απαντήσεις στην ερώτηση αν τα χειρότερα είναι μπροστά μας ή τα έχουμε αφήσει πίσω μας. Το 55% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας και 39% των ερωτηθέντων εκτιμούν ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας.

Αξιολόγηση πολιτικών

Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση της Metron Analysis, οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση στον οικονομικό τομέα.

Για τα αποτελέσματά της στην οικονομία έχει θετική γνώμη το 34% και αρνητική το 60%. Ακόμα πιο αυστηρή είναι η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής στα εργασιακά θέματα. Μόλις 27% οι θετικές γνώμες και 61% οι αρνητικές.

Η δημοσκόπηση δείχνει ότι οι πολίτες κάνουν μια ρεαλιστική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης της πανδημίας και τον χρόνο που θα χρειαστούμε για την επιστροφή στην κανονικότητα.

Είναι επίσης αυστηροί στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής που ακολουθείται, θεωρώντας τα αρνητικά με μεγάλη πλειοψηφία.

Η ίδια δημοσκόπηση επιβεβαιώνει ευρήματα άλλων δημοσκοπήσεων, σύμφωνα με τα οποία οι πολίτες δεν χρεώνουν πολιτικά στον Μητσοτάκη και στην κυβέρνηση τη μεγάλη διάρκεια της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που αυτή προκαλεί, ούτε την αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης.

Ο δικαιολογημένος προβληματισμός δεν οδηγεί σε πολιτική διαμαρτυρία, πολύ περισσότερο σε απόρριψη. Η πολιτική υποστήριξη της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη οφείλεται, κατά την άποψή μου, στα εξής:

Πρώτον, στη διαπίστωση ότι, παρά την έξαρση της πανδημίας στη χώρα μας, τα πηγαίνουμε πολύ καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα η σύγκριση με την Πορτογαλία και την Ισπανία –οι οποίες προβάλλονται ως αριστερά πρότυπα από τον ΣΥΡΙΖΑ– είναι εντυπωσιακά υπέρ της Ελλάδας.

Δεύτερον, οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης της πανδημίας αφορούν το σύνολο της Ε.Ε. και προς το παρόν η ελληνική οικονομία τα πηγαίνει κάπως καλύτερα απ’ ό,τι προέβλεπαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε την άνοιξη του 2020 ότι η ελληνική οικονομία θα είχε τις χειρότερες επιδόσεις απ’ όλες τις άλλες. Έχουμε από τις χειρότερες επιδόσεις, συγκρίσιμες όμως με εκείνες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, της 2ης, 3ης και 4ης οικονομίας σε μέγεθος της Ευρωζώνης.

Τρίτον, οι πολίτες έχουν μάθει να εμπιστεύονται τον Μητσοτάκη και τις επιλογές του. Η δημοσκόπηση της Pulse που έγινε για λογαριασμό του τηλεοπτικού ΣΚΑΪ εμφανίζει τον Μητσοτάκη να υπερέχει στα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά με 44% έναντι του Τσίπρα, που έρχεται τρίτος με 24%. Στη δεύτερη θέση είναι ο «κανένας» με 28%.

Τέταρτον, η ΝΔ παραμένει, παρά τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση, πολιτικά κυρίαρχη. Στην ίδια δημοσκόπηση της Pulse το δημοσκοπικό ποσοστό της είναι, με αναγωγή, στο 39%, ενώ του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στο 23%.

Οι πολίτες αναγνωρίζουν στην κυβέρνηση την προσπάθεια, είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί όμως στο αποτέλεσμα της προσπάθειας. Ταυτόχρονα, η πολιτική τους τοποθέτηση επηρεάζεται από τα διδάγματα που έβγαλαν την περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα. Αντιευρωπαϊκά πειράματα, στροφές 180 μοιρών στην πολιτική και χαλαρή και πρόχειρη αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων θεωρούνται πλέον αδιανόητα σε περίοδο μεγάλων δυσκολιών.

Εξακολουθούν, λοιπόν, να συσπειρώνονται γύρω από τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η πολιτική ισχύς της κυβέρνησης και η πολιτική σταθερότητα στη χώρα είναι μια πρώτη καλή απάντηση στα οικονομικά προβλήματα που συνδέονται με την πανδημία και μας πολιορκούν.