Δύσκολο το σταυρόλεξο της απολιγνιτοποίησης - Free Sunday
Δύσκολο το σταυρόλεξο της απολιγνιτοποίησης
Η πολιτική αντιπαράθεση δεν βοηθάει.

Δύσκολο το σταυρόλεξο της απολιγνιτοποίησης

Η απολιγνιτοποίηση είναι στρατηγικός στόχος της Ε.Ε. και της Ελλάδας. Υπάρχουν δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που αναπόφευκτα οδηγούν στο κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών παραγωγής ενέργειας. Διαφορετικά, η ΔΕΗ, που τους διαχειρίζεται, θα υποχρεωθεί να δαπανήσει πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια, τα επόμενα χρόνια, για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων.

Είναι γεγονός ότι η Πολωνία και η Βουλγαρία, που έχουν ανάλογο πρόβλημα, έχουν εξασφαλίσει διευκολύνσεις που επιτρέπουν μια βραδύτερη και πιο ήπια, από οικονομική και κοινωνική άποψη, απολιγνιτοποίηση. Υπάρχει επίσης πρόβλημα με τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, τα οποία είναι μεγάλοι ρυπαντές, εφόσον στηρίζονται σε παλαιές λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Ανεξάρτητα από τον χρόνο και τις ευκαιρίες που μπορεί να χάσαμε, είμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη μιας απολιγνιτοποίησης-εξπρές.

Αναπτύσσεται γύρω από αυτή μια σκληρή αντιπαράθεση, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι θα επιτύχει μέσω της απολιγνιτοποίησης την αναπτυξιακή απογείωση της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας και τον ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει ότι η απολιγνιτοποίηση, έτσι όπως προωθείται, θα οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική ερήμωση ολόκληρων περιοχών της χώρας και στην παραπέρα υποβάθμιση της ΔΕΗ σε όφελος μεγάλων συμφερόντων.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση δεν λύνει τα σημαντικά πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με την απολιγνιτοποίηση και το ευρύτερο σχέδιο της λεγόμενης πράσινης μετάβασης.

Το πρόβλημα της χρηματοδότησης

Κατά την άποψή μου, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά προβλήματα και άλλα, που κατασκευάζονται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Η χρηματοδότηση της απολιγνιτοποίησης είναι υπαρκτό αλλά διαχειρίσιμο πρόβλημα. Τα περισσότερα χρήματα θα έρθουν από το λεγόμενο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Αυτό θα χρηματοδοτηθεί με 7,5 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της επόμενης περιόδου και με 10 δισ. ευρώ που θα έρθουν από το πρόγραμμα Next Generation EU, που φιλοδοξεί να εξασφαλίσει εντυπωσιακούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στην Ε.Ε. μετά την πανδημία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που φάνηκε να προωθείται με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προέβλεπε χρηματοδότηση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης με 30 δισ. ευρώ από το Next Generation EU. Δυστυχώς, παρενέβησαν οι κυβερνήσεις των λεγόμενων «φειδωλών» κρατών-μελών και περιόρισαν τα 30 δισ. σε μόλις 10 δισ., κάνοντας πολύ πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση της ελληνικής απολιγνιτοποίησης, εφόσον είναι βέβαιο ότι Γερμανία και Πολωνία –που έχουν σημαντικά λιγνιτωρυχεία– θα ασκήσουν τεράστια πίεση.

Το κενό που δημιουργήθηκε με απαράδεκτες πολιτικές αποφάσεις μπορεί να καλυφθεί, ως έναν βαθμό, με μεταφορές πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ). Τα ποσά αυτά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ποσού στήριξης από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.

Πρόσθετα κονδύλια μπορούν να εξασφαλιστούν στα πλαίσια του investEU και με έναν μηχανισμό χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα ο οποίος συνδυάζει ενωσιακές επιχορηγήσεις και δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Από τη χρηματοδότηση της Δίκαιης Μετάβασης αποκλείεται ρητά η χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων. Η διαδικασία διεκδίκησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι αρκετά σύνθετη, εφόσον κάθε κράτος-μέλος έχει υποχρέωση να καταρτίσει το σχέδιό του σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους εταίρους και σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξασφαλίζοντας την αρμονική ένταξή τους στην ευρωπαϊκή στρατηγική πράσινης μετάβασης και σχετικής εξειδίκευσης και στα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα.

ΔΕΗ και τοπική κοινωνία

Η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη στην Αρκαδία έχουν αναπτύξει την οικονομία τους στη βάση των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και κυρίως στη λειτουργία λιγνιτικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Θα χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας στη ΔΕΗ και θα απειληθούν πολλαπλάσιες θέσεις στην τοπική κοινωνία μόλις περιοριστούν οι δραστηριότητες της ΔΕΗ.

Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι τα προγράμματα συνταξιοδότησης και εθελουσίας εξόδου των εργαζομένων στη ΔΕΗ θα είναι γενναιόδωρα, με τον λογαριασμό να πηγαίνει κι αυτή τη φορά στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα και σε τελική ανάλυση στους φορολογούμενους.

Από το 1999, οπότε μεταφέρθηκαν, με απόφαση Σημίτη και αρμόδιου υπουργού Βενιζέλου, οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ στο Δημόσιο προκειμένου να δεχτούν οι συνδικαλιστές τη σταδιακή μετοχοποίησή της, έχουμε επιβαρυνθεί με πάνω από 10 δισ. ευρώ ως Δημόσιο και ως φορολογούμενοι.

Αυτό θα συνεχιστεί και στη φάση της συρρίκνωσης των λιγνιτικών δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και η ανησυχία δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη για τα οικονομικά των εργαζομένων και των οικογενειών τους, όσο για τη μελλοντική διαχείριση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού και του δημόσιου χρέους.

Οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ θα μείνουν ικανοποιημένοι με τους όρους αποζημίωσής τους. Το ερώτημα είναι αν θα μείνουν στη Δυτική Μακεδονία και στην Αρκαδία ή θα πάνε σε άλλες περιοχές και αστικά κέντρα, εφόσον θα έχουν αποδεσμευτεί από τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.

Το στοίχημα που πρέπει να κερδίσουν η Ε.Ε. και η κυβέρνηση είναι να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης στην τοπική κοινωνία, ικανές να κρατήσουν τον πληθυσμό εκεί που είναι οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.

Η μονάδα του Αμυνταίου σταμάτησε να λειτουργεί τον Σεπτέμβριο του 2020 και οι μονάδες Καρδιά 3 & 4 και Μεγαλόπολη 3 είναι προγραμματισμένες να σταματήσουν να λειτουργούν εντός του 2021. Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να μετατρέψει την αδυναμία, σε ό,τι αφορά την καθυστέρηση της απολιγνιτοποίησης, σε πλεονέκτημα, εντυπωσιάζοντας Ε.Ε. και υποψήφιους επενδυτές. Το οικονομικό και πολιτικό ρίσκο είναι αρκετά υψηλό και πολλά θα εξαρτηθούν από την οργάνωση και την ταχύτητα.

Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να στηρίξει για ένα διάστημα και τους εργολαβικούς εργαζόμενους δαπανώντας, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, 300 εκατ. ευρώ για την αποκατάσταση των εδαφών στις περιοχές των λιγνιτωρυχείων, στα πλαίσια της περιβαλλοντικής αναβάθμισής τους. Δημιουργείται έτσι ένας μεγάλης τοπικής σημασίας μεταβατικός κύκλος εργασιών. Δεν πρόκειται όμως για παραγωγική επένδυση που μπορεί να λύσει το πρόβλημα της απασχόλησης σε βάθος χρόνου.

Οι βασικές ενστάσεις

Οι βασικές ενστάσεις στα κυβερνητικά σχέδια συνοψίζονται ως εξής:

Πρώτον, η τοπική κοινωνία δεν έχει ενημερωθεί πλήρως και γι’ αυτό αντιμετωπίζει με φόβο το μέλλον, παρ’ ότι αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της απολιγνιτοποίησης.

Δεύτερον, η ταχύτητα της απολιγνιτοποίησης ξεπερνά κατά πολύ την ταχύτητα των εναλλακτικών επενδύσεων.

Τρίτον, δεν υπάρχουν πρωτοβουλίες σε επίπεδο μικρομεσαίων και πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων. Όλα εξαρτώνται από αρκετά μεγάλες ή μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες δεν είναι βέβαιο ότι θα απλωθούν στην τοπική οικονομία και κοινωνία.

Τέταρτον, σε επίπεδο γενικού σχεδιασμού έχει οριστεί μία μεταβατική περίοδος στην οποία θα κυριαρχεί το φυσικό αέριο, παρά το γεγονός ότι είναι ορυκτό καύσιμο. Εκφράζεται, λοιπόν, η άποψη ότι η απολιγνιτοποίηση θα έπρεπε να γίνεται με βραδύτερο τρόπο και να οδηγεί απευθείας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντί να περνάει από τη μεταβατική φάση του φυσικού αερίου.

Ο προβληματισμός αυτός είναι βάσιμος και μπορεί να αντιμετωπιστεί, ως έναν βαθμό, με τις κατάλληλες κινήσεις.

ΔΕΗ-RWE

Στρατηγικής σημασίας είναι ο ρόλος της ΔΕΗ στην απολιγνιτοποίηση. Πρωταγωνιστεί σε ένα πρόγραμμα κατασκευής και λειτουργίας φωτοβολταϊκών πάρκων 2-3 GW, συνολικού κόστους 1,4-1,6 δισ. ευρώ.

Σε αυτή τη φάση βρίσκονται υπό κατασκευή στη Δυτική Μακεδονία συστήματα 230 MW, κόστους 133 εκατ. ευρώ, από τη ΔΕΗ και 204 MW, κόστους 130 εκατ. ευρώ, από τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ). Επίσης, η ΔΕΗ σχεδιάζει φωτοβολταϊκά πάρκα 50 MW στη Μεγαλόπολη και έχει πρόθεση να επενδύσει μέχρι 250 εκατ. ευρώ στην περιοχή.

Μεγάλης σημασίας για το μέλλον είναι η εξέλιξη της στρατηγικής συμφωνίας ΔΕΗ-RWE στον τομέα της ηλιακής ενέργειας. Έχει δημιουργηθεί ένα κοινό επενδυτικό σχήμα, με το 51% και τη διοίκηση να ελέγχεται από τη γερμανική πολυεθνική στον τομέα της ενέργειας που εδρεύει στο Έσεν. Η RWE είναι Νο2 στον κόσμο στις offshore μονάδες ανεμογεννητριών και τρίτη στην Ευρώπη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Απασχολεί γύρω στους 20.000 εργαζόμενους και έχει ετήσιο κύκλο εργασιών γύρω στα 20 δισ. ευρώ.

Με βάση τη συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, η RWE θα πραγματοποιήσει επενδύσεις δυναμικότητας πάνω από 1 GW στον τομέα της ηλιακής ενέργειας, αλλά δεν έχει προσδιοριστεί πού ακριβώς θα γίνουν αυτές οι επενδύσεις. Τον Δεκέμβριο κατατέθηκαν στη ΡΑΕ αιτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνολικής ισχύος 34 GW. Αυτό δείχνει μια προχειρότητα στον σχεδιασμό και θα πρέπει η RWE να κινηθεί προσεκτικά, ώστε να μην εμπλακεί σε αμφισβητούμενες επενδύσεις που θα πάρουν, με βάση όσα ισχύουν στην Ελλάδα, πολύ χρόνο.

Άλμα στο μέλλον;

Η πιο εντυπωσιακή επένδυση που προωθεί η κυβέρνηση στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, με συμμετοχή της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, αφορά μονάδα παραγωγής «πράσινου» υδρογόνου μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ύψους 1 δισ. ευρώ.

Σε αυτήν πρωταγωνιστεί η πολωνική Solaris Bus & Coach, η οποία ελέγχεται από την ισπανική εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Μαδρίτης εταιρεία CAF Group.

Η πολωνική Solaris, συνεργαζόμενη με την Ελλάδα και άλλες τρεις ευρωπαϊκές χώρες, προωθεί ένα από τα επτά έργα του προγράμματος Hydrogen Europe. Με βάση την πρότασή της, το παραγόμενο υδρογόνο θα αξιοποιείται ως καύσιμο τηλεθέρμανσης, ως εξαγόμενο καύσιμο μέσω του αγωγού TAP και ως καύσιμο για μεταφορές, ειδικά για μεγάλα οχήματα φορτηγά, απορριμματοφόρα, λεωφορεία.

Η Solaris Bus & Coach έχει ήδη κατασκευάσει 19.000 λεωφορεία και επιχειρεί στροφή στην ηλεκτροκίνηση και στο υδρογόνο. Θέλει να συμπληρώσει την επενδυτική της προσπάθεια στην Ελλάδα με δημιουργία γραμμής συναρμολόγησης αστικών λεωφορείων και γι’ αυτό διεκδικεί την προμήθεια 700 λεωφορείων στις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων το 1/3 ηλεκτροκίνητα.

Η πρόταση της Solaris είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, γιατί προϋποθέτει την επικράτησή της μεταξύ ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών σχεδίων, ίσως και την εξασφάλιση της προμήθειας 700 αστικών λεωφορείων.

Δείχνει τη δυσκολία προσέλκυσης επενδυτών αν δεν υπάρχει ένα ευρύτερο σχέδιο. Γι’ αυτό έχω προτείνει στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ 100% ηλεκτροκίνηση για τα αστικά λεωφορεία και τα ταξί της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να περάσουμε το μήνυμα της πράσινης μετάβασης σε όλους με τον καλύτερο τρόπο και να δημιουργήσουμε υποδομές και οικονομίες κλίμακας που θα προσελκύσουν επενδυτές σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Ελληνικές επενδύσεις

Το κυβερνητικό σχέδιο για την απολιγνιτοποίηση στηρίζεται και σε καλής ποιότητας ελληνικές επενδύσεις με πολύ μεγάλες πιθανότητες πραγματοποίησης.

Η Sunlight του Ομίλου Olympia (Γερμανός) προτίθεται να επενδύσει 200 εκατ. ευρώ έως το 2026 σε μονάδα παραγωγής μπαταριών λιθίου για ηλεκτροκίνηση. Θα δημιουργήσει 450 άμεσες θέσεις εργασίας και 150 έμμεσες, με μια τεχνολογικά προωθημένη μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Η Wonderplant με επικεφαλής τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο (Chipita) θα επενδύσει 100 εκατ. ευρώ σε μονάδα υδροπονικής καλλιέργειας ντομάτας. Τη μονάδα αυτή θα συνοδεύει μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας.

Η ελληνικών συμφερόντων Eunice ενδιαφέρεται για συνολική επένδυση 285 εκατ. ευρώ σε αποθήκευση ενέργειας σε μεγάλης κλίμακας μπαταρίες λιθίου (Battery Energy Storage System).

Το Κτήμα Άλφα θα επεκτείνει την επένδυσή του στο Αμύνταιο Φλώρινας δαπανώντας 20-25 εκατ. ευρώ στη Δυτική Μακεδονία για αναβάθμιση μονάδων παραγωγής και δημιουργία καταλυμάτων σε υπάρχοντα και νέα οινοποιεία.

Σημαντική είναι και η επένδυση της βιομηχανίας φαρμάκων DEMO στη Μεγαλόπολη. Η DEMO έχει παρουσία 50 ετών στην ελληνική οικονομία, έχει αναπτύξει στο Κρυονέρι Αττικής το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων στη ΝΑ Ευρώπη και εξάγει το 82,4% της ετήσιας παραγωγής της. Όταν ολοκληρωθεί η επένδυσή της στη Μεγαλόπολη, θα δημιουργήσει πολλές εκατοντάδες νέες θέσεις απασχόλησης.

Πρωταθλητές της ελληνικής οικονομίας στηρίζουν με τις επενδυτικές πρωτοβουλίες τους την απολιγνιτοποίηση της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας.

Το κυβερνητικό σχέδιο περιλαμβάνει κι άλλες επενδύσεις στη Δυτική Μακεδονία, όπως η επένδυση 60 εκατ. ευρώ σε υπερσύγχρονη κλινική αποκατάστασης, η επένδυση 50-60 εκατ. ευρώ σε κέντρο έρευνας καθαρής ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας που θα χρηματοδοτείται μέσω ΣΔΙΤ, επένδυση σε μονάδα διαχείρισης αποβλήτων και επένδυση σε κέντρο επεξεργασίας βιομάζας.

Σε ό,τι αφορά τη Μεγαλόπολη, εκτός από τις επενδύσεις στα φωτοβολταϊκά και στη βιομηχανία φαρμάκων, προωθείται επένδυση ύψους 40 εκατ. ευρώ σε μονάδα ευφυούς κτηνοτροφίας και ζωοτροφών και σε έξυπνες μονάδες αγροτικής παραγωγής.

Προγραμματίζεται επίσης επένδυση 40 εκατ. ευρώ για δημιουργία πρότυπου θεματικού πάρκου περιπέτειας, ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης.

Επενδυτική αβεβαιότητα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια από την πλευρά της κυβέρνησης και ενδιαφερόμενων επενδυτών να καλυφθεί το κενό που θα δημιουργήσει η αναγκαστική και επιταχυνόμενη απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ.

Τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες αβεβαιότητας.

Πρώτον, δεν γνωρίζουμε αν η γραφειοκρατία των Βρυξελλών θα κινηθεί αυτή τη φορά γρήγορα και με την αναγκαία κατανόηση στα αναπόφευκτα λάθη και παραλείψεις.

Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε ακόμη το είδος των φοροαπαλλαγών, εισφοροαπαλλαγών και το ύψος των δανείων με κρατικές εγγυήσεις που θα στηρίξουν τις επενδύσεις.

Ακόμη η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τις Βρυξέλλες το μέγιστο όριο των ενισχύσεων που επιτρέπεται στη Δυτική Μακεδονία. Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι ενισχύσεις πρέπει να φτάνουν μέχρι το 25% στις μεγάλες επενδύσεις, 35% για τις μεσαίες επενδύσεις και 45% για τις μικρές. Η κυβέρνηση θα ήθελε να ανέβουν τα σχετικά ποσοστά σε 60%,70% και 80%.

Υπάρχει ένα ζήτημα, γιατί το δύσκολο επενδυτικό περιβάλλον και τα στενά χρονικά περιθώρια επιβάλλουν μεγαλύτερες διευκολύνσεις, οι οποίες όμως μπορεί να έχουν τεράστιο κόστος σε ό,τι αφορά τα ευρωπαϊκά κονδύλια που μας αναλογούν και τη δημοσιονομική διαχείριση.

Τρίτον και σημαντικότερο, οι επενδύσεις πρέπει να συνδεθούν σε βάθος με την τοπική οικονομία, ενώ ορισμένες από αυτές, όπως τα φωτοβολταϊκά, δεν χρειάζονται σύνθετη υποδομή για την εγκατάστασή τους και μεγάλο αριθμό εργαζομένων για τη λειτουργία τους.

Την αδυναμία να προχωρήσουμε την οικονομική ανάπτυξη σε βάθος διαπίστωσα σε επίσκεψή μου στο Βιομηχανικό Πάρκο της Τρίπολης. Είχε μια εικόνα εγκατάλειψης και όταν ζήτησα να μάθω τον λόγο μού ανέφεραν βιομηχανικές μονάδες που εγκατέλειψαν για διάφορους λόγους την περιοχή. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η Ρόκας, η οποία ήταν πρωτοπόρος στην κατασκευή ανεμογεννητριών. Τελικά η Ρόκας πουλήθηκε στην ισπανική Iberdrola Renewables, η οποία αποφάσισε τη μετεγκατάσταση της παραγωγικής μονάδας της Τρίπολης στη Βουλγαρία, προκειμένου να μειώσει το κόστος παραγωγής.

Η ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας σε συνθήκες απολιγνιτοποίησης περνάει από την αντίστροφη διαδικασία. Οι μεγάλες επενδύσεις πρέπει να οδηγούν, στο μέτρο του δυνατού, στην καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυναμικές και εξωστρεφείς παραγωγικές μονάδες.

Τέταρτον, χρειάζεται και η τόνωση της πολύ μικρής οικογενειακής επιχειρηματικότητας, εφόσον θα καταβληθούν σημαντικά ποσά σε εργαζόμενους της ΔΕΗ ως συντάξεις και μπόνους στα πλαίσια προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου. Αν υπάρξει δημιουργική διέξοδος γι’ αυτά τα κεφάλαια στη Δυτική Μακεδονία και στην Αρκαδία, θα βοηθηθεί η τοπική οικονομία.

Προς το παρόν, όλες οι τοπικές δημοσκοπήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες έχουν σοβαρές αμφιβολίες για την οικονομική και κοινωνική προοπτική των περιοχών της απολιγνιτοποίησης, γεγονός που μπορεί να προσδιορίσει την οικονομική τους συμπεριφορά.

Η συνολική εικόνα που έχω για την απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία και στην Αρκαδία είναι ότι οι εναλλακτικές επενδύσεις δεν έχουν αποκτήσει ακόμα την κλίμακα και την ποιότητα που θα βάλει αυτές τις περιοχές σε μια νέα περίοδο δυναμικής ανάπτυξης και φιλικής προς το περιβάλλον αυτή τη φορά. Οι κυβερνητικοί, κρατικοί αρμόδιοι και οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές έχουν ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα επενδυτικά σχέδια, τα οποία όμως δεν αρκούν για να λειτουργήσουν ως κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και ως εγγύηση περιφερειακής ανάπτυξης. Κατά την άποψή μου, το σημαντικότερο εμπόδιο δεν είναι η έλλειψη κονδυλίων –η οποία μπορεί να καλυφθεί με διάφορους τρόπους, όπως είναι η έκδοση πράσινων ομολόγων–, αλλά τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα επενδυτικά αντικίνητρα, οι αργοί ρυθμοί της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και η έλλειψη δημιουργικών προτάσεων ικανών να συνδέουν το γενικό με το ειδικό.