Κράτος δικαίου: Νέες προκλήσεις για Ε.Ε. και Ελλάδα - Free Sunday
Κράτος δικαίου: Νέες προκλήσεις για Ε.Ε. και Ελλάδα
Καταλύτης το θέμα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

Κράτος δικαίου: Νέες προκλήσεις για Ε.Ε. και Ελλάδα

Μία από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό την προεδρία της Φον ντερ Λάιεν, είναι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής προσπάθειας να γίνουν σεβαστοί οι κανόνες του κράτους δικαίου απ’ όλα τα κράτη-μέλη.

Διαπιστώθηκε ότι ορισμένα κράτη-μέλη, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Πολωνία και την Ουγγαρία, ξεφεύγουν, με ευθύνη των κυβερνήσεών τους, από το ευρωπαϊκό πλαίσιο σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου.

Ο αρμόδιος για θέματα δικαιοσύνης επίτροπος, Ντιντιέ Ρέιντερς, ένας Βέλγος πολιτικός του φιλελεύθερου χώρου με δεκαπενταετή υπουργική εμπειρία, προετοίμασε, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, τις κυβερνήσεις των «27» και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, την πρώτη ετήσια έκθεση για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ε.Ε.

Υπάρχουν ειδικά κεφάλαια για κάθε κράτος-μέλος και το περιεχόμενο της έκθεσης για την Ελλάδα οδήγησε σε μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων με τον αρμόδιο επίτροπο στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ελληνικής Βουλής.

Σημαντικές παρατηρήσεις

Οι παρατηρήσεις που περιέχονται στην πρώτη ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου στην Ε.Ε., ειδικά για την πατρίδα μας, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και επιβάλλουν σοβαρές προσαρμογές σε ζητήματα μεγάλης σημασίας.

Πρώτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόδοση δικαιοσύνης καθυστερεί απαράδεκτα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να θίγονται βασικά δικαιώματα των πολιτών και να δημιουργούνται σοβαρές δυσλειτουργίες για την οικονομία.

Η ελληνική κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να καλύψει τα κενά και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ψηφιοποίηση. Όμως οι συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία δεν συμβάλλουν στην επιτάχυνση της απόδοσης δικαιοσύνης, ενώ είναι φανερό ότι χρειάζονται σημαντικές οργανωτικές και διοικητικές αλλαγές για να γίνει η απόδοση δικαιοσύνης ταχύτερη και αποτελεσματικότερη.

Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι στην πατρίδα μας δεν υπάρχει θεσμοθετημένο πλαίσιο για τη λειτουργία των λόμπι, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες αδιαφάνειας.

Τρίτον, με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η Ελλάδα έχει μεγάλη απόσταση να καλύψει για να αντιμετωπίσει τη διαφθορά, ενώ πρέπει να πάρει μέτρα και για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.

Τέταρτον, όπως τόνισε ο ίδιος ο επίτροπος κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην ελληνική Βουλή, επικρατεί καθεστώς αδιαφάνειας στην ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης (ΜΜΕ).

Πέμπτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την άμεση ενίσχυση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ) με τα αναγκαία τεχνικά μέσα και σημαντικά κονδύλια. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τυπική ύπαρξη του ΕΣΡ δεν μπορεί να μετατραπεί σε αποτελεσματική λειτουργία χωρίς σοβαρή ενίσχυσή του.

Έκτον, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβληματίζει το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των αμοιβών των εργαζομένων στα ΜΜΕ, όπως και οι απειλές που δέχονται οι δημοσιογράφοι στην άσκηση του λειτουργήματός τους, ιδιαίτερα μέσω διαδικτύου.

Έβδομον, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενδιαφέρει η μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση των διαφόρων πολιτικών και η κατοχύρωση της λειτουργίας και των δικαιωμάτων των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ).

Δύσκολη προσαρμογή

Όπως τόνισε ο επίτροπος Ρέιντερς, επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν είναι η απομόνωση ή η καταδίκη των κρατών-μελών, αλλά ένας δημιουργικός διάλογος, ο οποίος θα οδηγήσει στην υιοθέτηση των καλύτερων ευρωπαϊκών πρακτικών σε όφελος του κράτους δικαίου και της κοινωνίας των πολιτών.

Η Ελλάδα είναι ένα από τα πέντε κράτη-μέλη στα οποία θα εξεταστεί αναλυτικά η κατάσταση του κράτους δικαίου στη διάρκεια αυτού του εξαμήνου. Άλλα κράτη-μέλη στα οποία θα υπάρξει αυτό το εξάμηνο λεπτομερειακή εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε ζητήματα κράτους δικαίου είναι η Γαλλία και η Γερμανία.

Τον επόμενο Ιούλιο θα υπάρξει νέα έκθεση προόδου σε ό,τι αφορά την αναγκαία προσαρμογή.

Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αρκετές διορθωτικές κινήσεις για να μη δεχτεί κριτική σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών που μπορεί να δημιουργήσει σκιές στην καλή ευρωπαϊκή εικόνα της και αμφιβολίες σε αυτούς που θέλουν να τη στηρίξουν με μακροπρόθεσμες επενδύσεις.

Την κατάσταση περιπλέκει η πανδημία, γιατί ήδη ακούγονται διαμαρτυρίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για περιορισμό των ατομικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων μέσω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του Covid-19.

Στην Ελλάδα η οργανωμένη και μαζική αμφισβήτηση των μέτρων δεν έχει πάρει ακόμη μεγάλες διαστάσεις. Σε άλλα κράτη-μέλη, όμως, διάφορες πολιτικές δυνάμεις, κυρίως της άκρας Δεξιάς, αμφισβητούν την πολιτική που εφαρμόζεται στο όνομα της προάσπισης των δικαιωμάτων και προβάλλουν το ζήτημα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πολιτική αντιπαράθεση

Τα ζητήματα του κράτους δικαίου έχουν τονισμένη την εσωτερική πολιτική διάσταση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ο αρμόδιος για θέματα δικαιοσύνης επίτροπος χαρακτήρισε «ζωηρή» και «παραστατική» την ανταλλαγή απόψεων στη Βουλή, εφόσον οι εκπρόσωποι των κομμάτων υποστήριξαν σε αρκετές περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες θέσεις.

Οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξαν το αγαπημένο τους θέμα, αυτό που αντιλαμβάνονται ως διακρίσεις σε βάρος τους στη λειτουργία των ΜΜΕ. Επέμειναν στην αδιαφάνεια στην κατανομή της κρατικής διαφήμισης, στην άνιση κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου, που καταλήγει να εξυπηρετεί την επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης, και έθεσαν και ζητήματα λειτουργίας του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου και ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης.

Επίσης, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν το σκάνδαλο της Novartis για να αναδείξουν την έλλειψη διαφάνειας από την πλευρά της κυβέρνησης της ΝΔ, παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και έλλειψη επαρκούς προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.

Όπως ήταν φυσικό, οι παρεμβάσεις τους έφεραν τον αντίλογο, με έμφαση στον τρόπο που λειτουργούσε η δημόσια τηλεόραση επί ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια δημιουργίας ελεγχόμενων ΜΜΕ, όπως στην περίπτωση Καλογρίτσα, και στη μετατροπή της υποτιθέμενης κάθαρσης του σκανδάλου της Novartis σε δίωξη πολιτικών αντιπάλων, με την ελβετική πολυεθνική και τους συνεργάτες της που ζημίωσαν σε μεγάλη κλίμακα το ελληνικό Δημόσιο να μένουν στο απυρόβλητο.

Το πρόβλημα είναι ότι η περιγραφή της σημερινής κατάστασης από τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ με τα πιο μελανά χρώματα και η περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε επί κυβέρνησης Τσίπρα από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ με ιδιαίτερα αυστηρό έως αρνητικό τρόπο τροφοδοτούν τις αμφιβολίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ποιότητα του κράτους δικαίου στην πατρίδα μας.

Καλό είναι να μπει σε ένα λογικό, ευρωπαϊκό πλαίσιο η αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, γιατί η περιγραφή της Ελλάδας σαν μια παραλλαγή της Ουγγαρίας του Όρμπαν μπορεί να μας φέρει σε δύσκολη θέση χωρίς να υπάρχουν τέτοιου μεγέθους προβλήματα.

Είναι γνωστό ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπάθησαν να επιβάλουν τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην Πολωνία και στην Ουγγαρία συνδέοντας τις χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με τον σεβασμό δημοκρατικών κανόνων και δικαιωμάτων. Τελικά, επετεύχθη ένας συμβιβασμός ανοιχτός σε ερμηνείες, με τις Βρυξέλλες να τονίζουν ότι επετεύχθη η σύνδεση του σεβασμού του κράτους δικαίου με τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία να υποστηρίζουν ότι εξασφάλισαν την αυτονομία στις πολιτικές επιλογές τους.

Χρειάζεται προσοχή

Στην παρέμβασή μου στη συζήτηση για το κράτος δικαίου στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ελληνικής Βουλής υπογράμμισα ότι πρέπει να κινηθούμε προσεκτικά έναντι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.

Πολλές από τις επιλογές των υπερσυντηρητικών κυβερνήσεών τους είναι εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί ευρωπαϊκές παρεμβάσεις που μπορεί να αποδειχθούν αντιπαραγωγικές.

Η Πολωνία πέρασε έναν αιώνα καταπιεζόμενη μεταξύ επεκτατικής Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. Η Ουγγαρία πλήρωσε τον μεγαλύτερο λογαριασμό στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εδαφική και εθνική συρρίκνωση. Και στις δύο χώρες εκδηλώνεται ένας καταπιεσμένος πατριωτισμός που συχνά μετατρέπεται σε εθνικισμό.

Επειδή όμως δεν έχει διαμορφωθεί ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η σύγκρουση μεταξύ του ευρωπαϊκού και του εθνικού, αν δεν μεθοδευτεί σωστά, θα καταλήξει στην ενίσχυση των κυβερνήσεων-καθεστώτων που θεωρούμε υπεύθυνα για παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων.

Δυστυχώς, στην Ε.Ε. η εθνική προσέγγιση συνήθως επικρατεί πολιτικά της ευρωπαϊκής. Το είδαμε το 2004, οπότε οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι απέρριψαν με δημοψήφισμα το Ευρωσύνταγμα, το είδαμε στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του 2015, στο οποίο επικράτησε θριαμβευτικά το αντιευρωπαϊκό «όχι», το είδαμε και το 2016 με το δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας δεν ενδιαφέρονται όσο θα έπρεπε για τη διάκριση των εξουσιών. Προσπαθούν να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ, ενώ βάζουν υπερβολικά εμπόδια στη λειτουργία ΜΚΟ που θεωρούν ότι στρέφονται κατά βασικών επιλογών τους.

Μέχρι τώρα, οι ευρωπαϊκές παρεμβάσεις υπέρ του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία και στην Πολωνία προκαλούν συσπειρώσεις που διευκολύνουν τις κυβερνήσεις τους. Η δυναμική οικονομική ανάπτυξη και η διεύρυνση των κοινωνικών κατακτήσεων εξηγούν, ως έναν βαθμό, την ανοχή που δείχνουν οι Ούγγροι και οι Πολωνοί σε αντιδημοκρατικές και αντιφιλελεύθερες επιλογές των κυβερνήσεών τους.

Το πρόβλημα της Δικαιοσύνης

Αναφέρθηκα και στο πρόβλημα της Δικαιοσύνης, για το οποίο σημειώθηκε μια σύγκλιση μεταξύ των εκπροσώπων των κομμάτων, εφόσον όλοι οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές που πήραν τον λόγο υποστήριξαν ότι η απόδοση δικαιοσύνης καθυστερεί απαράδεκτα και πως επιβάλλονται η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός της.

Υπογράμμισα ότι οι δυσλειτουργίες της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα καταλήγουν στον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών και λειτουργούν ως αντικίνητρο για σοβαρούς επενδυτές, οι οποίοι δεν δέχονται ότι θα πρέπει να περιμένουν πέντε και δέκα χρόνια για τη δικαστική επίλυση μιας αστικής διαφοράς.

Ανέδειξα όμως τη συνυπευθυνότητα των Βρυξελλών στο «μπλοκάρισμα» της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η Ελλάδα ποινικοποίησε –στη βάση εντελώς ξεπερασμένης νομοθεσίας– τις οφειλές μικρομεσαίων και επαγγελματιών που δημιούργησε η κρίση του 2008-2009, ενώ η μεγάλη οικονομική πτώση που έφερε η πανδημία δημιουργεί μια νέα μάζα χρεοκοπημένων, οι οποίοι θα κριθούν και δικαστικά.

Κι ενώ στα περισσότερα κράτη-μέλη ισχύει η λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία», με αυτούς που οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία χωρίς να έχουν δόλο να μπορούν να ξαναδοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στον επαγγελματικό στίβο, στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει μια τιμωρητική αντιμετώπιση της χρεοκοπίας, με τα χρέη των εταιρειών να προσωποποιούνται και να οδηγούν και σε ποινικές διώξεις.

Το ξεπερασμένο νομοθετικό πλαίσιο και η διαχείριση του πολιτικού κόστους στην Ελλάδα συνδυάστηκαν με την αντίληψη των Βρυξελλών περί «κουλτούρας πληρωμών» για να κάνουν τη ζωή κόλαση σε εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες και μικρομεσαίους που βρέθηκαν σε οικονομικό αδιέξοδο λόγω των διαδοχικών κρίσεων.

Η αποσυμφόρηση της ελληνικής Δικαιοσύνης περνάει αναγκαστικά από σημαντικές πολιτικές αποφάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην Ελλάδα έχουμε συμπληρώσει μία δεκαετία βάναυσης καταπάτησης των δικαιωμάτων των οφειλετών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καταστάσεις οι οποίες θεωρούνται αδιανόητες στα περισσότερα κράτη-μέλη.

Η πρωτεύουσα των λόμπι

Στις επισημάνσεις του επιτρόπου Ρέιντερς ότι δεν έχει ρυθμιστεί το θέμα της λειτουργίας των λόμπι στην Ελλάδα απάντησα τονίζοντας ότι, δυστυχώς, οι Βρυξέλλες είναι και πρωτεύουσα των λόμπι.

Υπάρχουν σοβαρά κενά στον έλεγχο και στους κανόνες για τα λόμπι στην Ελλάδα, αλλά οι οικονομικές εξελίξεις οδηγούν στη μεταφορά των σημαντικότερων από αυτά στις Βρυξέλλες. Εκεί παίρνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις για την ελληνική οικονομία και εκεί ασκούν οργανωμένη πίεση τα συμφέροντα.

Για να ενισχύσω το επιχείρημά μου αναφέρθηκα στο παράδειγμα ολλανδικού fund το οποίο με τις επενδύσεις που έκανε φαίνεται να αποκτά τον έλεγχο των δύο σημαντικότερων κατασκευαστικών εταιρειών της Ελλάδας.

Η ολλανδική κυβέρνηση, η οποία πρωταγωνιστεί μεταξύ των λεγόμενων «φειδωλών», φρόντισε να περικοπούν σημαντικά κονδύλια που θα έπαιρνε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό ολλανδικό fund διεκδικεί μερίδιο ελέγχου στη ροή των κονδυλίων από την Ε.Ε. στην ελληνική οικονομία, μέσω της επένδυσής του στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες.

Κατά την άποψή μου, έπρεπε να υπάρξει αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να αποτραπεί η προφανής νόθευση του ανταγωνισμού στον κλάδο των κατασκευών. Είναι καλύτερα να λύνονται αυτά τα θέματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρά σε εθνικό –παράδειγμα, με την ενεργοποίηση της Ανεξάρτητης Αρχής Ανταγωνισμού–, για να αποφεύγονται εθνικοί ανταγωνισμοί που μπορεί να προκαλέσουν ευρωπαϊκές δυσλειτουργίες.

Η διαφάνεια στα ΜΜΕ

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δίκιο να επισημαίνει την έλλειψη διαφάνειας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς συγκεκριμένων ΜΜΕ. Αυτό όμως δεν αλλάζει τη γενική εικόνα. Στην Ελλάδα γνωρίζουμε ποιοι ισχυροί παράγοντες είναι πίσω από τα ισχυρά ΜΜΕ.

Υπενθύμισα και το προηγούμενο του νόμου για τον βασικό μέτοχο που προωθήθηκε επί κυβέρνησης Καραμανλή για να επιβληθεί διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ αλλά τελικά κατέπεσε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, ξέρουμε σε γενικές γραμμές από ποιους ελέγχονται τα ελληνικά ΜΜΕ. Το καθεστώς λειτουργίας τους μπορεί να είναι προβληματικό, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά είναι λιγότερο απειλητικό για το κράτος δικαίου από αυτό που ισχύει στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα υπερσυγκέντρωσης ελέγχου ΜΜΕ είναι στην Ιταλία, όπου ο Μπερλουσκόνι, ηγέτης του κόμματος Forza Italia και θεωρούμενος ο πιο πλούσιος πολίτης της Ιταλίας, ελέγχει μέσω των εταιρειών του τα τρία μεγαλύτερα ιδιωτικά κανάλια της χώρας.

Μεγαλύτερη απειλή για τον ρόλο και την ποιότητα των ελληνικών ΜΜΕ θεωρώ πως αποτελεί η οικονομική αδυναμία τους και οι κακές συνθήκες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις αποδοχές και την ασφαλιστική κάλυψη πολλών εργαζομένων σε αυτά. Τα οικονομικά προβλήματα μπορεί να οδηγήσουν σε πτώση επαγγελματικής ποιότητας και περιορισμό της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ και των λειτουργών τους.

Η κοινωνία των πολιτών

Συμφώνησα με τον επίτροπο Ρέιντερς για την ανάγκη παραπέρα ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών και δημιουργίας, όπου χρειάζεται, νέων δυνατοτήτων για τις ΜΚΟ.

Τόνισα, όμως, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της προβλήματα που σχετίζονται με το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν, το χρησιμοποιεί συχνά ως μέρος ενός υβριδικού πολέμου που στρέφεται κατά της Ελλάδας και της Ε.Ε. Επειδή το προσφυγικό-μεταναστευτικό συνδέεται με τη στρατηγική του Ερντογάν αλλά και τα κυκλώματα διακινητών, είναι φανερό ότι οι έλεγχοι σε αυτού του είδους τις ΜΚΟ πρέπει να είναι ουσιαστικοί και να αποκλείονται όσες δεν πληρούν τις προδιαγραφές.

Οι Βρυξέλλες πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν την Ελλάδα «ασπίδα της Ευρώπης», όπως είπε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, μετά την κρίση του Έβρου τον Φεβρουάριο του 2020, ή αν τη θέλουν «σουρωτήρι της Ευρώπης», όπως ήταν επί κυβέρνησης Τσίπρα το 2015-2016.

Ο έλεγχος των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών έχει τεράστια κοινωνική και πολιτική σημασία. Όταν χάθηκε, το 2015-2016, προκλήθηκε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία, όπου κατέληξαν οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ ενισχύθηκε εντυπωσιακά η άκρα Δεξιά σε αυτές τις χώρες και γενικότερα στην Ε.Ε.

Διατύπωσα επίσης την άποψη ότι όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για μια καλύτερη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, και με τη βοήθεια των ΜΚΟ, θα πρέπει επιτέλους να συμβάλουν στην αλλαγή των λεγόμενων «κανόνων του Δουβλίνου», η εφαρμογή των οποίων είναι σε βάρος των χωρών πρώτης εισόδου και ειδικά της Ελλάδας.

Νέα περίοδος

Με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Ε.Ε. ανοίγει μια νέα περίοδος διαλόγου και προσαρμογής σε ζητήματα μεγάλης σημασίας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για τη ρύθμιση εκκρεμοτήτων που βρήκε ή που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας. Οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχουν στόχο να τιμωρήσουν τα κράτη-μέλη, τα οποία, με εξαίρεση την Πολωνία και την Ουγγαρία, συμμετέχουν χωρίς δισταγμό στον εποικοδομητικό διάλογο, αλλά να συμβάλουν στη γενίκευση ευρωπαϊκών καλών πρακτικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε πίσω στη διαδικασία της αναγκαίας προσαρμογής. Πρέπει να αναπτύξουμε τις σχετικές πρωτοβουλίες, υπενθυμίζοντας στις Βρυξέλλες και τις δικές τους υποχρεώσεις.