Λογοκρισία και υποκρισία - Free Sunday
Λογοκρισία και υποκρισία

Λογοκρισία και υποκρισία

«Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει: α) να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, β) να εμπεριέχουν δημόσια πρόσκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 187Α ΠΚ, 187Β ΠΚ και 32 ως 35 του ν. 46892020».

Αυτό είναι το άρθρο 8 του νομοσχεδίου που ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία την οδηγία 2010/13 για τον συντονισμό των κρατών-μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, η οποία οδηγία συμπληρώθηκε με την 2018/1808/14-11-2018 όμοια. Σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, οι οποίοι εφαρμόζονται απευθείας στα εθνικά δίκαια, οι οδηγίες για να ισχύσουν πρέπει να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο με βάση τις διαδικασίες της κάθε χώρας. Κατά κανόνα να ψηφιστεί νόμος με ανάλογο περιεχόμενο.

Αυτό το άρθρο ονομάστηκε από ορισμένους «τρομονόμος στην τέχνη», παρ’ ότι δεν αφορά τους καλλιτέχνες, αλλά τους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, τα γνωστά μας Netflix, YouTube, Facebook, Twitter και όλες τις σχετικές πλατφόρμες. Υποτίθεται ότι θα στερήσει από τους καλλιτέχνες το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.

Αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη έκφραση», βέβαια, ουδέποτε ήταν απολύτως ελεύθερο. Δεν αμφισβητούνται από κανέναν οι κοινές διατάξεις του ποινικού δικαίου που απαγορεύουν την εξύβριση, τη δυσφήμηση, την απειλή, την εκβίαση. Ούτε αμφισβητούνται οι αντίστοιχες του αστικού δικαίου, που επιτρέπουν στον θιγόμενο να ζητήσει και οικονομική αποζημίωση. Η ελευθερία του λόγου βρίσκει το όριό της, πάντα, στην προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης των ατόμων, αλλά και των κοινωνικών ομάδων. Υπάρχει σωρεία ειδικότερων διατάξεων, που προστατεύουν τα πρόσωπα, τα σωματεία, τις εταιρείες, τις κοινωνικές ομάδες.

Αφηρημένα μιλώντας, ουδείς λογικός άνθρωπος θα επιδοκίμαζε όσα το άρθρο επιχειρεί να απαγορεύσει. Σε μια συγκροτημένη κοινωνία, ο ρατσισμός, το μίσος και η υποκίνηση βίας εναντίον οποιουδήποτε με οποιοδήποτε κίνητρο και κριτήριο θα ήταν αποδοκιμαστέες συμπεριφορές, ως ανήθικες και απάνθρωπες.

Βέβαια, πρόσφατα η ελληνική κοινωνία επιδοκίμασε εμφαντικά και τα αστέρια της Χρυσής Αυγής και τους αλαλάζοντες περί «υπηρετών των δανειστών» και «ξεπουλημένων», με κορυφαίο το «στα τέσσερα εσείς» του Καμμένου από του βήματος της Βουλής. Ομοίως, τους ξυλοδαρμούς των «μνημονιακών», τα περί προδοσίας με αφορμή το Σκοπιανό, τις συνεχιζόμενες κραυγές περί «λαθροεποικισμού» και της «εθνικής» ανάγκης να πεταχτούν οι «λάθρο» στη θάλασσα.

Σε ό,τι αφορά τους καλλιτέχνες, το επίμαχο προωθούμενο άρθρο (θα έπρεπε να) είναι αδιάφορο. Δεσμεύονται κι αυτοί, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, από τις ήδη ισχύουσες διατάξεις, του αντιρατσιστικού και του αντιτρομοκρατικού νόμου περιλαμβανομένων, για τη μη πρόσκληση οποιουδήποτε σε τέλεση εγκλήματος, για τη μη προσβολή ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, για τη μη προβολή εγκληματικών πράξεων. Το άρθρο αφορά τους παρόχους – οι οποίοι έχουν ήδη ο καθένας δικές του ρυθμίσεις (κανόνες της κοινότητας). Πρόσφατο το παράδειγμα του Twitter που «κατέβασε» τον λογαριασμό του τέως προέδρου των ΗΠΑ και πυροδότησε τη συζήτηση για το αν δικαιούται να το κάνει.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι ως και περιττή, διότι κατά βάση έρχεται να επαναλάβει υφιστάμενους περιορισμούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν και τους παρόχους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όμως, είναι ότι καταργεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όποια ασυλία μπορεί να δώσει στους παρόχους η αποποίηση ευθύνης για το περιεχόμενο που μεταφορτώνουν οι χρήστες. Η ρύθμιση δημιουργεί ενεργητική υποχρέωση των παρόχων να επιδεικνύουν επιμέλεια και να «κόβουν» ό,τι προτρέπει ή προβάλλει μίσος και βία. Ως πρόθεση δεν είναι απαραίτητα κακή, παρ’ ότι θα γεννήσει ερμηνευτικά προβλήματα. Η τέχνη κάποιες φορές κινείται στο όριο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δικαιούται σε κάθε περίπτωση να το παραβιάζει. Άλλωστε, ήδη οι πάροχοι έχουν σε εφαρμογή μηχανισμούς που περιορίζουν το περιεχόμενο που μεταδίδεται, απλώς το κάνουν με δικά τους κριτήρια, όχι πάντοτε κοινά, ούτε αποδεκτά από το σύνολο της κοινωνίας ή των κρατικών μηχανισμών.

Αυτό για το οποίο πρέπει να προβληματιστούμε με αφορμή τη συγκεκριμένη ρύθμιση είναι η ενστικτώδης, απ’ όλους μας σχεδόν, αντιμετώπιση των υπηρεσιών του διαδικτύου ως δημόσιων χώρων και η υπολανθάνουσα απαίτησή μας να είναι ελεύθερα προσβάσιμες, σχεδόν χωρίς όρους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντιμετωπίζονται από πολλούς ως η «αγορά» υπό την αρχαία έννοια του όρου και περίπου ως το δημόσιο βήμα και κοινό κτήμα. Ενδιαφέρουσα συζήτηση, με πολλές προεκτάσεις και καθόλου εύκολες απαντήσεις, μια και μιλάμε για κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η υπηρεσία των οποίων αντιμετωπίζεται από πολλούς ως δημόσιο αγαθό. Την ίδια στιγμή υπάρχουν καταγγελίες, προφανώς όχι αβάσιμες, ότι χρησιμοποιούνται από πολλούς κακόβουλα, είτε για επηρεασμό εκλογών, είτε για επηρεασμό κοινής γνώμης, είτε για αθέμιτους εμπορικούς σκοπούς, είτε ακόμη και για αποσταθεροποίηση κρατών και κοινωνιών.

Αντίστροφο προβληματισμό θα πρέπει να μας γεννήσει το γεγονός ότι στα καθ’ ημάς η Χρυσή Αυγή από ένα χρονικό σημείο και μετά αποκλείστηκε από παντού και τούτο δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας νομοθετικής ρύθμισης. Το παράδειγμα υποδεικνύει ότι δεν είναι ο εισαγγελέας ο αρμοδιότερος να ρυθμίσει κοινωνικές συμπεριφορές. Εάν η κοινωνία αποφασίσει να ρυθμίσει τη συμπεριφορά της με βάση έναν ισχυρό αξιακό κώδικα, ο εισαγγελέας μπορεί στο τέλος να γίνει και περιττός. Με άλλη διατύπωση, αν δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει και να απειλεί με ποινές, δεν σημαίνει ότι πράττουμε σωστά μιλώντας δημόσια για «γύφτους», «αδερφές», «προδότες», «ανώμαλους», «μεμέτια», ούτε ότι μπορούμε να διαφημίζουμε ή να προτρέπουμε σε βιαιότητες εναντίον τους. «Λιντσάρετε τον Πάχτα» είχε πει ο Καμμένος και αθωώθηκε. «Φτύστε τους ομοφυλόφιλους» είχε πει ο Αμβρόσιος και καταδικάστηκε. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έπρεπε να το πουν και φέρθηκαν σαν απολίτιστοι. Με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία, τυχόν σχετικά βίντεο με τα ανωτέρω θα πρέπει να κόβονται στο εξής.

Στη ρύθμιση αντιδρούν εκείνοι οι χώροι οι οποίοι βρήκαν ως τώρα «ένα ανθρωπιστικό ιδεώδες» στη δράση της 17 Νοέμβρη και ψάχνουν επιχειρήματα να στηρίξουν το αφήγημα της «χούντας Μητσοτάκη». Αδικούν μια σοβαρή συζήτηση που θα πρέπει κάποια στιγμή να γίνει, την οποία επιχειρεί να οριοθετήσει η Ε.Ε., και η οποία αφορά τη λειτουργία των, κατά κανόνα υπερεθνικών, παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ως δημόσιου χώρου. Καταχρήσεις ή «καταχρήσεις» στο διαδίκτυο και στις πλατφόρμες γίνονται πολλές. Τις συνειδητοποιούμε προοδευτικά και είναι λογικό να προβληματιζόμαστε. Σκόπιμο είναι να επεκτείνουμε τον προβληματισμό μας και να αποφύγουμε τον υποκριτικό και άτοπο αφορισμό.

Η διάταξη ψηφίστηκε τελικά την περασμένη Τετάρτη με το εξής περιεχόμενο: «Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να περιέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου».