Μετρώντας τις αντοχές της Ελλάδας - Free Sunday
Μετρώντας τις αντοχές της Ελλάδας
Δημόσια υγεία, οικονομία μετά από έναν χρόνο πανδημίας.

Μετρώντας τις αντοχές της Ελλάδας

Διακρίνουμε το φως στο τέλος του τούνελ της πανδημίας, αλλά δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πόσο ακόμα θα διαρκέσει η δοκιμασία.

Θεωρώ ότι το πιθανότερο σενάριο είναι να δοκιμαστούμε μέχρι το δ΄ τρίμηνο του 2021. Τότε θα έχει ολοκληρωθεί ο πρώτος γύρος του εμβολιασμού του πληθυσμού και θα ξέρουμε τις συνέπειες των διαφόρων μεταλλάξεων για τη δημόσια υγεία και τους εμβολιασμούς που θα χρειαστούν στην επόμενη φάση.

Έχει τεράστια σημασία να εκτιμήσουμε την κατάσταση, έναν χρόνο μετά την εκδήλωση της πανδημίας και γύρω στους έξι έως οκτώ μήνες πριν από την έξοδο από το «τούνελ». Από την κατάσταση στην οποία θα βρισκόμαστε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα της οικονομίας να ανακάμψει και της κοινωνίας να ανακτήσει τη συνοχή της.

Η στατιστική του θανάτου

Η πανδημία είναι μια μορφή παγκόσμιου πολέμου. Από τις επιδόσεις των διαφόρων κρατών στην αντιμετώπισή της επηρεάζεται η διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα, η χώρα από την οποία ξεκίνησε η πανδημία και στην οποία αντιμετωπίστηκε με υποδειγματική πειθαρχία και αποτελεσματικότητα, ενισχύει συνεχώς τον διεθνή ρόλο της.

Η οικονομία της αναπτύσσεται ήδη δυναμικά και το ζήτημα του ευρύτερου διεθνούς ρόλου της αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για τον πρόεδρο Μπάιντεν. Η Ουάσινγκτον επιχειρεί τη δημιουργία συμμαχιών ανάσχεσης της επιρροής της Κίνας –με Ιαπωνία, Ινδία και Αυστραλία–, αλλά και μια καλή συνεννόηση με την Ε.Ε. για το θέμα.

Η Ε.Ε. κινείται σε κατώτερη κατηγορία σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας και αυτό θα βαρύνει αποφασιστικά στις εξελίξεις.

Η στατιστική του θανάτου, που δείχνει την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών κρατών στην αντιμετώπιση της πανδημίας έναν χρόνο μετά την εκδήλωσή της, έχει σχέση με τους θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους (www.statista.com, 9 Μαρτίου 2021).

Ελληνική διάκριση

Το ρεκόρ των θανάτων από κορονοϊό ανά εκατομμύριο κατοίκους στην Ε.Ε. το έχει η Τσεχία με 2.050. Ακολουθεί στη δεύτερη θέση το Βέλγιο με 1.941 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους και στην τρίτη θέση η Σλοβενία με 1.866.

Στην τέταρτη θέση σε αυτή την αναγκαστικά μακάβρια στατιστική βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο με 1.859 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι το Brexit δεν είχε τις θαυματουργές ιδιότητες που διαφήμιζε ο Μπόρις Τζόνσον.

Πέμπτη έρχεται η Ιταλία με 1.660, έκτη η Ουγγαρία με 1.636, έβδομη η Πορτογαλία με 1.613, όγδοη η Βουλγαρία με 1.543, ένατη η Ισπανία με 1.517 και δέκατη η Σλοβακία με 1.452 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι ΗΠΑ, εφόσον, έναν χρόνο μετά την εκδήλωση της πανδημίας, καταγράφουν 1.592 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους. Αυτό δείχνει ότι οι επιδόσεις των ΗΠΑ –τις οποίες αντιμετωπίζουμε λόγω της εγκληματικής αδιαφορίας του προέδρου Τραμπ ως ιδιαίτερα αρνητικές στην Ε.Ε.– είναι τελικά… ευρωπαϊκού επιπέδου.

Η επόμενη δεκάδα ευρωπαϊκών κρατών σε αυτή την ιδιόμορφη αλλά αναπόφευκτη για την αξιολόγηση των επιδόσεων στην αντιμετώπιση της πανδημίας στατιστική του θανάτου είναι η Κροατία με 1.378, η Γαλλία με 1.304, η Σουηδία με 1.264, η Λιθουανία με 1.197, η Πολωνία με 1.193, η Ελβετία με 1.172, η Ρουμανία με 1.082, η Αυστρία με 983, η Ολλανδία με 906 και η Ιρλανδία με 894 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η Βραζιλία, την οποία θεωρούμε μια διαλυμένη εξαιτίας της πανδημίας χώρα, λόγω των επιλογών του προέδρου Μπολσονάρου. Η Βραζιλία καταγράφει 1.262 θανάτους από την πανδημία ανά εκατομμύριο κατοίκους. Είναι λίγο καλύτερη από τη Γαλλία (1.304) και λίγο χειρότερη από την Πολωνία (1.193) και την Ελβετία (1.172).

Η αναφορά στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία μάς διευκολύνει να αντιληφθούμε τις διαστάσεις του προβλήματος που έχουμε δημιουργήσει στον εαυτό μας στην Ε.Ε. των «27» και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στη στατιστική του θανάτου ακολουθεί η Λετονία με 888, η Γερμανία με 868 και αμέσως μετά η Ελλάδα με 634 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Εξηγώντας την επιτυχία

Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια εντυπωσιακή ελληνική επιτυχία σε ό,τι αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας και της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας η Ελλάδα πήρε άριστα, γιατί ο Μητσοτάκης προχώρησε στο έγκαιρο κλείσιμο της οικονομίας. Στο δεύτερο και στο υπό διαμόρφωση τρίτο κύμα της πανδημίας η Ελλάδα δεν τα πήγε τόσο καλά. Οι επιδόσεις της, ωστόσο, παρέμειναν καλύτερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η αξιολόγηση, όμως, πρέπει να καλύπτει το σύνολο της περιόδου της πανδημίας, γιατί κάθε χώρα που κινείται στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο έχει τις καλές και τις κακές περιόδους της.

Δύο συγκρίσεις αναδεικνύουν την υπεροχή της Ελλάδας και πόσο άστοχη είναι η κριτική της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ, για «κυβέρνηση που δεν ξέρει τι της γίνεται» και νέο «Μπέργκαμο».

Η Ελλάδα με 634 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους είναι πολύ καλύτερη από την Πορτογαλία (1.613) και από την Ισπανία (1.517).

Στην Πορτογαλία έχουμε σοσιαλιστική κυβέρνηση, που στηρίζεται βάσει συμφωνίας στις ψήφους της ριζοσπαστικής Αριστεράς (Μπλόκο) και του ΚΚΠ στη Βουλή. Στην Ισπανία έχουμε κυβερνητικό συνασπισμό Σοσιαλιστών και ριζοσπαστικής Αριστεράς (Podemos).

Επομένως, η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο «νεοφιλελευθερισμός» του Μητσοτάκη είναι αυτός που γέμισε δεινά την Ελλάδα και όχι η πανδημία αποδεικνύεται εκτός πραγματικότητας. Αν ο Μητσοτάκης και η ΝΔ είχαν τις ίδιες επιδόσεις με την Πορτογαλία και την Ισπανία, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει συχνά ως «μοντέλο», οι θάνατοι από Covid-19 στην Ελλάδα θα ήταν 9.000 έως 11.000 περισσότεροι.

Την επιτυχία της Ελλάδας αναδεικνύει και η σύγκριση με τη Γερμανία, την οικονομικά πιο αναπτυγμένη χώρα της Ε.Ε., με το πιο εξελιγμένο και καλά εξοπλισμένο ΕΣΥ. Οι επιδόσεις της Γερμανίας και της Ελλάδας είναι συγκρίσιμες, με την Ελλάδα να έχει το πλεονέκτημα: 634 θάνατοι από την πανδημία στην Ελλάδα ανά εκατομμύριο κατοίκους στη διάρκεια του δωδεκαμήνου, με τη Γερμανία στους 868.

Επομένως, οι κραυγές για ΕΣΥ που δήθεν έχει καταρρεύσει και το αίτημα για νέα μεγάλη αύξηση αριθμών κλινών ΜΕΘ οφείλονται περισσότερο στην πολιτική σκοπιμότητα και λιγότερο στην πραγματικότητα. Το ΕΣΥ αντέχει, παρά τη φοβερή πίεση που δέχεται, και με βάση το αποτέλεσμα πηγαίνει πολύ καλύτερα από πιο ώριμα και δαπανηρά συστήματα υγείας. Όσο για τον αριθμό των κλινών ΜΕΘ, η Γερμανία έχει το ευρωπαϊκό ρεκόρ σε σχέση με τον πληθυσμό, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Η μεγάλη μάχη που πρέπει να κερδηθεί είναι πριν την εισαγωγή στις ΜΕΘ, γιατί, από αυτούς που μπαίνουν, βγαίνουν περίπου οι μισοί στατιστικά και οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να περάσουν από ειδικό πρόγραμμα αποκατάστασης. Αυτοί που ζητούν περισσότερες ΜΕΘ για να καλύψουν την προκλητική ασυνέπειά τους στην τήρηση των περιοριστικών μέτρων κρύβουν την πικρή αλήθεια από την κοινή γνώμη.

Καλύτεροι και στα Βαλκάνια

Η άλλη θεωρία που προβάλλεται από τον ΣΥΡΙΖΑ –ακόμη και από ευρωβουλευτές του, οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν γνώση των σχετικών στοιχείων– είναι ότι η Ελλάδα τα πηγαίνει καλύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες λόγω… γεωγραφικής απομόνωσης.

Ούτε αυτό το επιχείρημα έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αντανακλά περισσότερο την αντίληψη που έχουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για τον ρόλο και την προοπτική της πατρίδας μας.

Η Ελλάδα έχει τις καλύτερες επιδόσεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας μεταξύ των βαλκανικών κρατών που έχουν ενταχθεί στην Ε.Ε. (Σλοβενία, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία), αλλά και μεταξύ αυτών που φιλοδοξούν να ενταχθούν σε κάποια φάση στην Ε.Ε. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχουμε 1.604 θανάτους από Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους, στη Βόρεια Μακεδονία 1.538, στο Κόσοβο 925, στην Αλβανία 685, στη Σερβία 659 και στην Ελλάδα 634.

Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις βαλκανικών κρατών τα στατιστικά στοιχεία μπορεί να είναι λιγότερο ακριβή από τα δικά μας.

Ο μεγάλος κίνδυνος

Από τις ευρωπαϊκές χώρες, καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα στην αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν η Εσθονία με 502 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους, η Δανία με 408, η Κύπρος με 194, η Φινλανδία με 140 και η Νορβηγία με 118. Πραγματικά εντυπωσιακή είναι η επίδοση της Κύπρου, την οποία πρέπει να μελετήσουμε για να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το γεγονός ότι είμαστε από τους καλύτερους μέσα στο προβληματικό ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν μας λύνει βέβαια το πρόβλημα. Ο αριθμός των θανάτων από την πανδημία στην Ελλάδα θα ξεπεράσει σύντομα τις 7.000 και το γεγονός ότι αν είχαμε τις επιδόσεις της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας θα πλησίαζε ήδη τις 16.000-18.000 δεν είναι παρηγοριά για τις οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους.

Σε αυτή τη φάση αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένους κινδύνους που μπορεί να ρίξουν χαμηλότερα τις επιδόσεις μας στην αντιμετώπιση της πανδημίας το κρίσιμο όσο και απροσδιόριστο διάστημα που απομένει μέχρι να βγούμε από το «τούνελ».

Πρώτον, υπάρχει, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μια κοινωνική κόπωση από τα περιοριστικά μέτρα.

Όσο πιο χαλαρά είναι τα μέτρα και όσο χαλαρότερα τα εφαρμόζουμε, τόσο θα μεγαλώνουν οι απώλειες που καταγράφονται.

Δεύτερον, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, επενδύει πλέον ανοιχτά στην αμφισβήτηση των περιοριστικών μέτρων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει σε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που μετατρέπονται σε κέντρα υπερμετάδοσης του κορονοϊού. Αυτό το λάθος έκαναν πολιτικά κόμματα στην Ισπανία τον περασμένο Μάρτιο με ολέθρια αποτελέσματα. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε.

Τρίτον, με το πέρασμα του χρόνου και τις πιέσεις που αναπτύσσονται, ενισχύεται η μυθολογία σύμφωνα με την οποία μπορεί να λειτουργήσει όπως-όπως η οικονομία προτού αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την πανδημία.

Καλύτερα από την πρόγνωση

Στην οικονομία δεν έχουμε βέβαια να επιδείξουμε συγκριτικά καλές επιδόσεις, όπως στην προστασία της δημόσιας υγείας.

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας έπεσε κατά 8,2% το 2020. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ συνήθως αναθεωρούνται. Προς το παρόν, όμως, έχουμε ένα αποτέλεσμα το οποίο είναι καλύτερο από τις βασικές προγνώσεις.

Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 2020 είχαμε δύο βασικές προγνώσεις. Πρώτον, ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα υποχωρούσε γύρω στο 9,5% το 2020. Δεύτερον, ότι η Ελλάδα θα είχε –λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας της– τη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ στο σύνολο της Ευρωζώνης.

Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η πτώση του ελληνικού ΑΕΠ περιορίστηκε στο 8,2%, ενώ στο σύνολο της Ευρωζώνης ήταν 6,8% και στην Ε.Ε. των «27» στο 6,3%.

Το σημαντικότερο, στην Ιταλία καταγράφηκε πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 8,8% και στην Ισπανία πτώση της τάξης του 11,2%. Δεν ήμασταν οι χειρότεροι, όπως είχαν προβλέψει οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κεντροαριστερός κυβερνητικός συνασπισμός της Ιταλίας και ο αριστερόστροφος κυβερνητικός συνασπισμός της Ισπανίας τα πήγαν χειρότερα από εμάς, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει μεγαλύτερα διαρθρωτικά προβλήματα.

Η σύγκριση έχει πολιτική αξία, γιατί εξασθενίζει το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με το οποίο οι «νεοφιλελεύθερες» επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη ρήμαξαν την ελληνική οικονομία. Στην πράξη, δεν υπάρχει τίποτα το νεοφιλελεύθερο στο ρεκόρ δημοσίων δαπανών και κρατικών παρεμβάσεων που οργανώνει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Αυτό όμως είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια για τους πρόχειρους προπαγανδιστές της αντιπολίτευσης.

Οι δυσκολίες μπροστά μας

Παρά το γεγονός ότι τα πήγαμε λιγότερο άσχημα απ’ ό,τι είχε προβλέψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι δυσκολίες σε ό,τι αφορά την οικονομία είναι μπροστά μας.

Είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι μπορούμε να λειτουργήσουμε την οικονομία –έστω με σχετικά χαμηλό ρυθμό– χωρίς πρώτα να λύσουμε το πρόβλημα της πανδημίας.

Με βάση τις διεθνείς συγκρίσεις και την εμπειρία (αναφέρομαι αναλυτικά στο βιβλίο μου «Στον λαβύρινθο της πανδημίας»), αυτό είναι πρακτικά αδύνατο να συμβεί, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες.

Η τουριστική περίοδος του 2021, σε σχέση με την τουριστική περίοδο του 2020, είναι πιο δύσκολο να αποδώσει οικονομικά. Τότε είχαμε ελάχιστα κρούσματα σε ημερήσια βάση, γεγονός που μας έδινε τη δυνατότητα να ανοίξουμε την τουριστική αγορά, ελπίζοντας ότι θα ελέγξουμε τη διάδοση του κορονοϊού.

Τώρα έχουμε χιλιάδες κρούσματα την ημέρα, γεγονός που αποκλείει την επιστροφή στην κανονικότητα στον τουριστικό τομέα στο άμεσο μέλλον. Δηλώσεις αρμοδίων ότι μπορεί να λειτουργήσει ο τουρισμός μας ήδη από τον Μάιο δεν παίρνουν υπόψη τους τη δυναμική της πανδημίας. Για να σπάσει αυτή η δυναμική πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός σοβαρών και αποτελεσματικών περιοριστικών μέτρων και μεγάλης προόδου στο πρόγραμμα του εμβολιασμού. Είναι πιθανό να φτάσουμε σε αυτό το σημείο προς τα τέλη του καλοκαιριού, αποκλείεται όμως να προλάβουμε την τουριστική περίοδο. Ακόμη κι αν βελτιωθούν θεαματικά οι επιδόσεις μας στην αντιμετώπιση της πανδημίας, πολλά θα εξαρτηθούν από την κατάσταση και την ψυχολογία που θα επικρατεί στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, που μας στέλνουν τους περισσότερους τουρίστες.

Σταθερά το ίδιο λάθος

Στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής κάνουμε σταθερά το ίδιο λάθος. Επιδιώκουμε μια βιαστική επανεκκίνηση χωρίς αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας, με το σκεπτικό ότι η οικονομία και τα δημοσιονομικά μας δεν μπορούν να περιμένουν άλλο.

Τον περασμένο Νοέμβριο είχα επιμείνει στην ανάγκη ενός άμεσου γενικού και αυστηρού lockdown, για να βάλουμε τα πράγματα σε τάξη και να επιχειρήσουμε το 2021 την επανεκκίνηση της οικονομίας σε νέα βάση, με όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας, όπως είναι τα μαζικά δωρεάν τεστ και η ψηφιακή καταγραφή των επαφών των νέων κρουσμάτων.

Προτιμήθηκε η «φθηνή» λύση των ευρωπαϊκών μέτρων-ακορντεόν, που με το πέρασμα του χρόνου αποδεικνύεται ολοένα πιο ακριβή.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, χάνεται πολύτιμος χρόνος στη δραστική αντιμετώπιση της πανδημίας και το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η επιστροφή σε κάποιου είδους οικονομική κανονικότητα θα πραγματοποιηθεί το δ΄ τρίμηνο του 2021.

Κατά τη γνώμη μου, δεν κρινόμαστε τόσο από την ταχύτητα με την οποία θα λειτουργήσουν ο τουρισμός και οι υπηρεσίες όσο από τη δυνατότητά μας να οργανώσουμε και να προσελκύσουμε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις που θα επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας μας και θα δημιουργήσουν νέα δυναμική υπέρ της βιομηχανίας και της εξωστρέφειας.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης. Οι πόροι που μας εξασφαλίζει όμως –γύρω στα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο για μία εξαετία– δεν καλύπτουν το πολλαπλάσιο επενδυτικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας.

Πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να υπάρξουν επενδύσεις που θα φέρουν τη δυναμική ανάκαμψη και στη συνέχεια τη σταθερή ανάπτυξη, θα προωθήσουν τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, θα συμβάλουν στην αύξηση της απασχόλησης με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αμοιβές και θα εξασφαλίσουν –μέσω της αύξησης του ΑΕΠ– τη βιωσιμότητα του ολοένα αυξανόμενου δημόσιου χρέους.

Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε και το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση για την οικονομία αναπτύσσεται σε άλλες κατευθύνσεις πρέπει να μας προβληματίσει.