Κουρασμένοι… Και μετά, τι; - Free Sunday
Κουρασμένοι… Και μετά, τι;

Κουρασμένοι… Και μετά, τι;

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την εμφάνιση της πανδημίας και πλέον «η κούραση είναι εμφανής». Όλοι θέλουν τη ζωή τους πίσω. Μένει να κατανοήσουμε τι εννοούν.

Για τον άνεργο, ζωή πίσω (μπορεί να) σημαίνει να ξαναπιάσει δουλειά, να επιστρέψει το ημερομίσθιο, να διευκολυνθεί η καθημερινότητα. Για τον άρρωστο (όχι από κορονοϊό), να μειωθεί ο κίνδυνος από την απλούστερη καθημερινή δραστηριότητα, να φύγει από τον άμεσο ορίζοντα ο θάνατος και να επανέλθει μια σχετική ηρεμία στην αντιμετώπιση της ήδη υπαρκτής ασθένειας.

Για τους υπόλοιπους, που δεν είναι ούτε άνεργοι ούτε άρρωστοι, «ζωή πίσω» σημαίνει βόλτες, ταξίδια, μπαράκια, ξενύχτια και ανεμελιά. Αυτοί οι τελευταίοι θριάμβευσαν τις προηγούμενες μέρες, επιδεικνύοντας τη μέγιστη δυνατή γαϊδουριά. Αυτή είναι η λέξη. Υπάρχουν κι αυτοί που συνεχίζουν να κάνουν το μόνο πράγμα που ήξεραν ποτέ: πορείες (κάνουν καλό και στην καρδιά).

Πριν από την εμφάνιση της πανδημίας βλέπαμε αραιά και πού κάποιον άνθρωπο με μάσκα στον δρόμο και στη χειρότερη περίπτωση τον θεωρούσαμε λοξό ή φοβικό, στην καλύτερη σκεφτόμασταν ότι μπορεί να έχει κάνει χημειοθεραπεία ή να έχει σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα. Αναλόγως, δεν θεωρούσαμε υποχρέωσή μας να κλειστούμε μέσα επειδή είχαμε γρίπη κι ας γνωρίζαμε ότι κι αυτή είναι θανατηφόρα. Ήταν «μικρός» ο αριθμός των θυμάτων.

Τον προηγούμενο αιώνα λύθηκαν με τρόπο εντυπωσιακό πολλά και κρίσιμα ζητήματα υγειονομικής επιβίωσης. Με σειρά εμβολίων στην παιδική ηλικία εξαφανίστηκαν ή απενεργοποιήθηκαν ασθένειες που κυριολεκτικά θέριζαν γενιές ολόκληρες. Η δε πρόοδος της ιατρικής και της τεχνολογίας έλυσε πολλά ζητήματα θεραπείας παθήσεων οι οποίες οδηγούσαν στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Οι παρούσες γενιές δεν έχουν πλέον την ανάγκη να κάνουν πολλά παιδιά επειδή δεν γνωρίζουν πόσα από αυτά θα επιβιώσουν και θα είναι και αρτιμελή. Όλα τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι θα επιβιώσουν και θα είναι αρτιμελή. Οι εξαιρέσεις θεωρούνται «ανεκτές», ως στατιστικές ατυχίες. Αυτό μάς επέτρεψε να το ρίξουμε, κυριολεκτικά, στην καλοπέραση. Καλοπέραση η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζε τα όρια της ατομικής ανικανότητας και της κοινωνικής αναισθησίας. Αναισθησία είναι να θεωρείς ότι όποιος φοβάται τη γρίπη μπορεί να «κάτσει μέσα». Ανικανότητα είναι να μην μπορείς να δεις το προφανές και να αγνοείς την αναγκαιότητα να προφυλαχτείς και να προφυλάξεις από τον κίνδυνο.

Η πανδημία, λοιπόν, μας έφερε μια «γρίπη» η οποία και κολλάει στον οποιονδήποτε και μπορεί να σκοτώσει τον οποιονδήποτε και το κάνει κάθε μέρα. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε ήταν να το πάρουμε απόφαση και να ζήσουμε με αυτό. Όπως ήδη έκαναν αρκετοί συνάνθρωποί μας ως τότε, χωρίς όμως οι πολλοί να τους δίνουμε σημασία. Θα είχαμε το πλεονέκτημα ότι, εφόσον όλοι, έχοντας συνείδηση του κοινού προβλήματος, δείχναμε αλληλεγγύη, θα πορευόμασταν ομαλά. Ως κακομαθημένοι, όπως ήμασταν, προσπαθήσαμε να φορτώσουμε το πρόβλημα στους άλλους ή να θεωρήσουμε, εγκληματικά, ότι είναι πρόβλημα άλλων ή, στην τελείως χαζή εκδοχή, πρόβλημα κρατικών μέτρων.

«Να κλειδώσουμε μέσα τους παππούδες», είπαν κάποιοι, «και να κυκλοφορούμε οι υπόλοιποι». Με τους πρώτους εμβολιασμούς σε εξέλιξη, οι παππούδες έχουν πάψει να κινδυνεύουν και πεθαίνουν οι νεότεροι. «Οι μάσκες σκοτώνουν», είπαν κάποιοι πιο γραφικοί, και, έναν χρόνο μετά, θάνατος από μάσκα δεν έχει σημειωθεί, αλλά μέχρι και βρέφη έχασαν τη ζωή τους.

«Να αγοράσουμε περισσότερα λεωφορεία και τρένα», είπαν οι πιο «τεχνοκράτες». «Να κάνουμε περισσότερες ΜΕΘ, για να προλαβαίνουμε». Ουδείς είπε να εγκαταλείψουμε τις πολυκατοικίες και να πάμε να ζήσουμε σε μονοκατοικίες ή σε αγροτόσπιτα. Ούτε να καταργήσουμε τη βιομηχανία, για να μη συνωστιζόμαστε.

Υπήρξαν και ορισμένοι που κατηγόρησαν τους γιατρούς ότι αργούν να βρουν τη θεραπεία ή το εμβόλιο και κάποιοι ακόμη που κατηγόρησαν τις φαρμακευτικές εταιρείες γιατί αργούν να κατασκευάσουν δισεκατομμύρια εμβόλια. Άλλοι θεώρησαν το θέμα πολιτικό και το ενέταξαν στις συνήθεις καθημερινές τριβές: πόση δημοκρατία έχουμε, αν και πόσο κινδυνεύουν τα δικαιώματα, αν καταστρέφονται κοινωνικές τάξεις και άλλα τετριμμένα.

Ελάχιστοι αισθάνθηκαν ότι η πανδημία φέρνει μια νέα κατάσταση, στην οποία πρέπει να προσαρμοστούμε. Ότι αναπόφευκτα θα αλλάξει οριστικά ο τρόπος που ζούμε και ότι η επιβίωση θα πρέπει να γίνει το πρώτο μέλημα, όπως ήταν ως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Ότι ακόμη και αν οι επιστήμονες κάνουν το θαύμα τους, η πανδημία δημιουργεί νέα δεδομένα, τα οποία δύσκολα θα εξαλειφθούν. Ότι, όπως επίσης επιστήμονες εξήγησαν, η πανδημία είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής που έχουμε οργανώσει ως τώρα και ότι, ακόμη κι αν εξαλείψουμε αυτή, δεν θα αποφύγουμε, και σύντομα μάλιστα, μια επόμενη. Άρα πρέπει κάτι να αλλάξει μόνιμα.

Ελάχιστοι αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να οργανώσουμε συντεταγμένα και με πειθαρχία την αντιμετώπιση της πανδημίας στην κατεύθυνση της συνέχισης όλων των δραστηριοτήτων και της ταυτόχρονης ελαχιστοποίησης των απωλειών. Να ζήσουμε, τελικά, όπως οι πρόγονοί μας, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται ακόμη στη ζωή.

Τη ζωή δεν τη διαλέγουμε, τη φύση δεν μπορούμε να την υπερβούμε, η πολιτική μέσα στον μικρόκοσμο της κάθε χώρας δεν οδηγεί στον έλεγχο της φύσης. Αν σήμερα η (όποια) κυβέρνηση ανακοινώσει άρση οποιουδήποτε μέτρου για την πανδημία, μεγάλη μερίδα του κόσμου θα πετάξει μάσκες και θα επιχειρήσει να ζήσει ως να μην είναι γεμάτα τα νοσοκομεία. Και μετά, όταν δεν θα βρίσκει ράντζο, θα φωνάζει «πού είναι το κράτος;».

Οφείλαμε, ο καθένας στον τομέα του, να έχουμε οργανώσει τον τρόπο που δρούμε, ώστε να αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι της πανδημίας. Το ίδιο έπρεπε να έχουν κάνει και όλοι οι επιμέρους κλάδοι της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, χωρίς να περιμένουν από το «κράτος» να τα κάνει αντί γι’ αυτούς. Έχουμε την επιλογή να ζητούμε από το κράτος να κατασκευάσει χιλιάδες ΜΕΘ, αλλά και την επιλογή να αποφύγουμε συνειδητά να φτάσουμε στην ανάγκη χρήσης της ΜΕΘ. Το τελευταίο, όμως, απαιτεί ζόρισμα, αλλαγή νοοτροπίας, αλλαγή του τρόπου που ζούμε, σε κάποιες πτυχές ήπια, σε κάποιες άλλες δραστική. Αρνούμαστε και να το σκεφτούμε. Η επιβίωση, όμως, δεν είναι γενικώς και αορίστως ευθύνη του κράτους. Είναι πρωτίστως μέλημα του καθενός μας. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί με κρατικά επιδόματα.

Ως σύνολο αδυνατούμε συντονιστούμε, ως άτομα δυσκολευόμαστε να επιβιώσουμε. Αυτό δεν είναι θέμα κρατικών μέτρων, αλλά προσωπικής αντίληψης. Παρά τα εμβόλια, η πανδημία θα είναι παρούσα για πολλά χρόνια ακόμη και ο κίνδυνος θα αυξηθεί, ακριβώς διότι «κουραστήκαμε» και αρνούμαστε να αντικρίσουμε την πραγματικότητα.