Μαρκ Ρούτε: Ο αρχηγός των «φειδωλών» - Free Sunday
Μαρκ Ρούτε: Ο αρχηγός των «φειδωλών»
Οι Ολλανδοί ψήφισαν σταθερότητα και κέντρο.

Μαρκ Ρούτε: Ο αρχηγός των «φειδωλών»

Τα χαρακτηριστικά των βουλευτικών εκλογών στην Ολλανδία ήταν η ψήφος εμπιστοσύνης στον φιλελεύθερο πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε –ο οποίος βρίσκεται στην ηγεσία της χώρας από το 2010– και η ενίσχυση των δύο κεντρώων κομμάτων: του κεντροδεξιάς απόκλισης φιλελεύθερου κόμματος VVD του Ρούτε και του κεντροαριστερής απόκλισης φιλελεύθερου κόμματος D66.

Στις εκλογές μετ’ εμποδίων

Η πορεία της Ολλανδίας προς τις βουλευτικές εκλογές ήταν μετ’ εμποδίων. Στην αρχή η διαχείριση της πανδημίας ήταν κάτω του μετρίου και χρειάστηκαν αλλεπάλληλες παρεμβάσεις για να ισορροπήσει η κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, προς τα τέλη του 2020 χρειάστηκε να επιβληθεί νέο lockdown και μερική απαγόρευση κυκλοφορίας, για να αντιμετωπιστεί η νέα έξαρση της πανδημίας.

Οι πολίτες άρχισαν να αντιδρούν στα περιοριστικά μέτρα, ενώ ακροδεξιά κόμματα οργάνωσαν μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά των μέτρων και υπέρ των… ατομικών ελευθεριών.

Με έναν πληθυσμό 17,3 εκατομμυρίων, η Ολλανδία καταγράφει (www.statista.com, 19/03/2021) 924 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους εξαιτίας του Covid-19, ενώ η Ελλάδα καταγράφει 676 θανάτους ανά εκατομμύριο. Η Ολλανδία έχει καλύτερη επίδοση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην αντιμετώπιση της πανδημίας, όχι όμως τόσο καλή όσο η Ελλάδα.

Τον Ιανουάριο ξέσπασε κυβερνητικό σκάνδαλο. Αποκαλύφθηκε ότι οι υπηρεσίες ελέγχου του υπουργείου Οικονομικών είχαν ξεπεράσει κάθε όριο αυστηρότητας στην περικοπή κοινωνικών επιδομάτων, με τους περισσότερους δικαιούχους να είναι από οικογένειες προσφύγων ή μεταναστών. Το ολλανδικό Δημόσιο επέστρεψε τα χρήματα σε αυτούς που είχαν αδικηθεί, ενώ προκλήθηκε πολιτική κρίση και πτώση της κυβέρνησης Ρούτε. Με χαρακτηριστικό ολλανδικό τρόπο, κυβέρνηση και Ρούτε συνέχισαν κανονικά, σε υπηρεσιακό ρόλο αυτή τη φορά.

Πολιτική διαμάχη προκλήθηκε και εξαιτίας της καθυστέρησης στο πρόγραμμα του εμβολιασμού, με την Ολλανδία να μένει πίσω από αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Ισχυρή οικονομία

Κι ενώ η διαχείριση της πανδημίας δεν ήταν πάντα στο επίπεδο της παραδοσιακής ολλανδικής αποτελεσματικότητας, η διαχείριση της οικονομίας στάθηκε στο ύψος της.

Σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις, το ΑΕΠ της Ολλανδίας υποχώρησε 3,8% το 2020. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση της μεταπολεμικής περιόδου, εφόσον η πτώση εξαιτίας της οικονομικής κρίσης το 2009 ήταν 3,7%. Με το ΑΕΠ της Ευρωζώνης να σημειώνει πτώση 6,8% και χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία να υφίστανται πτώση 8% έως 11%, η επίδοση της ολλανδικής οικονομίας είναι εξαιρετικά καλή με ευρωπαϊκά κριτήρια.

Η κυβέρνηση Ρούτε δαπάνησε 34 δισ. ευρώ (4,2% του ΑΕΠ) για να στηρίξει την οικονομία το 2020, ενώ πρόσφερε και σημαντική αναβολή στην καταβολή των φόρων, φοροελαφρύνσεις και σημαντικές κρατικές εγγυήσεις.

Για το 2021 έχει προβλεφθεί πρόσθετη δαπάνη 28 δισ. ευρώ (3,4% του ΑΕΠ) για τη στήριξη της οικονομίας.

Το 2019 η Ολλανδία είχε δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2020 πέρασε –εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας– σε δημοσιονομικό έλλειμμα 6,2% του ΑΕΠ. Το μεγάλο πλεονέκτημά της είναι ότι μπήκε στην κρίση με το χρέος του Δημοσίου στο 48,7% του ΑΕΠ. Ακόμη και σήμερα το δημόσιο χρέος της Ολλανδίας είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ, δηλαδή το όριο που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Σε κάθε ευκαιρία επιβεβαιώνονται η καλή οργάνωση και η αποτελεσματικότητα της Ολλανδίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι βγαίνει περισσότερο ωφελημένη από τις άλλες οικονομίες της Ε.Ε. από το Brexit. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ολλανδίας φαίνεται να παίρνει ένα σημαντικό κομμάτι του κύκλου εργασιών από το City του Λονδίνου, του σημαντικότερου ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κέντρου. Επίσης, οι εμπορικοί δρόμοι φαίνεται να αλλάζουν εξαιτίας του Brexit σε όφελος των λιμένων και των logistics της Ολλανδίας.

Αυτή η αίσθηση οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής εξασφάλισης διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του Ρούτε και του πολιτικού κέντρου.

Το αποτέλεσμα των εκλογών

Το ρεκόρ συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές είναι ενδεικτικό του τρόπου που οι Ολλανδοί αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα προβλήματα. Οργάνωσαν τις εκλογές κατά τη διάρκεια μερικών ημερών και με έναν τρόπο που εξασφάλιζε την άνεση και την ασφάλεια των ψηφοφόρων. Πέτυχαν αύξηση του ποσοστού συμμετοχής από 81,6% το 2017 στο ακόμη πιο εντυπωσιακό 82,6% το 2021. Στην Ολλανδία ισχύει η απλή αναλογική χωρίς κανέναν περιορισμό. Ο αριθμός των ψήφων διαιρείται διά 150 –όσες είναι οι έδρες στη Βουλή– και τα κόμματα που ξεπερνούν σε ψήφους τον αριθμό που προκύπτει εξασφαλίζουν κοινοβουλευτική έδρα.

Το κεντροδεξιάς απόκλισης φιλελεύθερο κόμμα του Ρούτε ήρθε πρώτο με 35 έδρες, αυξάνοντας τις έδρες του σε σχέση με τις εκλογές του 2017.

Μεγαλύτερη ήταν η αύξηση των εδρών που πέτυχε το κεντροαριστερής απόκλισης φιλελεύθερο κόμμα D66, το οποίο υπό την ηγεσία της Σίγκριντ Κάαγκ πήρε 5 επιπλέον έδρες και έφτασε τις 24.

Το κεντροδεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα CDA πλήρωσε τον εκλογικό λογαριασμό, εφόσον είδε τις βουλευτικές του έδρες να περιορίζονται από 19 σε 15. Ο ηγέτης του και υπουργός Οικονομικών στον απερχόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, Βόπκε Χέκστρα, δέχεται τώρα μεγάλη πίεση να παραιτηθεί. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό το εξαιρετικά σημαντικό υπουργείο Οικονομικών, το οποίο παραδοσιακά πηγαίνει στο δεύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, να περάσει σε στέλεχος του D66.

Για τον σχηματισμό του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού χρειάστηκαν διαπραγματεύσεις διάρκειας 225 ημερών μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2017. Τα τρία βασικά κόμματα του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού (VVD, D66, CDA) ελέγχουν τώρα 74 από τις 150 έδρες. Θα συνεχίσουν να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά χρειάζονται συμμάχους για να περάσουν το όριο των 75 εδρών που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα πρέπει να επιτύχουν πλειοψηφία και στη Γερουσία, όπου οι υπολογισμοί είναι πιο σύνθετοι.

Τέταρτο κόμμα του απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού είναι η κεντροδεξιά Χριστιανική Ένωση. Η βάση του κυβερνητικού συνασπισμού θα παραμείνει σε γενικές γραμμές η ίδια, με τα φιλελεύθερα κόμματα να ενισχύουν τη θέση τους σε βάρος των κεντροδεξιών και να αναζητούνται κάποιες συμπληρωματικές δυνάμεις.

Η ενίσχυση του φιλελεύθερου D66 είναι καλά νέα για την Ε.Ε., γιατί στο κόμμα αυτό κυριαρχούν οι ευρωπαϊστές. Επίσης, ένα νέο «πανευρωπαϊκό» κόμμα, το Volt, εξασφάλισε 3 έδρες.

Η ακροδεξιά έχει ριζώσει στην Ολλανδία και εξασφάλισε 29 έδρες, τις περισσότερες που έχει καταγράψει. Εμφανίζεται όμως διασπασμένη. Το κόμμα του Γκερτ Βίλντερς (PVV) έχασε 3 έδρες και μαζί με αυτές τον τίτλο του δεύτερου σε κοινοβουλευτική ισχύ κόμματος. Περιορίστηκε στις 17 έδρες, ενώ ένα άλλο ακροδεξιό κόμμα, το Φόρουμ για τη Δημοκρατία, ανέβηκε από τις 2 στις 8 έδρες. Επίσης, το κόμμα JA21, το οποίο δημιουργήθηκε από διαφωνούντες του Φόρουμ της Δημοκρατίας, πήρε 4 έδρες.

Η Αριστερά ήταν η μεγάλη ηττημένη των βουλευτικών εκλογών. Το κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα (PvdA) –το οποίο άλλοτε κυριαρχούσε στις πολιτικές εξελίξεις– δεν μπόρεσε να ανακάμψει και έμεινε στις 9 έδρες. Χειρότερα πήγαν το αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι Πράσινοι Αριστεροί. Έχασαν περίπου τις μισές έδρες τους σε σχέση με το 2017 και περιορίστηκαν στις 9 και 7 έδρες αντίστοιχα.

Θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε το ακριβές κυβερνητικό σχήμα, εφόσον 14 κόμματα εξασφάλισαν τουλάχιστον 2 έδρες και υπάρχει παράδοση διαβουλεύσεων που μπορεί να κρατήσουν από μερικές εβδομάδες μέχρι αρκετούς μήνες.

Κυριαρχία Ρούτε

Μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος ο πρωθυπουργός Ρούτε δήλωσε ότι «οι ψηφοφόροι της Ολλανδίας έδωσαν στο κόμμα μου μία εντυπωσιακή ψήφο εμπιστοσύνης». Κυρίαρχος στο πολιτικό παιχνίδι από το 2010, έσπευσε να προσθέσει ότι «δεν πήγαν όλα καλά τα τελευταία 10 χρόνια» και πως «έχω την ενέργεια για άλλα 10 χρόνια».

Με την αποχώρηση της καγκελαρίου Μέρκελ από το προσκήνιο τον Σεπτέμβριο του 2021, ο Ρούτε –ο οποίος εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα παραμείνει στην πρωθυπουργία– θα αναδειχθεί στον πιο έμπειρο ηγέτη μεταξύ των «27». Μόνο ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Όρμπαν, έχει μεγαλύτερη πρωθυπουργική θητεία και παρουσία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τον Ρούτε. Βρίσκεται όμως σε κατάσταση σχετικής πολιτικής απομόνωσης και δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τόσο πολύ τις εξελίξεις.

Αν ο Ρούτε παραμείνει στην πρωθυπουργία μέχρι τον Αύγουστο του 2022, θα αναδειχθεί ως ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας με τη μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή στο αξίωμα.

Το στυλ Ρούτε έχει περάσει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο στην ολλανδική κοινή γνώμη. Είναι απλός στη συμπεριφορά του, σέβεται όλους τους κανόνες που θέτει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας, γνωρίζει καλά τους φακέλους, είναι εργασιομανής με ικανότητες συντονισμού και ιδιαίτερα αποτελεσματικός, χωρίς αυτό να αποκλείει λάθη εκτίμησης, όπως στην πρώτη φάση της πανδημίας.

Υπάρχει πάντα ένας Ολλανδός

Σε ό,τι μας αφορά, υπάρχει πάντα –από την κρίση του 2010– ένας Ολλανδός που βρίσκεται στο στόχαστρο της ελληνικής κοινής γνώμης.

Την περίοδο των μνημονίων είχαμε τον Εργατικό υπουργό Οικονομικών της Ολλανδίας και πρόεδρο του Eurogroup, Ντάισελμπλουμ, να ερεθίζει την ελληνική κοινή γνώμη με τη διαχειριστική αυστηρότητά του και ορισμένες δηλώσεις που ξέφευγαν από τα όρια. Ποιος δεν θυμάται την παρέμβασή του για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας και γενικότερα του Νότου, την υπέρογκη αύξηση του οποίου απέδωσε σε… ποτά, γυναίκες και ξενύχτια.

Επιθετικός στη συμπεριφορά και στις δηλώσεις του για τον ευρωπαϊκό Νότο είναι και ο κεντροδεξιός υπουργός Οικονομικών Χέκστρα –ένας από τους ηττημένους της εκλογικής αναμέτρησης– το κόμμα του οποίου (CDA) φαίνεται ότι θα παραμείνει στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Όσο για τον πολιτικά κυρίαρχο πρωθυπουργό Ρούτε, προκάλεσε σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το «ψαλίδισμα» των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, στερώντας από την Ελλάδα πολύτιμες ενισχύσεις που ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ. Ο Ρούτε ανταγωνίστηκε τον Χέκστρα σε δημοσιονομική αυστηρότητα, περιορίζοντας τις δυνατότητες μεταφοράς πόρων στο εσωτερικό της Ε.Ε. σε όφελος των κρατών και των περιφερειών που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες.

Η τακτική του Ρούτε αποδείχθηκε σωστή. Μπόρεσε να περάσει στη δύσκολη ολλανδική κοινή γνώμη το έστω «ψαλιδισμένο» Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης χωρίς να υποστεί πολιτικές απώλειες.

Οι Ολλανδοί είναι, σε γενικές γραμμές, κοντά στη βρετανική νοοτροπία. Θεωρούν, στην πλειονότητά τους, ότι τα χρήματα των Ολλανδών φορολογουμένων που καταλήγουν στην Ε.Ε. θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με καλύτερο τρόπο, ή μπορεί να πηγαίνουν και εντελώς χαμένα.

Η ελληνική κοινή γνώμη έχει δυσαρεστηθεί από τον Εργατικό Ντάισελμπλουμ, από τον κεντροδεξιό Χέκστρα και από τον φιλελεύθερο Ρούτε. Το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι πολιτικό, κομματικό, αλλά εθνικό, με πιθανή εξαίρεση τους ευρωπαϊστές του φιλελεύθερου D66. Όπως στην Ελλάδα υπάρχει μια διακομματική σύγκλιση για περισσότερη Ευρώπη και περισσότερα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα ενισχύσουν τα κράτη και τις περιφέρειες που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες, έτσι παρατηρείται στην Ολλανδία μια διακομματική σύγκλιση στην αντίθετη κατεύθυνση.

Οι Ολλανδοί απέρριψαν με δημοψήφισμα το 2004 το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, βάζοντας έτσι αυστηρά όρια στην πολιτική ενοποίηση της Ε.Ε. και στην αύξηση των ευρωπαϊκών υποχρεώσεών τους.

Έχουν μία πολύ καλά οργανωμένη και παγκοσμιοποιημένη οικονομία που αποδίδει. Αξιοποιούν την ενιαία αγορά της Ε.Ε. ως βάση, αποφεύγουν όμως να αναλάβουν ευρωπαϊκές υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Χαρακτηριστική της νοοτροπίας τους είναι η μετατροπή της Ολλανδίας σε φορολογικό παράδεισο για τις πολυεθνικές και η άρνηση της κυβέρνησής της να εγκαταλείψει εξαιρετικά επιθετικές φορολογικές ρυθμίσεις και να δεχτεί κάποιους κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες σε ό,τι αφορά τη φορολογία των πολυεθνικών.

Ο ηγέτης των «φειδωλών»

Δεν είναι μόνο οι Ολλανδοί που κινούνται σε μια ευρωπαϊκή κατεύθυνση αντίθετη μ’ εμάς. Ανάλογες επιλογές κάνουν οι κυβερνήσεις στην Αυστρία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στη Δανία.

Στην Ολλανδία έχουμε συνασπισμό φιλελεύθερων και κεντροδεξιών κομμάτων, στην Αυστρία συνασπισμό κεντροδεξιάς και Πρασίνων και στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Δανία κυβερνητικούς συνασπισμούς με τους Σοσιαλδημοκράτες να έχουν την πρωθυπουργία.

Όλες αυτές οι χώρες έχουν πετυχημένες και εξωστρεφείς οικονομίες με σχετικά μικρά έως μεσαία μεγέθη. Θέλουν την Ε.Ε. και τις ευκαιρίες που προσφέρει ως βάση, αποφεύγουν όμως δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την οικονομική αποτελεσματικότητά τους. Παρακολουθούν με κάποιο άγχος τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ επιχείρησαν να αποτρέψουν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και στη συνέχεια συνεργάστηκαν για το «ψαλίδισμα» των κονδυλίων του.

Ο Ρούτε αναδεικνύεται σε ηγέτη των «φειδωλών» σε μια κρίσιμη περίοδο για την Ε.Ε. Η δεκαετής παραμονή του στην πρωθυπουργία και τα μεγαλύτερα οικονομικά μεγέθη της Ολλανδίας σε σχέση με τους άλλους «φειδωλούς» ενισχύουν το κύρος και τον ηγετικό του ρόλο.

Με τη Γερμανία να εισέρχεται στην περίοδο της μετάβασης στη μετα-Μέρκελ εποχή, ο Ρούτε και οι «φειδωλοί» θα αναλάβουν πρωτοβουλίες για να αντισταθμίσουν τον ευρωπαϊκό ρόλο που θα επιδιώξουν ο Μακρόν, ο Ντράγκι και ο Σάντσεθ. Μέχρι σήμερα, η Μέρκελ ισορροπούσε επιδέξια μεταξύ των διεκδικήσεων του Νότου και των αντιρρήσεων των «φειδωλών». Αξιοποιούσε τη στάση των τελευταίων για να υποχρεώνει κυρίως τον Μακρόν σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς χωρίς να εκτίθεται η ίδια.

Η γερμανική διαμεσολάβηση δεν θα είναι το ίδιο αποτελεσματική μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021, οπότε αναμένεται να έρθουν στο προσκήνιο με πιο έντονο τρόπο οι διαφορές μεταξύ των κυβερνήσεων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας από τη μια πλευρά και των «φειδωλών» Ολλανδίας, Αυστρίας, Φινλανδίας, Σουηδίας και Δανίας από την άλλη.

Η θέση της Ελλάδας

Η Ελλάδα τάσσεται υπέρ μιας προωθημένης ευρωπαϊκής ενοποίησης με βάση την αντίληψη που επικρατεί στον Νότο.

Πρέπει όμως να είμαστε σε θέση να καταλαβαίνουμε τις ανησυχίες και τις ευαισθησίες των «φειδωλών» και να αξιοποιούμε τις επιτυχίες τους για να κάνουμε τις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις σε ό,τι αφορά την οικονομική στρατηγική μας.

Ένα παράδειγμα που δείχνει ότι τελικά εμείς έχουμε τη βασική ευθύνη για τη διαμόρφωση της προοπτικής μας είναι η εξέλιξη του αγροτικού τομέα στην Ολλανδία και στην Ελλάδα. Οι Ολλανδοί στηρίχτηκαν στις επενδύσεις και στην καλή οργάνωση, για να μετατραπούν σε παγκόσμιους πρωταθλητές στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Εμείς, αντί να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες που μας πρόσφερε η Ε.Ε., εγκλωβιστήκαμε στη στασιμότητα των επιδοτήσεων. Δώσαμε απόλυτη προτεραιότητα σε εισοδηματικές ενισχύσεις και κατανάλωση αντί των αναγκαίων επενδύσεων και της εξωστρέφειας.

Στη διάρκεια της πρώτης ελληνικής προεδρίας στην ΕΟΚ, το β΄ εξάμηνο του 1983, συνεργαζόμουν ως εμπειρογνώμονας με το υπουργείο Εξωτερικών και μου είχε ανατεθεί ο φάκελος της διεύρυνσης προς την Ισπανία και την Πορτογαλία. Θυμάμαι την προσπάθεια των εκπροσώπων της Ολλανδίας να εκτιμήσουν την προοπτική του αγροτικού τομέα της Ελλάδας και τις επιπτώσεις που θα είχε η διεύρυνση σε Ισπανία και Πορτογαλία. Εκτιμούσαν, τότε, ότι ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ισχυρό ανταγωνιστή τους, κάτι το οποίο δεν συνέβη, με δική μας ευθύνη.

Το μήνυμα των «φειδωλών» και του Ρούτε είναι ότι η Ε.Ε. προσφέρει τη βάση για τη δυναμική ανάπτυξη και την επιτυχημένη παγκοσμιοποίηση των μικρότερων ευρωπαϊκών οικονομιών που δίνουν έμφαση στη σωστή οργάνωση και στην εξωστρέφεια.

Η Ε.Ε. δεν είναι ένας οικονομικός χώρος στον οποίο μπορούμε να μεταφέρουμε τα προβλήματά μας, αλλά ένας οικονομικός χώρος που μας προσφέρει ευκαιρίες και δυνατότητες για να τα λύσουμε μόνοι μας. Άλλωστε, δεν είμαστε όπως πριν από 40 χρόνια, το δέκατο, λιγότερο αναπτυγμένο μέλος ενός σχετικά κλειστού κλαμπ «προνομιούχων», αλλά ένα από τα 27 κράτη-μέλη μιας διευρυμένης Ε.Ε.