Ευρωπροειδοποιήσεις για κίνδυνο νέας φτώχειας - Free Sunday
Ευρωπροειδοποιήσεις για κίνδυνο νέας φτώχειας
Η παράταση της πανδημίας μεγαλώνει τα προβλήματα.

Ευρωπροειδοποιήσεις για κίνδυνο νέας φτώχειας

Τα μηνύματα που μας έρχονται από την Ε.Ε. επιβάλλουν σημαντικές διορθωτικές κινήσεις στην οικονομική και κοινωνική πολιτική που εφαρμόζουμε.

Συγκλίνουσες ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρίση της πανδημίας θα παραταθεί, οδηγώντας στην κλιμάκωση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να ενισχύσει τον λεγόμενο κοινωνικό πυλώνα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, ενώ ήδη προστίθενται οι κοινωνικές συνέπειες από την κρίση της πανδημίας.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εμφανίζεται αρκετά ανήσυχη για τα οικονομικά τραντάγματα στο τραπεζικό σύστημα στο άμεσο μέλλον. Οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων μικρομεσαίων περιγράφουν μια πολύ δύσκολη κατάσταση, ενώ σε επίπεδο Eurogroup εκφράζεται ανησυχία για το τι ακριβώς θα γίνει όταν αναπόφευκτα θα σταματήσουν οι πλουσιοπάροχες κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα είναι σημαντικότερες και από τις μεγάλες δυσκολίες που παρατηρούνται στην Ε.Ε. των «27».

Η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση στα εισοδήματα. Πριν από την εκδήλωση της κρίσης, το μέσο εισόδημα στην πατρίδα μας πλησίαζε το 95% του μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος. Στη διάρκεια της περιόδου των μνημονίων κατέρρευσε κάτω από το 70%, ενώ κατά την περίοδο της πανδημίας δέχτηκε νέα μεγάλη πίεση.

Ο εισοδηματικός κατήφορος έχει αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Εκτιμώ ότι πριν από την οικονομική κρίση δύο στους τρεις Έλληνες είχαν ευρωπαϊκό επίπεδο διαβίωσης και ευρωπαϊκή επαγγελματική και κοινωνική προοπτική και πως μέσα σε μία δεκαετία αντιστράφηκαν οι όροι. Από το 1/3 των «ευρωπαϊκά αποκλεισμένων» φτάσαμε στα 2/3 των «αποκλεισμένων» και μόλις στο 1/3 με ευρωπαϊκό επίπεδο διαβίωσης και προοπτική.

Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η συρρίκνωση της λεγόμενης μεσαίας τάξης –με την ευρεία έννοια του όρου–, η οποία μπορεί να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις εξαιτίας της παρατεινόμενης πανδημίας.

Τα νέα για την ελληνική οικονομία επηρεάζονται αρνητικά από την παράταση και την έξαρση της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιανουάριο του 2021 τα έσοδα από τον τουρισμό διαμορφώθηκαν στα 25 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 90,9% σε σχέση με τα 281 εκατ. ευρώ του Ιανουαρίου του 2020.

Ο Ιανουάριος δεν είναι βέβαια τουριστικός μήνας, αλλά η δραματική πτώση αναδεικνύει τη διαφορά μεταξύ της περιόδου προ πανδημίας και της περιόδου της πανδημίας. Παρά τις εντυπωσιακές πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης για το ψηφιακό πράσινο πιστοποιητικό/διαβατήριο, είναι πολύ δύσκολο να προλάβουμε το τουριστικό καλοκαίρι του 2021. Υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση στα ευρωπαϊκά προγράμματα εμβολιασμού, ενώ και χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχουν εμβολιάσει με μία τουλάχιστον δόση πάνω από το 50% του πληθυσμού τους, ανακοινώνουν αυστηρούς περιορισμούς στα ταξίδια στο εξωτερικό, αρχικά μέχρι τα τέλη Ιουνίου.

Η ύφεση που παρατηρείται στην οικονομία το α΄ τρίμηνο του 2021 οδήγησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2021. Προβλέπει ανάπτυξη μόλις 2,7%, ύστερα από πτώση του ΑΕΠ 8,2% το 2020, η οποία μπορεί να αυξηθεί σε 3,65% ή και 4,84% αν αυξηθούν κατά 5 δισ. ευρώ οι μεταβιβάσεις και αξιοποιηθούν κατάλληλα.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να φτάσουμε τουλάχιστον στο 2023 για να επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα του 2019.

Η πίεση που δέχεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τον νέο κίνδυνο φτώχειας είναι διπλή. Προέρχεται από την πανδημία και τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και από τον ανταγωνισμό με τους Ευρωπαίους εταίρους, ο οποίος μπορεί να γίνει πιο δύσκολος για εμάς σε συνθήκες σκληρής προσαρμογής.

Ο κατώτατος μισθός

Από το 2007 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναπτύσσουν πρωτοβουλίες υπέρ του λεγόμενου ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.

Από το 2019 ένας από τους συγκεκριμένους στόχους που έχουν τεθεί είναι οι δίκαιοι κατώτατοι μισθοί. Οι ελάχιστοι μισθοί πρέπει να είναι επαρκείς και να μην εκθέτουν τους εργαζόμενους σε κίνδυνο φτώχειας. Επίσης, ο καθορισμός των μισθών πρέπει να γίνεται με τρόπο διαφανή και προβλέψιμο.

Σε έξι κράτη-μέλη ο κατώτατος μισθός αποφασίζεται στα πλαίσια της συλλογικής διαπραγμάτευσης και των συμβάσεων. Σε 21 κράτη-μέλη ο κατώτατος μισθός καθορίζεται νομοθετικά ύστερα από μια διαδικασία διαβούλευσης.

Με βάση τα στοιχεία του 2018, σε εννέα κράτη-μέλη ο κατώτατος μισθός δεν εξασφάλιζε σε εργαζόμενο που ζούσε μόνος του επαρκές εισόδημα για να ξεπεράσει τον κίνδυνο της φτώχειας.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού θα έφερνε ουσιαστική βελτίωση για 10 έως 20 εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ε.Ε. και θα μείωνε τη φτώχεια και τη μισθολογική ανισότητα τουλάχιστον κατά 10%. Παράλληλα, όμως, θα προκαλούσε μείωση της συνολικής απασχόλησης κατά 0,5%, λόγω της αδυναμίας οριακών επιχειρήσεων να καλύψουν το πρόσθετο κόστος, ενώ σε τρία κράτη-μέλη η μείωση της απασχόλησης θα ήταν της τάξης του 1%.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νομικό πλαίσιο από τα κράτη-μέλη για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού. Στην αντίληψη της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, ο καθένας πρέπει να διαθέτει πρόσβαση σε έναν κατώτατο μισθό μέσω συλλογικών συμφωνιών ή μέσω νομοθετημένων κατώτατων μισθών.

Το ευρωπαϊκό περιβάλλον

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκρίνει την οδηγία που προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την απορρίπτουν όμως, προς το παρόν, τρία εξαιρετικά αναπτυγμένα κράτη-μέλη, η Αυστρία, η Δανία και η Σουηδία, γιατί θεωρούν ότι μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργίες στο αποτελεσματικό σύστημα των χωρών τους, αλλά και γιατί είναι επιφυλακτικές σε δεσμεύσεις που μπορεί σε κάποια φάση να τους δημιουργήσουν πρόσθετες ευρωπαϊκές υποχρεώσεις. Επιφυλάξεις εκφράζουν και οι κυβερνήσεις επτά «ανατολικών» χωρών της Ε.Ε., ίσως επειδή θέλουν να ελέγχουν πλήρως τη διαδικασία ορισμού του κατώτατου μισθού, για να προστατεύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους και κυρίως της βιομηχανίας.

Σε αυτό το ευρωπαϊκό περιβάλλον ξεκίνησε, με απόφαση της κυβέρνησης, η διαδικασία διαβούλευσης που θα οδηγήσει πιθανότατα προς τα τέλη του Ιουλίου 2021 στον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού.

Σημασία έχει η ουσία

Σε παρέμβασή μου στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου υποστήριξα ότι σε αυτά τα ζητήματα έχει μεγαλύτερη σημασία η οικονομική ουσία από τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Άλλωστε, πληρώσαμε ακριβά στο παρελθόν τη θεωρία της σύγκλισης των εισοδημάτων που έπρεπε να προηγηθεί της αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και της ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.

Κατά την άποψή μου, μπορούμε να στηρίξουμε τον κατώτατο μισθό και να περιορίσουμε τον κίνδυνο της νέας φτώχειας που συνδέεται με την πανδημία και τις συνέπειές της, βελτιώνοντας την πολιτική που εφαρμόζουμε.

Πολύ σωστά, η κυβέρνηση προχωράει στη μείωση του μη μισθολογικού, ασφαλιστικού κόστους για τις επιχειρήσεις και των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους. Πρόκειται για αναπτυξιακή επιλογή, το εύρος της οποίας περιορίζεται από την κακή κατάσταση των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης.

Η πανδημία επιταχύνει το πέρασμά μας στην ψηφιακή εποχή. Πρέπει όμως να επιβληθεί κοινωνική τάξη στην ψηφιακή οικονομία, όπου βλέπουμε πολλούς εργαζόμενους να μην έχουν εξασφαλισμένο τον κατώτατο μισθό, ούτε κοινωνική ασφάλιση, γιατί αντιμετωπίζονται σαν συνεργάτες, ελεύθεροι επαγγελματίες ή και… μέτοχοι. Πρέπει να μπει νομοθετικά τέλος σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν ο πιο δυναμικά αναπτυσσόμενος κλάδος της οικονομίας να μην κατοχυρώνει βασικά δικαιώματα των εργαζομένων και να μη συμβάλλει στη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Για να στηρίξουμε ουσιαστικά τον κατώτατο μισθό πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στη μεταποίηση και στην εξωστρεφή βιομηχανία, που εξασφαλίζουν συγκριτικά καλές αποδοχές. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι οικονομίες με εξωστρεφή βιομηχανία αντιδρούν καλύτερα στο οικονομικό σοκ της πανδημίας. Η παράταση της πανδημίας μεγαλώνει το πρόβλημα του τουρισμού και των υπηρεσιών, ενώ φέρνει πιο κοντά αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, που θα είναι, πιθανότατα, σε βάρος του τουρισμού και των υπηρεσιών.

Η στήριξη του κατώτατου μισθού και ο περιορισμός του κινδύνου της νέας φτώχειας απαιτούν και τον έλεγχο της μαύρης εργασίας, που συνήθως συνδέεται με τη νόμιμη και παράνομη μετανάστευση. Η διοικητική αντιμετώπιση του προβλήματος δεν οδηγεί πουθενά. Πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα οικονομικά κίνητρα για να ενδιαφερθούν οι Έλληνες για εργασίες που τείνουν να αποφεύγουν και να μπορούν να τους αξιοποιούν οι ενδιαφερόμενοι χωρίς πρόσθετο κόστος. Χρειάζονται ευνοϊκές ασφαλιστικές ρυθμίσεις, φορολογικά κίνητρα και αντικίνητρα και η άμεση οικονομική παρέμβαση του κράτους.

Τέλος, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου πρέπει να αποθαρρύνουμε τη μερική απασχόληση, η οποία κυριαρχεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Η μερική απασχόληση μπορεί να είναι οικονομικά ωφέλιμη, όταν κάνει πιο ελαστικές τις εργασιακές σχέσεις. Στην περίπτωση όμως της Ελλάδας, λειτουργεί εδώ και χρόνια σαν οδοστρωτήρας για το εισόδημα και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Προ πανδημίας οι περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας ήταν θέσεις μερικής απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της πανδημίας το ποσοστό της μερικής απασχόλησης επί της συνολικής απασχόλησης αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Η δημιουργία των προϋποθέσεων για την αύξηση του κατώτατου μισθού και την καταπολέμηση της φτώχειας στη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού πυλώνα περνάει υποχρεωτικά από την αποθάρρυνση και τη μείωση της μερικής απασχόλησης.

Τσουνάμι για μικρομεσαίους

Η συμμετοχή μου στο διοικητικό συμβούλιο της SME Europe, οργάνωσης που πρόσκειται στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και προωθεί τα συμφέροντα των μικρομεσαίων, μου εξασφαλίζει όλη την αναγκαία πληροφόρηση σε σχέση με την κατάσταση και την προοπτική των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ε.Ε. των «27».

Με βάση σχετική έρευνα, 75% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ε.Ε. επλήγησαν από την πανδημία. Περισσότερες από τις μισές θα δυσκολευτούν να επιβιώσουν για περισσότερο από ένα εξάμηνο αν σταματήσει η κρατική υποστήριξη και συνεχιστούν οι δυσκολίες που συνδέονται με την πανδημία. Το 44% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δίνει έμφαση στην ανάπτυξη της τηλεργασίας.

Για να κερδίσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τη μάχη και να μην πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η οικονομική και κοινωνική κρίση, χρειάζονται μεταξύ των άλλων: πιο άμεση και ουσιαστική πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, αναβολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, μεταρρύθμιση της φορολογικής πολιτικής σε όφελος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μείωση της γραφειοκρατίας σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση ευρωπαϊκών ενισχύσεων, υποστήριξη στην ψηφιοποίησή τους και αύξηση των σχετικών επενδύσεων, καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού και ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, ίση πρόσβαση στην ψηφιακή υποδομή με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος.

Η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κυρίως τις πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Είναι φανερό ότι αν δεν αλλάξουν πολλά στον τρόπο και τους όρους χρηματοδότησής τους, στο ασφαλιστικό και φορολογικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν και στους όρους της ψηφιακής μετάβασής τους, πολλές από αυτές δεν θα μπορέσουν να αντιδράσουν στο σοκ της πανδημίας και στην κλιμάκωση του ανταγωνισμού που αναμένεται.

Διπλό σοκ

Τα μηνύματα που μας έρχονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι για ένα διπλό σοκ προσαρμογής πιθανότατα εντός του 2021. Οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ μας εξηγούν στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι είμαστε σε μια περιοχή αυξημένου πιστωτικού κινδύνου, πως η πανδημία είναι σε βάρος της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και πως το πρόβλημα της χαμηλής απόδοσης των κεφαλαίων που επενδύονται στον τραπεζικό τομέα έχει μέλλον.

Τους απασχολούν τρία προβλήματα: Η πιθανή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού προτού εκδηλωθεί δυναμική ανάκαμψη στην οικονομία της Ευρωζώνης. Η επερχόμενη αύξηση των κόκκινων δανείων που σχετίζονται με την πανδημία. Οι δυσκολίες που θα προκύψουν όταν σταματήσουν οι μεγάλης κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις και οι κάθε είδους διευκολύνσεις που παρέχονται.

Ό,τι ισχύει στην Ε.Ε. ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Το Δημόσιο έχει μπει σε νέα φάση υπερχρέωσης, με το χρέος του να έχει φτάσει στο ποσοστό-ρεκόρ του 208% του ΑΕΠ. Ενδεχόμενη αύξηση διεθνών επιτοκίων θα μας δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα. Η νέα γενιά κόκκινων δανείων θα επιβαρύνει σημαντικά τις τράπεζες, οι οποίες ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και δεν μπορούν να στηρίξουν την ανάκαμψη της οικονομίας. Ο κίνδυνος για ένα μεγάλο σοκ όταν σταματήσουν οι κρατικές παρεμβάσεις και οι ευνοϊκές ρυθμίσεις είναι πολλαπλάσιος στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε.

Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται από τους εκπροσώπους της ΕΚΤ κυριαρχεί και στο Eurogroup. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης προσπαθούν να προσδιορίσουν τα κριτήρια για συνέχιση της στήριξης των επιχειρήσεων και πώς ακριβώς θα αποτραπεί ένα κύμα πτωχεύσεων μόλις τερματιστεί η εφαρμογή των μέτρων.

Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup και υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας, Ντόνοχιου, «πρόκειται για έναν μεγάλο κίνδυνο», ενώ ο επίτροπος Οικονομικών, Τζεντιλόνι, υπογράμμισε ότι «πρέπει να λάβουμε τις σωστές αποφάσεις, ώστε να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τον κίνδυνο πτωχεύσεων επιχειρήσεων τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια, και να έχουμε σε πρώτη προτεραιότητα στον νου μας τις κοινωνικές επιπτώσεις των αποφάσεών μας».

Εκτιμάται ότι σχεδόν 25% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων δεν θα είχαν καλύψει τις υποχρεώσεις τους στη διάρκεια του 2020 χωρίς την κρατική, ευρωπαϊκή υποστήριξη που έλαβαν. Η βοήθεια που τους δόθηκε, κυρίως με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, ανέρχεται στο 19% του ΑΕΠ της Ε.Ε.

Και σε αυτό το ζήτημα το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο από αυτό που περιγράφεται για το σύνολο της Ε.Ε.

Πρώτον, η κρατική στήριξη στις ελληνικές επιχειρήσεις φτάνει γρήγορα στο τέλος της, γιατί δεν έχουμε τις δημοσιονομικές δυνατότητες άλλων χωρών, ενώ έχουμε το ρεκόρ χρέους, ως ποσοστού επί του ΑΕΠ, στο σύνολο της Ε.Ε.

Δεύτερον, έχουμε τεράστια εξάρτηση από τον τουρισμό, ο οποίος έχει γνωρίσει φοβερή πτώση εξαιτίας της πανδημίας, πολύ μεγαλύτερη από τους άλλους κλάδους της οικονομίας. Επιπλέον, η Ε.Ε. δεν έχει αναπτύξει ενιαία τουριστική πολιτική και αποφεύγει να αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για έναν τομέα της οικονομίας που είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας.

Το τέλος των μέτρων κρατικής παρέμβασης και των διάφορων διευκολύνσεων προς τις επιχειρήσεις θα έρθει πιο γρήγορα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στα περισσότερα κράτη-μέλη ή, εναλλακτικά, θα επιδιωχθεί κάποια παράταση της κρατικής υποστήριξης και των διευκολύνσεων, αναγκαστικά σε μικρότερη κλίμακα.