Μεταρρύθμιση νοοτροπίας με νόμο - Free Sunday
Μεταρρύθμιση νοοτροπίας με νόμο

Μεταρρύθμιση νοοτροπίας με νόμο

«Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν στο πρόσωπο ή την περιουσία του» (άρθρο 1510 ισχύοντος Αστικού Κώδικα).

«Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του» (άρθρο 1518 Αστικού Κώδικα).

Τα παραπάνω πρακτικά σημαίνουν ότι σε περίπτωση διαζυγίου ο ένας από τους δύο γονείς που θα αναλάβει την επιμέλεια (ως συστατικό της γονικής μέριμνας) αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του τέκνου (ακόμη και σε άλλη πόλη), το σχολείο στο οποίο θα φοιτήσει και φυσικά το καθημερινό του πρόγραμμα. Η γονική μέριμνα σπανίως έως ποτέ αφαιρείται από τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια, ο οποίος εξακολουθεί να συνυπογράφει για την εκπροσώπηση του τέκνου (ενδεικτικά, στην αποδοχή μιας δωρεάς από παππούδες ή στη διεκδίκηση περιουσιακών δικαιωμάτων και αποζημιώσεων).

Η νομοθεσία προβλέπει τρεις τρόπους διαζυγίου. Ο πρώτος είναι το συναινετικό διαζύγιο, το οποίο αποτελεί πλέον μια συμβολαιογραφική πράξη μεταξύ των συζύγων. Δεν απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολογία, πέρα από την κοινή βούληση, αλλά προϋποθέτει συμφωνημένη διευθέτηση των θεμάτων επιμέλειας και διατροφής των ανήλικων τέκνων, όπως και του δικαιώματος επικοινωνίας του άλλου γονέα.

Ο δεύτερος τρόπος διαζυγίου είναι το λεγόμενο παλιότερα και «αυτόματο». Απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, αρκεί οι σύζυγοι να έχουν ζήσει χωριστά για δύο χρόνια. Στην περίπτωση αυτή, τα θέματα επιμέλειας, διατροφής ανηλίκων και επικοινωνίας ρυθμίζονται με αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις. Η θεσμοθέτηση αυτού του τρόπου διαζυγίου (παλιότερα απαιτούνταν τέσσερα χρόνια χωριστής ζωής) άμβλυνε πολύ και ελάττωσε δραστικά τις αντιδικίες γύρω από τα διαζύγια και σχεδόν εξαφάνισε τον τρίτο τρόπο διαζυγίου. Όταν κανείς γνωρίζει ότι το διαζύγιο δεν μπορεί να αποτραπεί, φροντίζει, εφόσον διατηρεί στοιχειώδη ψυχραιμία, να κλείσει το θέμα συναινετικά. Η νομοθεσία δεν ευνοεί πλέον «μαλλιοτραβήγματα». Άλλωστε, τα θέματα του στενού προσωπικού πυρήνα δεν είναι λογικό να γίνονται δικαστικό σίριαλ και μέσω αυτού δημόσιο θέαμα.

Ο τρίτος τρόπος διαζυγίου είναι αυτός της πλήρους αντιδικίας. Ο ενδιαφερόμενος κάνει αγωγή διαζυγίου επικαλούμενος σαφή υπαιτιότητα του/της συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να βγάλει τα «του οίκου εν δήμω», τα δε θέματα των ανηλίκων τα ρυθμίζουν αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις. Η διαδικασία είναι απολύτως ψυχοφθόρα, δημιουργεί σοβαρές αντιδράσεις από την άλλη πλευρά και καθόλου σπάνια καταλήγει σε καβγά για την επιμέλεια και τη διατροφή των ανηλίκων. Σπανίως επιλέγεται πια, αφού η διετής διάσταση λύνει το «πρόβλημα», χωρίς ωστόσο κι αυτή να αποτρέπει τον συγκαλυμμένο προσωπικό καβγά των συζύγων με πρόσχημα την επιμέλεια των ανηλίκων.

Τα ελληνικά δικαστήρια, όταν ρυθμίζουν θέματα επιμέλειας, προτιμούν σε συντριπτικό ποσοστό τη μητέρα. Κριτήριο είναι το συμφέρον του τέκνου. Στην πράξη, οι περισσότεροι άνδρες δεν είναι κατ’ αρχήν αντίθετοι με την τάση αυτή. Η μητέρα που αναλαμβάνει την επιμέλεια ανηλίκων, ειδικά αν αυτά είναι πολύ μικρά, εγκαταλείπει, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, την προσωπική της ανάπτυξη, την εξέλιξη της καριέρας της, την κοινωνική της ζωή. Σε ικανό ποσοστό, οι πατεράδες που δεν έχουν την επιμέλεια εξακολουθούν να ασχολούνται με τα παιδιά τους και διατηρούν ικανοποιητική σχέση με αυτά, τουλάχιστον μέχρι του σημείου της εφηβείας, οπότε τα τέκνα αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία, πληρέστερη προσωπικότητα και συμμετέχουν και τα ίδια πιο δυναμικά στη διαμόρφωση και ολοκλήρωση της σχέσης τους με αυτόν.

Η συναινετική επίλυση διαφορών αποτελεί τον κύριο τρόπο ρύθμισης του διαζυγίου και των συνεπειών του και είναι γεγονός ότι και η σταθερή γραμμή των δικαστηρίων στα θέματα επιμέλειας συνέβαλε σε αυτό.

Την περασμένη εβδομάδα τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο που μεταρρυθμίζει το δίκαιο των σχέσεων γονέων και τέκνων στην περίπτωση διαζυγίου. Το σχέδιο νόμου επιχειρεί να καταργήσει την έμφαση που ως τώρα δίνεται στην επιμέλεια και προσπαθεί να ρυθμίσει τα ζητήματα από τη συνολική οπτική της γονικής μέριμνας. Παραμένει κοινή η γονική μέριμνα, ορίζεται διπλός τόπος κατοικίας για το τέκνο, εισάγεται ενδεικτικός χρόνος επικοινωνίας του γονέα που δεν ζει με το τέκνο στο 1/3 του (ελεύθερου) χρόνου του, δεν επιτρέπεται η μετοίκηση του τέκνου σε άλλη πόλη χωρίς σύμφωνη γνώμη του γονέα που δεν μένει μαζί του, απαιτείται συμφωνία για το σχολείο στο οποίο θα φοιτήσει το τέκνο. Όλα αυτά βέβαια επιτρέπεται να ρυθμιστούν διαφορετικά, εφόσον συμφωνούν οι γονείς. Διαφορετικά, θα τα ρυθμίσει το δικαστήριο. Εισάγεται και κριτήριο επιμέτρησης των παραβατικών συμπεριφορών των συζύγων, με συνέπειες στα θέματα γονικής μέριμνας, το οποίο όμως για να λειτουργήσει ουσιαστικά απαιτεί ισχυρές και παρεμβατικές κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες όμως απλά δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή.

Με τα μέχρι τώρα ισχύοντα, αν δεν υπήρχε συμφωνία των γονέων, αποφάσιζε το δικαστήριο με κριτήριο το συμφέρον του τέκνου και πρακτικά τον πρώτο λόγο είχε η μητέρα. Με το νομοσχέδιο, ως συμφέρον του τέκνου ορίζεται ρητά η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάμειξη αμφοτέρων των γονέων. Στις περιπτώσεις που οι σύζυγοι χωρίζουν πραγματικά συναινετικά, δεν θα υπάρξουν ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις. Στις περιπτώσεις όμως που οι προσωπικές σχέσεις του ζευγαριού είναι οξυμένες, ανοίγουν νέα πεδία διαφωνιών και περισσότερες αφορμές για δικαστικές προσφυγές, ακόμη και για καθημερινά θέματα.

Το νομοσχέδιο επιχειρεί να εμπεδώσει «από πάνω προς τα κάτω» μια νέα φιλοσοφία αντιμετώπισης του διαζυγίου και της επίπτωσής του στα ανήλικα. Θεωρητικά, το σχέδιο είναι σωστό. Στην πράξη και στο μέτρο που επιχειρεί να εμφυσήσει μια νέα αντίληψη και πρακτική, αναλαμβάνει το ρίσκο να προκαλέσει πρόσθετες αναταράξεις, σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον, ώσπου η κοινωνία να βρει τις νέες ισορροπίες της. Κρίσιμο ρόλο θα παίξουν, αυτονόητα, και οι Έλληνες δικαστές.

Αυτά που προτείνει/εισάγει το νομοσχέδιο είχαν το περιθώριο να τα απονείμουν και με το ισχύον δίκαιο οι δικαστές. Δεν το έπρατταν εύκολα και τούτο συνέβαινε πρωτίστως διότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι δεν τους έδιναν το περιθώριο με τη συμπεριφορά τους. Το συμφέρον του τέκνου προϋποθέτει (ορθά), σύμφωνα με τις πάγιες κρίσεις των δικαστηρίων, να μη γίνεται το παιδί «μπαλάκι» και όργανο πίεσης του ενός γονέα προς τον άλλον. Το νομοσχέδιο επιχειρεί να διαμορφώσει συνειδήσεις. Μακάρι να τα καταφέρει.