Ε.Ε.-Κίνα: Δύσκολη σχέση σε πλήρη εξέλιξη - Free Sunday
Ε.Ε.-Κίνα: Δύσκολη σχέση σε πλήρη εξέλιξη
Οι Βρυξέλλες μεταξύ αμερικανικής ηγεμονίας και κινεζικής ισχύος.

Ε.Ε.-Κίνα: Δύσκολη σχέση σε πλήρη εξέλιξη

Οι σχέσεις Ε.Ε.-Κίνας αναπτύσσονταν δυναμικά εδώ και μία δεκαετία. Κινητήρια δύναμη είναι η παγκοσμιοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και η εκπληκτική άνοδος της κινεζικής οικονομίας.

Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών και των κυβερνήσεων υπογραμμίζουν στις αναλύσεις τους ότι η Κίνα είναι ταυτόχρονα συνεργάτης, ανταγωνιστής και στρατηγικός αντίπαλος.

Συνεργάτης, γιατί τα οικονομικά μεγέθη της Κίνας είναι εντυπωσιακά και δεν υπάρχει πρόβλημα παγκόσμιων διαστάσεων που να μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς τη συμβολή της Κίνας. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι η κινεζική οικονομία είναι υπεύθυνη για το 25% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. δείχνουν στην κατεύθυνση της Κίνας, παρουσιάζοντας την οικονομία της ως τον μεγαλύτερο ρυπαντή στον κόσμο. Οι Κινέζοι, από την πλευρά τους, τονίζουν ότι ο υπολογισμός στη συμβολή της ρύπανσης κατά κεφαλήν –ανάλογα με τον πληθυσμό– δίνει άνετη πρωτιά στις ΗΠΑ.

Ανταγωνιστής, γιατί η κινεζική οικονομία ενισχύει συνεχώς τη συγκριτική της θέση σε βάρος των ΗΠΑ και κυρίως της Ε.Ε.

Στρατηγικός αντίπαλος, γιατί το κινεζικό πολιτικό σύστημα δεν έχει εξελιχθεί σύμφωνα με τις επιδιώξεις της Δύσης, η οποία εκτιμούσε ότι η οικονομική ανάπτυξη και η παγκοσμιοποίηση θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για χαλάρωση του πολιτικού ελέγχου από το Κ.Κ. Κίνας και τους μηχανισμούς του.

Η Κίνα αντιμετωπίζεται πλέον ως στρατηγικός αντίπαλος από την Ε.Ε., γιατί ενισχύει την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή της, ενώ μέσα από την οικονομική επιτυχία της και το τεράστιο πρόγραμμα επενδύσεων που στηρίζει σε όλο τον κόσμο, στα πλαίσια της οικονομικής της επέκτασης (Belt & Road Initiative), προβάλλει ένα μοντέλο οργάνωσης και ανάπτυξης εντελώς διαφορετικό και ευθέως ανταγωνιστικό προς το δυτικό.

Μεγαλύτερο ειδικό βάρος

Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν ενισχύσει το ειδικό βάρος της Κίνας στην πολιτική και την οικονομία της Ε.Ε.

Το πέρασμα των ΗΠΑ από την προεδρία Τραμπ στην προεδρία Μπάιντεν φέρνει μεγάλες αλλαγές σε επίπεδο στρατηγικής. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να θεωρούν την Κίνα βασικό στρατηγικό τους αντίπαλο, αλλά αντιμετωπίζουν το θέμα με διαφορετικό τρόπο.

Ο Τραμπ, πιστός στο «πρώτα η Αμερική», προωθούσε την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας σε ζητήματα οικονομίας, τεχνολογίας, άμυνας και γενικότερης επιρροής, αδιαφορώντας για τη στάση των Ευρωπαίων και άλλων δυτικών χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε ανοίξει εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, προχωρώντας ταυτόχρονα σε εμπορική αντιπαράθεση με την Ε.Ε.

Ο Μπάιντεν αντιλαμβάνεται ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους με την ενισχυμένη Κίνα και επιδιώκουν την αναβίωση αυτού που αποκαλούσαμε Δυτική Συμμαχία.

Το μήνυμα προς τις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι σαφές. Η Ουάσινγκτον απαιτεί έμπρακτη ευρωπαϊκή συμπαράσταση στην προσπάθειά της να περιορίσει την ανοδική δυναμική της Κίνας στον σύγχρονο κόσμο. Θεωρεί τη συμπαράσταση αυτή το βασικό κριτήριο που θα επηρεάσει την εξέλιξη της ευρωατλαντικής σχέσης. Αν δηλαδή η Ε.Ε. θα υποστηριχθεί στις επιδιώξεις της από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ή θα συνεχιστεί η υποβάθμιση των ευρωατλαντικών σχέσεων, όπως κατά την τετραετή προεδρία Τραμπ.

Ο νικητής της πανδημίας

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η Κίνα αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος στις ευρωπαϊκές αποφάσεις είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας. Η πανδημία του Covid-19 ξεκίνησε από την Κίνα. Ενώ πολλοί αναλυτές θεωρούσαν ότι μπορούσε να θέσει σε δοκιμασία ακόμη και τη σταθερότητα του κομμουνιστικού συστήματος, τελικά το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο.

Το κομμουνιστικό καθεστώς αντιμετώπισε με υποδειγματικό τρόπο την πανδημία, στη βάση ενός συνδυασμού σκληρής πειθαρχίας και αξιοποίησης των τεράστιων δυνατοτήτων της κινεζικής οικονομίας και της ψηφιακής τεχνολογίας.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας επέτρεψε στην Κίνα να επιστρέψει σε χρόνο-ρεκόρ στην οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το 2020, ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ γνώρισε πτώση 3,6%, της Ευρωζώνης 7,4% και στο σύνολό της η παγκόσμια οικονομία υπέστη μια πτώση 4,3% το 2020.

Το 2020 η Κίνα ενίσχυσε θεαματικά τη συγκριτική της θέση έναντι των ΗΠΑ και ιδιαίτερα της Ε.Ε. Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι και το 2021 θα είναι χρονιά της κινεζικής οικονομίας, με αύξηση του ΑΕΠ, ανάλογα με το σενάριο, από 6,5% έως 7,5%.

Οι Κινέζοι έχουν ελέγξει απόλυτα την πανδημία με την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων και πριν από την ανάπτυξη του εμβολιαστικού τους προγράμματος. Αντί για αμφισβήτηση της πολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος, έχουμε μια ευρύτατη έγκριση από τους πολίτες του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε την πανδημία και ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας για το εξαιρετικό αποτέλεσμα της προσπάθειας.

Η επιτυχία της Κίνας σε σχέση με τον Covid-19 τής επέτρεψε να αναπτύξει τη λεγόμενη «διπλωματία της πανδημίας», στηρίζοντας την προσπάθεια άλλων χωρών, να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη συγκριτική θέση της οικονομίας της και να προβάλει το κινεζικό μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης σε όλο τον κόσμο.

Η Ε.Ε. είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της τον ενισχυμένο ρόλο της Κίνας και να βρει τρόπο να συμπαραταχθεί με τις ΗΠΑ στην προσπάθεια περιορισμού της κινεζικής ανόδου, ως προϋπόθεση για μια νέα δημιουργική περίοδο στις ευρωατλαντικές σχέσεις.

Οικονομικός γιγαντισμός

Είναι γνωστό ότι η διπλωματία της Ε.Ε. είναι κυρίως οικονομική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη κοινή πολιτική για τις εξωτερικές σχέσεις και την άμυνα και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας, η οποία θεωρείται από τους περισσότερους αναλυτές πρωταγωνίστρια στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, αλλά με δευτερεύοντα ρόλο σε ό,τι αφορά την πολιτικο-στρατιωτική επιρροή.

Είναι λογικό, λοιπόν, η Ε.Ε. να σέβεται τον οικονομικό γιγαντισμό της Κίνας, ο οποίος εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους.

Το 2020 ήταν η πρώτη χρονιά κατά την οποία οι εμπορικές συναλλαγές της Ε.Ε. με την Κίνα ξεπέρασαν τις εμπορικές συναλλαγές της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ.

Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν σε σχέση με το 2019 κατά 2,2%, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 5,6%. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν το 2020 κατά 8,2% και οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από τις ΗΠΑ έπεσαν κατά 13,2%.

Αυτές οι αυξομειώσεις έφεραν την ιστορική πρωτιά στις εμπορικές συναλλαγές Ε.Ε.-Κίνας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Κίνα διατηρεί εντυπωσιακό πλεόνασμα στις συναλλαγές της με την Ε.Ε. και ακόμη μεγαλύτερο στις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ.

Συνολικά, πάντως, η αλληλεξάρτηση της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής οικονομίας είναι πολύ μεγαλύτερη από την αλληλεξάρτηση της ευρωπαϊκής και της κινεζικής οικονομίας. Αυτό οφείλεται στις εξαγωγές και εισαγωγές υπηρεσιών, που είναι πολύ πιο αναπτυγμένες μεταξύ της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, όπως και στις κολοσσιαίες αμερικανικές επενδύσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Με βάση τα στοιχεία του 2019, οι εξαγωγές-εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ έφτασαν τα 1,1 τρισ. δολάρια, με την Ε.Ε. να έχει 184 δισ. δολάρια πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο και τις ΗΠΑ να έχουν πλεόνασμα 54 δισ. δολάρια στο ισοζύγιο υπηρεσιών και συνολικά έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με την Ε.Ε. 130 δισ. δολάρια.

Η οικονομική επιτυχία της Κίνας τρέφει τις φιλοδοξίες της ηγεσίας της. Ο πρόεδρος της χώρας, Σι Τζινπίνγκ, έχει θέσει ως στόχο τον διπλασιασμό του ΑΕΠ της μέχρι το 2035 και τον εκτοπισμό των ΗΠΑ από τη θέση της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων της Bank of America, η κινεζική οικονομία θα εκτοπίσει την αμερικανική από την παγκόσμια πρωτιά το 2027 ή το 2028.

Δικαιολογημένο προβληματισμό προκαλεί στην Ε.Ε. και η ενίσχυση της θέσης της Κίνας στην ψηφιακή οικονομία. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν φύγει μπροστά στην τεχνολογία κινητής τηλεφωνίας 5ης γενιάς (5G).

Εκτιμάται ότι η τεχνολογία 5G θα δημιουργήσει πρόσθετη ανάπτυξη της τάξης των 1,3 τρισ. δολαρίων μέχρι το 2030, με μεγάλες κερδισμένες τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Έλλειψη συνοχής

Η Ε.Ε. δυσκολεύεται να απαντήσει στην κινεζική πρόκληση, γιατί δεν έχει τον αναγκαίο δυναμισμό και κυρίως τη συνοχή.

Αν μελετήσουμε τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές το 2020, με βάση τις προσωρινές εκτιμήσεις της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, παρατηρούμε σημαντικές διαφορές, οι οποίες εξηγούν τις πολιτικές διαφοροποιήσεις.

ΟΙ εξαγωγές της Γερμανίας προς την Κίνα ήταν 96,4 δισ. ευρώ το 2020, με τη Γαλλία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση με εξαγωγές 17,4 δισ., την Ολλανδία στην τρίτη θέση με 15,6 δισ. και την Ιταλία στην τέταρτη θέση με 12,8 δισ. ευρώ. Είναι φανερό ότι όταν μιλάμε για ευρωπαϊκές εξαγωγές στην Κίνα μιλάμε κυρίως για γερμανικές.

Οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα ήταν το 2020 μόλις 855 εκατ. ευρώ, με τις εισαγωγές μας από την Κίνα να είναι πολλαπλάσιες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διμερές εμπορικό έλλειμμα σε βάρος της Ελλάδας ύψους 2,8 δισ. ευρώ.

Η σημασία της κινεζικής οικονομίας για τις γερμανικές επιχειρήσεις αναδεικνύεται και από τη σύγκριση των συνολικών εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας με την Κίνα, οι οποίες έφτασαν τα 212 δισ. ευρώ το 2020, με τις συνολικές εμπορικές συναλλαγές Γερμανίας-ΗΠΑ, οι οποίες περιορίστηκαν στα 171 δισ. ευρώ.

Ευτυχώς για την Ελλάδα, υπάρχουν άλλοι τομείς, κυρίως η εμπορική ναυτιλία, όπου πρωταγωνιστούμε σε παγκόσμιο επίπεδο, κερδίζοντας τον σεβασμό των ισχυρών Κινέζων ανταγωνιστών.

Οι τόσο μεγάλες διαφορές στις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την επεξεργασία και εφαρμογή κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής των «27» έναντι της Κίνας.

Η Γερμανία θα προσπαθήσει να ισορροπήσει μεταξύ της στρατηγικής σημασίας σχέσης με τις ΗΠΑ και της εντυπωσιακά αναπτυσσόμενης συνεργασίας της με την Κίνα.

Η Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις (CAI) που υπεγράφη μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας τον Δεκέμβριο του 2020 θεωρήθηκε μια προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς οικονομικής θέσης των «27» στο μεσοδιάστημα της προεδρίας Τραμπ και Μπάιντεν, προτού προσπαθήσει η Ουάσινγκτον να επιβάλει τη νέα στρατηγική της στους Ευρωπαίους συμμάχους.

Οι Γερμανοί θεωρούνται οι μεγάλοι κερδισμένοι αυτής της συμφωνίας, η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, θα διευκολύνει τις μεγάλες ξένες άμεσες επενδύσεις στην κινεζική οικονομία. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, ολοκλήρωσε τις μεγάλης διάρκειας διαπραγματεύσεις προτού αναλάβει καθήκοντα ο Μπάιντεν, σε μια προσπάθεια να περάσει το μήνυμα στους Ευρωπαίους ότι τους συμφέρει να κινούνται στα οικονομικά θέματα ανεξάρτητα και αυτόνομα από τις ΗΠΑ.

Η κινεζική ηγεσία αξιοποιεί και τη συνεργασία των «17+1» για να προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας στην Ευρώπη, παίζοντας, ως έναν βαθμό, με τις διαφορές των Ευρωπαίων εταίρων.

Από τις 17 ευρωπαϊκές χώρες που συνεργάζονται με την Κίνα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομικής στρατηγικής της, οι 12 συμμετέχουν στην Ε.Ε. Όπως έδειξε όμως η διαδικτυακή σύνοδος κορυφής των «17+1», ακόμη και μεταξύ των 12, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικονομική συνεργασία με την Κίνα, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές. Η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία και η Σλοβενία υποβάθμισαν σκόπιμα τη συμμετοχή τους σε υπουργικό επίπεδο, ενώ η Κροατία, η Τσεχία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία εκπροσωπήθηκαν σε επίπεδο πρωθυπουργών.

Διπλωματικοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι χώρες που υποβάθμισαν την εκπροσώπησή τους στη σύνοδο κορυφής των «17+1», όπου την Κίνα εκπροσώπησε ο ίδιος ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ανησυχούν σε αυτή τη φάση με τη δυναμική έως επεκτατική εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Γι’ αυτό θέλουν να αποφύγουν πρωτοβουλίες που μπορούν να προκαλέσουν δυσκολίες συνεννόησης με τις ΗΠΑ, ενδεχομένως και εξασθένιση της αμερικανικής, νατοϊκής προστασίας έναντι της Ρωσίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πέντε εκτός Ε.Ε. ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία «17+1» είναι η Αλβανία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία. Η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στα Δυτικά Βαλκάνια είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Ε.Ε. επιδιώκει μια σχετικά γρήγορη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια, παρά τα άλυτα προβλήματα και τις μεγάλες δυσκολίες.

Κυρώσεις δύο κατευθύνσεων

Στην προσπάθειά της να ευθυγραμμιστεί με τη διπλωματία των ΗΠΑ, αλλά και πιστή στη δέσμευσή της να στέλνει διεθνώς μηνύματα υπέρ των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, η Ε.Ε. προχώρησε σε συμβολικές κυρώσεις έναντι της Κίνας.

Οι κυρώσεις αφορούν τέσσερις Κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι θεωρείται ότι συμμετέχουν στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων στη Σιντζιάνγκ, όπως και το αρμόδιο γραφείο δημόσιας ασφάλειας.

Κι ενώ οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι με αυτές τις συμβολικού χαρακτήρα κυρώσεις μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ΗΠΑ χωρίς να προκαλέσουν τη δυναμική αντίδραση της Κίνας, το Πεκίνο απάντησε με δικές του κυρώσεις σε βάρος πέντε ευρωβουλευτών, της υποεπιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαίων ακαδημαϊκών που ειδικεύονται σε ζητήματα της Κίνας.

Παράλληλα, ξεκίνησε καταναλωτικό μποϊκοτάζ σε βάρος ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν ισχυρή παρουσία στην Κίνα, αλλά θέλησαν να δώσουν εγγυήσεις, κυρίως σε Ευρωπαίους καταναλωτές που προτιμούν τα προϊόντα τους, ότι δεν αξιοποιούν για την προμήθεια πρώτων υλών και την παραγωγή τους τις καταπιεστικές πρακτικές της Κίνας σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.

Η κινεζική ηγεσία δείχνει αποφασισμένη να απαντήσει δυναμικά σε οποιεσδήποτε ευρωπαϊκές κυρώσεις. Θεωρεί ότι η επίκληση από την πλευρά της Ε.Ε. της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πολιτική μέθοδος χαμηλού κόστους, η οποία δεν επηρεάζει τις αποφάσεις τους. Στην αντίληψη του Κινέζου προέδρου και των συνεργατών του η Ε.Ε. δεν έχει τη χρηματοπιστωτική και τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται σαν λιγότερο σημαντική δύναμη.

Το πρόβλημα είναι ότι οι κυρώσεις σε βάρος των ευρωβουλευτών που αποφάσισε το Πεκίνο προκαλούν συσπείρωση της πλειοψηφίας των ευρωβουλευτών σε βάρος της Συνολικής Συμφωνίας για τις Επενδύσεις που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2020. Χωρίς την έγκρισή της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η σημαντική συμφωνία δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ. Είναι φανερό ότι όταν έρθει η συμφωνία προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκδηλωθούν αντιθέσεις μεταξύ των ευρωβουλευτών που υποστηρίζουν μια ισχυρότερη επενδυτική παρουσία των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων –κυρίως γερμανικών– στην Κίνα και εκείνων που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα μηνύματα υπέρ των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Ανάγκη συνεννόησης

Σε κάθε περίπτωση, η ηγεσία της Κίνας αντιδρά σε πρωτοβουλίες που θεωρεί παρεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας και σκληραίνει την πολιτική της έναντι της Ε.Ε. και των ΗΠΑ σε ζητήματα που έχουν σχέση με τη μεταχείριση των Ουιγούρων, με την πολιτική οργάνωση του Χονγκ Κονγκ, τη διεκδίκηση της Ταϊβάν ή την παρουσία –στρατιωτική και οικονομική– στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Οι πρώτες επαφές μεταξύ του Άντονι Μπλίνκεν, νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, και Κινέζων αξιωματούχων ανέδειξαν μια σκλήρυνση των κινεζικών θέσεων, η οποία είναι ανοιχτή σε ερμηνείες. Μπορεί να προετοιμάζει το έδαφος για μια προγραμματισμένη ρήξη ή να οδηγεί στη συνέχεια σε σκληρές αλλά εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε αυτή τη φάση η πανδημία λειτουργεί σαν επιταχυντής εξελίξεων και ανακατατάξεων, με κερδισμένη, προς το παρόν, την Κίνα. Το ξέσπασμα της πανδημίας στην Κίνα δεν οδήγησε σε ένα νέο Τσερνόμπιλ –την απονομιμοποίηση του κομμουνιστικού καθεστώτος που προκάλεσε το πυρηνικό ατύχημα στην Ουκρανία το 1986–, αλλά σε ένα νέο Σουέζ.

Όπως το 1956 το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία διαπίστωσαν την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης και υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τη διώρυγα του Σουέζ, την οποία είχαν καταλάβει, έτσι η πανδημία απομυθοποίησε, σε μεγάλο βαθμό, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Διαπίστωσαν ότι η σημασία τους στον υπό διαμόρφωση μετα-Covid-19 κόσμο είναι μικρότερη από αυτήν που επιθυμούν.

Δυσκολεύονται να συνεννοηθούν για να περιορίσουν την άνοδο της Κίνας. Η τελευταία, όμως, αναπτύσσει δικές της πρωτοβουλίες, όπως είναι η υπογραφή 25ετούς συμφώνου συνεργασίας με το Ιράν, ανάπτυξη της οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία, σύσφιξη των εμπορικών σχέσεων με Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Αυστραλία, με τις οποίες συντονίζονται οι ΗΠΑ. Ο υπό διαμόρφωση μετα-Covid-19 κόσμος περιλαμβάνει, χωρίς αμφιβολία, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κίνας, τον οποίο η ηγεσία της δεν διαπραγματεύεται.

Εντύπωση προκάλεσε η παρέμβαση του Χένρι Κίσινγκερ σε διαδικτυακή εκδήλωση του βρετανικού ινστιτούτου Chatham House, η οποία περιείχε μία προειδοποίηση και μία προτροπή προς την ηγεσία της Δύσης.

Ο 97χρονος σήμερα Χένρι Κίσινγκερ –αρχιτέκτονας του ανοίγματος των ΗΠΑ στην Κίνα επί προεδρίας Νίξον πριν από μισό αιώνα– υπογράμμισε: «Αν δεν καταφέρουμε μια συνεννόηση με την Κίνα, τότε θα βρεθούμε σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη που επικράτησε στην Ευρώπη παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου αιωνόβιες συγκρούσεις έβρισκαν μια άμεση λύση, αλλά κάποια από αυτές ξέφυγε από τον έλεγχο».

Πρόσθεσε ότι τα πράγματα είναι σήμερα «απείρως πιο επικίνδυνα από το 1914» λόγω της ύπαρξης όπλων υψηλής τεχνολογίας.

Ο Κίσινγκερ τάχθηκε υπέρ μιας θετικής αντιπαράθεσης με την Κίνα, με το σκεπτικό ότι οι δυτικές Δημοκρατίες πρέπει να γίνουν αποτελεσματικότερες και ανταγωνιστικότερες αντί να προσπαθούν να περιορίσουν την Κίνα.

Όπως πολύ σωστά είπε: «Η Δύση πρέπει να πιστέψει στον εαυτό της. Αυτό είναι εσωτερικό μας πρόβλημα, όχι κινεζικό πρόβλημα».