Αδυσώπητος ο αγώνας για την ψηφιακή κυριαρχία - Free Sunday
Αδυσώπητος ο αγώνας για την ψηφιακή κυριαρχία
Η Ε.Ε. κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε απλό θεατή των εξελίξεων.

Αδυσώπητος ο αγώνας για την ψηφιακή κυριαρχία

Η πανδημία λειτούργησε σαν καταλύτης στην ψηφιακή μετάβαση. Στις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ε.Ε. η ψηφιακή οικονομία γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη το 2020, με τη βοήθεια των περιορισμών και της αλλαγής επαγγελματικής και κοινωνικής συμπεριφοράς που επέβαλε η πανδημία.

Ο γιγαντισμός των εταιρειών που πρωταγωνιστούν στην ψηφιακή οικονομία προηγήθηκε της πανδημίας, αλλά στη διάρκεια του 2020 πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις.

Δημιουργήθηκαν ζητήματα υπερσυγκέντρωσης πλούτου, επιρροής και εξουσίας, με την ευρεία έννοια του όρου, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθούν στο σύνθετο περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί.

Φιλάνθρωποι Σκρουτζ

Στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα έχουμε μια επανάληψη, σε μεγαλύτερη κλίμακα, των συνεπειών της κρίσης του 2008-2009.

Οι φτωχοί του πλανήτη γίνονται φτωχότεροι και οι σούπερ πλούσιοι πλουσιότεροι. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των «Financial Times» (24 Οκτωβρίου 2020), το α΄ εξάμηνο της πανδημίας, στη διάρκεια του οποίου καταστράφηκαν ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας, έπεσε δραματικά το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και το εισόδημα των περισσότερων εργαζομένων, οι σούπερ πλούσιοι του ψηφιακού κόσμου απέκτησαν αμύθητα πλούτη.

Η καθαρή αξία του Τζεφ Μπέζος, επικεφαλής της Amazon, αυξήθηκε κατά 73 δισ. δολάρια την περίοδο μέσα Μαρτίου - μέσα Σεπτεμβρίου 2020.

Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook και ο Έλον Μασκ της Tesla και της Space X είδαν την προσωπική τους περιουσία να αυξάνεται κατά 45 δισ. δολάρια.

Η Κίνα, η οποία έχει αναδειχθεί σε ψηφιακή υπερδύναμη, έκανε τα δικά της ρεκόρ στον πλουτισμό και την υπερσυγκέντρωση πλούτου.

Σε διάστημα δέκα μηνών, από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2020, ο Τζακ Μα, που ελέγχει την εμπορική πλατφόρμα Alibaba, το κινέζικο αντίστοιχο της Amazon, αύξησε την περιουσία του κατά 45%, για να πλησιάσει τα 60 δισ. δολάρια. Τη χρονιά της μεγάλης κρίσης η Κίνα απέκτησε, σύμφωνα με τους «Financial Times», άλλους 257 δισεκατομμυριούχους.

Δεν υπήρξε χρονιά σαν το 2020 για την Κίνα, με την έννοια ότι οι σούπερ πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και έσπασαν όλα τα ρεκόρ των τελευταίων 22 ετών, στη διάρκεια των οποίων καταγράφονται οι σχετικές εξελίξεις.

Η εκπληκτική συγκέντρωση πλούτου συνδυάζεται σε αρκετές περιπτώσεις –χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Τζεφ Μπέζος της Amazon– με προκλητικά αντικοινωνική συμπεριφορά.

Ο Μπέζος αποφάσισε να αλλάξει την προσωπική του ζωή και την οικογενειακή του κατάσταση και αποζημίωσε την πρώην σύζυγό του, Μακένζι Σκοτ, με ένα ποσό που ξεπερνά τα 20 δισ. δολάρια, το οποίο «αβγάτισε», σε συνθήκες πανδημίας, εξαιτίας της εξαιρετικής ανάπτυξης της Amazon στα 60,7 δισ. δολάρια. Η Μακένζι Σκοτ έκανε στη διάρκεια του 2020 δωρεές που ξεπερνούν τα 4 δισ. δολάρια, κυρίως για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δημιούργησε η πανδημία.

Η Σκοτ δεσμεύτηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα του επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ και του Μπιλ και της Μελίντα Γκέιτς της Microsoft, οι οποίοι έχουν δεσμευτεί να μοιράσουν τον μισό πλούτο τους σε αγαθοεργίες πριν ή μετά τον θάνατό τους. Ο Μπέζος δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες, αντίθετα θεωρείται ιδιαίτερα σκληρός έναντι των εργαζομένων της Amazon, οι οποίοι ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο σε όλο τον κόσμο, και δίνει μάχη για να αποτρέψει τη δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα προστατεύουν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των απασχολουμένων στην αυτοκρατορία του.

Η συμπεριφορά των σούπερ πλουσίων των ΗΠΑ που αναδείχθηκαν μέσα από την ψηφιακή οικονομία δείχνει ότι παραμένουν ουσιαστικά αφορολόγητοι. Οι πιο ευαίσθητοι από αυτούς παίρνουν θετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων και μοιράζονται σε έναν βαθμό τα υπερκέρδη τους, οι πιο «σκληροί», σαν τον Μπέζος, απλώς συσσωρεύουν αμύθητα πλούτη.

Η εικόνα, πάντως, ενός οικονομικού και πολιτικού συστήματος το οποίο ενισχύει τη συγκέντρωση πλούτου και τις κοινωνικές ανισότητες σε κάθε κρίση δημιουργεί δικαιολογημένα προβληματισμό.

Παρά τις δηλώσεις του υπέρ των εργαζομένων στην Amazon και την πρόθεσή του να φορολογήσει τους σούπερ πλούσιους, δεν είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα καταφέρει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Το σύστημα Ομπάμα, στο οποίο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό, ήταν πάντα δυναμικά στο πλευρό των ψηφιακών κολοσσών, γεγονός που διευκόλυνε τον Τραμπ στην καταγγελία του «κατεστημένου».

Ενεργοβόροι και πράσινοι

Μια άλλη αντίφαση που φέρνει στην επιφάνεια η εκπληκτική ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι η μεγάλη εξάρτηση των κολοσσών του διαδικτύου από την κατανάλωση ενέργειας με ταυτόχρονη στροφή τους προς την πράσινη ενέργεια.

Υπολογίζεται ότι το άθροισμα της ενέργειας που χρησιμοποιούν οι Amazon, Google, Microsoft, Facebook και Apple ξεπερνά τις 45 τεραβατώρες ετησίως, ενώ αυξάνεται συνεχώς.

Χρειάζονται την ενέργεια για τη λειτουργία των κέντρων δεδομένων αλλά και για να αυξήσουν τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης και μηχανών εκμάθησης. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ δείχνει ότι μόνο ο τομέας της τεχνητής νοημοσύνης ευθύνεται για 1,8%-2,8% των παγκόσμιων εκπομπών καυσαερίων, ποσοστό που συγκρίνεται με εκείνο των αερομεταφορών.

Με τεράστιες ενεργειακές ανάγκες και σημαντική συμβολή στην κλιματική αλλαγή, οι πρωταθλητές του διαδικτύου πραγματοποιούν στροφή στην καθαρή ενέργεια. Αποτελούν όλοι μαζί τεράστια δύναμη στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και σπρώχνουν τις εξελίξεις υπέρ της καθαρής ενέργειας. Για παράδειγμα, η Microsoft έχει θέσει στόχο μέχρι το 2030 αρνητικές εκπομπές καυσαερίων. Μέχρι τότε, με τις επενδύσεις που έχει κάνει θα αφαιρεί από την ατμόσφαιρα περισσότερα καυσαέρια από αυτά που θα εκπέμπει.

Η πρόοδος στην κατεύθυνση της καθαρής ενέργειας διευκολύνεται από τις τεράστιες επενδύσεις των κολοσσών του διαδικτύου, ταυτόχρονα όμως πολλαπλασιάζονται κάθε πέντε χρόνια οι ενεργειακές τους ανάγκες.

Φιλελεύθεροι με τους όρους τους

Με τον τρόπο που αναπτύσσεται το διαδίκτυο, θεωρητικά αποκτούμε νέες δυνατότητες έκφρασης και συμμετοχής στα κοινά. Με βάση στοιχεία του Απριλίου 2020, τα οποία είναι βέβαιο ότι θα αναθεωρηθούν προς τα επάνω, το Facebook είχε 2,5 δισ. χρήστες ανά μήνα, το YouTube 2 δισ. και το What’s Up 2 δισ.

Ακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Messenger με 1,3 δισ. χρήστες τον μήνα, We Chat με 1,2 δισ. και Instagram με 1 δισ.

Πιο κάτω ήταν, τον Απρίλιο του 2020, το Tik Tok με 800 εκατ. χρήστες ανά μήνα, το QQ με 731 εκατ., το Q-Zone με 517 εκατ., το Sina Weibo με 516 εκατ., το Reddit με 430 εκατ., το Κuaishou με 400 εκατ., το Snapchat με 398 εκατ., το Twitter με 386 εκατ. και το Pinterest με 366 εκατ.

Οι αριθμοί εντυπωσιάζουν και αναδεικνύουν την τεράστια επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τίθενται διάφορα ζητήματα όμως.

Πρώτον, η ποιότητα των αναρτήσεων και ο τρόπος που είναι οργανωμένες, με την ανωνυμία να ενισχύει την εμπορικότητα και να οδηγεί σε απίθανες ακρότητες. Η μεγάλη μάχη στο μέλλον θα δοθεί στις ΗΠΑ γύρω από το άρθρο 230 της σχετικής νομοθεσίας του 1996 με την ονομασία «νομοθετική πράξη περί αξιοπρεπούς επικοινωνίας». Με το άρθρο αυτό παρέχεται προστασία στις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων έναντι αγωγών για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν οι χρήστες. Ουσιαστικά έχουν πολλαπλάσια επιρροή στην κοινή γνώμη από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, χωρίς να έχουν τις σχετικές ποινικές και αστικές ευθύνες.

Δεύτερον, η ψηφιακή τεχνολογία δημιουργεί τη δυνατότητα συγκέντρωσης και διαχείρισης προσωπικών δεδομένων. Μία από τις συνέπειες της απαράδεκτης αυτής κατάστασης είναι οι προσωποποιημένες διαφημίσεις, οι οποίες δείχνουν ότι οι ψηφιακοί κολοσσοί έχουν στη διάθεσή τους όλα τα δεδομένα που σχετίζονται με το προσωπικό προφίλ μας και μπορούν να απευθύνονται σ’ εμάς με εντυπωσιακή ευστοχία σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των καταναλωτικών, ακόμα και των πολιτικών προτιμήσεών μας.

Το ζήτημα ήρθε στην επικαιρότητα και μέσα από τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει μεταξύ του Τιμ Κουκ της Apple και του Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook εξαιτίας της πρωτοβουλίας της Apple να προσφέρει την τεχνολογική δυνατότητα στους χρήστες iPhone και iPad να εμποδίζουν την καταγραφή των δραστηριοτήτων τους στο internet. Το Facebook θεωρεί ότι η πρωτοβουλία της Apple θα του στερήσει τη δυνατότητα να καταγράφει και να αξιοποιεί για εμπορικούς και άλλους λόγους τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ οι κυβερνήσεις απέφυγαν να υιοθετήσουν τις ψηφιακές μεθόδους της Κίνας στην αντιμετώπιση της πανδημίας –καταγραφή των κοινωνικών επαφών των νέων κρουσμάτων–, με το σκεπτικό ότι θα παραβίαζαν προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτικότητα των πολιτών. Η παραβίαση αυτή είναι καθημερινή ρουτίνα για τους κολοσσούς του διαδικτύου, μόνο που δεν αξιοποιήθηκε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας.

Τρίτον, με κοινό δισεκατομμυρίων, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αξιοποιούν το περιεχόμενο των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης χωρίς να τα αποζημιώνουν. Πανίσχυροι όμιλοι παραδοσιακών ΜΜΕ καταλήγουν να τροφοδοτούν την κυριαρχία των πρωταγωνιστών του διαδικτύου, συμβάλλοντας έτσι στη συρρίκνωση της δικής τους δραστηριότητας.

Συμφωνία που επετεύχθη, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Αυστραλίας, μεταξύ της Google και του ομίλου Μέρντοχ αναδεικνύει το πρόβλημα και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν οι κυβερνήσεις. Ο Μέρντοχ είναι ο κυρίαρχος παραδοσιακός εκδότης στην Αυστραλία και έχει ισχυρή παρουσία στην αμερικανική και τη βρετανική αγορά. Με βάση τη συμφωνία που επετεύχθη, η Google θα αποζημιώνει τα έντυπα του ομίλου Μέρντοχ (News Corporation) για το περιεχόμενο που ανεβάζει στις διάφορες πλατφόρμες της.

Πρόκειται για εντυπωσιακή εξέλιξη, που οφείλεται και στις στενές σχέσεις του ομίλου Μέρντοχ με την κυβέρνηση της Αυστραλίας. Ανάλογες πρωτοβουλίες έχουν εκδηλωθεί σε μικρότερη κλίμακα στη Γαλλία και το ερώτημα είναι αν μπορεί να δημιουργηθεί η σχετική ευρωπαϊκή δυναμική.

Η ευρωπαϊκή αντίδραση

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει πρωτοβουλία για τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στην ψηφιακή εποχή.

Η Επιτροπή ασχολείται με τον ρόλο και τις ευθύνες των ψηφιακών πυλωρών (gatekeepers). Επιδιώκει να τους υποχρεώσει να κάνουν τα συστήματά τους πιο διαφανή, να είναι συμβατά μεταξύ τους, ώστε να έχουν περισσότερες επιλογές οι χρήστες, και να επιβάλει έλεγχο στη λειτουργία των αλγορίθμων τους.

Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός νέου κανονιστικού πλαισίου, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προσκρούει σε μεγάλες δυσκολίες.

Τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να υποστηρίξει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, η Γερμανία, η οικονομία της οποίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ και την Κίνα, αποφεύγει ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την αρνητική αντίδραση των ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό της Κίνας.

Ουσιαστικά η Ε.Ε. προσπαθεί να ρυθμίσει τη συμπεριφορά των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά. Δεν υπάρχουν ευρωπαϊκοί πρωταθλητές ικανοί να αντέξουν στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ούτε η πολιτική θέληση για τη δημιουργία τους. Αυτή προϋποθέτει επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε μικρό χρονικό διάστημα. Μέχρι σήμερα οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών και των κυβερνήσεων περιγράφουν το πρόβλημα χωρίς να το αντιμετωπίζουν, γιατί δίνουν προτεραιότητα στην αποφυγή δημιουργίας νέων οικονομικών υποχρεώσεων για τους ισχυρούς της Ευρώπης.

Την κατάσταση περιπλέκει η αρνητική στάση των ΗΠΑ, οι οποίες προειδοποιούν σε κάθε ευκαιρία –ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην προεδρία– ότι δεν πρόκειται να δεχτούν ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο για τους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά, ούτε τον τερματισμό της φοροαποφυγής που τους χαρακτηρίζει.

Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατεί είναι η άποψη που διατύπωσε ο επίτροπος Ενιαίας Αγοράς, Τιερί Μπρετόν, σε σχέση με πρόστιμο 2,42 δισ. ευρώ που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Google με το σκεπτικό ότι εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά, εξασφαλίζοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα στη δική της πλατφόρμα πλοήγησης στο internet. Όπως είπε, «οι πλατφόρμες στο internet έχουν γίνει πλέον υπερβολικά μεγάλες για να ενδιαφερθούν γι’ αυτά». Τα πρόστιμα που τους επιβάλλονται και κάποιες υποχρεωτικές διορθώσεις δεν στέκονται εμπόδιο στην επιβεβαίωση της κυριαρχίας τους.

Ο Μπρετόν φαίνεται ότι έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, όπως το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και οι περισσότεροι κυβερνήτες Πολιτειών, ότι μόνο μέσα από τη διάσπαση ψηφιακών κολοσσών όπως το Facebook μπορούν να αποτραπούν οι αρνητικές επιπτώσεις της ψηφιακής κυριαρχίας.

Στις ΗΠΑ, 46 Πολιτείες κατέθεσαν μήνυση διεκδικώντας τη διάσπαση του Facebook με πιθανή απόσχιση του Instagram και του What’s Up.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της μήνυσης, το Facebook εξαγόρασε το Instagram το 2012 έναντι 715 εκατ. δολαρίων και το What’s Up δύο χρόνια αργότερα έναντι 22 δισ. δολαρίων, εξαφανίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό, που θα ήταν σε όφελος των χρηστών-καταναλωτών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, οι πωλήσεις του Instagram το 2020 έφτασαν τα 28,1 δισ. δολάρια και αναλογούν στο 37,5% των εσόδων του Facebook.

Η κινεζική μέθοδος

Η εντυπωσιακή ενίσχυση των κινεζικών ψηφιακών κολοσσών προκάλεσε τη δυναμική αντίδραση του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος θεώρησε ότι η υπερσυγκέντρωση πλούτου και επιρροής έχει αρνητικές συνέπειες για την κινεζική κοινωνία και το ίδιο το καθεστώς.

Στα τέλη του 2020 ανέλαβε πρωτοβουλία για να ελέγξει τα ψηφιακά μονοπώλια, να διασφαλίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τεχνολογικών κολοσσών σε όφελος των χρηστών-καταναλωτών και να αποτρέψει την κυριαρχία τους στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Μία βασική διαφορά μεταξύ των αμερικανικών και των κινεζικών κολοσσών του διαδικτύου είναι ότι οι τελευταίοι έχουν φύγει μπροστά στις ηλεκτρονικές πληρωμές και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που βασίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία, τις λεγόμενες Fintech.

Η Alibaba ελέγχει την Ant Group και η Tencent τη WeChat Pay. H πρώτη αντίδραση της κινεζικής ηγεσίας ήρθε με τη ματαίωση της αύξησης κεφαλαίου ύψους 37 δισ. δολαρίων που θα πραγματοποιούσε στα τέλη του 2020 η Ant Group στο Χρηματιστήριο της Σανγκάης. Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θεώρησε ότι ο έλεγχος των κινεζικών ψηφιακών κολοσσών στο σύστημα πληρωμών και η προσπάθεια δημιουργίας εκ μέρους τους ψηφιακών νομισμάτων μπορούσε να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη νομισματική σταθερότητα, ακόμη και στην εποπτεία της οικονομίας που ασκεί το πανίσχυρο Κ.Κ.

Ο πρώτος που είδε τις ψηφιακές φιλοδοξίες του να ψαλιδίζονται είναι ο επικεφαλής της Alibaba και της Ant Group, Τζακ Μα, και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι Κινέζοι αξιωματούχοι στρέφουν τώρα την προσοχή τους στη λειτουργία της Tencent και της WeChat Pay.

Η αντίδραση του Πεκίνου στη συγκέντρωση πλούτου και επιρροής στην ψηφιακή οικονομία κρίνεται πιο άμεση και αποτελεσματική, λόγω της φύσης του καθεστώτος.

Στις ΗΠΑ είναι αμφίβολο ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης και οι Πολιτείες που κινήθηκαν κατά του Facebook θα βρουν τις πλειοψηφίες στο Κογκρέσο και στη Γερουσία για να περάσουν μια νέου τύπου αντιμονοπωλιακή νομοθεσία. Τα λόμπι των ψηφιακών κολοσσών θεωρούνται πανίσχυρα και στηρίζονται πάνω σε ομίλους που μπορούν να έχουν κεφαλαιοποίηση άνω του 1 τρισ. δολαρίων και ρευστότητα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η ισχύς των αμερικανικών λόμπι γίνεται αισθητή και στις Βρυξέλλες, όπου οι εκπρόσωποί τους παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να βάλουν κάποιους κανόνες στην κυριαρχία τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Αντιδρούν στις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες σε δύο επίπεδα: Ασκώντας πιέσεις στις Βρυξέλλες ώστε οι όποιες πρωτοβουλίες και ρυθμίσεις να μην αμφισβητήσουν τα υπερκέρδη και την κυριαρχία τους. Παρεμβαίνουν και μέσω της αμερικανικής κυβέρνησης, με το σκεπτικό ότι είναι αμερικανικές επιχειρήσεις που κυριαρχούν, στο όνομα των συμφερόντων των ΗΠΑ, στην ευρωπαϊκή αγορά.

Έχω παρακολουθήσει συνεδριάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την παρουσία εκπροσώπων των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ σίγουροι για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, σε βαθμό αλαζονείας. Η Ε.Ε., πάντως, έχει τεράστιο πρόβλημα, γιατί τείνει να μετατραπεί σε ψηφιακό συμπλήρωμα της αμερικανικής κυριαρχίας, η οποία αμφισβητείται, σε έναν βαθμό, μόνο από την Κίνα.

Την προηγούμενη θητεία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2014-2019) διαπίστωσα πόσο δύσκολη ήταν η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης από την Ε.Ε. σε συνθήκες χρηματοπιστωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Στη διάρκεια αυτής της πενταετίας (2019-2024) διαπιστώνω πόσο δύσκολη είναι η αντιμετώπιση από την Ε.Ε. της νέας κρίσης, που συνδέεται με την πανδημία, σε συνθήκες ψηφιακής κυριαρχίας των ΗΠΑ.