Κούρσα ταχύτητας για την οικονομία - Free Sunday
Κούρσα ταχύτητας για την οικονομία
Μεταξύ επιδείνωσης βασικών μεγεθών και Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Κούρσα ταχύτητας για την οικονομία

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται για μία ακόμη φορά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μια, η παράταση της κρίσης που συνδέεται με την πανδημία έχει προκαλέσει σοβαρή επιδείνωση σε βασικά οικονομικά μεγέθη, οι συνέπειες της οποίας θα είναι μαζί μας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, βελτιώνεται η προοπτική της. Χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εαρινή της έκθεση για την οικονομία της Ε.Ε., της Ευρωζώνης και της Ελλάδας.

Όλα αυτά σε ένα ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον, όπου τα αναπτυξιακά ρεκόρ της Κίνας, η δυναμική ανάκαμψη στις ΗΠΑ, τα χρηματιστηριακά ρεκόρ και τα ρεκόρ στους ναύλους των πλοίων που συνδέονται με τη δυναμική αύξηση του διεθνούς εμπορίου κρύβουν διαρθρωτικές αδυναμίες, διεθνοπολιτικές αναταράξεις και κερδοσκοπικά παιχνίδια που μπορεί να κοστίσουν ακριβά σε οικονομίες όπως η ελληνική.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, παρουσίασε τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της οικονομίας το 2021 και το 2022.

Οι εκτιμήσεις για την ανάκαμψη και στη συνέχεια την ανάπτυξη έχουν βελτιωθεί αισθητά. Προβλέπεται ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα αυξηθεί στην Ε.Ε. με ρυθμό 4,2% το 2021 και ρυθμό 4,4% το 2022. Η προηγούμενη έκθεση της Επιτροπής έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,7% το 2021 και 3,9% το 2022.

Για την Ευρωζώνη, η νέα πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι για ανάπτυξη 4,3% το 2021 και 4,4% το 2022, από 3,8% και για τα δύο χρόνια, που προέβλεπε η προηγούμενη έκθεση.

Η βελτίωση της προοπτικής αποδίδεται στην πρόοδο του εμβολιασμού –ύστερα από μια σχετική καθυστέρηση– και στην προοπτική έναρξης εκταμίευσης των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης το γ΄ τετράμηνο του 2021.

Εκτιμάται ότι μόνο το 2021 και το 2022 τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα οδηγήσουν σε αύξηση του ΑΕΠ των «27» κατά 1,2%.

Ο Τζεντιλόνι υπογράμμισε ότι η ανεργία θα κινηθεί στην Ευρωζώνη στο 8,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2021, για να υποχωρήσει στο 7,8% το 2022. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για την Ε.Ε. στο σύνολό της είναι 7,6% και 7%.

Τόνισε ότι το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη ξεπέρασε το 100% και προέβλεψε σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα 7,5%-8% και για το 2021, το οποίο θα υποχωρήσει προς το 4% του ΑΕΠ το 2022.

Διαβεβαίωσε ότι θα παραμείνει σε ισχύ και το 2022 η ρήτρα γενικής διαφυγής που προστατεύει τις εκτεθειμένες οικονομίες από μια ισοπεδωτική δημοσιονομική αυστηρότητα.

Τα καλά νέα για την Ελλάδα είναι ότι προβλέπεται να αναπτυχθούμε με ρυθμό 4,1% το 2021 και 6% το 2022.

Το 2020 το ελληνικό ΑΕΠ έπεσε λόγω της κρίσης της πανδημίας κατά 8,2%, ενώ η πρόγνωση για ανάκαμψη από το α΄ τρίμηνο του 2021 δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας της επιδείνωσης της επιδημιολογικής κατάστασης της χώρας.

Στην αρχή της πανδημίας είχε εκτιμηθεί ότι η πτώση της οικονομίας μας θα ήταν μικρή, της τάξης του 2%, και η ανάκαμψη γρήγορη και δυναμική, σχήματος V. Όλες αυτές οι αισιόδοξες προγνώσεις διαψεύστηκαν στην πράξη, αλλά εκτός συγκλονιστικού απροόπτου οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιωθούν.

Αυτό σημαίνει πως προς το φθινόπωρο του 2022 θα επανέλθουμε στο επίπεδο όπου βρισκόταν η οικονομία στα τέλη του 2019, προ πανδημίας. Θα έχουμε χάσει κάτι παραπάνω από δυόμισι χρόνια στον μαραθώνιο της οικονομίας, αλλά η πρόγνωση μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν για απώλεια τουλάχιστον τριών χρόνων.

Με βάση τις προγνώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ανεργία στην Ελλάδα θα είναι 16,3% το 2021, περίπου διπλάσια από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Προβλέπεται επίσης, λόγω της έλλειψης δυναμισμού της οικονομίας, αρνητικός πληθωρισμός για το 2021, ενώ η πρόγνωση για την Ευρωζώνη είναι πληθωρισμός 1,7% και για το σύνολο της Ε.Ε. πληθωρισμός 1,9%.

Επιδείνωση μεγεθών

Εξαιτίας της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία επιδεινώθηκαν όλα τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι η επιδείνωση θα είναι προσωρινή, εφόσον αναμένεται να περάσει η οικονομία σε φάση ανάκαμψης και ανάπτυξης. Οι συνέπειες όμως από αυτή την επιδείνωση θα είναι μαζί μας για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το 2020 καταγράφηκε μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, της τάξης του 9,7% του ΑΕΠ. Τα μέτρα στήριξης –που υπολογίζονται σε 6,3% του ΑΕΠ– αλλά και η απώλεια φορολογικών εσόδων εξαιτίας της ύφεσης εξηγούν τη μεγάλη δημοσιονομική επιδείνωση.

Το κακό είναι ότι και για το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει δημοσιονομικό έλλειμμα 10% του ΑΕΠ. Έχει ενσωματώσει στους υπολογισμούς της την προγραμματισμένη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, την προσωρινή κατάργηση του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και κρατικές εγγυήσεις που εκδόθηκαν το 2020 και είναι πιθανό να καταπέσουν.

Το επίμονο δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να κρατήσει το δημόσιο χρέος στο επίπεδο-ρεκόρ του 209% του ΑΕΠ το 2021.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ (Fiscal Monitor), θα έχουμε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 6% το 2021 και στη συνέχεια θα περάσουμε σε μικρά έως οριακά πρωτογενή πλεονάσματα: 0,3% του ΑΕΠ το 2022, 1% του ΑΕΠ το 2023, 1,2% το 2024 και 1,3% το 2025.

Οι υπολογισμοί δεν έχουν μεγάλη σημασία, γιατί ανατρέπονται συνεχώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Οκτώβριο του 2020 το ΔΝΤ προέβλεπε μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα για το 2021 και η κυβέρνηση μόλις 1% του ΑΕΠ.

Σημασία όμως έχει ότι, με την αρνητική δημοσιονομική δυναμική που έχει αναπτυχθεί, η υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% είναι εντελώς ξεπερασμένη από τις εξελίξεις και πρέπει να προσαρμοστεί στη δημοσιονομική πραγματικότητα.

Η επιστροφή στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα αλλάζει και τη δυναμική του χρέους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οίκου Fitch, θα χρειαστεί να φτάσουμε στο 2031 για να εξομαλυνθεί κάπως η κατάσταση και να επιστρέψει το χρέος στο 156,5% του ΑΕΠ. Θα είναι 30% υψηλότερο από αυτό που υπολογιζόταν ότι θα ήταν προ πανδημίας.

Ευτυχώς, η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους δεν δημιουργεί άμεσο κίνδυνο αποσταθεροποίησης, όπως το 2010. Το χρέος είναι ευνοϊκά ρυθμισμένο σε βάθος χρόνου και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις τα ταμειακά διαθέσιμα των 33 δισ. εξασφαλίζουν την εξυπηρέτησή του για τουλάχιστον τρία χρόνια, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που το Δημόσιο δεν θα δανειστεί ούτε ένα ευρώ.

Την κατάσταση σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική μας προοπτική περιπλέκει το ασφαλιστικό έλλειμμα, το οποίο έχει σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Οι δαπάνες για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα μπορεί να φτάνουν και το 18%-20% του ΑΕΠ, εξαιτίας ενός εκρηκτικού συνδυασμού ύφεσης, μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, αύξησης ορισμένων συντάξεων, καταβολής αναδρομικών βάσει δικαστικών αποφάσεων και δημιουργίας ατελείωτης ουράς δικαιούχων που περιμένουν σύνταξη ή εφάπαξ.

Το ασφαλιστικό είναι πλέον τόσο σύνθετο, ώστε όλα τα πολιτικά κόμματα αποφεύγουν να αναφέρονται σε αυτό.

Ανατροπή στο ισοζύγιο

Η πανδημία μάς δημιούργησε ξανά σοβαρό πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2020 εμφανίσαμε έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ύψους 11,2 δισ. ευρώ. Κατά τη μνημονιακή περίοδο μπορέσαμε να μειώσουμε δραστικά το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εφαρμόζοντας σε αρκετές περιπτώσεις σκληρά μέτρα, για να ενισχύσουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Το 2019 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε περιοριστεί στα 2,8 δισ. ευρώ. Εξαιτίας της πανδημίας, όμως, αυξήθηκε μέσα σε έναν χρόνο κατά 8,4 δισ. και συνεχίζει την αρνητική του πορεία στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2021.

Η βασική αιτία για την επανεμφάνιση υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι η κατάρρευση των τουριστικών εσόδων.

Υπήρξε μια βελτίωση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο περιορίστηκε από 22,8 δισ. το 2019 σε 18,5 δισ. το 2020. Αυτή όμως δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει τη σοβαρή επιδείνωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι ακριβώς θα γίνει τώρα που ανοίγει σιγά σιγά η οικονομία και ωσότου επιστρέψει ο τουρισμός στα επίπεδα-ρεκόρ του 2019.

Τα στοιχεία του Μαρτίου 2021, που συγκρίνονται με την περίοδο του σκληρού lockdown του Μαρτίου 2020, δεν είναι ενθαρρυντικά. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 34,6%, εξαιτίας όμως της σημαντικής αύξησης των εισαγωγών παρατηρήθηκε αύξηση του εμπορικού ελλείμματος τον συγκεκριμένο μήνα κατά 27,1%. Θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε πώς ακριβώς θα εξελιχθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Προς το παρόν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα δίδυμα ελλείμματα, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία τόσο μας ταλαιπώρησαν στο παρελθόν.

Ασταθές περιβάλλον

Πίσω από τη βιτρίνα των εντυπωσιακών αναπτυξιακών και ιδιαίτερα χρηματιστηριακών επιδόσεων κρύβονται αρκετές δυσκολίες για τη διεθνή οικονομία, που μπορεί να μετατραπούν σε παγίδες για την ελληνική.

Κατ’ αρχάς, έχουμε μια λογική αύξηση του πληθωρισμού σε Ε.Ε. και ΗΠΑ, η οποία έχει αρχίσει να αυξάνει διεθνώς τα επιτόκια.

Το τελευταίο διάστημα το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου ανέβηκε, ύστερα από αρκετό καιρό, πάνω από το 1%, ακολουθούμενο από το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του ιταλικού Δημοσίου.

Η ανοδική τάση των διεθνών επιτοκίων δεν είναι προς το παρόν ανησυχητική. Στέλνει όμως το μήνυμα ότι οι περίπου ιδανικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες δεν θα ισχύουν για πάντα. Προβληματισμό προκαλεί και η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Στα μέσα Μαΐου 2021 η τιμή του βαρελιού πετρελαίου Μπρεντ ήταν γύρω στα 67 δολάρια, ενώ στα μέσα Μαΐου του 2020 ήταν γύρω στα 30 δολάρια, εξαιτίας του σοκ της πανδημίας. Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου επιβαρύνουν το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών σε μια λεπτή για την οικονομία μας περίοδο.

Δημιουργούνται επίσης πρόσθετα προβλήματα στην πράσινη μετάβαση και στο ενεργειακό κόστος.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (Χρύσα Λιάγγου, 13/05/2021), η ΔΕΗ πρόκειται να αυξήσει τα τιμολόγιά της κατά 7% μετά τον Μάιο, παρά τον αρχικό σχεδιασμό να μείνουν σταθερά για το 2021.

Το αυξανόμενο κόστος των δικαιωμάτων ρύπων, στα πλαίσια της στρατηγικής της Ε.Ε., και η υψηλή διακύμανση της τιμής του φυσικού αερίου φαίνεται να οδηγούν σε δυσάρεστες εξελίξεις: αυξήσεις στη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος και αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, αλλά και των ιδιωτών προμηθευτών, που καλύπτουν πάνω από το 35% της αγοράς.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα αύξηση του ενεργειακού κόστους, ενώ η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της επιβάλλει τη μείωσή του. Παράλληλα, το ελληνικό σχέδιο πράσινης μετάβασης –το οποίο στηρίζεται για ένα διάστημα στο εισαγόμενο φυσικό αέριο, που είναι ρυπογόνο καύσιμο– μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ακριβή, αντιοικονομική επιλογή.

Μεγαλύτερη αυτονομία

Παρά την επιδείνωση γνωστών προβλημάτων και την εμφάνιση νέων, η προοπτική της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2026 είναι καλή, εξαιτίας της μεγάλης διαπραγματευτικής επιτυχίας που οδήγησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Οι διεθνείς οργανισμοί και οι περισσότεροι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ιδιαίτερα δυναμικά μέχρι το 2026, για να πέσει στη συνέχεια σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1%-1,5%, εξαιτίας των γνωστών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, η αρνητική εξέλιξη του δημογραφικού βαραίνει αποφασιστικά στις οικονομικές εξελίξεις.

Κατά την άποψή μου, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα και αποφασιστικά για να επιταχύνουμε τη διαφαινόμενη ανάκαμψη και να αξιοποιήσουμε την αναπτυξιακή εξαετία ώστε να αντιμετωπίσουμε πολλά από τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας.

Πάντα υποστήριζα ότι τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης –της τάξης των 31 δισ. ευρώ για την Ελλάδα– δεν αρκούν για την αντιμετώπιση του τεράστιου επενδυτικού ελλείμματος, που ορισμένοι υπολογισμοί τοποθετούν σε πάνω από 15 δισ. τον χρόνο.

Τα κονδύλια που έχουμε εξασφαλίσει από την Ε.Ε. πρέπει να αυξηθούν με συμπληρωματικές κινήσεις, όπως, για παράδειγμα, η έκδοση πράσινου ομόλογου του ελληνικού Δημοσίου κατά το πρότυπο της Ιταλίας και η προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για δανεισμό ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλυφθούν επενδυτικές ανάγκες στον χώρο της υγείας και της εκπαίδευσης.

Χρειαζόμαστε περισσότερη ρευστότητα, για να κινούμαστε γρήγορα και να περιορίσουμε την εξάρτησή μας από τις Βρυξέλλες. Κατά το παρελθόν χάσαμε μεγάλες οικονομικές, επενδυτικές ευκαιρίες λόγω έλλειψης κονδυλίων. Επιπλέον, όσο πιο σφιχτά είναι τα περιθώρια χρηματοδότησης, τόσο εξασθενεί η διαπραγματευτική μας θέση έναντι της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.

Η λάθος βιασύνη

Στην προσπάθειά μας να επιταχύνουμε την ανάκαμψη της οικονομίας, δείχνουμε, κατά την άποψή μου, τη λάθος βιασύνη.

Βιαστήκαμε να χαλαρώσουμε τα περιοριστικά μέτρα για να διευκολύνουμε την οικονομία και τον τουρισμό, ενώ είναι φανερό ότι έπρεπε να δώσουμε προτεραιότητα στην ουσιαστική βελτίωση της επιδημιολογικής μας εικόνας. Όπως δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω: αν δεν αφήσουμε οριστικά πίσω μας την πανδημία, δεν θα λειτουργήσει αποτελεσματικά ο τουρισμός, ούτε θα επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.

Βιαστικό θεωρώ και το άνοιγμα στον τουρισμό. Αρκεί να συγκρίνουμε τα στοιχεία του 2020 με τα στοιχεία του 2021 για να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα. Στα μέσα Ιουνίου του 2020, οπότε ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, το άνοιγμα της τουριστικής περιόδου από τη Σαντορίνη, είχαμε μηδέν θανάτους από Covid-19 το τελευταίο 24ωρο και το τελευταίο επταήμερο. Μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτήν που ισχύει το 2021 στο δοκιμαστικό, κατά τα φαινόμενα, άνοιγμα του τουρισμού.

Δεν νομίζω ότι το οικονομικό μας μέλλον κρίνεται από το αν θα έρθουν οι τουρίστες τον Ιούλιο, ή τον Αύγουστο. Μεγαλύτερη σημασία έχει να έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας την πανδημία, για να μην έχουμε μπρος-πίσω που βλάπτουν σοβαρά την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει να επιταχύνουμε τον μετασχηματισμό της οικονομίας και τις επενδύσεις που θα της επιτρέψουν να γίνει ανταγωνιστική στο νέο πράσινο και ψηφιακό περιβάλλον.

Προς το παρόν, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ενίσχυσης της καινοτομίας στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Επιπλέον, υπάρχει άμεση ανάγκη επιτάχυνσης των μεγάλων διεθνών επενδύσεων –για παράδειγμα, στην ηλεκτροκίνηση– που θα συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην εξωστρέφεια της βιομηχανίας μας στο νέο πράσινο και ψηφιακό περιβάλλον της Ε.Ε.

Αφήνουμε πίσω μας μια περίοδο μεγάλης δοκιμασίας. Μπαίνουμε στα σχετικά ήρεμα νερά της περιόδου 2021-2026, με την ανάκαμψη και την ανάπτυξη περίπου εξασφαλισμένες. Χρειαζόμαστε όμως πρόσθετες πρωτοβουλίες για να μετατρέψουμε τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίσαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική που θα φέρει δυναμική οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη και θα βάλει τέλος στην υποχώρηση της συγκριτικής μας θέσης στην Ε.Ε. των «27».