Η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά μπροστά σε νέες προκλήσεις - Free Sunday
Η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά μπροστά σε νέες προκλήσεις
Δέχεται πιέσεις από διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις

Η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά μπροστά σε νέες προκλήσεις

Η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην Ε.Ε. μετά την Κεντροδεξιά. Υφίσταται κι αυτή τη φθορά που χαρακτηρίζει την εξουσία και τα κόμματα με μεγάλη ιστορία.

Οι πιέσεις που δέχονται οι κεντροαριστερές δυνάμεις είναι διαφόρων ειδών. Βλέπουν τις δυνάμεις τους να υποχωρούν υπέρ των Πρασίνων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χάνουν τμήμα της παραδοσιακής εκλογικής τους βάση σε όφελος σκληρών ή και ακροδεξιών κομμάτων. Υπάρχουν και ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο Μακρόν στη Γαλλία και ο Ντράγκι στην Ιταλία, που επηρεάζουν την προοπτική και τη στρατηγική τους.

Τέλος, σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, η κοινωνία σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες μετατοπίζεται προς τα δεξιά σε ζητήματα μεγάλης σημασίας, όπως είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό και η προστασία της έννομης τάξης.

Ο εφιάλτης της πασοκοποίησης

Η εκλογική πορεία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο σε διάστημα δώδεκα ετών έπεσε από το εκλογικό επίπεδο του 40% στο δημοσκοπικό επίπεδο του 6% ως 7%, αποτελεί εφιάλτη για όλα τα κόμματα της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς.

Υπάρχει ειδικός όρος, η «πασοκοποίηση», ο οποίος συμπυκνώνει την εκλογική και πολιτική κατάρρευση ενός πρώην πανίσχυρου κόμματος εξουσίας.

Τέτοια σκληρή μοίρα, εκτός από το ΠΑΣΟΚ, έχει –προς το παρόν– μόνο το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Τον Μάιο συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τη μεγάλη εκλογική νίκη του Φρανσουά Μιτεράν και των Σοσιαλιστών στη Γαλλία. Ο Μιτεράν μπόρεσε μετά από μεγάλες πολιτικές περιπέτειες να ενώσει την Κεντροαριστερά και τη ριζοσπαστική Αριστερά και να επιτύχει τη μεγάλη ανατροπή στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, υποστηριζόμενος και από τους ψηφοφόρους του ισχυρού τότε ΚΚ.

Ο θρίαμβος των Γάλλων Σοσιαλιστών είχε και ελληνική διάσταση, εφόσον άνοιξε τον δρόμο στη θριαμβευτική επικράτηση του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981. Άλλωστε, ορισμένα από τα βασικά συνθήματα, όπως «αλλαγή» και «εδώ και τώρα», ήταν μεταφράσεις των αντίστοιχων γαλλικών συνθημάτων.

Η συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θρίαμβο της γαλλικής Αλλαγής δεν αποτέλεσε αφορμή για πανηγυρισμούς, αλλά για προβληματισμό για την ελεύθερη πολιτική πτώση των Γάλλων Σοσιαλιστών. Το 2012 ήλεγχαν την Προεδρία της Δημοκρατίας, τη Βουλή, ακόμη και τη Γερουσία, και σήμερα αποτελούν ένα ουσιαστικά περιθωριακό κόμμα βυθισμένο στο χάος και στις έριδες της ευρύτερης γαλλικής Αριστεράς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ισχυρός υποψήφιος του σοσιαλιστικού χώρου για τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2022 και το Σοσιαλιστικό Κόμμα βαδίζει από τη μία εκλογική ήττα στην άλλη, έχοντας λιγότερες δυνάμεις από τον Μελανσόν και την Ανυπότακτη Γαλλία, που δεσπόζουν στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς ακολουθώντας μια αλλοπρόσαλλη πολιτική, η οποία περιλαμβάνει και την αλίευση ψήφων μεταξύ αποφασισμένων οπαδών του Ισλάμ.

Τα περιστατικά βίας σε βάρος αστυνομικών στη Γαλλία, τα οποία προκάλεσαν κινητοποιήσεις των ενστόλων, έφεραν στην επιφάνεια τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων της Κεντροαριστεράς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος συμπαραστάθηκε στους αστυνομικούς με το σκεπτικό ότι πρέπει να υποστηριχθούν στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τη δημόσια τάξη. Ανάλογη ήταν η στάση της ηγεσίας του Γαλλικού ΚΚ, το οποίο αφού πρώτα έχασε την παραδοσιακή εκλογική του βάση προς την άκρα Δεξιά, στη συνέχεια ανακάλυψε τη σημασία της έννομης τάξης για τους μη προνομιούχους. Οι Οικολόγοι διχάστηκαν στο θέμα, ενώ ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία κατήγγειλαν τις κινητοποιήσεις των αστυνομικών σαν ένα είδος πραξικοπήματος κατά των θεσμών και ειδικά της Δικαιοσύνης.

Μέσα από αυτές τις χαώδεις καταστάσεις, κανείς δεν προβλέπει ενίσχυση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο άμεσο μέλλον. Θριάμβευσε με το ΠΑΣΟΚ επί Αλλαγής και τώρα κινδυνεύει με πασοκοποίηση. Μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, έλλειψη στρατηγικής και διαρκής σύγκρουση κομματικών παραγόντων και προσωπικοτήτων του χώρου.

Το θύμα του Brexit

Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές εφάρμοσαν κατά την περίοδο Μιτεράν μία ριζοσπαστική πολιτική, η οποία θεωρείται από πολλούς η βασική αιτία για την οικονομική υποβάθμιση της Γαλλίας σε σχέση με τη Γερμανία.

Οι Βρετανοί Εργατικοί εκφράσανε μια διαφορετική πολιτική παράδοση, η οποία στην αρχή στηρίχθηκε στα πανίσχυρα συνδικάτα και τις μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν, ενώ στη συνέχεια πήρε τη μορφή του «Τρίτου Δρόμου» του Τόνι Μπλερ, με έντονα τα στοιχεία του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού.

Από τη μία πολιτική μεταμόρφωση στην άλλη, το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα φαίνεται ότι έπεσε τελικά θύμα του Brexit. Από το 2010 οι Βρετανοί Εργατικοί έχουν υποστεί τέσσερις διαδοχικές ήττες σε βουλευτικές εκλογικές. Η τελευταία από αυτές ήταν τον Δεκέμβριο του 2019, όταν υπό την ηγεσία του αριστερόστροφου Τζέρεμι Κόρμπιν κατέγραψαν το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το 1935.

Ο Κόρμπιν αντικαταστάθηκε στην ηγεσία από τον Κιρ Στάρμερ, έναν αυτοδημιούργητο πρώην γενικό εισαγγελέα, ο οποίος έδωσε υποστήριξε την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. Αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών και την ταπεινωτική ήττα του Εργατικού Κόμματος σε αναπληρωματικές εκλογές για την πλήρωση μίας έδρας που κατείχε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η αλλαγή ηγεσίας δεν το ωφέλησε.

Είναι ίσως νωρίς για να προεξοφλήσουμε την αποτυχία του Στάρμερ, είναι φανερό όμως ότι το Brexit έχει διχάσει το Εργατικό Κόμμα. Ενώ οι ψηφοφόροι του Συντηρητικού Κόμματος είναι σχεδόν στο σύνολό τους υποστηρικτές του Brexit, το Εργατικό Κόμμα διχάζεται μεταξύ των ψηφοφόρων του, που έχουν περισσότερες δυνατότητες και στηρίζουν την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε., και των μη προνομιούχων εργαζόμενων και εργατών, που θεωρούν ότι απειλούνται από την ενιαία αγορά της Ε.Ε. και τη μετανάστευση και γι’ αυτό στηρίζουν το Brexit.

Ο Συντηρητικός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον κατάφερε να διαπεράσει το πολιτικο-εκλογικό «κόκκινο τείχος» της Βόρειας Αγγλίας και να απευθυνθεί μέσω του Brexit στη σκληρή βάση του Εργατικού Κόμματος. Βοηθήθηκε στην προσπάθειά του από την κρίση της πανδημίας και την αντιμετώπισή της. Σε πρώτη φάση άνοιξε το Δημόσιο Ταμείο εγκαταλείποντας τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησαν επί μία δεκαετία οι Συντηρητικές κυβερνήσεις. Σε δεύτερη φάση εκτόνωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια που είχαν προκαλέσει η πρόχειρη αντιμετώπιση της πανδημίας και ο υψηλός αριθμός θανάτων με ένα γρήγορο και επιτυχημένο εμβολιαστικό πρόγραμμα, το οποίο στηρίχθηκε κυρίως στο εμβόλιο της AstraZeneca/Οξφόρδης. Και σε αυτή την κίνηση ήταν τονισμένη η διάσταση του Brexit, εφόσον η βρετανοσουηδική φαρμακοβιομηχανία AstraZeneca επέλεξε να καλύψει κατά προτεραιότητα τις ανάγκες του Ηνωμένου Βασιλείου καθυστερώντας τις συμφωνημένες παραδόσεις εμβολίων στην Ε.Ε., γεγονός που προκάλεσε την οργή των Ευρωπαίων και την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη Δικαιοσύνη.

Το Εργατικό Κόμμα έχει μία δύσκολη περίοδο μπροστά του, εφόσον οι πολιτικές συνέπειες του Brexit θα το συνοδεύουν για πολλά χρόνια και ο Μπόρις Τζόνσον έχει εγκαταλείψει την παραδοσιακή πολιτική των Συντηρητικών, σε όφελος ενός λαϊκισμού που περιλαμβάνει από θηριώδη δημοσιονομικά ελλείμματα μέχρι εντυπωσιακές εθνικοποιήσεις.

Παρά το γεγονός ότι οι Εργατικοί βρίσκονται σε φάση εκλογικής και πολιτικής υποχώρησης, παραμένουν μεγάλη δύναμη και η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. στέρησε από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (S&D) μια πολύτιμη συνιστώσα.

Διπλή πίεση

Στην Ε.Ε. υπάρχουν σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με μεγάλη ιστορία και προσφορά, τα οποία όμως για διάφορους λόγους έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αυστρίας και το Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, έχοντας συμπληρώσει δώδεκα χρόνια συμμετοχής σε «μεγάλους συνασπισμούς» υπό την καγκελάριο Μέρκελ, δείχνει να έχει κολλήσει στο 15%.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δέχονται διπλή πίεση από τους Χριστιανοδημοκράτες –οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μπορούν να κάνουν καλύτερα την ίδια δουλειά, εφόσον είναι η μεγάλη δύναμη του κυβερνητικού συνασπισμού– και από τους Πράσινους, οι οποίοι τους ασκούν κριτική με αντισυστημική λογική.

Ευκαιρία για τους Σοσιαλδημοκράτες αποτελεί το τέλος της περιόδου Μέρκελ, το οποίο συνοδεύεται από αναταράξεις στο εσωτερικό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Σε διάστημα ενός χρόνου, τα δημοσκοπικά ποσοστά των Χριστιανοδημοκρατών υποχώρησαν από πάνω από 35% προς το 25%. Η επιλογή του πρωθυπουργού της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, για να διεκδικήσει την Καγκελαρία εκ μέρους του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος δεν φαίνεται να βελτιώνει την εκλογική προοπτική των Χριστιανοδημοκρατών. Η δημοτικότητα του έμπειρου και ικανού Λάσετ κινείται σε χαμηλά επίπεδα.

Είναι αμφίβολο όμως αν οι Σοσιαλδημοκράτες θα αξιοποιήσουν την ευκαιρία, εφόσον επέλεξαν για υποψήφιο καγκελάριο τον υπουργό Οικονομικών και πρώην δήμαρχο του Αμβούργου, Όλαφ Σολτς. Έμπειρος και ικανός σαν τον Λάσετ, ο Σολτς δεν συγκινεί τους ψηφοφόρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχασε τη μάχη για την ηγεσία του κόμματος από τη βάση, αλλά ο μηχανισμός και τα στελέχη τού έδωσαν την ευκαιρία να είναι υποψήφιος καγκελάριος.

Προς το τέλος της τετραετίας, ο «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών έχει μικρύνει εντυπωσιακά. Το ποσοστό που αθροίζουν τα άλλοτε κυρίαρχα πολιτικά κόμματα είναι πλέον της τάξης του 40%. Από τη συρρίκνωσή τους βγαίνουν κερδισμένοι οι Πράσινοι, οι οποίοι κερδίζουν ένα εντυπωσιακό ποσοστό ψήφων από τους Χριστιανοδημοκράτες, διατηρώντας ταυτόχρονα τους Σοσιαλδημοκράτες καθηλωμένους γύρω στο 15%.

Από την αναμέτρηση Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων θα κριθεί ποιος θα είναι καγκελάριος την επόμενη τετραετία στη Γερμανία και ποιο πολιτικό κόμμα θα αποτελέσει τη βάση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού.

Οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται σε απόσταση από τους δύο μονομάχους –στην τρίτη θέση– και το καλύτερο στο οποίο μπορούν να ελπίζουν είναι μία καλή διαπραγμάτευση για τη συμμετοχή τους στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα, στο οποίο θα κυριαρχούν οι Χριστιανοδημοκράτες ή οι Πράσινοι.

Στη σκιά του Ντράγκι

Σε φάση εκλογικής υποχώρησης βρίσκεται και το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, το οποίο εκφράζει την Κεντροαριστερά της χώρας.

Κινείται δημοσκοπικά γύρω στο 20% και έχει σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα, τα οποία προκάλεσαν την επιστράτευση του πρώην πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα, προκειμένου να ηγηθεί του κόμματος και να αποτρέψει την πολυδιάσπασή του.

Παρά τα προβλήματά του, το Δημοκρατικό Κόμμα εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική φιλοευρωπαϊκή δύναμη σταθερότητας της Ιταλίας. Θεωρητικά συνεργάζεται με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, του οποίου ηγείται ο μέχρι πρόσφατα πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ξεκίνησε σαν λαϊκίστικο κόμμα υπό την καθοδήγηση του Μπέπε Γκρίλο και φαίνεται και αυτό να αναζητά ρόλο στον χώρο της φιλοευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς.

Τα δημοσκοπικά ποσοστά του έχουν περιοριστεί γύρω στο 16,5%, ενώ χαρακτηρίζεται από σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ ηγετικών προσωπικοτήτων και φατριών. Η σύγχυση στον χώρο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων μεταφέρεται και στο Δημοκρατικό Κόμμα, εφόσον η συνεννόηση μεταξύ των δύο «συμμάχων» αποδεικνύεται δύσκολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαπραγματεύσεις για κάθοδο με κοινούς υποψηφίους στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2021, στη Ρώμη, στο Τορίνο και στη Μπολόνια, δεν έχουν καταλήξει σε θετικό αποτέλεσμα.

Η διαπίστωση της πολιτικής αδυναμίας του Δημοκρατικού Κόμματος, του Κινήματος των Πέντε Αστέρων αλλά και των κεντροδεξιών, δεξιών και ακροδεξιών αντιπάλων τους οδήγησε την Ιταλία στην περίοδο Ντράγκι. Οι πολιτικές δυνάμεις τον προώθησαν στην πρωθυπουργία της χώρας, σε μια προσπάθεια να βγάλουν από πάνω τους τη διαχείριση της κρίσης και να οργανωθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας ύστερα από μια 20ετία επικίνδυνης στασιμότητας.

Στη Γαλλία ο Μακρόν –ο οποίος ξεκίνησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα– συνέβαλε με την αυτονόμησή του στην αποδυνάμωσή του. Το έχει φέρει σε τέτοια θέση αδυναμίας, ώστε δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί τη μετακίνηση του Γάλλου προέδρου σε δεξιότερες θέσεις προκειμένου να περιορίσει τον πολιτικό χώρο της Λεπέν εν όψει των προεδρικών του Μαΐου 2022.

Από την ανάδειξη του Ντράγκι σε κυρίαρχο της πολιτικής ζωής μπορεί να απειληθεί η προοπτική του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας. Η απήχηση του Ντράγκι στους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους είναι μεγάλη, ενώ ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, Ενρίκο Λέτα, έχει κι αυτός το τεχνοκρατικό προφίλ του Ντράγκι, χωρίς όμως τις δυνατότητες και τη διεθνή αναγνώριση του τελευταίου.

Στην Αυστρία, το ιστορικό Σοσιαλιστικό Κόμμα παραμένει ισχυρό και κινείται εκλογικά και δημοσκοπικά γύρω στο 25%. Προς το παρόν, η άνοδός του εμποδίζεται από την κυριαρχία του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Σεμπάστιαν Κουρτς και την κυβερνητική συνεργασία του με τους Πράσινους. Οι Αυστριακοί Σοσιαλιστές όμως βρίσκονται σε καλή θέση για να αξιοποιήσουν ενδεχόμενη αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό.

Το αντίθετο συμβαίνει με το επίσης ιστορικό Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας, το οποίο φάνηκε να ελέγχει την εκλογική του πτώση στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, αλλά γνώρισε μεγάλη ήττα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Στην Ολλανδία κυριαρχούν πλέον διάφορες παραλλαγές της Κεντροδεξιάς, με το Εργατικό Κόμμα να κινδυνεύει να οδηγηθεί στο πολιτικό περιθώριο.

Οι Σοσιαλιστές στην εξουσία

Την εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας –στις αρχές του νέου αιώνα– οι Σοσιαλιστές ήλεγχαν 12 από τις 15 κυβερνήσεις της τότε Ε.Ε. Σήμερα, στην Ε.Ε. των «27» έχουμε έξι Σοσιαλιστές πρωθυπουργούς.

Στην Ισπανία το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της χώρας με ένα ποσοστό της τάξης του 30%. Οι Ισπανοί Σοσιαλιστές πέρασαν μια δύσκολη φάση στη διάρκεια της οποίας οι Podemos –εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής Αριστεράς– αμφισβήτησαν δυναμικά την κυριαρχία τους στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της ευρύτερης Αριστεράς. Για ένα διάστημα δόθηκε μάχη μεταξύ των δύο κομμάτων για την πρωτοκαθεδρία με συγκρίσιμα εκλογικά ποσοστά γύρω στο 20%.

Οι Ισπανοί Σοσιαλιστές άντεξαν στην επίθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και απέφυγαν την πασοκοποίηση. Επέβαλαν την κυριαρχία τους στους Podemos, οι οποίοι περιορίστηκαν σε ρόλο μικρότερου κυβερνητικού εταίρου με εκλογικά ποσοστά που υποχωρούν προς το 10%. Η αποτυχία της στρατηγικής των Podemos στις περιφερειακές εκλογές της Μαδρίτης και η παραίτηση του Ιγκλέσιας από την ηγεσία δείχνουν πως οι Podemos, οι οποίοι είχαν δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 30% το 2014, και φιλοδοξούσαν να πασοκοποιήσουν τους Ισπανούς Σοσιαλιστές, μπήκαν τελικά οι ίδιοι σε πορεία αποδυνάμωσης.

Κυρίαρχο είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα και στην Πορτογαλία, όπου έχει εκλογικά, δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 35%. Η Πορτογαλία έχει σοσιαλιστική μονοκομματική κυβέρνηση, η οποία όμως υποστηρίζεται στη Βουλή από το πορτογαλικό ΚΚ και το κόμμα Μπλόκο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση μέρους του προγράμματός τους στην κυβερνητική πολιτική.

Εντύπωση προκαλεί η κυριαρχία του Εργατικού Κόμματος στη Μάλτα. Η Εργατική κυβέρνηση αποσταθεροποιήθηκε εξαιτίας της δολοφονία της δημοσιογράφου Καρουάνα Γκαλίτσια, η οποία αποτελούσε την ισχυρότερη φωνή της κεντροδεξιάς κοινωνικής αντιπολίτευσης. Αποκαλύφθηκαν σχέσεις κυβερνητικών στελεχών με το οργανωμένο έγκλημα, ήρθαν στη δημοσιότητα εντυπωσιακά κυβερνητικά σκάνδαλα, ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ενώ βασικοί συνεργάτες του βρέθηκαν κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της… κάθαρσης ήταν η εκ νέου επικράτηση των Εργατικών στις βουλευτικές εκλογές με μεγαλύτερη διαφορά από την Κεντροδεξιά.

Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του Νότου –Ισπανία, Πορτογαλία και Μάλτα– συμπληρώνονται από τις κυβερνήσεις με Σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργούς στον ευρωπαϊκό Βορρά, τη Σουηδία, τη Δανία και τη Φινλανδία.

Συνεργασίες στον Βορρά

Στη Σουηδία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχει μεγάλη ιστορία και προσφορά στη δημιουργία του λεγόμενου σουηδικού μοντέλου. Ο τρόπος αυτός οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης –με έμφαση στο κράτος-πρόνοιας– έχει δεχθεί μεγάλες πιέσεις σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, αλλά μπόρεσε να διατηρήσει βασικά χαρακτηριστικά του. Στη Σουηδία, οι Σοσιαλδημοκράτες ασκούν την εξουσία σε συνεργασία με τους Πράσινους.

Διαφορετικός είναι ο συσχετισμός δυνάμεων στη Φινλανδία, όπου η Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός –Σάνα Μαρίν– στηρίζεται εκτός από το δικό της κόμμα και από άλλα τέσσερα που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Παρά τα κεντροαριστερά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης της Φινλανδίας, η θέση της σε ζητήματα χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης είναι πολύ αυστηρές εξαιτίας της μεγάλης πίεσης που ασκεί το σκληρό δεξιό ως ακροδεξιό κόμμα Αληθινοί Φινλανδοί.

Το πώς επηρεάζονται οι Σοσιαλδημοκράτες από την επιχειρηματολογία της σκληρής ή και της άκρας Δεξιάς σε βασικά θέματα μάς δείχνει το παράδειγμα της πρωθυπουργού της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν. Ηγείται του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και έχει σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία στηρίζεται στην κοινοβουλευτική ανοχή άλλων κομμάτων.

Η Φρεντέρικσεν έχει υιοθετήσει, υπό την πίεση της Κεντροδεξιάς αλλά και της σκληρής και άκρας Δεξιάς, θέσεις στο προσφυγικό-μεταναστευτικό οι οποίες προκαλούν εντύπωση.

Θεωρεί ότι η ανεξέλεγκτη μετανάστευση αποτελεί απειλή για το κράτος-πρόνοιας και τα δικαιώματα των μη προνομιούχων. Προχώρησε σε αυστηρούς περιορισμούς για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, με αποτέλεσμα να επιβραβευθούν οι Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές του 2019, καθώς επέστρεψε σε αυτούς ένα σημαντικό μέρος μη προνομιούχων ψηφοφόρων τους που τους είχαν εγκαταλείψει υπέρ του σκληρού δεξιού ως ακροδεξιού Κόμματος του Λαού της Δανίας.

Το 2020, με τη βοήθεια της πανδημίας, χορηγήθηκε άσυλο στη Δανία μόλις σε 1.547 άτομα. Πρόκειται για τον χαμηλότερο αριθμό της τελευταίας 30ετίας.

Η Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός αναπτύσσει πρωτοβουλίες, οι οποίες σε άλλες χώρες όπως η Ελλάδα θεωρούνται ακροδεξιές επιλογές. Για παράδειγμα, προετοιμάζει τον επαναπατρισμό γυναικών και παιδιών προσφύγων από τη Συρία, οι οποίοι προέρχονται από την περιοχή της Δαμασκού. Με βάση το σκεπτικό που αναπτύσσει η πρωθυπουργός της Δανίας, στην περιοχή της Δαμασκού υπάρχει ασφάλεια –παρά τον δεκαετή εμφύλιο στη Συρία– και μπορούν να επαναπατριστούν γυναίκες και παιδιά που δεν έχουν διαφορές με το καθεστώς Άσαντ.

Μια άλλη πρωτοβουλία της Φρεντέρικσεν έχει σχέση με την ενδεχόμενη δημιουργία κέντρων αξιολόγησης και υποδοχής προσφύγων στην Ε.Ε., τα οποία όμως θα βρίσκονται σε τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε.

Οι αναζητήσεις των Σοσιαλδημοκρατών της Δανίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, γιατί οφείλονται σε μία μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς δεξιές θέσεις σε ζητήματα όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό και η προστασία και επιβολή της έννομης τάξης.

Στροφή προς τα δεξιά

Η γαλλική Figaro (17/5/2021) δημοσίευσε τα αποτελέσματα ενδιαφέρουσας έρευνας της κοινής γνώμης (Fondapol), που καταγράφει μετακίνηση των πολιτών προς τα δεξιά σε Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία.

Στη Γαλλία το 38% των πολιτών προσδιορίζονται βάσει των απαντήσεών τους σαν δεξιοί, το 17% σαν κεντρώοι και το 24% σαν αριστεροί. Στη Γερμανία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 36%, 29% και 26%.

Και στο Ηνωμένο Βασίλειο υπερτερούν οι δεξιοί με ποσοστό 40%, έναντι 19% των κεντρώων και 25% των αριστερών.

Στην Ιταλία 44% προσδιορίζονται βάσει των απαντήσεων τους σαν δεξιοί, 13% σαν κεντρώοι και 31% σαν αριστεροί.

Στο σύνολο των τεσσάρων χωρών, το ποσοστό των δεξιών είναι 39%, των κεντρώων 20% και των αριστερών 27%.

Υπάρχει λοιπόν μια συνολική μετατόπιση της κοινωνίας προς τα δεξιά.

Ενδιαφέροντα είναι και τα αποτελέσματα της έρευνας με βάση τις επαγγελματικές κατηγορίες. 47% των μικρομεσαίων, των βιοτεχνών και των εμπόρων τοποθετούνται περισσότερο προς τα δεξιά και μόλις 20% προς τα αριστερά.

Στα ελεύθερα επαγγέλματα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 41% και 24%.

Μεταξύ των εργατών, 39% τοποθετούνται περισσότερο προς τα δεξιά και μόλις 24% περισσότερο προς τα αριστερά.

Η δυναμική που έχει αναπτυχθεί στην κοινωνία δυσκολεύει, σε πολλές περιπτώσεις, την πολιτική διαχείριση των Σοσιαλδημοκρατών και τους υποχρεώνει σε εντυπωσιακές προσαρμογές. Δείχνει επίσης πόσο ξεπερασμένη είναι η κοινωνική και πολιτική ανάλυση που κάνουν διάφορες «προοδευτικές» δυνάμεις στην Ελλάδα.

Η ανατολική διάσταση

Στις περισσότερες πρώην ανατολικές χώρες της Ε.Ε., τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρά. Στις λίγες περιπτώσεις που έχουν καλές εκλογικές επιδόσεις, βρίσκονται σε φάση υποχώρησης.

Στη Βουλγαρία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα υποχώρησε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές περισσότερο και από το κεντροδεξιό κόμμα του Μπορίσοφ, που ασκεί την εξουσία και υφίσταται τη φθορά της. Μεγάλος κερδισμένος ήταν ένας τηλεοπτικός αστέρας, του οποίου το προσωποπαγές κόμμα ήρθε δεύτερο με 17%.

Στη Ρουμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δέχεται και αυτό εκλογική πίεση εξαιτίας σκανδάλων στα οποία είναι αναμεμειγμένα ηγετικά στελέχη του.

Στη Σλοβακία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SMER) απομακρύνθηκε από την εξουσία ύστερα από μια περίοδο η οποία σημαδεύτηκε από κυβερνητικά σκάνδαλα, συνεργασία κυβερνητικών παραγόντων με το οργανωμένο έγκλημα, ακόμη και δολοφονία αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου και της συντρόφου του.

Στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, τα κόμματα της κεντροαριστεράς δυσκολεύονται να αναπτυχθούν εξαιτίας της πολιτικής κυριαρχίας των υπερσυντηρητικών δυνάμεων που εκφράζουν ο Κατσίνσκι και ο Όρμπαν.

Παρά τις περιορισμένες δυνάμεις του, το τσέχικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συμμετέχει στην κυβέρνηση συνασπισμού που κυριαρχείται από τον βαθύπλουτο πολιτικό Μπάμπιτς και το «φιλελεύθερο» κόμμα του, ANO.

Σε γενικές γραμμές, οι Σοσιαλιστές των πρώην ανατολικών χωρών αντιμετωπίζονται σαν ένα είδος συγγενικών κομμάτων των πρώην κομμουνιστικών. Αυτή η εικόνα ενισχύει τους δισταγμούς πολλών ψηφοφόρων, ενώ αξιοποιείται σαν άλλοθι από σκληρές δεξιές κυβερνήσεις όπως της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, για αντιδημοκρατικές, αυταρχικές επιλογές.