Γιατί το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να εκδώσει πράσινο ομόλογο - Free Sunday
Γιατί το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να εκδώσει πράσινο ομόλογο
Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στους οικονομικούς, επενδυτικούς χειρισμούς

Γιατί το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να εκδώσει πράσινο ομόλογο

Τα πράσινα ομόλογα είναι μία νέα μέθοδος χρηματοδότησης επενδύσεων, η οποία ξεκίνησε το 2007 με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Το 2008 ακολούθησε η Διεθνής Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (IBRD).

Η Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής το 2015 έδωσε μεγάλη ώθηση στην έκδοση πράσινων ομολόγων.

Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερα δυναμική αγορά, στην οποία συμμετέχουν το Δημόσιο διαφόρων χωρών, περιφερειακές κυβερνήσεις, εταιρείες του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας, μεγάλες και δυναμικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, διεθνείς οργανισμοί και τράπεζες.

Δυναμική ανάπτυξη

Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, η έκδοση πράσινων ομολόγων έφτασε τα 167 δισ. δολάρια το 2018, ανέβηκε στα 250 δισ. δολάρια το 2019 και εκτιμάται ότι το αποτέλεσμα για το σύνολο του 2020 θα είναι μεταξύ 350 και 400 δισ. δολαρίων.

Το πρώτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται –λόγω πανδημίας– μια κάμψη στις εκδόσεις πράσινων ομολόγων, ελάχιστοι όμως αμφιβάλλουν ότι θα εκδίδονται στο μέλλον σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα.

Στη Μαλαισία εκδόθηκε πριν από τρία χρόνια το πρώτο ισλαμικό πράσινο ομόλογο, ενώ η περιοχή στην οποία αναπτύσσεται πιο δυναμικά αυτού του είδους η χρηματοδότηση είναι η Ανατολική Ασία και ο Ειρηνικός. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Κίνα, όπου αυξάνονται συνεχώς οι επενδύσεις, στο πλαίσιο της στρατηγικής της αποτροπής της κλιματικής αλλαγής.

Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς αναδεικνύει την αναγκαιότητα επιβολής συγκεκριμένων κανόνων και επιβάλλει τον ακριβή προσδιορισμό του τι τελικά είναι τα πράσινα ομόλογα. Επιδίωξη πρέπει να είναι τα χρήματα που συγκεντρώνονται μέσα από τις εκδόσεις πράσινων ομολόγων να πηγαίνουν σε επενδύσεις που πραγματικά εξυπηρετούν τους στόχους της πράσινης, ενεργειακής μετάβασης και να μη χρησιμοποιούνται για το περιβαλλοντικό «ξέπλυμα» επιχειρήσεων που τελικά δεν είναι απόλυτα συνεπείς στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν έναντι των επενδυτών.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα επενδύσεων που χρηματοδοτούν τα πράσινα ομόλογα είναι η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων ύδρευσης και παροχής ενέργειας, η βιοενέργεια, οι μεταφορές με χαμηλό αποτύπωμα σε ό,τι αφορά τα αέρια του θερμοκηπίου, εγγειοβελτιωτικά έργα, η διαχείριση των απορριμμάτων και των αποβλήτων.

Με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ε.Ε. προχωράει στην ταξινόμηση δράσεων και επενδύσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν πράσινες.

Η έκδοση πράσινων ομολόγων αναπτύσσεται με επιτυχία και στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία μεγάλων εταιρειών του ενεργειακού τομέα, αλλά και τραπεζών.

Οι εκδόσεις στην Ε.Ε.

Με το πέρασμα του χρόνου, αναπτύσσεται δυναμική και στην έκδοση πράσινων ομολόγων από κράτη-μέλη της Ε.Ε. Από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ξεκίνησε την όλη διαδικασία και με την προοπτική πάνω από το ένα τρίτο του προγράμματος NextGenerationEU –στο οποίο κυριαρχεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης– να χρηματοδοτηθεί από την έκδοση πράσινων ομολόγων με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καταλαβαίνουμε ποια είναι η δυναμική των πραγμάτων.

Το Δημόσιο της Πολωνίας προχώρησε το 2016 στην έκδοση τριών πράσινων ομολόγων συνολικού ύψους 3,7 δισ. ευρώ, με 30ετή περίοδο ωρίμανσης.

Ακολούθησε το 2017 η Γαλλία με ένα ομόλογο-γίγαντα 27 δισ. ευρώ, με 22ετή περίοδο ωρίμανσης.

Το 2018 βγήκε στην αγορά με δύο πράσινα ομόλογα η Ιρλανδία και συγκέντρωσε 5 δισ. ευρώ και το Βέλγιο με ένα ομόλογο με το οποίο εξασφάλισε 5,7 δισ. ευρώ.

Το 2019 ακολούθησε η Ολλανδία με πράσινο ομόλογο 12 δισ. ευρώ και με 20ετή περίοδο ωρίμανσης.

Το 2020 ήρθε η σειρά της Σουηδίας με δύο πράσινα ομόλογα ύψους 8,3 δισ. ευρώ, της Γερμανίας με δύο ομόλογα ύψους 11,5 δισ. ευρώ και της Ουγγαρίας με ένα ομόλογο ύψους 1,5 δισ. ευρώ, όλα με περίοδο ωρίμανσης 10-15 ετών.

Το 2021 έκανε εντυπωσιακό ξεκίνημα η Ιταλία με την έκδοση ενός πράσινου ομολόγου ύψους 8,5 δισ. ευρώ, 24ετή περίοδο ωρίμανσης και κουπόνι 1,5%.

Η περίπτωση της Ιταλίας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς, για δύο λόγους. Πρόκειται για μία υπερχρεωμένη χώρα, η οποία έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος στην Ευρωζώνη, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ μετά την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η πολιτική τάξη της Ιταλίας εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση στον Μάριο Ντράγκι, πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας και πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η ανταπόκριση της αγοράς στην έκδοση του ιταλικού πράσινου ομολόγου ήταν ενθουσιώδης και το γεγονός ότι την πρωτοβουλία πήρε μία προσωπικότητα με το διεθνές κύρος του Ντράγκι διευκολύνει τον Νότο να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Άλλωστε, ο Ντράγκι είναι απόλυτα συνεπής στη γραμμή που μας παρουσίαζε στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη θεσμοθετημένη τακτική ανταλλαγή απόψεων που είχε μαζί μας σαν πρόεδρος της ΕΚΤ. Ο Ντράγκι εξηγούσε ότι, εκτός από το ύψος των δημοσίων δαπανών, πρέπει να μας ενδιαφέρει και η ποιότητά τους, δηλαδή κατά πόσον έχουν επενδυτική, παραγωγική διάσταση.

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι διεθνείς οργανισμοί υπογραμμίζουν στις εκθέσεις τους για την ελληνική οικονομία το έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων που χαρακτηρίζει τη χώρα μας και την ανάγκη να καλυφθεί με κάποιον τρόπο, ώστε να βελτιωθεί και η προοπτική διαχείρισης του δημόσιου χρέους, το οποίο πλέον όλοι θεωρούν βιώσιμο.

Μεγάλα οφέλη

Σε αυτές τις συνθήκες υποστηρίζω ότι η Ελλάδα θα έχει μεγάλα οφέλη αν προχωρήσει στην έκδοση πράσινου ομολόγου ύψους 5 δισ. ευρώ, με περίοδο ωρίμανσης 20-25 ετών.

Η ανάλυση που έχω κάνει στο καλής ποιότητας Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, που έχει ετοιμάσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι υπάρχουν μεγάλα κενά στη χρηματοδότησή του.

Τα ποσά που προβλέπονται για την ηλεκτροκίνηση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι εντελώς ανεπαρκή. Χρειάζονται συμπληρωματικά κονδύλια για την πραγματοποίηση της απολιγνιτοποίησης στη Δυτική Μακεδονία και στην Αρκαδία, με όρους που θα δημιουργήσουν επενδυτική δυναμική και θα εξασφαλίσουν δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Στο θέμα των «έξυπνων πόλεων», οι οποίες συνδυάζουν την πράσινη με την ψηφιακή μετάβαση και γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη στην Κίνα, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης περιορίζεται στη χρηματοδότηση ενός πιλοτικού προγράμματος.

Δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστερήσεις και χαμένες ευκαιρίες. Το μέλλον είναι ήδη εδώ και θα μας προσπεράσει, αν δεν κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά.

Μεγαλύτερη αυτονομία

Η έκδοση πράσινου ομολόγου θα εξασφαλίσει στο Δημόσιο περισσότερο χρήμα για να κάνει πιο γρήγορη και αποτελεσματική την πράσινη μετάβαση. Θα έχει τη δυνατότητα να κάνει επενδύσει υποδομής ή να στηρίξει παραγωγικές επενδύσεις σημαντικών ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων.

Η αύξηση του ρευστού που θα έχουμε στη διάθεσή μας θα ενισχύσει και την οικονομική αυτονομία μας σε σχέση με την Ε.Ε. Συνήθως κάνουμε δύο λάθη σε ό,τι αφορά την οικονομική μας συνεργασία με την Ε.Ε.

Το ένα λάθος προέρχεται συνήθως από την Αριστερά. Οδηγεί σε μία στείρα αντιπαλότητα της Ελλάδας με την Ε.Ε. και καταλήγει να περιορίζει την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας σε βάρος της πατρίδας μας.

Το άλλο λάθος προέρχεται συνήθως από τους φιλο-Ευρωπαίους πολιτικούς μας, οι οποίοι εμφανίζονται ικανοποιημένοι με τη συνεργασία με τις Βρυξέλλες, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα. Πήρα μέρος διαδικτυακά στον εορτασμό της συμπλήρωσης 40 ετών από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο. Όλοι οι ομιλητές υπογράμμισαν -–και καλά έκαναν– την ιστορική σημασία της στρατηγικής επιλογής του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι γίναμε το δέκατο μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και ύστερα από μία πορεία 40 ετών «επιτυχιών» έχουμε κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μόλις τα δύο τρίτα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. των «27».

Η συγκριτική οικονομική μας αποτυχία οφείλεται σε δύο λόγους. Δεν προσαρμοστήκαμε όπως έπρεπε στο κοινοτικό κεκτημένο, και έτσι χάσαμε μεγάλες ευκαιρίες και δημιουργήσαμε πολλά προβλήματα στον εαυτό μας. Επίσης, ποτέ δεν πήραμε πρωτοβουλίες για να φύγουμε μπροστά από τους εταίρους που είναι ταυτόχρονα και ανταγωνιστές μας.

Η κυρίαρχη πολιτική σκέψη αντιλαμβάνεται την Ε.Ε. ως μια δύναμη που μπορεί να μας απειλήσει και να μας καταστρέψει, ή ως μια δύναμη που μπορεί να μας στηρίξει και να μας λύσει τα προβλήματα. Δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Ε.Ε. είναι πρώτα απ’ όλα ένας χώρος οικονομικού ανταγωνισμού, ο οποίος προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες στα κράτη-μέλη. Όσοι προσαρμόζονται αποτελεσματικά στους ευρωπαϊκούς κανόνες και αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, αποκτούν μια ισχυρή εθνική και ευρωπαϊκή οικονομική βάση, που τους επιτρέπει την επιτυχημένη παγκοσμιοποίηση.

Συνήθως, παρατηρούμε αυτήν τη διαδικασία στη Γερμανία, που έχει μια οικονομία με άλλα μεγέθη και δυνατότητες από τη δική μας. Δεν έχουμε αντιληφθεί όμως ότι την ίδια στρατηγική προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές τους ακολουθούν άλλα κράτη-μέλη απόλυτα συγκρίσιμα με εμάς, όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος.

Η Ιρλανδία ήταν πριν από 30 χρόνια στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης με εμάς. Τώρα έχει περίπου διπλάσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Έκανε πράγματα που δεν έκαναν οι άλλοι, όπως ήταν η μετατροπή της σε ευρωπαϊκή βάση των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών και η υιοθέτηση ενός εξαιρετικά ανταγωνιστικού φορολογικού συστήματος, πολύ επιθετικού για τα μέτρα της Ε.Ε. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση της Κύπρου στα φορολογικά θέματα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει εντυπωσιακό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Η Ιρλανδία και η Κύπρος αναδεικνύονται σε αυτήν τη φάση σε σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια του ΟΟΣΑ, αλλά και της Ε.Ε., να αυξήσουν διεθνώς τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή των μεγάλων επιχειρήσεων.

Επιτάχυνση της ανάπτυξης

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται στα οικονομικά θέματα στη σωστή κατεύθυνση. Δυστυχώς, όμως, είμαστε σχεδόν πάντα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, και μάλιστα κάτω από τον μέσο όρο. Χρειαζόμαστε να βρούμε τρόπους να φύγουμε μπροστά, εντυπωσιάζοντας τους εταίρους και ανταγωνιστές μας και περιορίζοντας την εξάρτησή μας από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, η οποία έχει καλές διαθέσεις απέναντί μας, αλλά και τον δικό της σχεδιασμό.

Η έκδοση πράσινου ομολόγου με τη μέθοδο που ακολούθησε ο Ντράγκι και ετοιμάζεται να ακολουθήσει και ο Σάντσεθ στην Ισπανία είναι ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών που θα μας ξεχωρίσουν, ως ένα βαθμό, από τους άλλους και θα μας δώσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.