Πούτιν: Από τη Ρωσία χωρίς αγάπη - Free Sunday
Πούτιν: Από τη Ρωσία χωρίς αγάπη
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία

Πούτιν: Από τη Ρωσία χωρίς αγάπη

Το ευρωπαϊκό πέρασμα του Μπάιντεν, σύνοδος κορυφής Ομάδας των 7 στην Κορνουάλη, σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, συνάντηση κορυφής ΗΠΑ - Ε.Ε. στις Βρυξέλλες και συνάντηση Μπάιντεν - Πούτιν στη Γενεύη, βοήθησε τους Ευρωπαίους να βάλουν σε νέο πλαίσιο τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και να αξιολογήσουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία.

Το βασικό πλεονέκτημα του Μπάιντεν σε σχέση με τον Τραμπ είναι ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν δυναμικά στην Ευρώπη. Ο Τραμπ εφάρμοζε έναν ιδιόμορφο απομονωτισμό κι έκανε ό,τι μπορούσε για να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, ο Μπάιντεν επιδιώκει τη σταδιακή επανεκκίνηση της Δυτικής Συμμαχίας, έχοντας κατά νου ότι η Ρωσία είναι ο βασικός αντίπαλος και πως η Κίνα αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση.

Μπάιντεν - Πούτιν

Η συνάντηση Μπάιντεν - Πούτιν, που πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη, θεωρείται επιτυχημένη από τις δύο πλευρές, με το σκεπτικό ότι μπορεί να έβαλε τέλος στη συνεχή επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ και Ρωσίας.

Πραγματοποιήθηκε σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και με την αμερικανική και τη ρωσική διπλωματία να μην έχουν μεγάλες προσδοκίες.

Οι δύο ηγέτες απέφυγαν τη δημόσια αντιπαράθεση και συμφώνησαν να κινηθούν στην κατεύθυνση της μείωσης της έντασης. Θα επαναληφθούν οι συνομιλίες για έλεγχο των πυρηνικών όπλων, θα υπάρξουν διμερείς επαφές ενδεχομένως και συνεργασία για να αντιμετωπιστούν ζητήματα ασφάλειας του κυβερνοχώρου και θα εξεταστεί η δυνατότητα ανταλλαγής πολιτών των δύο χωρών που κρατούνται στις φυλακές.

Επίσης επιστρέφουν στις θέσεις τους οι πρέσβεις των δύο χωρών οι οποίοι είχαν ανακληθεί στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον για διαβουλεύσεις. Έτσι διευκολύνεται το πέρασμα από τις γενικές διατυπώσεις των ηγετών στη διαχείριση συγκεκριμένων θεμάτων.

Ο Μπάιντεν έδειξε για μια ακόμη φορά την εμπειρία του στα διεθνή θέματα και ειδικά σε ό,τι αφορά τη Ρωσία. Είναι προσεκτικός στις κινήσεις του και δεν δίνει δικαιώματα όπως ο Τραμπ ο οποίος καπελώθηκε πλήρως από τον Πούτιν στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης που έδωσαν μετά τη συνάντηση κορυφής του 2018.

Αρνητικές εκτιμήσεις

Κι ενώ οι ΗΠΑ θεωρούν ότι μπορεί να σταθεροποίησαν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία σε πολύ χαμηλό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα τις δικές της εκτιμήσεις για την προοπτική των σχέσεων μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας.

Οι ειδικοί που δούλεψαν υπό την επίβλεψη του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιου για τις Εξωτερικές Σχέσεις Μπορέλ, κατέληξαν στο βασικό συμπέρασμα ότι οι σχέσεις Ε.Ε. - Ρωσίας θα εξελιχθούν αρνητικά στο άμεσο μέλλον ακολουθώντας καθοδική σπειροειδή πορεία.

Το σχετικό ανακοινωθέν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις σχέσεις της Ε.Ε. - Ρωσίας συνοψίζει την ευρωπαϊκή στρατηγική στη φράση «απώθηση, περιορισμός και εμπλοκή» (pushback, constraint and engage).

Πρόκειται για μια σύνθετη στρατηγική, η επιτυχής εφαρμογή της οποίας δυσχεραίνεται από την κακή πολιτική διάθεση της Ρωσίας και τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ε.Ε.

Μονοδιάστατη υπερδύναμη

Το ανακοινωθέν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνοψίζει την πολιτική προοπτική των σχέσεων με τη Ρωσία ως εξής: «Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος γείτονας της Ε.Ε. και παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Αυτό στηρίζεται κυρίως στο μέγεθος και τη γεωγραφική της έκταση, στην ετοιμότητά της να προβάλλει δύναμη διεθνώς και στο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό δυναμικό της. Σαν γεωπολιτικός παίκτης, η Ρωσία φιλοδοξεί να διατηρήσει το παγκόσμιο στάτους της στη βάση της πολιτικής της ισχύος, σε έναν πολυπολικό κόσμο συχνά σε συνεργασία με άλλους παίκτες, όπως η Κίνα, παρά να συμβάλλει και να δρα μέσα σε ένα ισχυρότερο πολυδιάστατο σύστημα που βασίζεται σε κανόνες. Προσπαθεί να επιβάλλει τη δική της γεωπολιτική σφαίρα επιρροής...».

Η Ρωσία θέλει να προβάλει την εικόνα μιας παγκόσμιας υπερδύναμης χωρίς να πληροί όλες τις προϋποθέσεις. Μπορεί να θεωρεί εαυτόν συνεχιστή της Ρωσικής και Σοβιετικής αυτοκρατορίας, όμως ο σύγχρονος κόσμος δεν εξελίσσεται στα μέτρα της.

Το οικονομικό δυναμικό της Ρωσίας είναι συγκριτικά περιορισμένο, έχει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και έχει μπει σε φάση δημογραφικής παρακμής. Δεν μπορεί πλέον να συγκριθεί με τις ΗΠΑ, που διατηρούν το στάτους της υπερδύναμης, ούτε με την Κίνα, που έχει αναδειχθεί στη νέα υπερδύναμη ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας, του εξωτερικού εμπορίου, της τεχνολογίας και της ψηφιακής οικονομίας.

Το ρωσικό καθεστώς, ένα μείγμα στελεχών που αναδείχθηκαν μέσα από το Κ.Κ. και τις μυστικές υπηρεσίες και συνεργαζόμενων με αυτούς ολιγαρχών, που ελέγχουν τους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας, αναζητεί τη νομιμοποίησή του μέσα από την προβολή ενός παγκόσμιου ρόλου. Είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να συσπειρώνει τους πολίτες στη βάση ενός πατριωτισμού που μπορεί να μετατραπεί και σε εθνικισμό.

Η εσωτερική πολιτική

Το καθεστώς Πούτιν διακρίνεται για τον αυταρχισμό του. Αντιμετωπίζει την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα την κοινωνική, με σκληρό τρόπο, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί στην εξουσία.

Ο Πούτιν προχώρησε στη συνταγματική μεταρρύθμιση, που του επιτρέπει να αναδειχθεί σε ισόβιο πρόεδρο, και πηγαίνει στις βουλευτικές του Σεπτεμβρίου κλιμακώνοντας την καταπίεση αυτών που θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Το καθεστώς ανέχεται μόνο «συστημικά» κόμματα της αντιπολίτευσης. Το σημαντικότερο από αυτά είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έχει 43 βουλευτές επί συνόλου 450 στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, και το εθνικιστικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα.

Η προσπάθεια του Ναβάλνι, ενός δημοφιλούς μπλόγκερ, να μετατρέψει σε κόμμα το κίνημα διαμαρτυρίας της κοινωνίας των πολιτών οδήγησε στην απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και στη συνέχεια στη φυλάκισή του σε πολύ σκληρές συνθήκες. Μπορεί ο Μπάιντεν να προειδοποίησε τον Πούτιν ότι θα υπάρξουν «σοβαρές» συνέπειες σε περίπτωση που πεθάνει ο Ναβάλνι στη φυλακή, ο Πούτιν όμως δίνει απόλυτη προτεραιότητα στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.

Το κόμμα του Ενωμένη Ρωσία καταγράφει μεγάλη πτώση στις δημοσκοπήσεις, κινείται γύρω στο 29%. Για αυτό οι οργανώσεις που σχετίζονται με τον Ναβάλνι κηρύχθηκαν, με δικαστική απόφαση, εκτός νόμου και όσοι έχουν σχέση με αυτές χάνουν αυτόματα το δικαίωμα να κατέβουν στις εκλογές.

Το μόνο που απομένει στους υποστηρικτές του Ναβάλνι είναι μια ψήφος τακτικής υπέρ των κομμάτων της «συστημικής» αντιπολίτευσης, με στόχο να περάσει το μήνυμα ότι ο Πούτιν δεν είναι τόσο δημοφιλής και ισχυρός όσο υποστηρίζει.

Η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας βρέθηκε πρόσφατα στην ανάγκη να αυξήσει τα βασικά επιτόκια για να περιορίσει τον πληθωρισμό, ενώ η σταθερή καθοδική πορεία του πραγματικού εισοδήματος των περισσότερων Ρώσων ενισχύει τη δυσαρέσκεια με το καθεστώς, τα στελέχη του οποίου χαρακτηρίζονται από εύκολο πλουτισμό σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και διαφθορά.

Οικονομικά σύννεφα

Μετά από την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας και την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία, η δημοτικότητα του Πούτιν ανέκαμψε με εντυπωσιακό τρόπο και έφτασε μέχρι και 80%. Λογικό είναι λοιπόν να θελήσει να «εξάγει» τα οικονομικά και πολιτικά του προβλήματα, με τη μέθοδο που ακολούθησε στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία.

Η ευρωπαϊκή διπλωματία στηρίζεται κυρίως στις οικονομικές σχέσεις, αλλά και εκεί παρατηρούνται σοβαρές δυσκολίες στη συνεννόηση.

Η ρωσική οικονομία έχει τεράστια εξάρτηση από την ενέργεια. Η Ρωσία προμηθεύει το 26% του πετρελαίου που εισάγει η Ε.Ε. και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου.

Η ευρωπαϊκή αγορά έχει τεράστια σημασία για τη Ρωσία, εφόσον απορροφά περίπου τα 2/3 των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου, τα 2/3 των εξαγωγών φυσικού αερίου και περίπου το 50% των εξαγωγών άνθρακα και μάλιστα σε πολύ καλές τιμές.

Το τελευταίο διάστημα, η Ρωσία προσπαθεί να αυξήσει τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Κίνα και να περιορίσει την εξάρτησή της από την Ε.Ε. Υποχρεώνεται όμως σε επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ η τιμολογιακή πολιτική των Κινέζων είναι πολύ αυστηρότερη από αυτή των Ευρωπαίων. Προς το παρόν, 27% των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου κατευθύνονται στην Κίνα και μόλις 2% των εξαγωγών φυσικού αερίου.

Η ενεργειακή εξάρτηση της ρωσικής οικονομίας είναι τεράστια και δείχνει την αδυναμία του καθεστώτος να οργανώσει την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας για να μπορεί η Ρωσία να διεκδικήσει σημαντικότερο διεθνή ρόλο. Οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων αναλογούν στο 60% των συνολικών εξαγωγών, εξασφαλίζουν το 40% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ.

Με την Ε.Ε. να δίνει προτεραιότητα στην πράσινη μετάβαση, είναι φανερό ότι η ρωσική οικονομία θα βρεθεί σε διάστημα 5-10 ετών σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Επιπλέον, η βαριά ρωσική βιομηχανία, η οποία κάνει σημαντικές εξαγωγές προς την Ε.Ε., είναι υποχρεωμένη να κάνει επενδύσεις εκσυγχρονισμού αρκετών δεκάδων δισεκατομμυρίων για να προσαρμοστεί στους περιβαλλοντικούς κανόνες της Ε.Ε. και να μη βρεθεί αντιμέτωπη με την επιβολή περιβαλλοντικών δασμών, στα πλαίσια της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης της Ένωσης. Ένα από τα δυνατά σημεία της Ε.Ε. είναι η δυνατότητά της, λόγω των οικονομικών μεγεθών της, να επιβάλλει τους δικούς της οικονομικούς κανόνες σε όσους επιθυμούν να συνεργαστούν μαζί της για να έχουν πρόσβαση στην αγορά της.

Εάν η Ρωσία επιθυμεί να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο οικονομικών σχέσεων με την Ε.Ε. ή να το αναπτύξει ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να πάρει δύσκολα και δαπανηρά μέτρα προσαρμογής της οικονομίας της.

Οι οικονομικές σχέσεις

Η Ρωσία δεν μπορεί να παρακάμψει εύκολα την οικονομική συνεργασία με την Ε.Ε. Στη Ρωσία κατευθύνεται το 4,8% των συνολικών εξαγωγών της Ε.Ε., ενώ η Ένωση είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα ρωσικά προϊόντα, εφόσον απορροφά γύρω στο 34% των εξαγωγών της. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συντριπτική υπεροχή σε ό,τι αφορά τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στη Ρωσία. Ανέρχονται σε 311,4 δισεκατομμύρια ευρώ και αναλογούν στο 75% των συνολικών ΞΑΕ στη Ρωσία.

Παράλληλα, οι ρωσικές Άμεσες Επενδύσεις στην Ε.Ε. φτάνουν τα 136 δισεκατομμύρια ευρώ, το 1% του συνόλου των ΞΑΕ στην Ε.Ε., με έμφαση στον ενεργειακό τομέα.

Μετά την ενσωμάτωση της Ουκρανίας, η Ε.Ε. πήρε και οικονομικά μέτρα σε βάρος της Ρωσίας, επιβάλλοντας εμπάργκο σε συγκεκριμένες εξαγωγές. Επιδίωξη ήταν να ανέβει το κόστος για τον Πούτιν της επιθετικής πολιτικής που ακολουθεί στην Ουκρανία και να υποχρεωθεί να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική στάση. Ο Πούτιν όμως αξιοποίησε το οικονομικό εμπάργκο για να δικαιολογήσει τα προβλήματα στην οικονομική καθημερινότητα των Ρώσων, προχώρησε στην αύξηση της αγροτικής, κτηνοτροφικής παραγωγής για να περιορίσει την εξάρτηση από τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα και έκανε ένα εντυπωσιακό οικονομικό άνοιγμα στην κατεύθυνση της Κίνας.

Το 2013, το 43% των εισαγωγών που πραγματοποιούσε η Ρωσία προήρχοντο από την Ε.Ε. και μόλις το 17% από την Κίνα. Τα ποσοστά άλλαξαν κι έτσι το 2020 είχαμε 34% των συνολικών εισαγωγών της Ρωσίας να προέρχονται από την Ε.Ε. και το 24% από την Κίνα.

Κρίνοντας από το αποτέλεσμα μπορούμε να πούμε ότι το ευρωπαϊκό εμπάργκο που επιβλήθηκε στη Ρωσία, μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας το 2014, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στον πολιτικό και οικονομικό τομέα. Έδειξε πάντως ότι η Ε.Ε. μπορεί να ενωθεί, παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών, μπροστά σε απειλητικές κινήσεις της Ρωσίας.

Συνεχείς τριβές

Οι σχέσεις Ε.Ε. - Ρωσίας χαρακτηρίζονται από συνεχείς τριβές, ορισμένες από τις οποίες οφείλονται στην κακή πολιτική διάθεση του συστήματος Πούτιν και άλλες στους λογαριασμούς που άφησε πίσω της η ιστορία.

Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πολλά εκατομμύρια ρωσόφωνων βρέθηκαν εκτός των συνόρων της Ρωσίας. 8 εκατομμύρια στην Ουκρανία, 3,6 εκατομμύρια στο Καζακστάν, 1,2 εκατομμύρια στη Λευκορωσία, 650.000 στο Ουζμπεκιστάν, 600.000 στο Κιργιστάν, 351.000 στη Λετονία, 370.000 στη Μολδαβία, 310.000 στην Εσθονία και 180.000 στη Λιθουανία.

Όπως είναι φυσικό, οι ρωσόφωνοι, πολλοί από τους οποίους έχουν ρωσική εθνική συνείδηση, ενδιαφέρουν άμεσα τη Ρωσία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η μεταχείρισή τους είναι αρκετά αυστηρή. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λετονίας και της Εσθονίας οι οποίες υπέφεραν, σαν Σοβιετικές Δημοκρατίες, από τις αλλεπάλληλες εκστρατείες ρωσοποίησης του πληθυσμού τους και τώρα επιχειρούν την αναγκαία απο-ρωσοποίηση για να ενισχύσουν την εθνική ταυτότητα και τη συνοχή τους. Εξελίσσεται μια διαμάχη για το καθεστώς της ρωσικής γλώσσας, η οποία απορρίπτεται πλέον σαν δεύτερη επίσημη γλώσσα, ενώ μέσα από σύνθετες διαδικασίες περίπου το 50% των ρωσόφωνων αντιμετωπίζονται σαν μη πολίτες με περιορισμένα δικαιώματα.

Άλλο σημείο τριβής είναι η πολιτική της «ανατολικής γειτονίας», που ακολουθεί η Ε.Ε., αναπτύσσοντας τις σχέσεις της με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία.

Στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, η Ρωσία έχει στρατιωτική παρουσία και προβάλλεται σαν εγγυητής της ισορροπίας μεταξύ των δύο αντίπαλων κρατών. Η Τουρκία κατάφερε να ενισχύσει τον ρόλο της στο Αζερμπαϊτζάν στηρίζοντας το στρατιωτικά στον νικηφόρο πόλεμο κατά της Αρμενίας για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

Στη Λευκορωσία ο Πούτιν στηρίζει δυναμικά τον Λουκασένκο ο οποίος οργάνωσε μέχρι και κρατική αεροπειρατεία για να συλλάβει αντικαθεστωτικό δημοσιογράφο του διαδικτύου. Ο Λουκασένκο έχει αρκετές διαφορές με τον Πούτιν, αλλά τώρα αυτοπροβάλλεται σαν στόχος της Ε.Ε., μετά τον οποίο μπορεί να έλθει η σειρά του Πούτιν.

Η Γεωργία ηττήθηκε στρατιωτικά από τη Ρωσία το 2008 και έχασε δύο στρατηγικής σημασίας περιοχές που αυτονομήθηκαν. Από τη Μολδαβία αυτονομήθηκε η περιοχή της Τρανσίστριας, η κυβέρνηση της οποίας δεν αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ, αλλά υποστηρίζεται ανοικτά από τη Μόσχα. Τέλος, η Ουκρανία πλήρωσε ακριβά την φιλο-ευρωπαϊκή στροφή της με την αυτονόμηση ανατολικών περιοχών που ελέγχονται από ρωσόφωνους αυτονομιστές και με την ενσωμάτωση της Κριμαίας στην Ρωσία.

Είναι φανερό ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να διατηρήσει την επιρροή της σε χώρες που άλλοτε αποτελούσαν μέρος της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Η ρωσική μέθοδος

Η ρωσική μέθοδος περιλαμβάνει πολέμους, αποσταθεροποιητικές ενέργειες και ενίσχυση αποσχιστικών τάσεων σε χώρες οι οποίες θέλουν να κρατήσουν αποστάσεις από τη στρατηγική της Ρωσίας ή επιδιώκουν να στραφούν προς την Ε.Ε. σε αναζήτηση καλύτερου μέλλοντος. Με βάσεις τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ρωσία ειδικεύεται στις κυβερνοεπιθέσεις, στις εκστρατείες αποπληροφόρησης, στις προσπάθειες παρέμβασης στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, ακόμη και κρατών-μελών της Ε.Ε., στην προσπάθεια πολυδιάσπασης της Ε.Ε., ιδιαίτερα σε ζητήματα που την αφορούν, στην ανάπτυξη μεθόδων υβριδικού πολέμου ακόμη και σε δολοφονικά χτυπήματα σε βάρος αντιπάλων του καθεστώτος ή πρώην πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών που έχουν καταφύγει σε ευρωπαϊκές χώρες.

Η μεθοδολογία του καθεστώτος Πούτιν, μια εκσυγχρονισμένη παραλλαγή των μεθόδων της KGB από την οποία προέρχεται ο Ρώσος πρόεδρος, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την Ε.Ε. Από την άποψη αυτή, η ευρωπαϊκή επιστροφή των ΗΠΑ με απόφαση του προέδρου Μπάιντεν αποκτά τεράστια σημασία για τους Ευρωπαίους. Χωρίς τις ΗΠΑ, η Ε.Ε., η οποία στερείται κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, δύσκολα θα αντιμετωπίσει τον δυναμικό και σε περιπτώσεις επιθετικό Πούτιν.

Οι Ευρωπαίοι πάντως καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. Θα θελήσουν να στηρίξουν τη στρατηγική τους αυτονομία σε σχέση με τις ΗΠΑ ή θα δεχθούν μεγαλύτερη αμυντική και φυσικά στρατιωτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ;

Θα στηριχθούν στον Μπάιντεν ή θα κρατήσουν κάποιες αποστάσεις ασφαλείας αναλαμβάνοντας πρόσθετες υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, γνωρίζοντας ότι μπορεί να μην υπάρξει δεύτερη τετραετία Μπάιντεν και πως ο Τραμπ παραμένει απόλυτος κυρίαρχος στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα;

Θα συντονιστούν καλύτερα για την αντιμετώπιση αυτού που περιγράφει το ΝΑΤΟ, αλλά και η ίδια η Ε.Ε., σαν ρωσική απειλή, ή θα συνεχιστούν οι εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας, η οποία είναι υπέρμαχος του οικονομικού εμπάργκο σε βάρος της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει την ενεργειακή συνεργασία μαζί της με την ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nordstream-2.

Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Πούτιν είναι και θα παραμείνει στο άμεσο μέλλον κυρίαρχος στη Ρωσία και τα μηνύματα που στέλνει στην Ε.Ε. είναι χωρίς αγάπη.