Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας - Free Sunday
Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας

Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας

«Ο Μητσοτάκης δεν κάνει ούτε για διαχειριστής πολυκατοικίας» ήταν ο τίτλος με τον οποίο ο διαδικτυακός τόπος της «Αυγής» παρουσίασε τη συνέντευξη του κ. Τσίπρα στο STAR και την κα Ζαχαρέα. Ο κ. Τσίπρας είχε αναρωτηθεί στη διάρκεια της συνέντευξης εάν θα επέλεγε κανείς ως διαχειριστή στην πολυκατοικία κάποιον που η επιχείρησή του γεννά κάθε χρόνο χρέη. Συνέχισε λέγοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης φορτώνει τον Έλληνα φορολογούμενο κάθε χρόνο με 30 εκατομμύρια ευρώ.

    Αφού σημειώσουμε ότι τα χρέη των κομμάτων στις τράπεζες δεν φορτώνουν τον φορολογούμενο, αλλά τις ίδιες της τράπεζες, ας δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα. Η απάντηση βεβαίως δεν είναι «όχι», όπως υπονοούσε το γέλιο που συνόδευσε το ερώτημα, αλλά «ναι». Ασχέτως του ότι πρακτικά δόθηκε το 2019.

    Είναι γεγονός ότι η υπερχρέωση των «παλαιών» κομμάτων αποτελεί μελανό σημείο στην ιστορία τους και είναι αυτονόητο ότι τα χρέη αυτά δεν μπορούν και δεν θα αποπληρωθούν. Είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που είχε από το 2010 αναδείξει το θέμα για το «παλιό που κατέστρεψε τη χώρα» και, με αυτό ως όχημα, ανέλαβε ο ίδιος να τη σώσει. Ως αποτέλεσμα, παραδέχθηκε στη συνέχεια ότι είχε αυταπάτες.

    Το επιχείρημα ότι τα χρεοκοπημένα κόμματα δεν είναι σε θέση να σώσουν τη χώρα κυριάρχησε το 2015, αλλά χρησιμοποιήθηκε αρκετά και το 2019. Το μεν 2015 λειτούργησε, μαζί με όλα τα άλλα αντισυστημικά, που αποδείχθηκαν φανφάρες, το δε 2019 πέρασε απαρατήρητο.

    Αυτό που δεν καταλαβαίνει σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση, επαναφέροντας μασημένη και «φτυσμένη» τροφή, είναι ότι στην πραγματικότητα προπαγανδίζει τις ιδιαίτερες αρετές του Μητσοτάκη, ακόμη και αν αυτές δεν υπάρχουν. Τα (απαράδεκτα, έτσι κι αλλιώς) χρέη της ΝΔ δεν τα δημιούργησε ο Μητσοτάκης, αλλά είναι αυτός που κλήθηκε να τα συμμαζέψει, στην ίδια λογική που κλήθηκε να συμμαζέψει τη χώρα. Η ΝΔ πέρασε μεγάλη κρίση και απαξίωση (φυσιολογικά) και ένας από τους όρους της ανάκαμψής της ήταν (και θα είναι) το συμμάζεμα των υποθέσεων του οίκου της.

    Όταν λοιπόν κάποιος προσλαμβάνεται από μια εταιρεία ειδικά για να συμμαζέψει τα χρέη της, ως ειδικός δηλαδή, τότε, λογικά, κάνει και για διαχειριστής πολυκατοικίας. Αλλά για να το γνωρίζει κανείς αυτό, απαιτούνται ικανότητες. Οι ίδιες ικανότητες που επιβάλλουν να γνωρίζει ότι τα χρέη και γενικά η κακοδιαχείριση δεν μαζεύονται σε μια μέρα και ότι η πορεία πρέπει να είναι διαρκής και συνεπής. Άλλη σημαντική προϋπόθεση είναι να μην έχει παραδεχτεί ότι είχε αυταπάτες και να μην έχει συγχωρεθεί. Διότι, ως συγχωρεμένος, νομίζει ότι δικαιούται να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια.

    Η ΝΔ έκανε προσπάθεια συμμαζέματος των οικονομικών της. Θα είχε ενδιαφέρον να σημειώσει η αξιωματική αντιπολίτευση ότι η προσπάθεια είναι ανεπαρκής, αλλά η προτίμηση στη χρήση απαξιωτικών εκφράσεων, συνδυασμένων με αναλήθειες, ως να βρισκόμαστε στο 2010, τελικά προσβάλλει ακόμη και τους δικούς της ψηφοφόρους.

    Τη στιγμή που κορυφαίοι της αντιπολίτευσης επιμένουν να ισχυρίζονται δημοσίως είτε ότι ο Μητσοτάκης δεν ελέγχει το κόμμα του είτε ότι καθοδηγείται από την εσωκομματική του αντιπολίτευση, η επαναφορά του θέματος των χρεών, μάλλον, τονώνει την αξιοπιστία του έναντι των όποιων παλαιοκομματικών και πιθανότατα δείχνει και τον δρόμο στους ψηφοφόρους της ΝΔ για το τι να διαλέξουν στο μέλλον.

    Από τη στιγμή που ο Μητσοτάκης εξελέγη, διαπιστωμένα, από μια, ευρύτερη της κομματικής, λαϊκή βάση, η όποια βολή για λάθη και παραλείψεις του στενού «κόμματος» μάλλον ενισχύει την αξιοπιστία του ιδίου και επιβεβαιώνει την αξία της εκλογής του. Αυτά, όμως, είναι ψιλά γράμματα για όποιους θα έσβηναν τα χρέη με «έναν νόμο και ένα άρθρο».

    Το πρόσφατο πάθημα με τον Κουφοντίνα δεν έγινε μάθημα στο ΣΥΡΙΖΑ. Σήκωσαν τον κόσμο στο πόδι, μέχρι που ήρθε ένα 80% της κοινής γνώμης να δηλώσει ότι αδιαφορεί για την τύχη του. Στην πραγματικότητα, η απάντηση για τα χρέη της ΝΔ δόθηκε στις προηγούμενες εκλογές, χωρίς φυσικά να αποτελεί συγχωροχάρτι. Χρειάζονται όμως πολλά περισσότερα για να προτιμηθεί στο εξής ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν έχει χρέη, όπως λέει, έχει όμως μια καταχρεωμένη κομματική εφημερίδα με μια offshore στη μετοχική της σύνθεση, για τα οποία αρνείται να μιλήσει, ενώ μιλάει για τα «πετσωμένα» μέσα.

    Ένα κομμάτι του λογαριασμού που πλήρωσε η ΝΔ για το παρελθόν της αποτελεί και αυτό καθεαυτό το γεγονός της εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αρχηγία της. Αυτού και του επιτελείου του, το οποίο αποτελείται και από πρώην πασόκους, ποταμίσιους, φιλελεύθερους, αλλά και τεχνοκράτες, για τους οποίους αγνοούσαμε ότι υπάρχει περίπτωση να ασχοληθούν με πολιτική. Είναι εκ των πραγμάτων ένα κόμμα που αναγκάστηκε από τις εξελίξεις να αλλάξει. Χρειάζεται πολλά ακόμη, αλλά η πορεία συνεχίζεται. Ένα ακόμη συνέδριο προγραμματίζεται για τον Δεκέμβριο. Στον ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογες καταστάσεις δεν φαίνεται να προκύπτουν στο άμεσο μέλλον. Παραμένει κατ’ επιλογή ένα κόμμα κλειστού κυκλώματος, απομονωμένο από τη βάση.

    Με αυτά και με εκείνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει ο διαχειριστής της αντιμετώπισης της χρεοκοπίας, ακριβώς γιατί αυτό του ανατέθηκε. Μέχρι να βρεθεί αξιόπιστη εναλλακτική, θα κοιμάται ήσυχος. Ανήσυχοι θα πρέπει να είμαστε όλοι οι άλλοι, διότι κανείς δεν μπορεί να τα κάνει όλα τέλεια και, ελλείψει αντιπάλου, χάνει και το κίνητρο να προσπαθήσει περισσότερο. Η χώρα όμως έχει ανάγκη την τελειότητα. Δεν αρκούν μισές λύσεις για να σωθούμε.

 

    Το σίγουρο είναι ότι ο διαχειριστής δεν κινδυνεύει όταν ο αντίπαλος πηγαίνει στη Βουλή να τον βρίσει γνωρίζοντας ότι ο ίδιος δεν θα είναι εκεί, ούτε όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί αγοραίες εκφράσεις σε εφημερίδες και ραδιόφωνα. Ο διαχειριστής είχε θέσει ο ίδιος ένα πλάνο πριν από την εκλογή του, το οποίο φαίνεται να υπηρετεί με αρκετή συνέπεια. Ίσως όχι τόση, όσοι πολλοί από τους ψηφοφόρους του θα ήθελαν, ωστόσο αρκετή για τα ελληνικά δεδομένα, ώστε να έχουν εκπλαγεί οι πάντες. Κι όλο αυτό εν μέσω πανδημίας και σχεδόν πολεμικής σύγκρουσης με τους γείτονες.

    Όταν κυριαρχεί η ατζέντα του Μητσοτάκη, το να περιορίζεται να τον βρίζει κανείς με τα λόγια της προηγούμενης δεκαετίας, μαρτυρά και ανικανότητα και έλλειψη προγραμματικού λόγου. Ομοίως έλλειψη ηθικού πλεονεκτήματος, αν σας θυμίζει κάτι. Δεν είναι τυχαίο, δυστυχώς, ότι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη για τα εργασιακά, η αντιπολίτευση επέλεξε να αντιτάξει άσχετες ύβρεις. Δεν έχει τίποτε να πει και προτιμά να κάνει φασαρία για να την προσέξουμε.