Πιο ευάλωτος ο Μακρόν μετά τις περιφερειακές εκλογές - Free Sunday
Πιο ευάλωτος ο Μακρόν μετά τις περιφερειακές εκλογές
Όλα τα σενάρια ανοιχτά για τις προεδρικές του Μαΐου 2022

Πιο ευάλωτος ο Μακρόν μετά τις περιφερειακές εκλογές

Τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία αποτέλεσαν ισχυρό πλήγμα για τον Μακρόν, εν όψει των προεδρικών εκλογών του Μαΐου 2022.

Δείχνει εξαιρετικά ευάλωτος, αν και όλοι οι πολιτικοί αναλυτές υπογραμμίζουν ότι είναι διαφορετική η λογική που επικρατεί στις περιφερειακές από αυτή που επικρατεί στις προεδρικές εκλογές.

Υπάρχουν όμως βασικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, οι οποίες κάνουν πιο δύσκολη την επανεκλογή του Μακρόν στο προεδρικό αξίωμα. Την ώρα που το πολιτικό οικοδόμημα του Μακρόν δοκιμάζεται, η γερμανική κεντροδεξιά φαίνεται να ξαναβρίσκει τον ρυθμό της και την κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό, παρά την υποχώρηση των δυνάμεων της.

Ρεκόρ αποχής

Το βασικό χαρακτηριστικό του πρώτου γύρου των περιφερειακών εκλογών της Γαλλίας ήτανε η αποχή ρεκόρ, που έφτασε το 66,73%. Οι περιφερειακές εκλογές είχαν μια αποχή της τάξης του 45% έως 50%, σε αντίθεση με τις προεδρικές εκλογές, όπου η αποχή περιορίζεται γύρω στο 20%.

Το ρεκόρ αποχής στις περιφερειακές αποδίδεται από ορισμένους αναλυτές στις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Μόλις η κυβέρνηση αποφάσισε τη χαλάρωση των περιορισμών, πολλοί πολίτες έδωσαν προτεραιότητα στην αναγκαία έξοδο από τις πόλεις, συμβάλλοντας έτσι στην άνοδο των ποσοστών της αποχής.

Οι περιφέρειες έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες στη Γαλλία και οι περιφερειακές εκλογές γίνονται στη βάση της απλής αναλογικής, γεγονός που αποτελεί κίνητρο για τη συμμετοχή διαφορετικών πολιτικών ομάδων και προσωπικοτήτων. Το γεγονός ότι οι πολίτες γύρισαν την πλάτη στην εκλογική διαδικασία δημιουργεί δικαιολογημένο προβληματισμό. Φθείρει επίσης την εικόνα του νέου και δυναμικού πολιτικού ηγέτη, στην οποία επενδύει ο Μακρόν. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του φαίνεται ότι μεγάλωσε το χάσμα που χωρίζει τους πολίτες από το πολιτικό σύστημα, και αυτό μπορεί να του το χρεώσουν οι ψηφοφόροι στις προεδρικές του 2022.

Δύο νέα προβλήματα

Για τον Μακρόν, οι περιφερειακές ανέδειξαν δύο νέα προβλήματα.

Πρώτον, την αδυναμία του κόμματος που έχει δημιουργήσει να αποκτήσει τοπικές και περιφερειακές ρίζες. Οι υποψήφιοί του στις δημοτικές εκλογές του 2020 είχαν συνολικά ένα ποσοστό της τάξης του 15%. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στις περιφερειακές σε λιγότερο από 11%.

Έχουμε το παράδοξο ενός προεδρικού κόμματος, το οποίο κυριαρχεί στην Εθνοσυνέλευση, εφόσον το κόμμα του Μακρόν θριάμβευσε στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν τις προεδρικές του 2017, το οποίο όμως δεν μπορεί να αποκτήσει τοπικές και περιφερειακές ρίζες.

Το προεδρικό κόμμα μοιάζει περισσότερο με άθροισμα κεντροδεξιών και κεντροαριστερών πολιτικών που είδαν στο πρόσωπο του Μακρόν μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία, παρά με οργανωμένη δύναμη ικανή να επηρεάσει τις εξελίξεις. Ήδη παρατηρούνται αρκετές διαρροές κυβερνητικών βουλευτών προς την κεντροαριστερά, ενώ είναι φανερό ότι ο Μακρόν θα πάει στις προεδρικές εκλογές χωρίς να μπορεί να παρουσιάσει έναν ισχυρό πολιτικό μηχανισμό, ικανό να τον στηρίξει στην προσπάθειά του. Αυτό μπορεί να μετρήσει στην επιλογή προέδρου που θα κάνουν οι ψηφοφόροι.

Δεύτερον, οι περιφερειακές εκλογές ανέδειξαν και την αδυναμία του Εθνικού Συναγερμού της Λεπέν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιφερειακές του 2015, το τότε Εθνικό Μέτωπο είχε ξεπεράσει το όριο του 25% σε 8 περιφέρειες και στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 σε 9. Αυτήν τη φορά κινήθηκε πάνω από το 25% μόνο σε μία περιφέρεια.

Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, 71% των ψηφοφόρων που προτίμησαν τη Λεπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 δεν πήγαν να ψηφίσουν. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 64% για τους ψηφοφόρους που προτίμησαν τον Μακρόν και 48% για τους ψηφοφόρους που προτίμησαν τον Φιγιόν, προεδρικό υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών.

Οι δυνάμεις της Λεπέν είναι σε υποχώρηση, κι αυτό δυσκολεύει τη στρατηγική του Μακρόν, ο οποίος προβάλλεται σαν εγγύηση αποτελεσματικής αντιμετώπισης της απειλής του Εθνικού Συναγερμού. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών, οι Ρεπουμπλικάνοι, που ήρθαν πρώτοι με ένα ποσοστό της τάξης του 29%, μπορούν να κάνουν μόνοι τους την δουλειά σε ό,τι αφορά τον περιορισμό των δυνάμεων της Λεπέν.

Με βάση τα αποτελέσματα των ερευνών της κοινής γνώμης, οι ψηφοφόροι θεωρούν ότι οι προεδρικές εκλογές θα εξελιχθούν στον δεύτερο γύρο σε μια επανάληψη της μονομαχίας του 2017 μεταξύ του Μακρόν και της Λεπέν. Οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν ότι δεν τους ικανοποιεί η επανάληψη της μονομαχίας Μακρόν - Λεπέν, αλλά μέχρι τις περιφερειακές εκλογές την θεωρούσαν περίπου αναπόφευκτη.

Αυτό τώρα μπορεί να αλλάξει, γιατί η Λεπέν μοιάζει αποδυναμωμένη και ο Μακρόν δεν μπορεί να προβληθεί σαν ο εγγυητής της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της.

Η επιστροφή των παραδοσιακών

Η γαλλική κεντροδεξιά, την οποία εκφράζει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, δείχνει να παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ η κεντροαριστερά, την οποία εκφράζουν κυρίως οι Σοσιαλιστές και οι Οικολόγοι, ανασυντάσσει τις δυνάμεις της.

Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είχε περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση μετά την ήττα του Φιγιόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 και την εκλογική συντριβή του στις βουλευτικές και στις ευρωεκλογές. Από το μονοψήφιο ποσοστό των ευρωεκλογών περνάει τώρα στο 29% των περιφερειακών, το οποίο όμως είναι δύσκολο να μεταφραστεί σε ποσοστό προεδρικών ή ακόμη και βουλευτικών εκλογών.

Μια πρώτη παρατήρηση που κάνουν οι αναλυτές των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ότι οι Ρεπουμπλικανοί κυριαρχούν παραδοσιακά στις περισσότερες περιφέρειες. Σε αυτές που ο περιφερειάρχης ήταν του κόμματός τους πήραν ποσοστά της τάξης του 36%, αλλά σε αυτές που δεν είχαν τον περιφερειάρχη, το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 16%.

Αυτό σημαίνει ότι έχουν δημιουργήσει ισχυρούς μηχανισμούς εξουσίας σε επίπεδο περιφέρειας, δεν έχουν αποκτήσει όμως ευρύτερη πολιτική δυναμική, ικανή να τους ανεβάσει σε υψηλά επίπεδα και στις περιφέρειες που δεν ασκούν εξουσία.

Το άλλο πρόβλημα των Ρεπουμπλικανών είναι η παραδοσιακή σύγκρουση προσωπικοτήτων του χώρου. Ήδη τρεις περιφερειάρχες έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να είναι προεδρικοί υποψήφιοι, ενώ υπάρχουν και άλλες προσωπικότητες της κεντροδεξιάς, όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρώην επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, που θα ήθελαν να αναμετρηθούν με τον Μακρόν στις προεδρικές του 2022.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο έχει δοκιμάσει εκλογικά βάθη ανάλογα με του ΚΙΝΑΛ, αξιοποίησε τις περιφερειακές εκλογές για να σταθεροποιηθεί και να επιβληθεί στον ευρύτερο χώρο μαζί με τους Οικολόγους και σε βάρος της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν.

Και πάλι, οι αναλυτές δυσκολεύονται να αποφασίσουν αν το Σοσιαλιστικό κόμμα έχει δυναμική ανοδική τάση ή απλά αξιοποιεί την παραδοσιακά ισχυρή παρουσία του σε επίπεδο περιφερειών.

Στις περιφέρειες που ελέγχει το Σοσιαλιστικό Κόμμα το ποσοστό του ήταν της τάξης του 28% ενώ στις περιφέρειες που δεν είχε τον περιφερειάρχη περιορίστηκε στο 14%.

Σε κάθε περίπτωση το Σοσιαλιστικό κόμμα, από το οποίο προέρχεται ο Μακρόν και το λεηλάτησε στις προεδρικές εκλογές του 2017, φαίνεται να ανακάμπτει από πολύ χαμηλά εκλογικά επίπεδα και οι Ρεπουμπλικανοί, τους οποίους πιέζει πολιτικά τα τελευταία χρόνια ο Μακρόν, αναδεικνύονται πάλι ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Γαλλίας.

Οι περιφερειακές εκλογές δεν είναι συγκρίσιμες με τις προεδρικές, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα περιθώρια ελιγμών του Μακρόν έχουν περιοριστεί. Το κόμμα που δημιούργησε δεν τραβάει. Η Λεπέν, την οποία προβάλλει ως απειλή για να συσπειρώσει τον κόσμο γύρω του, μπορεί να μην είναι τόσο επικίνδυνη στην αντίληψη των ψηφοφόρων. Οι Ρεπουμπλικανοί δείχνουν να κυριαρχούν στον κεντροδεξιό, δεξιό πολιτικό χώρο, στον οποίο μετακινήθηκε ο Μακρόν για να εμποδίσει την ανάπτυξη της Λεπέν. Οι Σοσιαλιστές, τους οποίους λεηλάτησε εκλογικά ο Μακρόν, εμφανίζουν σημάδια ανάκαμψης και οι Οικολόγοι, τους οποίους είχε εκφράσει σε μεγάλο βαθμό το 2017 αλλά στη συνέχεια απογοήτευσε, δείχνουν να στέκονται στα πόδια τους.

Αναπόφευκτα οι ψηφοφόροι θα επιχειρήσουν μια νέα αξιολόγηση της προοπτικής του Μακρόν, ο οποίος εμφανίζει αρκετά ισχυρή δημοσκοπική εικόνα, ταυτόχρονα όμως μια εικόνα προεδρικής πολιτικής μοναξιάς.

Οι ευρωπαϊκές προεκτάσεις

Οι ευρωπαϊκές θέσεις που υποστηρίζει ο Μακρόν είναι τις περισσότερες φορές σύμφωνες με αυτές που υποστηρίζει η Ελλάδα, ενώ έχει πάρει πρωτοβουλίες και για την υποστήριξη της χώρας μας έναντι των τουρκικών απειλών και της σχετικής ευρωπαϊκής αδιαφορίας.

Η αποχώρηση της Μέρκελ από τον δημόσιο βίο, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2021, και η γαλλική προεδρία στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2022, τους μήνες που θα προηγηθούν των προεδρικών του Μαΐου του 2022, δημιουργούσαν την εντύπωση ότι θα ενισχυόταν το ειδικό βάρους του Μακρόν και της Γαλλίας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αυτού του είδους οι υπολογισμοί μπορούν να αλλάξουν μετά το αρνητικό για τον Μακρόν και το κόμμα του αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών.

Η πολιτική του αδυναμία συνδυάζεται με την εντυπωσιακή ανασυγκρότηση των δυνάμεων των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών. Τον Απρίλιο είχαν καταβαραθρωθεί δημοσκοπικά στο 22%-23% εξαιτίας της κόπωσης των Γερμανών με τα περιοριστικά μέτρα αλλά και της σκληρής αναμέτρησης για την ηγεσία στο τέλος της εποχής Μέρκελ. Από τότε, οι Χριστιανοδημοκράτες έλυσαν το πρόβλημα της ηγεσίας σε όφελος του κεντρώου πρωθυπουργού της Κάτω Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Λάσετ, ο οποίος θα είναι και ο υποψήφιος καγκελάριος του κόμματος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων του τελευταίου δεκαπενθήμερου, οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν ανεβάσει το ποσοστό τους στο 28% έως 29%, με τους Πράσινους να εμφανίζονται ισχυροί δεύτεροι με 21%-22%, τους Σοσιαλδημοκράτες στην τρίτη θέση με 15%-16%, τους Φιλελεύθερους ανεβασμένους στο 12%-13%, τους σκληρούς δεξιούς έως ακροδεξιούς της Εναλλακτικής για τη Γερμανία γύρω στο 10% και την Αριστερά στο 6%-7%.

Τα ποσοστά αυτά δείχνουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες, με δεδομένο ότι τα κόμματα αρνούνται οποιαδήποτε συνεργασία με την Εναλλακτική για τη Γερμανία και τα ποσοστά της Αριστεράς είναι πολύ χαμηλά για να κάνουν τη διαφορά.

Η νέα αυτοπεποίθηση των Χριστιανοδημοκρατών φαίνεται στην προβολή των θέσεων του κυβερνητικού προγράμματός τους. Αυτό στηρίζεται σε αυστηρότερη δημοσιονομική διαχείριση για να υπάρξουν περιθώρια για φοροαπαλλαγές και στην προειδοποίηση του Λάσετ ότι: «Ο ευρωπαϊκός δανεισμός στη βάση της αμοιβαιότητας είναι προσωρινός και στιγμιαίος. Δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει βήμα προς μια ένωση χρέους».

Με τον Μακρόν να εμφανίζει σημάδια πολιτικής αποδυνάμωσης και τη γερμανική κεντροδεξιά να επιστρέφει, με ενισχυμένη αυτοπεποίθηση, στις γνωστές θέσεις της, τα ευρωπαϊκά ανοίγματα που έγιναν στο τέλος της περιόδου Μέρκελ με πρωτοβουλία Μακρόν μπορεί να μην έχουν εντυπωσιακή συνέχεια.