Η πανδημία κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους - Free Sunday
Η πανδημία κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους
Η Ελλάδα εξαίρεση στη διεθνή τάση

Η πανδημία κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους

Σύμφωνα με έκθεση της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, η πανδημία έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις σε ό,τι αφορά τη διεθνή κατανομή του πλούτου.

Σε γενικές γραμμές, με την πανδημία οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι εξαιτίας της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθούν οι περισσότερες χώρες.

Το πρόβλημα του εύκολου και σε περιπτώσεις παράνομου πλουτισμού σε συνθήκες μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών δυσκολιών, για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, είναι εκρηκτικό από πολιτική άποψη.

Oι προσπάθειες να γίνει το διεθνές οικονομικό σύστημα περισσότερο δημοκρατικό και να αποκτήσει μεγαλύτερη διαφάνεια προσκρούουν στις σύγχρονες εξελίξεις, όπως είναι η ενίσχυση της ψηφιακής οικονομίας και των κρυπτονομισμάτων, αλλά και στις αντιδράσεις πολλών κυβερνήσεων που είναι αποφασισμένες να υπερασπιστούν το φορολογικό πλεονέκτημα των χωρών τους.

Αύξηση των εκατομμυριούχων

Σύμφωνα με την έκθεση της Credit Suisse, οι εκατομμυριούχοι –αυτοί δηλαδή που έχουν καθαρή περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων– έφτασαν στα τέλη του 2020 στα 56,1 εκατομμύρια. Αυξήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατά 5,2 εκατομμύρια, με το 1/3 των νέων εκατομμυριούχων να προέρχoνται από τις ΗΠΑ.

Γύρω στο 90% των εκατομμυριούχων έχουν καθαρή αξία κατώτερη των 5 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά 7 εκατομμύρια έχουν περιουσία ανώτερη των 5 εκατομμυρίων δολαρίων.

Εντυπωσιακή ήταν και η αύξηση, κατά τη διάρκεια του 2020, των πολύ πλουσίων με καθαρή αξία άνω των 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Στα τέλη του 2020 έφτασαν τις 215.030, ενώ στα τέλη του 2019 ήταν 173.620.

Οι εκατομμυριούχοι είναι άνισα κατανεμημένοι σε διάφορες χώρες. Για παράδειγμα, στην Ινδία, την Ινδονησία και τη Ρωσία εκατομμυριούχοι είναι 1 στους 1.000 ενήλικες. Στην Κίνα εκατομμυριούχοι είναι 1 στους 200. Στις ΗΠΑ καθαρή περιουσία άνω του 1 εκατομμυρίου δολαρίων έχει το 8% των ενηλίκων, ενώ στην Ελβετία το 15%! Η μεθοδολογία της Credit Suisse στηρίζεται κυρίως στην ακίνητη περιουσία και σε περιουσιακά στοιχεία που δύνανται να επενδυθούν.

Τα κέρδη, σε ό,τι αφορά την περιουσία των πλουσιότερων πολιτών, ήταν εξαιρετικά σημαντικά στη Βόρειο Αμερική και στην Ευρώπη, παρά τη μεγάλη σε διάρκεια και ένταση κρίση της πανδημίας που χτύπησε και τις δύο περιοχές.

Η έκπληξη του β’ εξαμήνου

Οι οικονομολόγοι της Credit Suisse υπολόγισαν ότι η πανδημία προκάλεσε στο ξεκίνημά της σημαντική μείωση των περιουσιακών στοιχείων και της προσωπικής περιουσίας. Μέχρι τον Μάρτιο του 2020 είχε καταγραφεί πτώση της ακίνητης περιουσίας και της αξίας των μετοχών που είχαν στη διάθεσή τους τα νοικοκυριά κατά 4,4% και πτώση της μέσης καθαρής περιουσίας των ενηλίκων κατά 4,7%.

Με την πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες, στηρίχθηκε η οικονομία με πρόσθετες δαπάνες και με την οργανωμένη πτώση των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψουν οι χρηματιστηριακές αξίες τον Ιούνιο του 2020 στα προ πανδημίας επίπεδα και στη συνέχεια να υπάρξει σημαντική αύξηση της περιουσίας των πιο ευκατάστατων, εξαιτίας της ανόδου των τιμών των ακινήτων και της ανόδου των χρηματιστηριακών αξιών.

Έτσι, εκτιμάται ότι η ακίνητη περιουσία των νοικοκυριών, υπολογισμένη σε δολάρια ΗΠΑ, αυξήθηκε κατά 7,4% το 2020, σε 318,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η μέση περιουσία των ενήλικων πολιτών αυξήθηκε 6% στα 79.952 δολάρια.

Οι εκτιμήσεις της ελβετικής τράπεζας για την πορεία μέχρι το 2025 είναι ιδιαίτερα θετικές. Υπολογίζεται ότι, με βάση την πολιτική που ακολουθείται –συνδυασμός δημοσιονομικής στήριξης και χαμηλά επιτόκια–, η ακίνητη περιουσία θα έχει αυξηθεί κατά 39% μέχρι το 2025 και η μέση περιουσία των ενηλίκων κατά 31%.

Κοινωνική αδικία

Οι οικονομολόγοι της Credit Suisse είναι ιδιαίτερα αυστηροί στην αξιολόγηση των διεθνών τάσεων. Όπως επισημαίνουν στην έκθεσή τους: «Η αντίθεση μεταξύ του τι συμβαίνει σε σχέση με την περιουσία των νοικοκυριών και τι συμβαίνει στην ευρύτερη οικονομία είναι ιδιαίτερα τονισμένη».

Από το 2000 η περιουσία όσων έχουν περιουσιακά στοιχεία άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων τετραπλασιάστηκε και το ποσοστό συμμετοχής τους στον παγκόσμιο πλούτο αυξήθηκε από 35% σε 46%.

Υπολογίζεται ότι 2,9 δισεκατομμύρια πολίτες, το 55% των ενηλίκων, έχουν καθαρή περιουσία κατώτερη των 10.000 δολαρίων. Όπως υπογραμμίζουν οι οικονομολόγοι της Credit Suisse: «Οι διαφορές στον πλούτο μεταξύ των ενηλίκων διευρύνθηκαν το 2020 στον κόσμο συνολικά όπως και στις περισσότερες χώρες».

Συμπληρώνουν την κριτική τους στην αύξηση του πλούτου για το 2020 τονίζοντας τα εξής: «Αυτή η αύξηση θα ήτανε μεγάλη για οποιαδήποτε χρονιά, αλλά είναι εντυπωσιακή για έναν χρόνο που χαρακτηρίζεται από κοινωνική και οικονομική αναστάτωση. Μια βασική επιρροή για αυτή την κατάσταση είναι τα μέτρα που υιοθετήθηκαν σαν απάντηση στην πανδημία».

Γενικότερη τάση

Η τάση που καταγράφει η Credit Suisse, με τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι σε περίοδο πανδημίας, είναι γενικότερη.

Παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική αναταραχή του 2008. Επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα προσαρμογής, χαρακτηριστικά τα μνημόνια που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, ενώ οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του οικονομικού, τραπεζικού συστήματος, που οδήγησαν με τις κερδοσκοπικές πρακτικές τους στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έμειναν ουσιαστικά εκτός λογαριασμού.

Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκαν τεράστιες ποσότητες δημόσιου χρήματος για να καλυφθούν οι συνέπειες από τα λάθη και τις παραλείψεις τους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί σε πολλές χώρες η μεσαία τάξη λόγω δραστικής μείωσης των περιουσιακών στοιχείων πολλών πολιτών, να ασκηθεί μεγάλη φορολογική πίεση στα εισοδήματα και να αυξηθεί επικίνδυνα το δημόσιο χρέος, υπονομεύοντας την οικονομική και κοινωνική προοπτική.

Εάν κρίνουμε από όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, η ιστορία επαναλαμβάνεται σε όφελος των προνομιούχων και κυρίως εκείνων που ελέγχουν το διεθνές οικονομικό, χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρατηρούνται τα ίδια φαινόμενα που είχαμε στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Παίζει ρόλο και η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, με την πανδημία να λειτουργεί σαν καταλύτης. Οι ψηφιακοί κολοσσοί των ΗΠΑ και της Κίνας συμβάλλουν σε μια φοβερή συγκέντρωση ρευστού, πλούτου και επιρροής, η οποία αλλάζει και τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί μια χωρίς προηγούμενο κερδοσκοπία γύρω από τα κρυπτονομίσματα, ενώ τα funds και η λεγόμενη σκιώδης τραπεζική (shadow banking) έχουν μεγαλύτερη ισχύ από ό,τι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, χωρίς να ελέγχονται ουσιαστικά.

Έχουμε, λοιπόν, έναν συνδυασμό παραγόντων, χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, επεκτατική νομισματική πολιτική για να κρατηθούν τα επιτόκια σε χαμηλά και αρνητικά επίπεδα, ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, ανάπτυξη της κερδοσκοπίας γύρω από τα κρυπτονομίσματα, ρεκόρ χρηματιστηριακών δεικτών, ενίσχυση του ρόλου των funds και της σκιώδους τραπεζικής, που συνδυάζονται για να δώσουν φοβερή ανάπτυξη του πλούτου με μεγαλύτερες κοινωνικές ανισότητες.

Τα κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά του διεθνούς οικονομικού συστήματος αναπτύσσονται συνεχώς, γεγονός που ενισχύει το συστημικό ρίσκο. Έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια αυτοτροφοδοτούμενη αστάθεια, εφόσον άλλοι εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις που περιγράψαμε και άλλοι πληρώνουν τον λογαριασμό.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπάιντεν, ηγείται μιας διεθνούς προσπάθειας να μπει κάποια τάξη στο σύστημα. Χαρακτηριστική η πρωτοβουλία του, σε επίπεδο Ομάδας των 7, για την επιβολή ενός ελάχιστου φόρου στα κέρδη των επιχειρήσεων, σε διεθνές επίπεδο.

Κι ενώ δημιουργείται μια πολιτική δυναμική προς τη σωστή κατεύθυνση, πολλές κυβερνήσεις αντιτίθενται σε αυτή την προσπάθεια, επικαλούμενες τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών τους.

Στην Ευρωζώνη, οι πρώτοι υπουργοί Οικονομικών που αντέδρασαν δημοσίως στις προτάσεις Μπάιντεν ήταν της Κύπρου και της Ιρλανδίας. Οι χώρες τους έχουν αποκτήσει ένα εντυπωσιακό φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο δεν διαπραγματεύονται, επικαλούμενες τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και το γεγονός ότι η φορολογική πολιτική είναι εκτός ευρωπαϊκών συνθηκών.

Στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας και πρόεδρος του Eurogroup, Ντόνοχιου, δέχθηκε μεγάλη πίεση από ευρωβουλευτές διαφορετικών πολιτικών ομάδων για τη στάση της κυβέρνησής του.

Ανέπτυξε μια πρωτότυπη άμυνα, η οποία ενίσχυσε τον προβληματισμό των ευρωβουλευτών. Δήλωσε ότι σαν πρόεδρος του Eurogroup δεν έχει εντολή για να διαπραγματευθεί ζητήματα φορολογικής πολιτικής και πως, εάν υπάρξει τέτοια πρωτοβουλία, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN), στο οποίο συμμετέχουν και οι 27 υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσθεσε, πάντως, ότι η κυβέρνηση θα συνεργαστεί με τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και με όλους τους ενδιαφερομένους για να υπάρξει πρόοδος στο θέμα.

Παρακολουθώντας την επιχειρηματολογία του προέδρου του Eurogroup, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ δύσκολο να επιβληθεί κάποιου είδους φορολογική δικαιοσύνη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν εξασκηθεί στην απόκτηση και στη διατήρηση φορολογικού πλεονεκτήματος με μια κούρσα των φορολογικών συντελεστών προς τα κάτω.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Στην έκθεση της Credit Suisse για την εξέλιξη του πλούτου κατά τη διάρκεια του 2020 υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία.

Όπως επισημαίνεται, το ΑΕΠ υποχώρησε στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία το 2020 κατά μέσον όρο 9,4%. Στη χώρα μας 8,3%, στην Ιταλία 8,9% και στην Ισπανία 11%.

Λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων, συγκρατήθηκε η αύξηση της ανεργίας από 13,4% σε 14,1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας παρατηρήθηκε στην Ισπανία, από 13,8%, σε 16,6%.

Η ελβετική τράπεζα αναφέρεται στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για αύξηση του ΑΕΠ σε αυτές τις τρεις χώρες 4,8% το 2021, 4,4% το 2022 και μόλις 1,2% το 2025.

Και στις τρεις χώρες σημειώθηκε σημαντική αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών, εφόσον το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά μέσον όρο 2,2% το 2020, αλλά η ιδιωτική κατανάλωση έπεσε κατά 8,9%. Το 2021 προβλέπεται αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 6,8%, αισθητά μεγαλύτερη από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2,8%.

Στα τέλη του 2020 τα περιουσιακά στοιχεία ανά ενήλικο ήταν στα 104.603 δολάρια στην Ελλάδα, στα 227.122 δολάρια στην Ισπανία και στα 239.244 δολάρια στην Ιταλία. Κατά την περίοδο 2000-2020, τα περιουσιακά στοιχεία ανά ενήλικο αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 2% στην Ελλάδα, 3,5% στην Ιταλία και 5,6% στην Ισπανία, αυξάνοντας το περιουσιακό χάσμα σε βάρος της πατρίδας μας.

Αν και, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Credit Suisse, η ανισότητα στον πλούτο δεν είναι από τις υψηλότερες σε αυτές τις τρεις χώρες, ο σχετικός δείκτης (Gini coefficient) αυξήθηκε στην Ιταλία από 60,1 το 2000 σε 66,5 το 2020 και στην Ισπανία από 65,6 σε 69,2.

Αντίθετα, στην Ελλάδα ο συντελεστής Gini έπεσε από 69,6 το 2000 σε 65,7 το 2020 και το ποσοστό του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων υποχώρησε από 25,3% στο 20,4%. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Credit Suisse: «Η μείωση της περιουσιακής ανισότητας στην Ελλάδα καθρεφτίζει τη μεγάλης διάρκειας κρίση της ελληνικής οικονομίας που ακολούθησε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτή μείωσε την αξία των μετοχών και των περισσότερων επιχειρήσεων, δημιουργώντας τεράστιες απώλειες κεφαλαίου για τα άτομα με μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία».

Ίσως αυτό να είναι ένα είδος παρηγοριάς. Χτυπηθήκαμε πιο σκληρά από τους άλλους από τις αλλεπάλληλες κρίσεις αλλά με λιγότερο άδικο τρόπο...