Σοβαρά εμπόδια στον δρόμο της ανάπτυξης - Free Sunday
Σοβαρά εμπόδια στον δρόμο της ανάπτυξης
Με συστηματική δουλειά μπορούμε να τα ξεπεράσουμε

Σοβαρά εμπόδια στον δρόμο της ανάπτυξης

Όλα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία ετοιμάζεται να μπει σε περίοδο ανάκαμψης και στη συνέχεια δυναμικής ανάπτυξης. Δεν υπάρχει όμως κάποιος αυτοματισμός που εγγυάται την οικονομική επιτυχία, ύστερα από 11 χρόνια μεγάλης δοκιμασίας.

Αντίθετα, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουμε με τις κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις. Δεν τίθεται θέμα να ματαιωθεί η διαφαινόμενη περίοδος ανάκαμψης και ανάπτυξης, μπορούν όμως να επηρεαστούν αρνητικά οι εξελίξεις.

Η πανδημία είναι εδώ

Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε έχει σχέση με την πανδημία, η οποία βρίσκεται σε σχετική ύφεση αλλά είναι πάντα εδώ. Ειδικοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα, το οποίο έχει τα δικά του προβλήματα, δεν αρκεί για την πλήρη αντιμετώπιση της πανδημίας. Τους ανησυχούν οι παραλλαγές Δέλτα και Δέλτα+, ενώ θεωρούν ως βασικό σενάριο τη συνέχιση της δοκιμασίας –με τον ένα ή τον άλλον τρόπο– μέχρι το γ’ τετράμηνο του 2022.

Αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχουμε πλήρη επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα και πως είναι πιθανόν να χρειαστούν το φθινόπωρο και τον χειμώνα νέες παρεμβάσεις και περιοριστικά μέτρα.

Το κλίμα αβεβαιότητας σε σχέση με την πανδημία έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία, όπως και για τις αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Ελληνική υστέρηση

Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι η ελληνική υστέρηση σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι βέβαια είναι και ανταγωνιστές. Από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μεταξύ των «27», γεγονός που έχει προκαλέσει την οικονομική υποβάθμισή της στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Αυτή η υποβάθμιση συνεχίζεται και την περίοδο της πανδημίας, εφόσον η χώρα μας κατέγραψε το 2020 τη μεγαλύτερη πτώση στο ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Με βάση την οικονομική δυναμική που έχει αναπτυχθεί, η Ευρωζώνη θα καλύψει σαν σύνολο την οικονομική ζημιά που έχει υποστεί από την πανδημία μέσα στο γ’ τρίμηνο του 2021, ενώ εμείς θα πρέπει να περιμένουμε τα μέσα του 2022 για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος.

Επομένως, συνεχίζεται η επιδείνωση της συγκριτικής μας θέσης στο εσωτερικό της Ε.Ε., γεγονός που επηρεάζει τις οικονομικές εξελίξεις και την προοπτική.

Το ζήτημα του τουρισμού

Η διαφορά σε βάρος της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της πανδημίας οφείλεται κυρίως στο ειδικό βάρος που έχουν ο τουρισμός και οι υπηρεσίες στην οικονομία τους. Σε ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ των «Financial Times», το οποίο υπογράφει η ανταποκρίτρια της έγκυρης εφημερίδας στην Αθήνα, Ελένη Βαρβιτσιώτη, παρουσιάζονται τα προβλήματα του ελληνικού τουριστικού τομέα.

Αναφέρεται ότι στον τουριστικό τομέα και τα παρακλάδια του απασχολούνται 432.000 άτομα, δηλαδή το 10% του συνόλου των εργαζομένων, αναλογικά περίπου διπλάσιοι απ’ ό,τι στην Ισπανία.

Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι η κατάρρευση του τουρισμού το 2020 ήταν υπεύθυνη για τα δύο τρίτα της πτώσης του ελληνικού ΑΕΠ και πως, σύμφωνα με έκθεση της HSBC, η μερική ανάκαμψη του τουρισμού θα συμβάλει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% το 2021.

Η αβεβαιότητα που δημιουργεί η πανδημία ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στον τουρισμό και τους εργαζομένους. Ορισμένοι επιχείρησαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αλλά έφυγαν ξανά για το εξωτερικό μόλις διαπίστωσαν ότι οι επαγγελματικές προτάσεις που είχαν ήταν για απασχόληση περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Άλλοι, λιγότερο ανταγωνιστικοί, έχουν συνηθίσει –σύμφωνα με το ρεπορτάζ– στην επιδοματική πολιτική και διστάζουν να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας σε τόσο δύσκολες συνθήκες και με τόσο μεγάλη αβεβαιότητα.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα

Τον βαθμό δυσκολίας σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μεγαλώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Μετά από μία περίοδο σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, επιστρέψαμε το 2020 και το 2021 σε δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 10% του ΑΕΠ, τα οποία οδηγούν σε αύξηση του δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και σε χρέος-ρεκόρ ύψους 208% του ΑΕΠ.

Μπορεί οι όροι δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου να είναι εντυπωσιακά καλοί και οι θεσμοί να προεξοφλούν ότι το δημόσιο χρέος δεν θα αποτελέσει πρόβλημα για τα επόμενα χρόνια, είναι φανερό όμως ότι από τα τέλη του 2022 θα κληθούμε να εφαρμόσουμε μια πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.

Όσο καλύτερα προετοιμαστούμε γι’ αυτή την εξέλιξη, περιορίζοντας όπου είναι δυνατόν τις δαπάνες και αλλάζοντας το μείγμα των δαπανών υπέρ των επενδυτικών δαπανών, τόσο πιο ομαλό θα είναι το πέρασμά μας στην οικονομική ανάκαμψη και στη συνέχεια στην ανάπτυξη.

Αν αφήσουμε τα πράγματα να ξεφύγουν, θα χρειαστεί σε κάποια φάση να πατήσουμε δημοσιονομικό «φρένο», με αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά η αύξηση του ΑΕΠ.

Ήδη οι θεσμοί επισημαίνουν ότι το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό εμφανίζει ελλείμματα-ρεκόρ, η κάλυψη των οποίων στηρίζεται στην αύξηση της κρατικής επιδότησής του. Είναι το αδύνατο σημείο μας που συνέβαλε στην προηγούμενη κρίση. Ακόμη και η μεταρρύθμιση του καθεστώτος των επικουρικών συντάξεων, που επιχειρεί η κυβέρνηση σε όφελος της ιδιωτικής ασφάλισης, μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από το ολοένα αυξανόμενο έλλειμμα του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος. Τέλος, παρατηρούνται υπερβάσεις και στη φαρμακευτική δαπάνη, η οποία έχει κι αυτή ένα δύσκολο παρελθόν.

Η αύξηση των εισαγωγών

Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να περιορίσει τον αναπτυξιακό μας ρυθμό στη διάρκεια των επόμενων χρόνων είναι η αύξηση των εισαγωγών και η σχετική διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.

Περισσότερες εισαγωγές σημαίνουν χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και «εξαγωγή» θέσεων εργασίας. Τα στοιχεία των τελευταίων μηνών δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Καθώς η οικονομία βγαίνει σιγά-σιγά από τη στασιμότητα της πανδημίας, εκδηλώνονται τα διαρθρωτικά της προβλήματα με τη μορφή μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών απ’ ό,τι των εξαγωγών.

Η αρνητική αυτή τάση δείχνει πόσο αναγκαία –ταυτόχρονα και δύσκολη– είναι η αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ της βιομηχανικής παραγωγής και της εξωστρέφειας.

Το ενεργειακό

Την κατάσταση περιπλέκει η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ύστερα από τη μεγάλη πτώση του 2020, που είχε σχέση με την πανδημία. Η αύξηση αυτή έρχεται σε μια δύσκολη περίοδο για την ελληνική οικονομία.

Πρώτον, ο τουρισμός δεν έχει επανέλθει ακόμα σε κάποιου είδους κανονικότητα, με αποτέλεσμα να χάνουμε προσωρινά τα τουριστικά έσοδα που στηρίζουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι ύστερα από χρόνια εμφανίζουμε ξανά σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, λόγω του συνδυασμού μεγάλης πτώσης των τουριστικών εσόδων και διατήρησης ενός σημαντικού εμπορικού ελλείμματος.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προστίθεται στο μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα κι έτσι έχουμε τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα, τα οποία χαρακτήρισαν την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης που έφερε τα μνημόνια. Σήμερα, οι λόγοι για τα δίδυμα ελλείμματα είναι περισσότερο συγκυριακοί και λιγότερο ουσιαστικοί, αλλά αυτό δεν καταργεί την ανάγκη σχετικά γρήγορης αντιμετώπισής τους.

Δεύτερον, η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και ιδιαίτερα του φυσικού αερίου μεγαλώνει το ενεργειακό κόστος σε μία μεταβατική περίοδο. Το φυσικό αέριο έχει επιλεγεί σαν μεταβατικό καύσιμο κατά τη διάρκεια της απολιγνιτοποίησης, αλλά η εξέλιξη της διεθνούς τιμής του είναι ανησυχητική. Σύμφωνα, μάλιστα, με ρεπορτάζ των «Financial Times», η Ρωσία διαχειρίζεται σε αυτήν τη φάση τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. με έναν τρόπο που δίνει προτεραιότητα στην αύξηση της τιμής του.

Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου όπως και το κόστος των εισαγωγών ενέργειας πραγματοποιούνται ενώ δεν έχει βρεθεί ακόμη το κατάλληλο σύστημα για τη ρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που βρίσκεται σε διαδικασία απελευθέρωσης. Δημιουργείται έτσι ένα αρνητικό περιβάλλον, που προετοιμάζει νέες αυξήσεις στα τιμολόγια που θα επηρεάσουν το ήδη απαράδεκτα υψηλό ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας και θα ασκήσουν πίεση στα οικονομικά των νοικοκυριών.

Το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι ένα άλλο παραδοσιακά αδύναμο σημείο της ελληνικής οικονομίας και επιβάλλονται διορθωτικές παρεμβάσεις και σε αυτό το ζήτημα.

Οι τράπεζες

Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ήδη σε φάση ανάκαμψης από την κρίση του 2015 και προβλέπεται να ωφεληθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, εφόσον θα αυξηθούν η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και οι ποιοτικές επενδύσεις που θα στηρίξουν τις αποδόσεις των συστημικών τραπεζών.

Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι αν η βελτίωση του τραπεζικού συστήματος γίνεται αρκετά γρήγορα και με όρους που θα επιτρέψουν την επαρκή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, χωρίς τον αποκλεισμό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται –λόγω της κρίσης– αλλά μπορούν να τα καταφέρουν αν χρηματοδοτηθούν.

Από τη μια έχουμε τη βελτίωση της εικόνας του τραπεζικού συστήματος και της προοπτικής του και από την άλλη ένα νέο ρεκόρ στο ιδιωτικό χρέος, το οποίο αποτελείται από το άθροισμα των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, την εφορία και την κοινωνική ασφάλιση.

Όσο σημαντικότερες είναι οι παρεμβάσεις για τη γρήγορη ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι πιθανότητες πλήρους αξιοποίησης των επενδυτικών, αναπτυξιακών ευκαιριών.

Γραφειοκρατία και επενδύσεις

Το 2020 ήταν ακόμη μία χρονιά μεγάλης μείωσης των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η πανδημία έβαλε στο «ψυγείο» ιδιωτικοποιήσεις και επενδυτικά σχέδια.

Η προοπτική βελτιώνεται, αλλά το επενδυτικό έλλειμμα που πρέπει να καλύψουμε είναι πλέον τεράστιο, εφόσον οι επενδύσεις μας –σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ– κινούνται εδώ και χρόνια περίπου στο μισό του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, θα αποκλίνουμε από τους Ευρωπαίους εταίρους και ανταγωνιστές και θα μένουμε πίσω στην ευρωπαϊκή οικονομική κατάταξη και στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει αντιληφθεί τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα ξεπεραστούν έγκαιρα τα διοικητικά, γραφειοκρατικά εμπόδια για να πάμε στην επενδυτική «έκρηξη» που έχουμε ανάγκη. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν ότι ο αργός ρυθμός απόδοσης της Δικαιοσύνης δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις επιχειρήσεις και στις επενδύσεις. Αυτό, άλλωστε, επισημαίνεται σε όλες τις εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών για την ελληνική οικονομία. Δεν παρατηρείται όμως βελτίωση στο συγκεκριμένο θέμα, αντίθετα η πανδημία έριξε ακόμη πιο χαμηλά την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, σε ό,τι αφορά την οικονομία.

Οι βελτιώσεις που έχουμε κατά νου πρέπει να γίνουν γρήγορα και αποτελεσματικά, γιατί υπάρχουν πολλοί επενδυτικοί προορισμοί εξαιρετικά ελκυστικοί για τους ξένους επενδυτές, των οποίων διεκδικούμε το ενδιαφέρον και τα κεφάλαια.