Ποιος θα σταματήσει τον Όρμπαν; - Free Sunday
Ποιος θα σταματήσει τον Όρμπαν;
Ο ηγέτης της Ουγγαρίας εμφανίζεται εκλογικά άτρωτος

Ποιος θα σταματήσει τον Όρμπαν;

Οι σχέσεις της Ε.Ε. με την κυβέρνηση της Ουγγαρίας έχουν μπει σε νέα φάση δοκιμασίας. Αυτή τη φορά η διαμάχη αναπτύσσεται γύρω από έναν νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση Όρμπαν, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται η παρουσίαση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων και η ενθάρρυνση της ομοφυλοφιλίας από τα Μέσα Ενημέρωσης και τα εκπαιδευτικά κείμενα που απευθύνονται σε ανήλικους.

Είναι τέτοια η διατύπωση του νέου νόμου, ώστε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διακρίνουν σκόπιμη ταύτιση της ομοφυλοφιλίας με την παιδοφιλία.

Κρίση διαρκείας

Η κρίση στις σχέσεις Βρυξελλών και Βουδαπέστης τείνει πλέον να μετατραπεί σε μόνιμο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Από την κρίση για τη ρήξη του Όρμπαν με τον Σόρος και την ουσιαστική απαγόρευση λειτουργίας του ιδιωτικού πανεπιστημίου που ήλεγχε ο πολυεκατομμυριούχος, περάσαμε στην κρίση για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, για τον έλεγχο της Δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών και των ΜΜΕ από έμπιστους του καθεστώτος Όρμπαν, στην επεισοδιακή αποχώρηση του κόμματος Fidesz από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και απ’ ό,τι φαίνεται θα υπάρξει συνέχεια.

Ο Όρμπαν στην επίθεση

Ο Όρμπαν όταν πιέζεται από την Ε.Ε. δεν αναζητεί κάποιον συμβιβασμό, αλλά περνάει στην επίθεση με εσωτερικά πολιτικά κριτήρια.

Η Ουγγαρία είναι μία χώρα με μεγάλα εθνικά τραύματα από τη Συνθήκη του Τριανόν, η οποία περιόρισε εδαφικά την Ουγγαρία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και άφησε ένα σημαντικό ποσοστό των Ούγγρων εκτός Ουγγαρίας.

Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ουγγαρία προσπάθησε να αλλάξει την κατάσταση συνεργαζόμενη με τις δυνάμεις του Άξονα, με αποτέλεσμα να υποστεί τις συνέπειες μετά την ήττα του ναζισμού. Ακολούθησαν ο σοβιετικός κομμουνισμός και η σχετική καταπίεση.

Το αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής διαδρομής είναι ένας καταπιεσμένος πατριωτισμός, ο οποίος μετατρέπεται εύκολα σε εθνικισμό και προσφέρει στον Όρμπαν την πρώτη ύλη για τη σύγκρουσή του με τις Βρυξέλλες.

Κατά περιόδους ρίχνει λάδι στη φωτιά. Έχει καταγγείλει την καγκελάριο Μέρκελ για «ηθικό ιμπεριαλισμό», επειδή του άσκησε κριτική για την προσφυγική-μεταναστευτική πολιτική του. Ο ίδιος προβάλλει τη λεγόμενη «μη φιλελεύθερη Δημοκρατία» (illiberal Democracy) σαν εναλλακτικό τρόπο πολιτικής οργάνωσης. Κατά την άποψή του, η Ε.Ε. δίνει προτεραιότητα στα δικαιώματα του ατόμου, ενώ αυτός έχει οργανώσει ένα ανώτερο πολιτικό σύστημα, όπου προηγούνται τα δικαιώματα της συλλογικότητας.

Ακόμη και στο θέμα του προσφυγικού-μεταναστευτικού, ο Όρμπαν είναι προκλητικός εφόσον βλέπει πίσω από τις ροές προσφύγων και μεταναστών μία διεθνή συνωμοσία με υπογραφή Σόρος.

Η ένταση στις σχέσεις Βουδαπέστης-Βρυξελλών έχει σχέση και με τον πολιτικό σχεδιασμό του Όρμπαν ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2022. Αναζητεί το προνομιακό γι’ αυτόν πεδίο αναμέτρησης, ώστε να μπορέσει να συσπειρώσει σε ευρωσκεπτικιστική βάση τους ψηφοφόρους του και να διασπάσει την ενωμένη αντιπολίτευση.

Θύμα της επιτυχίας του

Ο Όρμπαν ηγείται από το 1988 του κόμματος Fidesz. Πρωταγωνίστησε στην εξέγερση της νεολαίας κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος και μετά την πτώση του κομμουνισμού μετέτρεψε το Fidesz σε κεντρώο πολιτικό κόμμα. Άσκησε εξουσία για μία τετραετία στη βάση μιας φιλελεύθερης στρατηγικής. H ήττα του, όμως, το 2006 από τους Σοσιαλιστές, που έχουν τις ρίζες τους στο κομμουνιστικό καθεστώς, τον έκανε να αλλάξει στρατηγική. Θεώρησε ότι εκτός από την κυβέρνηση πρέπει να ελέγξει και τους μηχανισμούς της εξουσίας, οι οποίοι λειτουργούσαν σε βάρος του λόγω της σύνδεσης του ισχυρού Σοσιαλιστικού Κόμματος με το κομμουνιστικό παρελθόν.

Από το 2010 ο Όρμπαν βρίσκεται στην εξουσία με ένα πρόγραμμα με χαρακτηριστικά σκληρής Δεξιάς και επιτυγχάνει εντυπωσιακά εκλογικά ποσοστά.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2010 το Fidesz πέτυχε ποσοστό 52,7%, στις εκλογές του 2014 ποσοστό 44,8% και στις εκλογές του 2018 ποσοστό 49,2%.

Οι τρεις εκλογικοί θρίαμβοι εξασφάλισαν στον Όρμπαν –με τη βοήθεια των πολιτικών συμμάχων του– συνταγματική πλειοψηφία δύο τρίτων στη Βουλή. Αυτό σημαίνει ότι η Βουλή μπορεί να αναθεωρεί το Σύνταγμα σύμφωνα με τις επιδιώξεις του καθεστώτος.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η επικράτηση του Fidesz στις ευρωεκλογές. Σε αυτές του 2009 πέτυχε ποσοστό 56,3%, στις ευρωεκλογές του 2014 πέτυχε 51,4% και στις ευρωεκλογές του 2019 πέτυχε 52,5%.

Τα «πενηντάρια» που εξασφαλίζει ο Όρμπαν στις ευρωεκλογές είναι η απόλυτη επιβράβευση της ευρωσκεπτικιστικής του γραμμής από τους ψηφοφόρους της Ουγγαρίας.

Είχαν εξασφαλίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα μέχρις ότου δώδεκα κόμματα του ΕΛΚ πήραν την πρωτοβουλία για να επιβάλουν κάποιους κανόνες συμπεριφοράς στο Fidesz, ή να το υποχρεώσουν να αποσυρθεί από την ευρωπαϊκή οικογένεια της κεντροδεξιάς.

Σε αυτή τη διαδικασία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, ο οποίος θεωρούσε απαράδεκτη την πολιτική συμβίωση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς με ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του Fidesz.

Τελικά, ο Όρμπαν απέσυρε το κόμμα του από το ΕΛΚ για να προλάβει την επίσημη διαγραφή του. Η όλη διαδικασία σημαδεύτηκε από ένα κωμικοτραγικό γεγονός. Ο επικεφαλής της ισχυρής κοινοβουλευτικής ομάδας του Fidesz στο ΕΛΚ συνελήφθη από τη βελγική αστυνομία για συμμετοχή σε πάρτι ομοφυλόφιλων, παρά την απαγόρευση συγκεντρώσεων σε κλειστούς χώρους που ίσχυε λόγω πανδημίας. Ο συγκεκριμένος ευρωβουλευτής ειδικευόταν σε πολιτικές παρεμβάσεις υπέρ της οικογένειας και του κοινωνικού συντηρητισμού, χωρίς αυτές να δεσμεύουν την προσωπική του συμπεριφορά.

Το τέλος του δικομματισμού

Ο θρίαμβος του Όρμπαν συνδυάζεται με την αποδυνάμωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στην Ουγγαρία μέχρι το 2010 είχαμε μία μορφή δικομματισμού, με το Fidesz να διεκδικεί την εξουσία για λογαριασμό όσων είχαν δώσει μάχη κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να εκφράζει κάποιου είδους ιστορική συνέχεια με τον ουγγρικό κομμουνισμό, ο οποίος ήταν αρκετά διαφοροποιημένος από το σοβιετικό μοντέλο.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν στην εξουσία την περίοδο 2006-2010 και δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

Στις εκλογές του 2006 επικράτησε με 43,2% και προχώρησε σε κυβερνητικό συνασπισμό με ένα φιλελεύθερο κόμμα για να περάσει το μήνυμα ότι είχε ξεπεράσει τον αυταρχισμό της κομμουνιστικής περιόδου.

Τον Μάρτιο του 2009 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος ο Γκιουρξάνι, αναγνωρίζοντας έτσι την αδυναμία του να διαχειριστεί αποτελεσματικά την οικονομική κρίση. Το άλλοτε πανίσχυρο Σοσιαλιστικό Κόμμα μπήκε, υπό την πίεση της κρίσης, σε διαδικασία «πασοκοποίησης». Στις ευρωεκλογές του 2009 το ποσοστό του έπεσε στο 17,3% και στις βουλευτικές εκλογές του 2010 στο 19,3%.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Γκιουρξάνι ίδρυσε το 2011 ανταγωνιστικό κόμμα στον χώρο της κεντροαριστεράς, τη Δημοκρατική Συμμαχία.

Η μεγάλη ήττα των Σοσιαλιστών και η διάσπαση που ακολούθησε σήμανε ουσιαστικά το τέλος του ουγγρικού δικομματισμού και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την κυριαρχία του Όρμπαν και του Fidesz.

Απαλλαγμένος από την πολιτική πίεση που δεχόταν από τα αριστερά, ο Όρμπαν σκλήρυνε τις θέσεις και την πολιτική του και δημιούργησε μία δυναμική επ’ αόριστον παραμονής στην εξουσία.

Η επόμενη ημέρα

Οι Βρυξέλλες είναι ανάστατες γιατί διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει στην Ουγγαρία πολιτική δύναμη ικανή να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Όρμπαν.

Εκφράζουν την ανησυχία τους με τη λογική δυτικοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η ουγγρική κοινή γνώμη θα ανταποκριθεί θετικά στις παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών.

Μπορεί ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου –ο οποίος είναι παντρεμένος με άνδρα– να θεωρεί ακατανόητες τις θέσεις του Όρμπαν υπέρ του περιορισμού της ομοφυλοφιλίας και η πρωθυπουργός της Φινλανδίας –η οποία μεγάλωσε με τη μητέρα της και τη σύντροφό της– να θεωρεί αδιανόητο τον κοινωνικό συντηρητισμό του ουγγρικού καθεστώτος, όλα όμως θα κριθούν και το 2022 από τους πολίτες της Ουγγαρίας.

Ο Όρμπαν θεωρεί ότι το νέο μέτωπο που έχει ανοίξει με τις Βρυξέλλες θα οδηγήσει στην εκλογική συσπείρωση που χρειάζεται για να εξασφαλίσει την τέταρτη συνεχή τετραετία και την πέμπτη συνολικά.

Για παράδειγμα, το Fidesz δίνει μάχη κατά της οργάνωσης Labrisz, που μάχεται υπέρ των δικαιωμάτων των λεσβιών. Το περασμένο φθινόπωρο η συγκεκριμένη οργάνωση εξέδωσε παιδικό βιβλίο εμπνευσμένο από τα παραμύθια του Σαρλ Περό και των αδερφών Γκριμ. Η Σταχτοπούτα είναι νεαρό γκέι αγόρι που ανήκει στη μειονότητα των Ρομά και η Χιονάτη είναι αγοροκόριτσο.

Οι κυβερνητικοί παράγοντες κάλεσαν τους ομοφυλόφιλους «να αφήσουν ήσυχα τα παιδιά μας», ενώ η Ουγγαρία έχει ήδη απαγορεύσει την αλλαγή φύλου με ληξιαρχική πράξη.

Οι περισσότεροι πρωθυπουργοί της Ε.Ε., όπως και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν, έχουν προειδοποιήσει την Ουγγαρία ότι αν δεν αλλάξει το περιεχόμενο του νόμου που ψηφίστηκε για την απαγόρευση προβολής ομοφυλοφιλικού περιεχομένου σε ανηλίκους, θα βρεθεί αντιμέτωπη με προσφυγή για παραβίαση του ευρωπαϊκού Δικαίου και πως αν προκύψει καταδίκη από το Δικαστήριο της Ε.Ε. θα ακολουθήσουν οικονομικές κυρώσεις.

Η κυβερνητική πάντως θέση που προβάλλουν τα στελέχη του Fidesz είναι ότι πρέπει να απαγορευτεί η προπαγάνδα οργανώσεων υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ στα σχολεία, με το σκεπτικό ότι η σεξουαλική κατεύθυνση των ανηλίκων είναι βασική αρμοδιότητα των γονέων.

Η πολιτική απειλή για τον Όρμπαν δεν προέρχεται από τις Βρυξέλλες –οι οποίες θα δυσκολευτούν να περάσουν τα μηνύματά τους στην κοινή γνώμη της Ουγγαρίας– αλλά από την προσπάθεια των δυνάμεων της αντιπολίτευσης να ενωθούν, παρακάμπτοντας βασικές διαφορές που έχουν, για να φύγουν επιτέλους ο Όρμπαν και το Fidesz από την εξουσία.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεσμεύτηκαν να κατεβάσουν κοινούς υποψήφιους στις 106 εκλογικές περιφέρειες που αναδεικνύουν τους 199 βουλευτές του Κοινοβουλίου και κοινό υποψήφιο για την πρωθυπουργία.

Συμφωνήθηκε ότι ο κοινός υποψήφιος για την πρωθυπουργία θα αναδειχθεί το φθινόπωρο σε δύο γύρους, με άμεση ψηφοφορία των πολιτών που ενδιαφέρονται.

Με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο, το ποσοστό του κόμματος Fidesz του Όρμπαν κυμαίνεται από 47% ως 52% και των κομμάτων της ενωμένης αντιπολίτευσης από 42% ως 50%.

Ανάλογα με τη δημοσκόπηση, στις επόμενες βουλευτικές εκλογές μπορεί να έχουμε επικράτηση του Fidesz με διαφορά 8 ως 9 μονάδες, αλλά και νίκη της ενωμένης αντιπολίτευσης με διαφορά τριών μονάδων.

Είναι λογικό να θελήσει ο Όρμπαν να εκμεταλλευθεί τις διαφορετικές αντιλήψεις των ψηφοφόρων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η νέα κόντρα με τις Βρυξέλλες για τον τρόπο ενημέρωσης των ανηλίκων για την ομοφυλοφιλία τού προσφέρει αυτή τη δυνατότητα.

Ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη Βουλή είναι το Jobbik, το οποίο μέχρι το 2014 αντιμετωπιζόταν από τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα σαν κάτι ανάλογο με τη Χρυσή Αυγή, γι’ αυτό απέφευγαν κάθε επαφή μαζί του. Από το 2015, όμως, το Jobbik μετακινείται προς τον χώρο της Δεξιάς. Το 2018 αναδείχθηκε σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης εξασφαλίζοντας 19% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Στις ευρωεκλογές του 2019 έπεσε στο 6,3%, ενώ οι δημοσκοπήσεις το τοποθετούν στο 11% ως 16%.

Ανοδικά κινείται στην αντιπολίτευση η Δημοκρατική Συμμαχία του Γκιουρξάνι, η οποία καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά 13% ως 18%. Στις βουλευτικές εκλογές του 2018 κινήθηκε πολύ χαμηλά, στο 5,3% και λίγο έλειψε να μείνει εκτός Βουλής εφόσον στην Ουγγαρία ισχύει όριο 5% για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Στις ευρωεκλογές του 2019 η Δημοκρατική Συμμαχία πήρε 16% και αναδείχθηκε σε ισχυρότερη δύναμη της αντιπολίτευσης.

Η άνοδος της Δημοκρατικής Συμμαχίας πραγματοποιείται σε βάρος του «πασοκοποιημένου» Σοσιαλιστικού Κόμματος (MSZP), το οποίο κινείται δημοσκοπικά στο 5% ως 10%.

Τέλος, μια άλλη σημαντική δύναμη της αντιπολίτευσης είναι το φιλελεύθερο κόμμα Momentum, το οποίο καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά 7% ως 9%.

Έχουμε λοιπόν το Jobbik –ένα πρώην ακροδεξιό κόμμα που μετατοπίστηκε στον συντηρητικό χώρο– να προσπαθεί να συνεργαστεί με τους φιλελεύθερους του Momentum και τους κεντροαριστερούς του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Δημοκρατικής Συμμαχίας –οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση εμφυλίου από τη διάσπαση του 2011– για να απομακρύνουν από την εξουσία τον Όρμπαν και το Fidesz.

Η μάχη των υποψηφίων

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ήδη ανακοινώσει τους υποψηφίους που θα υποστηρίξουν στη διαδικασία ανάδειξης του κοινού υποψήφιου της αντιπολίτευσης για το πρωθυπουργικό αξίωμα.

Ισχυρός υποψήφιος είναι ο 40χρονος πρόεδρος του Jobbik, Πίτερ Τζάκαμπ, ο οποίος εκτιμάται ότι θα υποστηριχθεί από το 30% όσων ψηφίσουν. Σημασία όμως δεν έχει τόσο το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, όσο το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου στον οποίο συμφωνήθηκε να περάσουν οι τρεις πρώτοι του πρώτου γύρου.

Έτσι, είναι πολύ πιθανόν μια συμμαχία κεντροαριστερών και φιλελεύθερων να σταθεί εμπόδιο στην επικράτηση του προέδρου του Jobbik.

Ένας άλλος ισχυρός υποψήφιος της αντιπολίτευσης είναι ο δήμαρχος της Βουδαπέστης, Γκεργκέλι Καρατσόνι. Αποτελεί το σύμβολο της ενότητας της αντιπολίτευσης, εφόσον το Fidesz έχασε τον εξαιρετικά σημαντικό δήμο επειδή ο Καρατσόνι μπόρεσε να ενώσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Είναι δημοφιλής, αλλά δεν έχει ισχυρή κομματική βάση, γιατί προέρχεται από ένα μικρό οικολογικό κόμμα και τώρα κινείται στον φιλελεύθερο χώρο.

Η τρίτη ισχυρή υποψηφιότητα είναι της 49χρονης Κλάρα Ντόμπρεφ, αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ανήκει στην ηγεσία της Δημοκρατικής Συμμαχίας και είναι σύζυγος του πρώην πρωθυπουργού Γκιουρξάνι. Το αδύνατο σημείο της είναι ότι συμβολίζει η ίδια –και μέσω του συζύγου της– τις αντιπαλότητες και τον διχασμό της Αριστεράς.

Παιχνίδι τακτικής

Ο Όρμπαν θα κάνει σκληρό παιχνίδι τακτικής ενόψει των βουλευτικών του 2022. Θα χρησιμοποιήσει τη νέα κόντρα με τις Βρυξέλλες για να αναδείξει τις εσωτερικές αντιθέσεις της ενωμένης αντιπολίτευσης και να περιορίσει την αξιοπιστία της.

Η εικόνα μιας τόσο διαφορετικής, σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή της, αντιπολίτευσης τού δίνει αυτή τη δυνατότητα. Οι ψηφοφόροι του Jobbik δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν την επιχειρηματολογία των Βρυξελλών σε σχέση με την ομοφυλοφιλία.

Το Fidesz επενδύει πολλά στον δεύτερο γύρο των εκλογών για την ανάδειξη του κοινού υποψηφίου της αντιπολίτευσης, για την πρωθυπουργία. Αν, όπως όλα δείχνουν, συνασπιστούν οι κεντροαριστεροί και οι φιλελεύθεροι για να κλείσουν τον δρόμο στον πρόεδρο του Jobbik, το Fidesz θα αποκτήσει νέες δυνατότητες επηρεασμού των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του Jobbik.

Έχει αποδειχθεί ότι στις πολιτικές αναμετρήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών με τις εθνικές κυβερνήσεις, οι τελευταίες έχουν το πλεονέκτημα. Αυτή η τάση επιβεβαιώθηκε το 2015 με το ελληνικό δημοψήφισμα και το 2016 με το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για το Brexit.

Το ίδιο είναι πιθανό να συμβεί και στην Ουγγαρία, γιατί η κυβέρνησή της είναι πολύ πιο κοντά στην κοινή γνώμη της χώρας και έχει δυνατότητες άμεσου επηρεασμού της, εφόσον τα περισσότερα ΜΜΕ – η αντιπολίτευση κάνει λόγω για ποσοστό 90%– ελέγχονται από το καθεστώς Όρμπαν.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να θέτουν οι Βρυξέλλες τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις τους με την πολιτική του Όρμπαν, αλλά να το κάνουν με έναν τρόπο που θα συμβάλει στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος του.

Στις μέχρι τώρα αναμετρήσεις του με τις Βρυξέλλες, ο Όρμπαν βγαίνει ενισχυμένος στο εσωτερικό της Ουγγαρίας. Ξέρει να εκφράζει τον καταπιεσμένο πατριωτισμό έως εθνικισμό των Ούγγρων, να καταγγέλλει την υποβάθμιση της ευρωπαϊκής «Ανατολής» από την ευρωπαϊκή «Δύση» και να εμφανίζεται σαν υπερασπιστής των παραδοσιακών αξιών, οι οποίες απειλούνται από τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούνται στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβενία, με κορυφαίους της πολιτικής να ακολουθούν σε πολλά ζητήματα «γραμμή Όρμπαν» και να επιβραβεύονται από τους ψηφοφόρους.

Αποδεικνύεται στην πράξη ότι η «ανατολική» διεύρυνση της Ε.Ε. δημιούργησε νέα προβλήματα και άλλαξε σε πολλές περιπτώσεις τον συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες αναζητούν, χωρίς ακόμη να την έχουν βρει, την κατάλληλη στρατηγική.