Πράσινη μετάβαση: Μεγάλες φιλοδοξίες αλλά και κόστος - Free Sunday
Πράσινη μετάβαση: Μεγάλες φιλοδοξίες αλλά και κόστος
Νέος κύκλος διαπραγμάτευσης για το «πακέτο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Fit for 55)

Πράσινη μετάβαση: Μεγάλες φιλοδοξίες αλλά και κόστος

Στις 14 Ιουλίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πολιτική που προτείνει για την πράσινη μετάβαση υπό τον γενικό τίτλο Fit for 55.

Επιδίωξη είναι να περιοριστούν μέχρι το 2030 οι εκπομπές ρύπων κατά 55%, με βάση το 1990. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας της Ε.Ε. μέχρι το 2050, προκειμένου να μην ξεπεράσει η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη τους 1,5 βαθμούς Κελσίου.

Η σημαντικότερη παρέμβαση

Η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρείται από πολλούς η σημαντικότερη από τη δεκαετία του ΄80, όταν παρουσίασε τις προτάσεις της για την Ενιαία Αγορά.

Μεταξύ των προτάσεων της Επιτροπής ξεχωρίζουν: Η επέκταση του συστήματος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων στις μεταφορές, την οικοδομή και τις κατασκευές. Η οριστική απαγόρευση πώλησης ρυπογόνων οχημάτων μέχρι το 2035. Η επέκταση του συστήματος της αγοράς δικαιωμάτων ρύπων και των σχετικών επιβαρύνσεων στις αεροπορικές συγκοινωνίες και στην εμπορική ναυτιλία. Η υιοθέτηση ενός περισσότερου φιλόδοξου προγράμματος για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η τιμολόγηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, σε ό,τι αφορά το διοξείδιο του άνθρακα, στα εισαγόμενα αγαθά, με έμφαση στην επιβολή οικονομικής επιβάρυνσης στις εισαγωγές χάλυβα, τσιμέντου και αλουμινίου από χώρες που δεν τηρούν τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές της Ε.Ε.

Με την πρωτοβουλία που πήρε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανοίγει ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης με τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Οι πρώτες αντιδράσεις

Η υιοθέτηση των προτάσεων της Επιτροπής, μέσα από τις αναγκαίες αλλαγές και τους συμβιβασμούς, θα αλλάξουν το πλαίσιο λειτουργίας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Στη Γερμανία οι προτάσεις έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από εκπροσώπους της κυβέρνησης και κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε. έχει προετοιμαστεί καλά για την πράσινη μετάβαση και έχει ήδη ενσωματώσει τη φορολογία της κατανάλωσης για αρκετές από τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις που θα προκύψουν από την εφαρμογή της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής.

Σε άλλες χώρες οι αντιδράσεις είναι λιγότερο ενθουσιώδεις. Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας ζητούν από την κυβέρνηση επιδοτήσεις της τάξης των 18 δισ. ευρώ προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία τεχνολογική πρόοδος, ιδιαίτερα στον τομέα των μπαταριών, για να μην μείνει η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία πολύ πίσω σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Εκπρόσωποί της εκφράζουν σκεπτικισμό, με την έννοια ότι πηγαίνουμε σε αποκλειστικά ηλεκτροκίνητα οχήματα, μηδενίζοντας επενδύσεις και εμπειρία δεκαετιών και δίνοντας το απόλυτο πλεονέκτημα στην Κίνα που έχει φύγει μπροστά και στη Γερμανία σε ό,τι αφορά τον ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό.

Η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία απασχολεί 400.000 άτομα και θα χαθούν πολλές θέσεις εργασίας αν δεν υπάρξει έγκαιρη προσαρμογή της στις νέες συνθήκες.

Και στο θέμα της υποδομής για τη λειτουργία των ηλεκτρικών οχημάτων υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Καλύτερα προετοιμασμένοι σε ό,τι αφορά τους φορτιστές των ηλεκτρικών αυτοκινήτων εμφανίζεται η Ολλανδία, ακολουθούμενη από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εκτιμάται ότι σε αυτές τις χώρες αναλογεί το 70% της σχετικής υποδομής που έχει αναπτυχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ άλλες χώρες –μεταξύ των οποίων η Ελλάδα– έχουν ήδη μείνει πολύ πίσω.

Οι μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις ασκούν κριτική στις προτάσεις της Επιτροπής με το σκεπτικό ότι περνάει τα οικονομικά βάρη που έπρεπε να αναλογούν στους ρυπαντές, στους καταναλωτές. Δεν επιβαρύνεται στον βαθμό που θα επιθυμούσαν η βιομηχανία, αλλά οι καταναλωτές των προϊόντων της.

Δύσκολη η μετάβαση

Η πράσινη μετάβαση είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, γιατί επηρεάζει άμεσα το σύνολο σχεδόν της οικονομίας και της κοινωνίας.

Χρειάζονται τεχνολογικά άλματα και τεράστιες επενδύσεις για να υποστηριχθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Για παράδειγμα, η σωστή αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας περνάει υποχρεωτικά από σημαντικές επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης ενέργειας αλλά και στην δικτύωση, καλωδίωση για τη μεταφορά της ενέργειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φιλόδοξου σχεδιασμού και εκτέλεσης είναι το καλώδιο μήκους 720 χλμ. που συνδέει, μέσω της Βόρειας Θάλασσας, την περιοχή του Νορθάμπερλαντ στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη Νορβηγία. Το λιμάνι του Μπλάιθ έχει μετατραπεί σε κέντρο καινοτομίας και ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα πλαίσια της απολιγνιτοποίησης. Για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά όμως οι βρετανικές ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά έχουν συνδεθεί –μέσω Βόρειας Θάλασσας– με τη Νορβηγία, η οποία είναι πολύ ισχυρή στην παραγωγή ενέργειας από υδροηλεκτρικά έργα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία δεν είναι κράτη-μέλη της Ε.Ε., η εντυπωσιακή όμως συνεργασία τους αναδεικνύει τις δυνατότητες αλλά και το ύψος των επενδύσεων που απαιτεί η πράσινη μετάβαση.

Ειδικά για την Ελλάδα, τα πράγματα είναι δύσκολα και μπορεί να γίνουν δυσκολότερα.

Αυξάνεται το ενεργειακό κόστος

Η κυβέρνηση και κυρίως η ελληνική οικονομία βρίσκονται αντιμέτωπες με τη συνεχή αύξηση του ενεργειακού κόστους. Όλες οι μελέτες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για να αναπτυχθεί η βιομηχανία θα πρέπει να περιοριστεί δραστικά το ενεργειακό κόστος, το οποίο λειτουργεί παραδοσιακά σαν ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Δυστυχώς όμως, μετά την κρίση της πανδημίας του 2020 που έφερε συγκυριακή μείωση του ενεργειακού κόστους, η κατάσταση εξελίσσεται από το κακό στο χειρότερο. Ήδη, οι συζητήσεις που γίνονται δεν αφορούν στη μείωση του ενεργειακού κόστους, αλλά στον περιορισμό της αύξησής του. Η διαφορά είναι τεράστια για τη βιομηχανία, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και για τα νοικοκυριά.

Με την ανάκαμψη που παρατηρείται στη διεθνή οικονομία, ανεβαίνουν συνεχώς οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου, το οποίο κινείται γύρω στα 75 δολάρια το βαρέλι, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την πορεία της διεθνούς τιμής του πετρελαίου. Υπάρχουν αυτοί που υπολογίζουν ότι θα τη δούμε το 2022 στα 100 δολάρια το βαρέλι, υπάρχουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα υποχωρήσει από τα σημερινά αρκετά υψηλά επίπεδα.

Πολλά θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ, του ΟΠΕΚ+ στον οποίο συμμετέχει και η Ρωσία μαζί με άλλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, τον ανταγωνισμό Σαουδικής Αραβίας - Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, την ενδεχόμενη συνεννόηση του Ιράν με τις δυτικές δυνάμεις, την πορεία της κινεζικής οικονομίας κλπ.

Οι πιθανότητες πάντως για σχετικά φθηνό πετρέλαιο που θα στήριζε την οικονομία μας στη φάση της πράσινης μετάβασης είναι πολύ μικρές.

Χειρότερη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο. Το τελευταίο διάστημα, η διεθνής τιμή του βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών. Πρόκειται για καίριο πλήγμα για την ελληνική οικονομία, εφόσον το φυσικό αέριο έχει επιλεγεί από την κυβέρνηση σαν μεταβατικό καύσιμο για να πάμε από τον λιγνίτη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ορισμένοι θεωρούν ότι η άνοδος της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου έχει σχέση και με τους ελιγμούς της ρωσικής διπλωματίας. Υποστηρίζουν ότι η Gazprom αποφεύγει την αύξηση της προμήθειας φυσικού αερίου προς τις χώρες της Ε.Ε. για να προωθήσει την ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Οι Γερμανοί θέλουν να προχωρήσουν, οι Ουκρανοί διαμαρτύρονται γιατί θα χάσουν δισ. ευρώ από τα τέλη διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των αγωγών που διασχίζουν την Ουκρανία, οι Πολωνοί και οι χώρες της Βαλτικής διαμαρτύρονται για λόγους στρατηγικής.

Όλα δείχνουν πάντως ότι το φυσικό αέριο, το μεταβατικό καύσιμο στο οποίο έχουμε δεσμευθεί, είναι και θα παραμείνει ακριβό.

Αν προσθέσουμε στα παραπάνω το γεγονός ότι το ενεργειακό μας σύστημα παραμένει εξαρτημένο από τις λιγνιτικές μονάδες, ιδιαίτερα σε περίοδο ενεργειακής αιχμής όπως είναι ο καύσωνας, ότι το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων αυξάνεται εντυπωσιακά με το πέρασμα του χρόνου –πάνω από 40% σε σχέση με τα τέλη του 2020– και πως οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς κινούνται πάνω από 100 ευρώ η μεγαβατώρα και θα περάσουν αναπόφευκτα στην κατανάλωση, έχουμε μια πλήρη εικόνα της ανόδου του ενεργειακού κόστους σε περίοδο κρίσιμης μετάβασης και προσαρμογής.

Πρόκειται για πραγματική δοκιμασία για την ελληνική οικονομία. Επιβαρύνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντιμετωπίζει πρόβλημα εξαιτίας της πτώσης των τουριστικών εσόδων. Γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική η βιομηχανία και γενικότερα η οικονομία μας. Ενισχύονται οι αντιδράσεις στην αναγκαία προσαρμογή, εφόσον αυτή συνδυάζεται προτού καλά-καλά ξεκινήσει με μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» αναπτύχθηκε στη Γαλλία σαν απάντηση στην επιβολή πρόσθετου περιβαλλοντικού φόρου στην κατανάλωση της βενζίνης.

Περισσότερες επενδύσεις, λιγότερη γραφειοκρατία

Στο ξεκίνημα της πράσινης μετάβασης είναι φανερό ότι η Ελλάδα πάσχει από σοβαρή έλλειψη ενεργειακών επενδύσεων και αδυναμία επαρκούς χρηματοδότησής τους.

Επίσης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με παραδοσιακές γραφειοκρατικές αντιλήψεις και αδυναμία γρήγορης και αποτελεσματικής επεξεργασίας του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου. Αναφέρεται το παράδειγμα των έργων αποθήκευσης ενέργειας, για τα οποία υπάρχει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.

Στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έχουν κατατεθεί αιτήσεις για έργα αποθήκευσης –κυρίως μπαταρίες και αντλισιοταμίευσης– συνολικής ισχύος 9.000 μεγαβάτ. Έχουν αδειοδοτηθεί προτάσεις για έργα ύψους 3.000 μεγαβάτ, που μπορεί να προσελκύσουν επενδύσεις 1,8 δισ. ευρώ. Όλοι περιμένουν το… νέο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο ήταν να ανακοινωθεί τον Ιούνιο κι πάει ήδη για Οκτώβριο.

Εκτός από τα επενδυτικά κενά και την έλλειψη χρηματοδότησης, υπάρχει η παραδοσιακή ελληνική αδυναμία για έγκαιρη δημιουργία του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου και σοβαρό έλεγχο της αγοράς μέσω ανεξάρτητων αρχών.

Στις συνθήκες που περιέγραψα, η μεγάλη πρόκληση για την ενεργειακή μετάβαση της οικονομίας μας μπορεί να μετατραπεί σε οικονομική περιπέτεια, η οποία θα οδηγήσει στην παραπέρα υποβάθμιση της ανταγωνιστικής θέσης μας στο εσωτερικό της Ε.Ε.