Ε.Ε. και Ελλάδα μπροστά σε νέα ενεργειακή κρίση - Free Sunday
Ε.Ε. και Ελλάδα μπροστά σε νέα ενεργειακή κρίση
Σοβαρά λάθη στον σχεδιασμό και μεγάλες παραλείψεις

Ε.Ε. και Ελλάδα μπροστά σε νέα ενεργειακή κρίση

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ακόμη ενεργειακή κρίση, η οποία όμως έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες. Η σημερινή κρίση προσδιορίζεται κυρίως από τους κανόνες και τους περιορισμούς της πράσινης μετάβασης.

Όλα δείχνουν ότι έχουν γίνει σοβαρά λάθη και παραλείψεις στον ευρωπαϊκό και στον εθνικό σχεδιασμό. Η πολλά υποσχόμενη πράσινη μετάβαση, η οποία υποστηρίζεται από το 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μία ακόμη οικονομική περιπέτεια.

Ξέφυγαν οι αριθμοί

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστήριου Ενέργειας, η μέση τιμή στη χονδρεμπορική αγορά (Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς) ανήλθε στα 134,73 ευρώ/MWh, από 121,72ευρώ/MWh τον Αύγουστο και από μόλις 46,6 ευρώ/MWh έναν χρόνο πριν.

Μέσα σε έναν χρόνο είχαμε τριπλασιασμό της μέσης τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά.

Η «κούρσα» αυξήσεων ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο, όταν η μέση τιμή ανήλθε στα 83,47 ευρώ/MWh, αυξημένη κατά 32% σε σχέση με τον Μάιο.

Η δυναμική αύξησης της μέσης τιμής στη χονδρεμπορική αγορά, όχι μόνο διατηρείται, αλλά φαίνεται και να ενισχύεται. Στο τέλος του πρώτου επταήμερου του Οκτωβρίου 2021 είχε σκαρφαλώσει στην Ελλάδα στα 172,89 ευρώ/MWh, ενώ η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη στην Ισπανία και την Πορτογαλία με 228,5 ευρώ/MWh και στην Ιταλία με 242ευρώ/MWh.

Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν τη μεγάλη αύξηση της μέσης τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά στην εντυπωσιακή άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου. Υπογραμμίζουν ότι στο hub της Ολλανδίας η τιμή του φυσικού αερίου για συμβόλαια παράδοσης Νοεμβρίου αγγίζει τα 120 ευρώ/MWh, από 77 ευρώ/MWh που ήταν πριν μία εβδομάδα.

Με βάση όσα μας είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Σλοβενίας, Λόγκαρ, η χώρα του οποίου ασκεί την εξάμηνη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο την περασμένη Τετάρτη, το πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στην τεράστια αύξηση της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου, αλλά και στο μοντέλο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας που εφαρμόζεται στην Ε.Ε. Κατά τον υπουργό Εξωτερικών της Σλοβενίας, η κατανάλωση φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 11% στη Γερμανία και κατά 10% στην Ολλανδία σε σχέση με πέρυσι τέτοια εποχή, με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη ζήτηση, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, να σπρώχνει τις τιμές προς τα επάνω.

Η ανάκαμψη της οικονομίας της Ε.Ε. μετά το «πάγωμα» που προκάλεσε ο COVID-19 εξηγεί τη γενικότερη αύξηση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου. Απευθυνόμενος στους ευρωβουλευτές, υπογράμμισε ότι το φυσικό αέριο είναι υπεύθυνο στην Ε.Ε. για το 20% της ηλεκτροπαραγωγής, γεγονός που δεν εξηγεί τόσο μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Απέδωσε τις υπερβολικές αυξήσεις στο μοντέλο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο –όπως είπε– στηρίζεται στο οριακό κόστος παραγωγής με βάση το πιο ακριβό καύσιμο. Αν ισχύουν αυτά που είπε ο Σλοβένος προεδρεύων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους ευρωβουλευτές, έχουμε πέσει σε μία τιμολογιακή παγίδα η οποία ευνοεί τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας σε βάρος της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, των επιχειρήσεων και του προϋπολογισμού των νοικοκυριών.

Χωρίς δυνατότητα άμεσης αντίδρασης

Η Επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, διαβεβαίωσε τους ευρωβουλευτές, με την ομιλία της στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, ότι τα αποθέματα του φυσικού αερίου στην Ε.Ε. είναι πάνω από το 75% του δυναμικού αποθήκευσης. Όπως είπε, το ποσοστό είναι κατώτερο από τον μέσο όρο της δεκαετίας, αλλά αρκετό για να καλυφθούν οι ανάγκες του χειμώνα. Δεσμεύτηκε ότι: «Μέχρι τα τέλη του έτους, θα προτείνω μία μεταρρύθμιση της αγοράς αερίου και θα αναθεωρήσουμε σε αυτό το πλαίσιο θέματα γύρω από την αποθήκευση και την ασφάλεια του εφοδιασμού».

Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ελλάδας και άλλων κρατών-μελών πρότειναν να αγοράζει από κοινού η Ε.Ε. φυσικό αέριο στη διεθνή αγορά για να επιτυγχάνει καλύτερες τιμές και να γίνουν σοβαρές επενδύσεις υποδομής για την αύξηση των αποθηκευτικών χώρων. Οι προτάσεις αυτές έχουν διατυπωθεί και στο παρελθόν χωρίς να υπάρξει βελτίωση της πολιτικής που ακολουθείται στην Ε.Ε.

Δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή του τρόπου προμήθειας του φυσικού αερίου, εφόσον την πρωτοβουλία έχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις και όχι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Οι επενδύσεις υποδομής για αποθηκευτικούς χώρους εγκαταλείπονται ως ιδιαίτερα δαπανηρές κάθε φορά που υποχωρούν οι τιμές και οι σχετικές πιέσεις.

Το μόνο που απομένει είναι μία βραχυπρόθεσμη διαχείριση της κρίσης, η οποία δεν λύνει βέβαια το πρόβλημα. Κατά την Επίτροπο Σίμσον, οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε απευθείας εισοδηματικές ενισχύσεις και σε μείωση των φόρων στην ενέργεια με ταυτόχρονη μετατόπιση των ειδικών φόρων στη γενική φορολογία για να μη δημιουργηθεί δημοσιονομικό πρόβλημα.

Η Επίτροπος θεωρεί ότι μεσοπρόθεσμα η κοινωνική διάσταση του Ταμείου Μετάβασης μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό των κοινωνικών συνεπειών. Επέμεινε, πάντως, ότι στην Ε.Ε. έχουμε το καλύτερο μοντέλο ενεργειακής αγοράς και πως δεν υπάρχει εναλλακτικό μοντέλο το οποίο θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε.

Μεγάλες αλλαγές στην Ελλάδα

Η σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας φέρνει μεγάλες αλλαγές στην ελληνική οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι η ενέργεια γίνεται ακριβότερη σε μια περίοδο κατά την οποία οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι βασικός παράγοντας που εμποδίζει την ανάπτυξη της βιομηχανίας μας και την εξαγωγική προσπάθεια.

Με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, το φυσικό αέριο ήταν υπεύθυνο για το 46% του όγκου της ηλεκτροπαραγωγής από 44% που ήταν τον Αύγουστο.

Το ποσοστό των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή αυξήθηκε σε 28% τον Σεπτέμβριο από 24% τον Αύγουστο. Η λιγνιτική παραγωγή υποχώρησε από 11% του συνόλου της ηλεκτροπαραγωγής τον Αύγουστο σε 8% τον Σεπτέμβριο, παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση είναι φθηνότερη από την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο. Το ποσοστό των υδροηλεκτρικών μειώθηκε από 7% σε 3% και το ποσοστό των εισαγωγών αυξήθηκε από το 14% του όγκου της ηλεκτροπαραγωγής τον Αύγουστο σε 15% τον Σεπτέμβριο, κυρίως από Βουλγαρία. Από τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου προκύπτει ότι η εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο σε ό,τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή έχει αυξηθεί σημαντικά. Η απολιγνιτοποίηση προωθείται –πρόωρα κατά τα φαινόμενα– και οι εισαγωγές παίζουν σημαντικό ρόλο επιβαρύνοντας, μαζί με τα εισαγόμενα καύσιμα, το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Οι μαζικές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τη Βουλγαρία δείχνουν τον παραλογισμό του ευρωπαϊκού συστήματος και λάθη υπολογισμών της ελληνικής πλευράς. Προχωρούμε σε απολιγνιτοποίηση-εξπρές χωρίς να έχουμε επαρκές παραγωγικό δυναμικό, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε σε σημαντικές εισαγωγές. Οι εισαγωγές που πραγματοποιούμε προέρχονται από τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και άλλες βαλκανικές χώρες, που αξιοποιούν εντατικά τον λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή τους. Ουσιαστικά τιμωρούμε οικονομικά τον εαυτό μας, χωρίς να κάνουμε τα Βαλκάνια –πολύ περισσότερο τον πλανήτη– πιο «πράσινα».

Ανάλογες εξελίξεις, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, έχουμε στις σχέσεις Ε.Ε. με την Κίνα και την Ινδία. Η Ε.Ε. προωθεί την απεξάρτηση από τον άνθρακα σε μια περίοδο κατά την οποία η Κίνα και η Ινδία, εξαιρετικά δυναμικές οικονομίες και χώρες με 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, επενδύουν στον άνθρακα.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Κίνας, η οποία αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 7% ως 8%, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει σοβαρό ενεργειακό έλλειμμα, το οποίο οδηγεί ακόμη και σε προσωρινή διακοπή της παραγωγής σε συγκεκριμένους κλάδους. Το 70% της κινεζικής ηλεκτροπαραγωγής στηρίζεται στον άνθρακα και η γραμμή της ηγεσίας της χώρας είναι για αύξηση της παραγωγής και των εισαγωγών άνθρακα για να καλυφθούν πλήρως οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας.

Η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί ότι μέχρι το 2030 θα μειωθούν οι ατμοσφαιρικοί ρύποι κατά 55% με βάση υπολογισμούς του 1990 και πως μέχρι το 2050 θα έχουμε φτάσει σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Η κινεζική ηγεσία –από την πλευρά της– δηλώνει ότι μέχρι το 2030 θα έχει βάλει τέλος στη διαρκή αύξηση των ατμοσφαιρικών ρύπων για να πάει στη συνέχεια μέχρι το 2060 σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία.

Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2030 η κινεζική οικονομία θα έχει το απόλυτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της ευρωπαϊκής και πως θα μειώνονται οι ρύποι, με μεγάλο οικονομικό κόστος στην Ε.Ε., ενώ θα αυξάνονται σε μεγαλύτερη κλίμακα στην Κίνα.

Οι εκπομπές αερίων στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε., είναι γύρω στο 2% των παγκοσμίων ρύπων. Επομένως, οι επιλογές στη Γερμανία ή στην Ε.Ε. πολύ λίγο επηρεάζουν την παγκόσμια κατάσταση. Η Κίνα, σαν χώρα, είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη, οι υπολογισμοί όμως αλλάζουν αν πάμε στη ρύπανση κατά κεφαλήν. Ο μέσος Κινέζος ρυπαίνει τον πλανήτη πολύ λιγότερο από τον μέσο Αμερικανό ή τον μέσο Ευρωπαίο, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερες οικονομικές και καταναλωτικές δυνατότητες.

Όλα γίνονται ακριβότερα

Με τη στρατηγική της πράσινης μετάβασης που ακολουθεί η Ε.Ε. όλα γίνονται ακριβότερα, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το ενεργειακό συγκριτικό της μειονέκτημα.

Από τη στιγμή που υιοθετήθηκαν φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση των αερίων ρύπων μέχρι το 2030, αυξήθηκε θεαματικά το κόστος των αερίων ρύπων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας τους.

Φεύγοντας εσπευσμένα από τον άνθρακα, οι Ευρωπαίοι στηρίχθηκαν στο φυσικό αέριο, σαν καύσιμο της μεταβατικής περιόδου. Επειδή θεώρησαν μεταβατική την εξάρτησή τους από αυτό, ότι έπρεπε να πάνε όσο το δυνατόν ταχύτερα στις ΑΠΕ, έβαλαν τέλος στην ευρωπαϊκή και περιόρισαν την τραπεζική χρηματοδότηση των έργων υποδομής του φυσικού αερίου, όπως είναι η έρευνα, η εξόρυξη και η κατασκευή αγωγών.

Η μεγάλη προσωρινή εξάρτηση της Ε.Ε. από το φυσικό αέριο αύξησε, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της οικονομίας, τη ζήτηση, γεγονός που διευκόλυνε τη μεγάλη αύξηση της διεθνούς τιμής του.

Παράλληλα, δεν υπήρξε ενιαία ευρωπαϊκή αντίδραση στην εξελισσόμενη κρίση. Αντίθετα, η Γερμανία έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στην ολοκλήρωση της κατασκευής και στην έναρξη λειτουργίας του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, με τον οποίο υπερκαλύπτει τις ανάγκες της.

Η Πολωνία και οι Δημοκρατίες της Βαλτικής αντέδρασαν στην κατασκευή του Nord Stream 2 θεωρώντας ότι η λειτουργία του εξασφαλίζει άφθονο συνάλλαγμα στο σύστημα Πούτιν, υπονομεύει τις όποιες οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας, ενθαρρύνει την επιθετικότητα της Ρωσίας και φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την Ουκρανία. Η τελευταία θα σταματήσει να εισπράττει δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση, σαν τέλη διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου από τους δικούς της αγωγούς κι έτσι θα δει την οικονομική της θέση να χειροτερεύει και τη γεωπολιτική της έναντι της αντιπάλου Ρωσίας να εξασθενεί.

Επομένως, στο θέμα της απεξάρτησης από τον άνθρακα η ευρωπαϊκή στρατηγική δεν στηρίζεται σε σωστούς παγκόσμιους υπολογισμούς, ενώ στο φυσικό αέριο η Γερμανία –η χώρα με τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία– ακολουθεί τη δική της αυτόνομη πορεία.

Θεωρητικά, η Ε.Ε. θα εφαρμόσει ένα σύστημα επιβολής δασμών ή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων στα εισαγόμενα προϊόντα από τρίτες χώρες, τα οποία θα παράγονται χωρίς τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που ισχύουν στην Ε.Ε. Η θεωρία όμως είναι πολύ δύσκολο να μετατραπεί σε πράξη. Είναι βέβαιο ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν, θεωρώντας τις περιβαλλοντικές οικονομικές επιβαρύνσεις στις εξαγωγές τους προς την Ε.Ε. ένα είδος προστατευτισμού. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Γερμανία –η οικονομία της οποίας έχει τεράστια εξάρτηση από την αμερικανική και κινεζική αγορά– θα στηρίξει με συνέπεια την ευρωπαϊκή στρατηγική ή θα έρθει σε συνεννόηση με την άλλη πλευρά, όπως στην περίπτωση του ρωσικού φυσικού αερίου.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, μια μικρή ευρωπαϊκή οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας, με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και ενεργειακή εξάρτηση, κινδυνεύει να πληρώσει τον λογαριασμό της ευρωπαϊκής πράσινης μετάβασης και να δεχθεί ταυτόχρονα σοβαρές πιέσεις σε οικονομικά ζητήματα που την ενδιαφέρουν –όπως για παράδειγμα η εμπορική ναυτιλία– από την Κίνα και τις ΗΠΑ.

Την κατάσταση περιπλέκει το γεγονός ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν φαίνεται έτοιμος να προχωρήσει σε στενή συνεργασία με την Ε.Ε. και να δεχθεί –για παράδειγμα– την τιμολόγηση των αερίων ρύπων και την ενσωμάτωση στο κόστος παραγωγής διαφόρων προϊόντων. Αποφάσισε την επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία των Παρισίων και την καλύτερη συνεργασία με τους Ευρωπαίους, δεν θέλει όμως να δώσει επιχειρήματα στον Τραμπ, ο οποίος παραμένει κυρίαρχος στον χώρο των Ρεπουμπλικάνων. Οποιαδήποτε επιβολή ενεργειακού φόρου ή άλλης οικονομικής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης θα δημιουργούσε τεράστιο πολιτικό πρόβλημα στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς.

Ρεκόρ επταετίας

Την αρνητική ενεργειακή εικόνα συμπληρώνει το ρεκόρ επταετίας στη διεθνή τιμή του πετρελαίου, η οποία κινείται γύρω στα 80 δολάρια το βαρέλι.

Ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία έχουν συντονίσει τις κινήσεις τους και αποφεύγουν μία μεγάλη αύξηση της παραγωγής, η οποία θα κάλυπτε τη διεθνή ζήτηση και θα διευκόλυνε την υποχώρηση της τιμής του «μαύρου χρυσού».

Ύστερα από ένα δύσκολο 2020, στη διάρκεια του οποίου οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες είδαν την τιμή του «μαύρου χρυσού» να καταβαραθρώνεται λόγω της οικονομικής ακινησίας που έφερε η πανδημία, σπεύδουν τώρα να εκμεταλλευθούν τη νέα κατάσταση που δημιουργεί η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας και η αύξηση της ζήτησης του πετρελαίου που τη συνοδεύει.

Η ελληνική οικονομία δέχεται πίεση από τη γρήγορη απολιγνιτοποίηση και την αύξηση των τιμών των αερίων ρύπων, από τις τιμές-ρεκόρ του φυσικού αερίου, από το ρεκόρ επταετίας στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και από την αύξηση του κόστους των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

Σε μια περίοδο όπου σημειώνεται δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας μας, η ενεργειακή κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη μπορεί να δοκιμάσει λεπτές ισορροπίες και τις ίδιες τις οικονομικές αντοχές μας.

Το βέβαιο είναι ότι θα υπάρξει κάποια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί και τις ιδιαίτερα θετικές προγνώσεις. Ενδεχόμενη επιβράδυνση θα είναι δυσάρεστη, όχι όμως καθοριστικής σημασίας.

Υπάρχουν όμως άλλου είδους παρενέργειες που μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο επώδυνες. Πίεση στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων με πολλά εισοδήματα σε χαμηλά επίπεδα, εξασθένιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Μικραίνει η ΔΕΗ

Οι δυσκολίες στον ενεργειακό τομέα παρατηρούνται σε μία περίοδο κατά την οποία δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς ο τρόπος απελευθέρωσης και λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς, ενώ η ΔΕΗ έχει μπει σε φάση επιταχυνόμενης συρρίκνωσης, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια θα είναι η εξέλιξή της.

Τον Σεπτέμβριο, το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ στη χονδρεμπορική αγορά με βάση τα φορτία υποχώρησε στο 62,62%, από 64,37% που ήταν τον Αύγουστο. Του Ομίλου MYTILINEOS αυξήθηκε από 7,67% σε 8,08%, της εταιρείας ΗΡΩΝ (Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) από 6,40% σε 6,79%, της ELPEDISON από 5,69% σε 6,09% και της nrg Supply and Trading (Όμιλος Motor Oil) από 4,42% σε 4,66%.

Επίσης, παρατηρήθηκε σημαντική πτώση του μεριδίου της ΔΕΗ –με βάση πάντα τα φορτία– στη χαμηλή τάση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, από 45,56% τον Αύγουστο σε 40,06% τον Σεπτέμβριο.

Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας. Το ενεργειακό είναι παραδοσιακά αδύνατο σημείο της οικονομίας μας, με αποτέλεσμα οι ενεργειακές κρίσεις να έχουν μεγαλύτερο λογαριασμό για εμάς.

Από το β’ τρίμηνο του 2021, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει εξαιρετικά δυναμικά πηγαίνοντας για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης της πανδημίας καλύτερα από τις επίσημες προβλέψεις. Έχει τεράστια σημασία να προστατευτεί, στο μέτρο του δυνατού, η ανάκαμψη από την ενεργειακή κρίση. Όσο πιο δυναμικά ανακάμψει η ελληνική οικονομία, τόσο λιγότερα θα είναι τα μέτρα που θα χρειαστούν για να ελεγχθούν το ασφαλιστικό και το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Τέλος, 37% του συνόλου των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης είναι δεσμευμένα στην ενεργειακή-πράσινη μετάβαση. Το ζητούμενο είναι οι τεράστιες αυτές επενδύσεις να κάνουν την ελληνική οικονομία περισσότερο ανταγωνιστική και να μη χαθούν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια αμυντική διαχείριση της ενεργειακής κρίσης.