Γερμανικός κίνδυνος ευρω-στασιμότητας - Free Sunday
Γερμανικός κίνδυνος ευρω-στασιμότητας
Δύσκολη συνεννόηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων

Γερμανικός κίνδυνος ευρω-στασιμότητας

Κατά την περίοδο της καγκελαρίας Μέρκελ ασκήθηκε έντονη κριτική στην κυβέρνησή της, επειδή αργούσε ή και απέφευγε να πάρει αποφάσεις σε ζητήματα μεγάλης ευρωπαϊκής σημασίας.

Η Γερμανία έχει την ισχυρότερη οικονομία στην Ε.Ε., έχει ενισχύσει την επιρροή της στην κεντρική, την ανατολική και τη βόρεια Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει πρωταγωνιστική παρουσία στη στελέχωση και στη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών.

Επομένως, έχει τεράστια σημασία για την Ε.Ε. προς ποια κατεύθυνση και με ποια ταχύτητα θα κινηθεί η Γερμανία μετά τις βουλευτικές εκλογές που έφεραν ανατροπή στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Στρατηγική ήττα των Χριστιανοδημοκρατών

Άρχισε ήδη στο Βερολίνο η δύσκολη διαπραγμάτευση μεταξύ των τριών κομμάτων που αύξησαν το εκλογικό ποσοστό τους στις βουλευτικές εκλογές και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με τον μέχρι σήμερα αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών, Σολτς.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι θα δυσκολευτούν πάρα πολύ να καταλήξουν σε συμφωνία για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Μέσα από μια σκληρή διαπραγμάτευση και τους αναγκαίους συμβιβασμούς υπάρχει κίνδυνος να κάνουν επιλογές που θα συμβάλουν στην ευρω-στασιμότητα. Ενώ έχουμε για μία ακόμη φορά επιτάχυνση των εξελίξεων σε όλους τους τομείς, η χώρα με την ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε. δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις και να συμβάλει στη διαμόρφωση των εξελίξεων.

Οι Χριστιανοδημοκράτες είναι οι μεγάλοι ηττημένοι της εκλογικής αναμέτρησης και γι’ αυτό δεν έχουν μεγάλες πιθανότητες να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Μπορεί το εκλογικό ποσοστό τους να είναι συγκρίσιμο με των Σοσιαλδημοκρατών –γύρω στο 25%– έχουν υποστεί όμως ήττα στρατηγικής σημασίας.

Πρώτον, έχασαν περίπου 8 μονάδες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2017, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες αύξησαν το ποσοστό τους κατά 5 μονάδες.

Δεύτερον, αιφνιδιάστηκαν απόλυτα από την εξέλιξη της εκλογικής αναμέτρησης. Θεωρούσαν ότι βασικός τους αντίπαλος θα ήταν οι Πράσινοι, γι’ αυτό εμφανίστηκαν εγγυητές της σταθερότητας και της συνέχειας της κυβέρνησης Μέρκελ. Όμως οι Πράσινοι ύστερα από ένα εντυπωσιακό προεκλογικό ξεκίνημα, που τους έφτασε δημοσκοπικά πάνω από το 25%, υποχώρησαν προς το 15% εξαιτίας λαθών τακτικής αλλά και της πίεσης που δέχτηκαν από τους Σοσιαλδημοκράτες.

Αντίπαλος του υποψήφιου των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία, Λάσετ, δεν ήταν τελικά η συμπρόεδρος των Πρασίνων, Μπέρμποκ, αλλά ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, Σολτς. Ο τελευταίος συμβόλιζε τη σταθερότητα και τη συνέχεια πολύ καλύτερα από τον Λάσετ, εφόσον ήταν αντικαγκελάριος με καγκελάριο τη Μέρκελ και υπουργός Οικονομικών που ακολουθούσε μια προσεκτική και ευρύτερα αποδεκτή οικονομική πολιτική. Στην πορεία της προεκλογικής αναμέτρησης άλλαξε ο βασικός αντίπαλος των Χριστιανοδημοκρατών, με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν και να μην μπορέσουν να αντιδράσουν αποτελεσματικά.

Τρίτον, ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών, Λάσετ, έπεσε –σε μεγάλο βαθμό– θύμα των εσωκομματικών διαφωνιών και της αντιπαλότητας που αναπτύχθηκε με τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση, το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας. Η Χριστιανοκοινωνική Ένωση ήθελε για υποψήφιο καγκελάριο τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Ζέντερ, δημοφιλέστερο και πολυσυλλεκτικότερο του Λάσετ. Ο μηχανισμός όμως της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης επέβαλε τον Λάσετ, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας σκληρός εσωκομματικός πόλεμος φθοράς.

Ο Λάσετ ηττήθηκε και υποχρεώθηκε να υποβάλει την περασμένη Πέμπτη την παραίτησή του από την ηγεσία. Η εικόνα ενός διχασμού των Χριστιανοδημοκρατών, τους αποκλείει –σε πρώτη φάση– από τη διαπραγμάτευση για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων και αν ηρεμήσουν εν τω μεταξύ τα πράγματα στο εσωτερικό της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας, τότε μπορεί να υπάρξουν διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Η πιθανότητα πάντως πραγματοποίησης αυτού του σεναρίου μοιάζει πολύ μικρή.

Τέταρτον, η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος έδειξε ότι τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους προτίμησαν κυρίως νέοι ψηφοφόροι. Έστειλαν έτσι ένα μήνυμα ανανέωσης της πολιτικής ζωής. Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν για τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους να επιλέξουν τη συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες, χωρίς να απογοητεύσουν τους ψηφοφόρους τους που θέλουν αλλαγή.

Έχουν αλλάξει πολλά στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, ακόμη και στην εκλογική διαδικασία στη Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι 40% από αυτούς που ψήφισαν το έκαναν πριν την 26η Σεπτεμβρίου, καταληκτική ημερομηνία της εκλογικής διαδικασίας.

Αποστάσεις μεταξύ Πρασίνων-Φιλελευθέρων

Ενδεικτικό των νέων κανόνων που ισχύουν στην πολιτική ζωή της Γερμανίας είναι ότι την πρωτοβουλία για συνεννόηση πριν την έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων πήραν οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι. Οι ηγεσίες τους αντάλλαξαν απόψεις για να καταγράψουν τις διαφορές και να εκτιμήσουν τη δυνατότητα γεφύρωσής τους. Κατέληξαν σε μία κατ’ αρχήν θετική εκτίμηση της κατάστασης, γι’ αυτό προχώρησαν στην έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Σοσιαλδημοκράτες προκειμένου να συμφωνηθεί το κυβερνητικό πρόγραμμα και να σχηματιστεί τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού με καγκελάριο τον Σολτς.

Ο τελευταίος δεν έδειχνε να δυσαρεστείται από τις αρχικές συνεννοήσεις μεταξύ των δύο μικρότερων κομμάτων. Τις θεώρησε χρήσιμες, εκτιμώντας ότι αν δεν υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων θα είναι πρακτικά αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού. Οι Σοσιαλδημοκράτες είναι κοντά στους Πράσινους σε πολλά ζητήματα, αλλά η απόσταση που χωρίζει τους Φιλελεύθερους από τους Πράσινους είναι πολύ μεγαλύτερη. Η εκλογική βάση των Πρασίνων είναι υπέρ της συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες, ενώ η εκλογική βάση των Φιλελευθέρων προτιμά τη συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες.

Βασικές διαφωνίες

Οι Σοσιαλδημοκράτες και πολύ περισσότερο οι Πράσινοι επιθυμούν την αύξηση της φορολογίας για να χρηματοδοτήσουν τη βελτίωση του κράτους-πρόνοιας και να προχωρήσουν σε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις υποδομής. Η Γερμανία έχει μείνει πίσω, λόγω της δημοσιονομικής αυστηρότητας, σε δημόσιες επενδύσεις βασικής υποδομής, αλλά και στις επενδύσεις ψηφιακής υποδομής.

Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι δίνουν προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις και τη σχετική αύξηση της φορολογίας, ενώ οι Φιλελεύθεροι θεωρούν ότι το κενό μπορεί να καλύψει –σε αρκετές περιπτώσεις– ο ιδιωτικός τομέας, αρκεί να αποφευχθούν πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων και να μειωθεί η φορολογία τους.

Ανάλογες είναι οι διαφορές μεταξύ των υποψηφίων κυβερνητικών εταίρων και σε ό,τι αφορά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και τη χρηματοδότησή του.

Ο Σολτς, σαν υπουργός Οικονομικών, απάντησε θετικά στην πρωτοβουλία του Μακρόν και των ηγετών του Νότου για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας και να αποτραπεί η παραπέρα εξασθένιση της οικονομικής συνοχής της Ε.Ε.

Οι Πράσινοι εμφανίζονται πιο γενναιόδωροι έναντι του Νότου από τους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά οι Φιλελεύθεροι ακολουθούν τη γραμμή των «φειδωλών» κυβερνήσεων όπως της Ολλανδίας, οι οποίες θεωρούν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης προσωρινή και κατ’ εξαίρεση απάντηση στις συνέπειες του COVID-19 που δεν μπορεί να έχει συνέχεια, ούτε πρέπει να θεσμοθετηθεί.

Ο διχασμός Πράσινων και Φιλελευθέρων αφορά και στην επιστροφή, από τις αρχές του 2023, στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Οι Πράσινοι εναντιώνονται σε κάθε προσπάθεια επιστροφής στη δημοσιονομική αυστηρότητα και στη λιτότητα, ενώ οι Φιλελεύθεροι ενώνουν και σε αυτό το ζήτημα τη φωνή τους με τους «φειδωλούς» της Ε.Ε.

Ο Σολτς και οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται κάπου στη μέση. Επιθυμούν την επιστροφή στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά σταδιακά και με κάποια ελαστικότητα. Παράλληλα, επιμένουν στη χρησιμότητα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης αποφεύγοντας να δεσμευτούν υπέρ της θεσμοθέτησης, μονιμοποίησής του.

Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Λίντνερ, διεκδικεί το υπουργείο Οικονομικών για να είναι βέβαιος ότι η οικονομική πολιτική θα ικανοποιεί τους ψηφοφόρους του. Θεωρείται δύσκολος διαπραγματευτής, εφόσον το 2017 είχε αποχωρήσει από τις συνομιλίες με τη Μέρκελ για σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, επειδή δεν είχαν ικανοποιηθεί οι όροι που είχε θέσει.

Διαφορετικές προσεγγίσεις

Οι Πράσινοι και σε μικρότερο βαθμό οι Φιλελεύθεροι θέλουν να ασκήσουν πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας για να εγκαταλείψουν πρακτικές οι οποίες είναι εκτός του πλαισίου του ευρωπαϊκού κράτους Δικαίου. Οι Σοσιαλδημοκράτες είναι πιο συγκρατημένοι, γιατί ανησυχούν για την αντίδραση των κυβερνήσεων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας και την ίδια την ενότητα της Ε.Ε.

Τον ίδιο ζήλο υπέρ της προάσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της επιβολής του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δείχνουν οι Πράσινοι έναντι της Κίνας. Η Γερμανία όμως δεν είναι σε θέση να επιβάλει τις απόψεις της στη νέα υπερδύναμη, ενώ οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν τεράστια συμφέροντα στην Κίνα, τα οποία μπορεί να κινδυνεύσουν από μια σκληρή διεθνοπολιτική αντιπαράθεση.

Με βάση τις δηλώσεις των Πρασίνων, θα επιχειρήσουν να συνδέσουν τις εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με τον σεβασμό θεμελιωδών ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων από τις τρίτες χώρες που συνάπτουν συμφωνίες με την Ε.Ε.

Στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους επικρατεί η αντίληψη ότι η Γερμανία μπορεί να αξιοποιήσει την οικονομική της επιρροή για να αλλάξει την πολιτική άλλων χωρών όπως η Κίνα και η Ρωσία προς το καλύτερο, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε μία κούρσα εξοπλισμών.

Ανάλογη ήταν η προσέγγιση της κυβέρνησης Μέρκελ, η οποία αν και είχε αναλάβει την υποχρέωση στα πλαίσια του ΝΑΤΟ να ανεβάσει σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2024, τις κράτησε σταθερά κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ. Με τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό η Γερμανία αναμένεται να επιλέξει έναν ακόμη πιο περιορισμένο γεωπολιτικό ρόλο.

Σε μία περίοδο κατά την οποία κλιμακώνεται ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Κίνας, ο Πούτιν επιμένει σε μία δυναμική ως επιθετική πολιτική και ο Μπάιντεν ζητεί από την Ε.Ε. να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, οι νέοι ηγέτες της Γερμανίας θέλουν να την κρατήσουν σε απόσταση ασφαλείας από τις γεωπολιτικές εξελίξεις.

Η προσέγγισή τους δεν μοιάζει ρεαλιστική σε έναν σκληρό ως επικίνδυνο κόσμο και αναμένεται να αναδείξει ακόμη περισσότερο τη γεωπολιτική αδυναμία της Ε.Ε.

Με τον υπό διαμόρφωση νέο κυβερνητικό συνασπισμό δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς οικονομική πολιτική θα ακολουθήσει η Γερμανία, τι θέση θα πάρει στις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον οικονομικό αλλά και στον αμυντικό τομέα, τι είδους σχέσεις θα αναπτύξει με άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία και τι ρόλο θα παίξει στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Δύσης με τη Ρωσία και ιδιαίτερα την Κίνα.

Οι διαπραγματεύσεις και οι συμβιβασμοί μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων είναι πιθανόν να οδηγήσουν τη Γερμανία σε επιλογές που θα κάνουν την Ε.Ε. βραδύτερη και περισσότερο δυσλειτουργική.