Ξέσπασε και «ανατολική» κρίση στην Ε.Ε. - Free Sunday
Ξέσπασε και «ανατολική» κρίση στην Ε.Ε.
Ανοιχτή ρήξη Βαρσοβίας - Βρυξελλών

Ξέσπασε και «ανατολική» κρίση στην Ε.Ε.

Το 2ο εξάμηνο του 2021 ξέσπασε ακόμη μία κρίση στην Ε.Ε. Πρόκειται για την αντιπαράθεση μεταξύ «ανατολικών» κρατών-μελών –ιδιαίτερα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας– και των ευρωπαϊκών θεσμών και των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Η προεδρία του Συμβουλίου πέρασε το 2ο εξάμηνο στη Σλοβενία και αμέσως φάνηκαν οι δυσκολίες συνεννόησης. Ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός της Σλοβενίας, Γιάνεζ Γιάνσα, επικεφαλής του Σλοβενικού Δημοκρατικού Κόμματος, ξεκίνησε την εξάμηνη προεδρία του Συμβουλίου με δηλώσεις που θεωρήθηκαν από πολλούς εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου και προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.

Σκληρός παίκτης

Ο Γιάνσα διετέλεσε πρωθυπουργός από το 2004 ως το 2008, από το 2012 ως το 2013 και επανήλθε στην εξουσία το 2020.

Αναπτύχθηκε πολιτικά μέσα από την αντιπαράθεση από αυτό που ο ίδιος θεωρεί «καθεστώς» με ρίζες στο κομμουνιστικό παρελθόν της χώρας. Η μεθοδολογία, πάντως, που χρησιμοποιεί θεωρείται αντιδημοκρατική από πολλούς στις Βρυξέλλες, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της εκτελεστικής εξουσίας με τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη.

Οι επιθετικές δηλώσεις Γιάνσα, ο οποίος θεώρησε τη φωτογράφιση δικαστών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με Σοσιαλιστές ευρωβουλευτές σαν απόδειξη ευρωπαϊκής παρέμβασης στα εσωτερικά της χώρας του, προκάλεσαν την έκρηξη του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Τίμερμανς, ο οποίος προέρχεται απ’ το Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας.

Ο Γιάνσα επιτέθηκε και στον Φιλελεύθερο πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Ρούτε, όταν ο τελευταίος διερωτήθηκε δημόσια αν η κυβέρνηση της Σλοβενίας κινείται πάντα στο πλαίσιο των κανόνων του κράτους Δικαίου. Ο Γιάνσα συνέστησε στον πρωθυπουργό της Ολλανδίας να ασχοληθεί με την πρόσφατη δολοφονία ερευνητή δημοσιογράφου από κύκλωμα του οργανωμένου εγκλήματος στην Ολλανδία και να αφήσει την κριτική στη Σλοβενία.

Ο πρωθυπουργός της Σλοβενίας αρέσκεται σε παρεμβάσεις με τις οποίες δημιουργεί την εντύπωση ότι εκπροσωπεί και πρώην «ανατολικές» χώρες. Όπως υπογραμμίζει, η Ε.Ε. δεν είναι Ένωση χωρίς την Κεντρική Ευρώπη. Οι Βρυξέλλες ακολουθούν πολιτική «δύο μέτρων και δύο σταθμών». Τονίζει επίσης ότι η «Σλοβενία δεν είναι αποικία» και πως επιμένει να έχει η χώρα του ίση μεταχείριση από τις Βρυξέλλες, οι οποίες κατά την άποψή του μεταχειρίζονται τις μικρότερες χώρες σαν χώρες «δεύτερης ζώνης».

Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τις θεωρίες συνωμοσίας που προσυπογράφει κατά καιρούς ο Γιάνσα και τη δημόσια καταγγελία του «σκοτεινού ρόλου του Σόρος», καταλαβαίνουμε γιατί είναι δύσκολη η συνεννόηση των Βρυξελλών μαζί του. Τον αντιμετωπίζουν πάντως με κάποια συγκατάβαση. Δεν θεωρούν ότι η περίπτωσή του είναι πολιτικά επικίνδυνη. Εκτιμούν ότι εκφράζει περισσότερο έναν πολιτικό αναχρονισμό ο οποίος θα ξεπεραστεί με το πέρασμα του χρόνου, καθώς θα αναδειχθεί νέα γενιά πολιτικών στελεχών με ευρωπαϊκή νοοτροπία.

Η πρώτη μάχη

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τα περισσότερα μετακομμουνιστικά στελέχη των πρώην ανατολικών χωρών. Οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι πλησιάζουμε στο τέλος της μετακομμουνιστικής περιόδου και πως οι πολιτικοί ηγέτες που αναδείχθηκαν υπό την πίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος και έχουν βιώματα που τους κάνουν να βλέπουν παντού μηχανισμούς και συνωμοσίες, θα περάσουν σε διάστημα μερικών ετών στην πολιτική ιστορία.

Προς το παρόν, πάντως, οι σχέσεις των Βρυξελλών με την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και ορισμένες άλλες χώρες είναι γεμάτες ένταση και παρεξηγήσεις.

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενθαρρύνουν σε αυτές τις χώρες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις με τις οποίες μπορούν να συνεννοηθούν καλύτερα. Ορισμένες φορές οι παρεμβάσεις τους είναι άμεσες και άκομψες, με αποτέλεσμα να δημιουργούν αντισυσπειρώσεις.

Μια πρώτη σημαντική πολιτική επιτυχία είχαν οι Βρυξέλλες στην αντιπαράθεσή τους με τον πρωθυπουργό της Τσεχίας, Αντρέι Μπάμπις. Πρόκειται για έναν αυτοδημιούργητο δισεκατομμυριούχο, ο οποίος ηγείται του φιλελεύθερου κόμματος ΑΝΟ.

Ο φιλελευθερισμός του Μπάμπις είναι ανατολικοευρωπαϊκού τύπου, εφόσον ο ίδιος έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό κομματικό κράτος που ελέγχει και τη ροή των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων προς την Τσεχία. Ο Μπάμπις έχει κατηγορηθεί από τις Βρυξέλλες για προφανές ασυμβίβαστο σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ομίλου εταιρειών που ελέγχει και δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα. Το όνομά του αναφέρεται επίσης στις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για τα «έγγραφα Pandora» με τα οποία τεκμηριώνεται η διακίνηση σημαντικών αφορολόγητων ποσών από τους πλούσιους του πλανήτη μέσα από ισχυρά διεθνή κυκλώματα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής.

Ο Μπάμπις πήγε στις πρόσφατες εκλογές σαν το μεγάλο φαβορί, βοηθούμενος και από τον ευρωσκεπτικιστή Πρόεδρο της χώρας, Μίλος Ζέμαν. Τελικά όμως υπήρξε μια μεγάλη πολιτική ανατροπή, εφόσον ο συνασπισμός κεντροδεξιών κομμάτων που στηρίζουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ήρθε πρώτος με 27,8%, ενώ το κόμμα ΑΝΟ του απερχόμενου πρωθυπουργού περιορίστηκε στο 27,1%.

Επιπλέον, ο κεντροδεξιός συνασπισμός «Μαζί» είχε έρθει σε συμφωνία με τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Κόμματος των Πειρατών και ισχυρών εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για μετεκλογική συνεργασία. Το Κόμμα των Πειρατών και η συνεργαζόμενη ομάδα των δημάρχων κατέγραψαν στις εκλογές 15,6%. Εξασφάλισαν 37 έδρες και μαζί με τις 71 του κεντροδεξιού συνασπισμού «Μαζί» έχουν σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Βουλή των 200 εδρών.

Το κόμμα ΑΝΟ του Μπάμπις έχασε 6 έδρες σε σχέση με τις εκλογές του 2017 και περιορίστηκε στις 72. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ζέμαν, στην προσπάθειά του να ευνοήσει τον πολιτικό του σύμμαχο Μπάμπις, είχε δηλώσει πριν τις εκλογές ότι θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο πρώτο κόμμα και όχι στον πρώτο συνασπισμό. Η μεθόδευση δεν θα άλλαζε τον συσχετισμό δυνάμεων, αλλά θα καθυστερούσε την κυβερνητική αλλαγή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της αναμέτρησης ήταν ο αποκλεισμός, για πρώτη φορά, των Κομμουνιστών από τη Βουλή λόγω πτώσης του ποσοστού τους κάτω από το όριο που εξασφαλίζει εκπροσώπηση στη Βουλή. Οι Κομμουνιστές είχαν στηρίξει κατά το παρελθόν τον ευρωσκεπτικιστή δισεκατομμυριούχο Μπάμπις και αποτελούσαν γι’ αυτόν πολύτιμη πολιτική εφεδρεία.

Ένα νέο στοιχείο που επιταχύνει τις αλλαγές στην Τσεχία είναι η επιδείνωση της υγείας του Προέδρου Ζέμαν, ο οποίος βρίσκεται πλέον σε κωματώδη κατάσταση ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι συνταγματικές εξουσίες του ανήμπορου Προέδρου θα μεταβιβαστούν στον απερχόμενο πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της απερχόμενης Βουλής, ο οποίος προέρχεται από το κόμμα ΑΝΟ του Μπάμπις. Σύμφωνα με συγκλίνουσες ενδείξεις, ο Μπάμπις ασκώντας προεδρικές εξουσίες θα αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης στον επικεφαλής του κεντροδεξιού συνασπισμού που ήρθε πρώτος στις βουλευτικές εκλογές και ο ίδιος θα επιδιώξει να αντικαταστήσει τον βαριά άρρωστο Ζέμαν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα από το ακριβές σενάριο που θα πραγματοποιηθεί, είναι φανερό ότι οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις πέτυχαν μια μεγάλη πολιτική νίκη, η οποία μπορεί να ανοίξει τον δρόμο στην καλύτερη συνεννόηση Πράγας και Βρυξελλών και στην αποδυνάμωση του μετώπου των χωρών του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία).

Όλοι κατά Όρμπαν

Εντυπωσιακές είναι οι εξελίξεις και στην Ουγγαρία, όπου κυριαρχεί πολιτικά ο Όρμπαν. Έχει στο ενεργητικό του τέσσερις κυβερνητικές τετραετίες. Την πρώτη την εξασφάλισε σαν φιλελεύθερος ηγέτης που αναδείχθηκε μέσα από το φοιτητικό κίνημα κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Στη συνέχεια όμως ηττήθηκε οριακά στις εκλογές, θεώρησε ότι τον υπονόμευσαν τα απομεινάρια του κομμουνιστικού καθεστώτος μέσω του Σοσιαλιστικού Κόμματος και υιοθέτησε αυταρχικές μεθόδους για να εξουδετερώσει το «καθεστώς» που τον πολεμούσε.

Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης επικράτησή του στην πολιτική ζωή της χώρας. Το κόμμα του επικρατεί στις εκλογές και στις ευρωεκλογές με ποσοστά της τάξης του 45%-53% και εξασφαλίζει εδώ και δύο τετραετίες, μαζί με τους συμμάχους του, συνταγματική πλειοψηφία στη Βουλή που του επιτρέπει να αναθεωρεί το Σύνταγμα με βάση τον εκλογικό, πολιτικό σχεδιασμό του.

Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ είχε υποδεχθεί τον Όρμπαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όταν ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποκαλώντας τον μπροστά στους δημοσιογράφους και στις κάμερες «δικτάτορα». Είναι τέτοιος ο βαθμός πολιτικού ελέγχου που ασκεί ο Όρμπαν στα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη, ώστε οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι κινείται αρκετά συχνά εκτός πλαισίου του ευρωπαϊκού κράτους Δικαίου.

Ο ίδιος στηρίζει τη δημοφιλία του στο αίσθημα εθνικής αδικίας των Ούγγρων, οι οποίοι είδαν τη χώρα τους να τεμαχίζεται εξαιτίας των επιλογών της ηγεσίας της στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, των καλών οικονομικών επιδόσεων, της οικονομίας που αξιοποιεί τις ξένες επενδύσεις –ιδιαίτερα τις γερμανικές– και ενός δαπανηρού προγράμματος κοινωνικών παροχών.

Τα ποσοστά του κόμματος Fidesz του Όρμπαν εξακολουθούν να κινούνται στο 45%-50% και αυτός δηλώνει έτοιμος να διεκδικήσει την πέμπτη τετραετία στις εκλογές του 2023.

Η προσωπική πολιτική κυριαρχία του Όρμπαν αντιμετωπίζεται πλέον από τους αντιπάλους του σαν σημαντικός κίνδυνος για τη Δημοκρατία. Γι’ αυτό, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ξεπέρασαν προσωρινά τις μεγάλες διαφορές τους και όρισαν, μέσα από ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε σε δύο γύρους και στην οποία πήραν μέρος 600.000 μέλη τους, τον κοινό υποψήφιο που θα υποστηρίξουν στις εκλογές του 2023 προκειμένου να επικρατήσει του Όρμπαν στη μάχη για την πρωθυπουργία.

Στην αναμέτρηση για την ανάδειξη του κοινού υποψηφίου των κομμάτων της αντιπολίτευσης πήραν μέρος ο πρόεδρος του άλλοτε ακροδεξιού κόμματος Jobbik, το οποίο τώρα παρουσιάζεται σαν κεντροδεξιό, ο Φιλελεύθερος δήμαρχος της Βουδαπέστης που επικράτησε στις δημοτικές εκλογές του υποψηφίου δημάρχου που υποστήριζε ο Όρμπαν, μια δυναμική εκπρόσωπος της διασπασμένης κεντροαριστεράς, η οποία είναι και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ο Συντηρητικός δήμαρχος μιας μικρής επαρχιακής πόλης με σπουδές και επαγγελματική εμπειρία στις ΗΠΑ.

Η τελική αναμέτρηση ήταν μεταξύ της εκπροσώπου της κεντροαριστεράς και αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κλάρα Ντόμπρεφ, και του δημάρχου της μικρής επαρχιακής πόλης, Μάρκι-Ζέι. Τελικά επικράτησε με μεγάλη διαφορά ο Μάρκι-Ζέι, ένας συντηρητικός πολιτικός του χριστιανοδημοκρατικού χώρου, οικογενειάρχης με επτά παιδιά. Δεν έχει την πολιτική εμπειρία της Κλάρα Ντόμπρεφ, η υποψηφιότητα της οποίας όμως κρίθηκε διχαστική εφόσον είναι σύζυγος του Γκιουρτσάνι –πρώην πρωθυπουργού και ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος– ο οποίος στη συνέχεια αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ίδρυσε το δικό του κόμμα, που είναι η μεγαλύτερη δύναμη στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.

Χωρίς μεγάλη πολιτική εμπειρία και χωρίς δικό του κομματικό μηχανισμό, ο Μάρκι-Ζέι έχει μια δύσκολη αποστολή μπροστά του. Καλείται να αντιμετωπίσει τον πάντα ετοιμοπόλεμο Όρμπαν –ο οποίος έχει τεράστιο πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς εξουσίας– ενώ δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να κρατήσει ενωμένο τον ετερόκλητο συνασπισμό πρώην ακροδεξιών, κεντροδεξιών, κεντροαριστερών, σοσιαλιστών, Πρασίνων και ανεξάρτητων συντηρητικών.

Τα δημοσκοπικά ποσοστά του Όρμπαν και των συνασπισμένων, προς το παρόν, αντιπάλων του είναι συγκρίσιμα, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα ανήκει στην πλευρά Όρμπαν.

Ούτως ή άλλως, η Ουγγαρία έχει μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής μπροστά της. Ενδεχόμενη επικράτηση του Όρμπαν θα μετέτρεπε ακόμη περισσότερο την κυβέρνησή του σε ανελεύθερο καθεστώς, ενώ ενδεχόμενη επικράτηση του Μάρκι-Ζέι θα έλυνε το πρόβλημα της πρωθυπουργίας, όχι όμως απαραίτητα το πρόβλημα διακυβέρνησης της χώρας.

Οι Βρυξέλλες θεωρούν τον Όρμπαν έναν επικίνδυνο πολιτικό αναχρονισμό. Ο ίδιος τρέφεται πολιτικά από την αντιπαράθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, την οποία φροντίζει να πηγαίνει στα άκρα για να συσπειρώνει την εκλογική του βάση.

Έχει καταγγείλει τη Μέρκελ για «ηθικό ιμπεριαλισμό», αυτοπροβάλλεται σαν ο υπερασπιστής της Ευρώπης έναντι προσφύγων, μεταναστών και του κινδύνου ισλαμοποίησης, καλλιεργεί τις σχέσεις του με Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, προσφέρει και πολιτική προστασία με τη μορφή πολιτικού ασύλου στον ηγέτη των εθνικιστών της Βορείου Μακεδονίας Γκρουέφσκι, ο οποίος αντιμετωπίζει ένα σωρό κατηγορίες στη χώρα του και έχει καταφύγει στη φιλόξενη, λόγω Όρμπαν, Ουγγαρία.

Ο Όρμπαν και το Fidesz αποχώρησαν από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) αρνούμενοι να δεχθούν τους νέους καταστατικούς κανόνες που τους επέβαλαν μεγαλύτερη πολιτική πειθαρχία. Έχει αναδειχθεί σε ορκισμένο εχθρό της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς, αλλά το διεθνές πλαίσιο δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις επιδιώξεις του.

Ο Τραμπ –ο οποίος τον ενθάρρυνε πολιτικά– αντικαταστάθηκε από τον Μπάιντεν, οι δυνάμεις του Σαλβίνι υποχωρούν στην Ιταλία, εφόσον ο κόσμος συσπειρώνεται γύρω από τον πρωθυπουργό Ντράγκι και η Λεπέν αμφισβητείται έντονα από το φαινόμενο Ζεμούρ.

Για τις Βρυξέλλες είναι κομβικής σημασίας η εκλογική ήττα του Όρμπαν, γιατί θα οδηγούσε στον αποσυντονισμό των κυβερνήσεων των χωρών του Βίζεγκραντ και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για καλύτερη ευρωπαϊκή συνεννόηση.

Μετωπική στο Στρασβούργο

Στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο την Τρίτη 19 Οκτωβρίου, υπήρξα μάρτυρας της μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ του Συντηρητικού πρωθυπουργού της Πολωνίας Μοραβιέτσκι και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, η οποία υποστηρίχθηκε δυναμικά από τους εκπροσώπους των περισσότερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στην αντίληψη της Φον ντερ Λάιεν, η Πολωνία κινείται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου του κράτους Δικαίου, εφόσον η κυβέρνησή της έχει ενισχύσει τον πολιτικό έλεγχο στο Δικαστικό Σώμα της χώρας και επιβάλλει ποινές ή και απολύει δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι παίρνουν αποφάσεις που δεν την ικανοποιούν. Η διαμάχη για τις παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας της Πολωνίας στη Δικαιοσύνη και στις διακρίσεις εις βάρος ατόμων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ σε διάφορες περιοχές της χώρας διαρκεί χρόνια. Την Επιτροπή όμως εξαγρίωσε απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας με την οποία αμφισβητείται η υπεροχή του ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του εθνικού και μάλιστα με έναν τρόπο που γενικεύει το ζήτημα.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, αν αμφισβητηθεί η υπεροχή του κοινού ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του εθνικού, θα καταστεί πρακτικά αδύνατη η αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς και θα δημιουργηθούν ζητήματα σε σχέση με τη διαχείριση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Η πολωνική κυβέρνηση θεωρεί αβάσιμη τη θέση των ευρωπαϊκών θεσμών και των περισσότερων ευρωβουλευτών. Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Μοραβιέτσκι, εμφανίστηκε αδιάλλακτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατήγγειλε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για προσπάθεια οικονομικού εκβιασμού, εφόσον δεν διαφαίνεται η έγκριση της εκταμίευσης των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που αναλογούν στην Πολωνία. Μίλησε επίσης για διακρίσεις σε βάρος της Πολωνίας και υφέρπουσα μετατροπή των Βρυξελλών σε υπερ-κράτος χωρίς να έχει ζητηθεί η έγκριση των κυβερνήσεων και των πολιτών των κρατών-μελών.

Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Μοραβιέτσκι επενδύει πολιτικά στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης της Βαρσοβίας με τις Βρυξέλλες. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, εμφανίστηκε δυναμική και αποφασισμένη και παρουσίασε τρία σενάρια αντίδρασης στην πολιτική της κυβέρνησης της Πολωνίας: προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, λήψη μέτρων που οδηγούν σε στέρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων προς την Πολωνία, ενεργοποίηση της διαδικασίας που μπορεί να της στερήσει και το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο. Τα τρία σενάρια είναι άνισα, εφόσον το πρώτο είναι σχετικά ήπιο και χρονοβόρο, το δεύτερο έχει μεγάλο κόστος για την Πολωνία και η υιοθέτησή του στηρίζεται σε ειδική πλειοψηφία, ενώ το τρίτο είναι πολύ σκληρό αλλά και ανεφάρμοστο εφόσον απαιτείται ομοφωνία για την υιοθέτησή του.

Ο ρόλος του ΕΛΚ

Στην προσπάθεια διαχείρισης του «ανατολικού» ζητήματος που έχει δημιουργηθεί στην Ε.Ε. προβλέπεται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο το ΕΛΚ. Είναι καλύτερα τοποθετημένο για να παρέμβει πολιτικά σε χώρες όπου κυβερνούν σκληροί δεξιόστροφοι εθνικιστές με αποδυναμωμένες την κεντροαριστερά και την Αριστερά.

Ήδη η παρέμβαση των κεντροδεξιών δυνάμεων φαίνεται να έφερε αποτέλεσμα στην Τσεχία, όπου στον νέο κυβερνητικό συνασπισμό θα κυριαρχούν, πιθανότατα, οι κεντροδεξιές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.

Στην Ουγγαρία επελέγη σαν σημαιοφόρος της αντιπολίτευσης στον αγώνα κατά του Όρμπαν ένας συντηρητικός Χριστιανοδημοκράτης δήμαρχος με το σκεπτικό ότι είναι πιο εύκολο να διασπάσει τη βάση του κόμματος Fidesz του Όρμπαν, απ’ ό,τι μια έμπειρη και δυναμική εκπρόσωπος του κεντροαριστερού χώρου.

Τέλος, στην Πολωνία το ΕΛΚ τα δίνει όλα για να ηττηθούν οι συντηρητικοί ευρωσκεπτικιστές που κυριάρχησαν στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και βρίσκονται στην εξουσία. Γι’ αυτό παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΕΛΚ ο πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναλάβει ξανά την ηγεσία του κεντροδεξιού κόμματος Πλατφόρμα Πολιτών, που αποτελεί σήμερα τη μεγάλη δύναμη της αντιπολίτευσης.

Το έργο του Τουσκ είναι δύσκολο, γιατί τα δημοσκοπικά ποσοστά της συντηρητικής κυβέρνησης ξεπερνούν κατά πολύ τα ποσοστά της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης. Από τον Ιούλιο του 2021 όμως, οπότε επέστρεψε στην Πολωνία, ο Τουσκ κατάφερε να αντιστρέψει την πτωτική δημοσκοπική πορεία του κόμματός του, ενώ πρόσφατα οργάνωσε με μεγάλη επιτυχία διαδηλώσεις υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Πολωνίας και κατά της εξουσίας των ευρωσκεπτικιστών.

Η «ανατολική» κρίση της Ε.Ε. έχει υπαρξιακά χαρακτηριστικά για την Ένωση και η εξέλιξή της θα προσδιορίσει, σε σημαντικό βαθμό, το μέλλον των «27».