Η παραίτηση Ζάεφ «παγώνει» τη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια - Free Sunday
Η παραίτηση Ζάεφ «παγώνει» τη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια
Χρειάζεται χρόνος για να ωριμάσουν οι συνθήκες

Η παραίτηση Ζάεφ «παγώνει» τη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια

Μετά το Brexit, την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε., οι 27 θέλησαν να περάσουν το μήνυμα ότι ουδείς αναντικατάστατος και πως η Ε.Ε. παραμένει εξαιρετικά ελκυστική για πολλές χώρες που θέλουν να ενταχθούν σε αυτήν.

Άρχισε λοιπόν μία κούρσα ταχύτητας με στόχο τη διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια. Ο ίδιος ο Γιούνκερ χρησιμοποίησε το προσωπικό του κύρος για να επιταχύνει τη διαδικασία, πριν τη λήξη της θητείας του στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Αξιοποίησα τις ευκαιρίες που είχα για να εκφράσω τον προβληματισμό μου σε ό,τι αφορά μια γρήγορη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια η οποία θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε. Η Σερβία, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο έχουν ειδικά προβλήματα τα οποία κατά τη γνώμη μου αποκλείουν τη γρήγορη ένταξη στην Ε.Ε. Τα καθεστώτα είναι αυταρχικά, η διαφθορά είναι ο κανόνας, η Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ είναι ελεγχόμενα και το κυριότερο υπάρχουν πολλοί ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων οι οποίοι αν μεταφερθούν στο εσωτερικό της Ε.Ε. θα προκαλέσουν τεράστια προβλήματα.

Λάθος επιλογή

Διαπίστωσα από τις συζητήσεις στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, πως είχε επικρατήσει μία στρατηγική ανάλυση που έδινε προτεραιότητα στην ταχύτητα της διεύρυνσης έναντι της ποιότητάς της.

Σύμφωνα με την ανάλυση των αρμόδιων παραγόντων, τα Δυτικά Βαλκάνια έπρεπε να δεθούν πιο στενά με την Ε.Ε. για να αποτραπεί η ενίσχυση της επιρροής άλλων δυνάμεων, συγκεκριμένα της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Κίνας και σε μικρότερο βαθμό της Σαουδικής Αραβίας, που ενίσχυαν σταδιακά την επιρροή τους στην περιοχή.

Η Ε.Ε. έχει συντριπτική υπεροχή έναντι των χωρών που ανέφερα σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία το 70%-80% των ξένων άμεσων επενδύσεων, των εισαγωγών και των εξαγωγών, ακόμη και του τουρισμού, είναι με ευρωπαϊκές υπογραφές. Επομένως, η μεγιστοποίηση της οικονομικής διείσδυσης της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια έχει ήδη πραγματοποιηθεί και δεν υπάρχει άλλη οικονομική δύναμη ικανή να την ανταγωνιστεί.

Στον τομέα της πολιτικής επιρροής τα πράγματα είναι όντως διαφορετικά εξαιτίας της έλλειψης κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. των 27. Για παράδειγμα, ο Ερντογάν προσπαθεί με κάθε τρόπο, και το επιτυγχάνει ως έναν βαθμό, να ενισχύσει την πολιτική επιρροή της Τουρκίας στα Δυτικά Βαλκάνια. Η προσπάθειά του αυτή είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής που εφαρμόζει, με τα Βαλκάνια να έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εάν, όμως, οι Βρυξέλλες ενδιαφέρονται να περιορίσουν την επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή, μπορούν να το κάνουν με άλλους τρόπους. Μια πιο αποφασιστική στάση υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου και μία πιο δυναμική απάντηση στη διαχείριση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων από τον Ερντογάν, θα περιόριζε περισσότερο την επιρροή της Τουρκίας στα Δυτικά Βαλκάνια απ’ ό,τι μία προβληματική διαδικασία διεύρυνσης.

Παραδοσιακή διπλωματία

Μια προσεκτική ανάλυση των κινήσεων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στα Δυτικά Βαλκάνια ενισχύει την άποψη ότι γίνονται περισσότερο με παραδοσιακούς διεθνοπολιτικούς υπολογισμούς και λιγότερο στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής, την οποία συνήθως επικαλούνται.

Η Ιταλία δείχνει ένα σταθερό ενδιαφέρον για την Αλβανία, την οποία παλαιότερα θεωρούσε αναπόσπαστο μέρος της ζώνης επιρροής της. Η Αυστρία έχει έντονο οικονομικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τα Δυτικά Βαλκάνια, θεωρώντας ότι αποτελεί ένα είδος συνεχιστή της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Για τον ίδιο λόγο, η Ουγγαρία έχει την τάση να αναμειγνύεται στα εσωτερικά χωρών όπως η Βόρεια Μακεδονία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όρμπαν φιλοξενεί στην Ουγγαρία τον εθνικιστή ηγέτη της Βόρειας Μακεδονίας Γκρουέφσκι, ο οποίος διώκεται από τη Δικαιοσύνη για διάφορες υποθέσεις.

Η Γερμανία θεωρεί και αυτή ότι τα Βαλκάνια είναι ένας προνομιακός χώρος για την ανάπτυξη της επιρροής της, το απέδειξε άλλωστε πρωταγωνιστώντας διπλωματικά στην αναπόφευκτη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η Γαλλία, η οποία τοποθετείται κοντά στις αντιλήψεις της Ελλάδας για τα Βαλκάνια, δεν έχει την επιρροή που είχε άλλοτε και γι’ αυτό δεν μπορεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις. Είναι όμως αρκετά ισχυρή σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να μπορεί να καθυστερεί ή και να ματαιώνει τις πρωτοβουλίες άλλων.

Ο συνδυασμός της ευρωπαϊκής προσπάθειας να αναπληρωθεί το Brexit με μια νέα διεύρυνση αλλά και της παραδοσιακής διπλωματίας που ασκούν στα Δυτικά Βαλκάνια ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα.

Τους ζητήθηκε να συμβάλλουν στο ξεπέρασμα της αντιπαλότητας μεταξύ της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας και να δώσουν με τον τρόπο αυτό το καλό παράδειγμα στον διακανονισμό διαφορών και εκκρεμοτήτων μεταξύ των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.

Η Συμφωνία των Πρεσπών

Ο κατάλογος των εκρηκτικών αντιθέσεων στα Δυτικά Βαλκάνια είναι μακρύς. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι μόνο στη θεωρία ενιαίο κράτος, εφόσον η αντιπαλότητα μεταξύ Σερβοβόσνιων, μουσουλμάνων, Βόσνιων μουσουλμάνων και Κροατών έχει οδηγήσει σε έλλειψη στοιχειώδους συνοχής και λειτουργικότητας. Υπάρχει επίσης η αντιπαλότητα μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου και η κακή πολιτική διάθεση μεταξύ Σέρβων και Κροατών. Η κυβέρνηση της Αλβανίας προωθεί συστηματικά τη λεγόμενη Μεγάλη Αλβανία που θα στηρίζεται στην ένωση της Αλβανίας και του Κοσόβου και στον περιορισμό της επιρροής των Σέρβων. Οι Κοσοβάροι είναι κατά περιόδους σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Σέρβους και το Μαυροβούνιο θεωρείται, διεθνώς, ένα κράτος με ενισχυμένη παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος.

Υποτίθεται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα δημιουργούσε ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων και θα συνέβαλε στο ξεπέρασμα ιστορικών προβλημάτων και σκληρών αντιπαραθέσεων. Όσο καλό και να ήταν το παράδειγμα της Συμφωνίας των Πρεσπών από διπλωματική άποψη, ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να έχει ιδιαίτερα θετική επίδραση σε τόσο σύνθετα ζητήματα.

Η κυβέρνηση Τσίπρα αντιμέτωπη με συντονισμένες πιέσεις και έχοντας σχετικά περιορισμένο πολιτικό κεφάλαιο στην Ε.Ε. εξαιτίας της κρίσης του 2015, έφτασε σε συμβιβασμό με τα Σκόπια εγκαταλείποντας ορισμένες από τις βασικές θέσεις της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τη «Μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Οι υποχωρήσεις Τσίπρα βελτίωσαν θεαματικά το προφίλ του στο εσωτερικό της Ε.Ε. και τον διευκόλυναν, ως ένα βαθμό, στη συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε ακριβά την εγκατάλειψη ορισμένων κόκκινων γραμμών της ελληνικής διπλωματίας στο θέμα των Σκοπίων χωρίς να μπορέσει να λειτουργήσει σαν καταλύτης θετικών εξελίξεων στα Δυτικά Βαλκάνια.

Στο προσκήνιο οι αντιρρήσεις

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε τις προτάσεις των Βρυξελλών, οι ελληνικές αντιρρήσεις σταμάτησαν να αξιοποιούνται σαν δικαιολογία για το μπλοκάρισμα της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο επιφυλάξεις άλλων κρατών-μελών.

Η Γαλλία δεν ενδιαφέρεται για την επιτάχυνση της διεύρυνσης γιατί κάνει διαφορετική ανάλυση της κατάστασης στα Δυτικά Βαλκάνια απ’ ό,τι για παράδειγμα η Γερμανία. Θεωρεί επίσης ότι ενδεχόμενη διεύρυνση δεν πρόκειται να ενισχύσει την ευρύτερη επιρροή της.

Στην Ολλανδία είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι για τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που ξεκινούν από την Αλβανία και άλλες χώρες του οργανωμένου εγκλήματος και αναπτύσσονται στην ίδια την Ολλανδία.

Στη Γερμανία διαφορετικές είναι οι θέσεις των πολιτικών όταν κάνουν ανάλυση σε επίπεδο στρατηγικής για την κατάσταση και την προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων και διαφορετικές όταν απευθύνονται στους ψηφοφόρους τους. Η γερμανική κοινή γνώμη είναι ανήσυχη για την εισαγόμενη από τα Δυτικά Βαλκάνια εγκληματικότητα και προβληματίζεται και για τα μεταναστευτικά ρεύματα που είναι ήδη σημαντικά αλλά μπορούν να ενισχυθούν μέσα από τη διαδικασία ένταξης χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε.

Η μεγάλη ανατροπή

Ο συμβιβασμός που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην τότε ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να λύσει τα προβλήματα της κυβέρνησης Ζάεφ στη Βόρεια Μακεδονία και χωρίς να δημιουργήσει θετική δυναμική για το σύνολο των Δυτικών Βαλκανίων.

Όμως, η μεγάλη ανατροπή ήρθε από τη Βουλγαρία, η οποία έκανε στροφή 180 μοιρών έναντι των Σκοπίων. Για όσο διάστημα η Ελλάδα πρόβαλλε τις αντιρρήσεις στην προσέγγιση με τα Σκόπια και στην προοπτική ένταξης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) στην Ε.Ε., οι Βούλγαροι κάλυπταν τις δικές τους διαφωνίες πίσω από τις δικές μας.

Έκαναν μάλιστα ορισμένους διπλωματικούς ελιγμούς για να εμφανίσουν τη Βουλγαρία πιο εποικοδομητική στα ζητήματα της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια απ’ ό,τι η Ελλάδα.

Στη συνέχεια όμως επανήλθαν στην επιχειρηματολογία παλαιότερων χρόνων, επιμένοντας ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας είναι βουλγαρικής προέλευσης και πως η γλώσσα τους είναι μια διάλεκτος της βουλγαρικής. Οι μαξιμαλιστικές αυτές θέσεις οδήγησαν σε πλήρη ρήξη της Σόφιας με τα Σκόπια και έδειξαν ότι όσοι εμφάνιζαν τις εθνικές αντιρρήσεις σαν μοναδικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας δεν είχαν αντιληφθεί ή έκρυβαν τη σύνθετη πραγματικότητα.

Η Βουλγαρία επιμένει στις σκληρές θέσεις της και είναι πολύ δύσκολο να τις εγκαταλείψει για όσο διάστημα είναι βυθισμένη σε κυβερνητική, πολιτική κρίση. Ύστερα από μια δεκαετία πολιτικής κυριαρχίας, ο Μπορίσοφ και το κεντροδεξιό κόμμα του οποίου ηγείται έχασαν τον έλεγχο των εξελίξεων και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υποχρεώθηκαν σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες οδήγησαν σε σημαντική πτώση του εκλογικού ποσοστού τους.

Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η πτώση του ποσοστού των Σοσιαλιστών που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Αντιμετωπίστηκαν από τους οργισμένους ψηφοφόρους σαν μία συστημική δύναμη που έπρεπε και αυτή να τιμωρηθεί στις κάλπες.

Μεγάλος κερδισμένος των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων είναι ένα κόμμα διαμαρτυρίας που ελέγχεται από μία τηλεοπτική προσωπικότητα που το καθοδηγεί χωρίς να διεκδικεί ο ίδιος την εκλογή του. Στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση το κόμμα διαμαρτυρίας ξεπέρασε οριακά σε ψήφους το κόμμα του Μπορίσοφ, χωρίς όμως να μπορεί να προσφέρει κυβερνητική λύση.

Ρόλο επίσης παίζουν ένα ισχυρό κόμμα που εκφράζει η μουσουλμανική μειονότητα χωρίς να ελέγχεται από τον Ερντογάν και ένα μικρότερο κόμμα το οποίο έχει κηρύξει τον πόλεμο στη «μαφία» της εξουσίας.

 Το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστεί τέταρτη εκλογική αναμέτρηση και μια προσπάθεια άρσης του κυβερνητικού και πολιτικού αδιέξοδου. Όσο οι πολιτικές δυνάμεις είναι στα πολιτικά χαρακώματα και δεν έχει δοθεί σταθερή δημοκρατική λύση στο κόμμα της εξουσίας, είναι πρακτικά αδύνατον να μαλακώσει η στάση της Βουλγαρίας στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας.

Στην ακυβερνησία προστέθηκε τελευταία η φοβερή έξαρση της πανδημίας που μετατρέπει τη Βουλγαρία, μαζί με τη Ρουμανία, στις δύο χώρες της Ε.Ε. με τους περισσότερους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους από COVID-19 την περίοδο που διανύουμε.

Κρίση και στη Ρουμανία

Διπλή κρίση, πολιτική και έξαρσης της πανδημίας, αντιμετωπίζει και η Ρουμανία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα που ήταν πολιτικά κυρίαρχο είχε σχέσεις και με στελέχη της περιόδου Τσαουσέσκου, γι’ αυτό αντιμετωπιζόταν με καχυποψία σε ζητήματα διαφάνειας και σεβασμού των δημοκρατικών κομμάτων.

Η κεντροδεξιά μπόρεσε να αξιοποιήσει τη φθορά, λόγω διαφθοράς και εσωτερικών αντιθέσεων των Σοσιαλιστών, και να σχηματίσει κυβέρνηση. Στη συνέχεια όμως έπεσε και αυτή θύμα των προσωπικών στρατηγικών που ακολουθούν στελέχη της, με αποτέλεσμα να πέσει και η δική της κυβέρνηση. Η προσπάθεια των Φιλελευθέρων να δώσουν λύση στο κυβερνητικό αδιέξοδο, κινούμενοι μεταξύ Σοσιαλιστών και κεντροδεξιάς, δεν απέδωσε και έτσι η Ρουμανία έχει βυθιστεί σε πολιτική, κυβερνητική κρίση.

Οι επιδόσεις της στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι, αυτή την περίοδο, χειρότερες και από της Βουλγαρίας. Τα ποσοστά εμβολιασμού στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία είναι της τάξης του 30% και 40% του συνόλου του πληθυσμού, πολύ χαμηλότερα από τα ποσοστά της Ελλάδας και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό εξηγεί γιατί η έξαρση της πανδημίας οδηγεί σε εξαιρετικά υψηλό αριθμό θανάτων τις δύο χώρες.

Τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού αποδίδονται στα οργανωτικά προβλήματα που έχουν σχέση με την έλλειψη σταθερής διακυβέρνησης αλλά και στον αρνητικό ρόλο της εκκλησίας, ορισμένων πολιτικών δυνάμεων και του αντιεμβολιαστικού «κινήματος» γενικότερα.

Τα προβλήματα της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας δυσκολεύουν την επεξεργασία και την εφαρμογή των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Ενισχύουν στην κοινή γνώμη ευρωπαϊκών χωρών την εικόνα βαλκανικής αστάθειας και προβλημάτων, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πολιτική θέληση για προώθηση της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια.

Η επόμενη μέρα

Ο Ζάεφ υποχρεώθηκε σε παραίτηση από την πρωθυπουργία και από την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ύστερα από τη μεγάλη ήττα που υπέστη η παράταξή του στους δύο γύρους των δημοτικών εκλογών.

Ο μεγάλος κερδισμένος της αναμέτρησης ήταν το εθνικιστικό κόμμα VMRO, το οποίο τηρεί αδιάλλακτη στάση στα ζητήματα του λεγόμενου Μακεδονισμού. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει οριακή πλειοψηφία στη βουλή, αλλά το VMRO πιέζει για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών με στόχο την άμεση επιστροφή στην εξουσία.

Σε περίπτωση που επιστρέψει το VMRO στην εξουσία είναι πιθανό να δούμε και τον Γκρουέφσκι σε νέο πολιτικό ρόλο, παρά τις κατηγορίες για διαφθορά και τις συστηματικές τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων του, που τον υποχρέωσαν να ζητήσει την προστασία του Όρμπαν στην Ουγγαρία.

Το πολιτικό παιχνίδι γίνεται πιο σκληρό στη γειτονική χώρα. Είναι χαρακτηριστικό και ότι ο Ζάεφ, πρωταγωνιστής μαζί με τον Τσίπρα στη Συμφωνία των Πρεσπών, αναφέρθηκε στην ομιλία με την οποία ανακοίνωσε την παραίτησή του στη χώρα του σαν «Μακεδονία». Ούτε ο ίδιος εφαρμόζει τη συμφωνία που υπέγραψε.

Η πολιτική αστάθεια στη Βόρεια Μακεδονία και η ενίσχυση των εθνικιστών του VMRO καθιστά πρακτικά αδύνατη τη συνεννόηση με την Ελλάδα, πολύ περισσότερο με την απαιτητική Βουλγαρία, εξέλιξη που συμβάλλει στο «πάγωμα» της διαδικασίας ένταξης στην Ε.Ε.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες απέφυγαν μέχρι τώρα να δώσουν στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και είναι λιγότερο πιθανό να το κάνουν στο νέο αρνητικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στη Βόρεια Μακεδονία, στα Δυτικά Βαλκάνια, στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.