Ασκήσεις άμεσης δημοκρατίας και αναγκαίας επιβίωσης - Free Sunday
Ασκήσεις άμεσης δημοκρατίας και αναγκαίας επιβίωσης

Ασκήσεις άμεσης δημοκρατίας και αναγκαίας επιβίωσης

Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Προεδρευομένη σημαίνει ότι έχουμε Πρόεδρο με συμβολικά κυρίως καθήκοντα, χωρίς κυβερνητικές αρμοδιότητες, σε αντίθεση με τις Προεδρικές Δημοκρατίες, όπου ο Πρόεδρος έχει τις κύριες κυβερνητικές εξουσίες, όπως περίπου έχει ο δικός μας πρωθυπουργός. Κοινοβουλευτική, σημαίνει ότι οι επιλογές του λαού εκφράζονται μέσω των βουλευτών-αντιπροσώπων του. Η αντιπροσώπευση δεν είναι και αυτή άμεση, διότι παρεμβάλλονται τα κόμματα, ο ρόλος των οποίων ορίζεται αυξημένος στο Σύνταγμα και πρακτικά κατοχυρώνεται ως κυρίαρχος.

Το απολύτως πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, σε συνδυασμό με το κομματικό φαινόμενο μέσω του οποίου ελέγχεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προσδίδει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην πολιτική ζωή της χώρας.

Όποιος θέλει να κυβερνήσει πρέπει να ηγείται του κόμματος το οποίο θα κερδίσει τις εκλογές. Τούτο είναι εν μέρει άσχετο με το εκλογικό σύστημα. Όπως έδειξε το πρόσφατο παρελθόν, αυτός που θα ορκιστεί πρωθυπουργός τεκμαίρεται ότι ελέγχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, άρα αρκεί και σχετική πλειοψηφία στις εκλογές, αρκεί να σχηματιστεί μετά κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η δε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη λεγόμενη κομματική πειθαρχία. Ο βουλευτής οφείλει να είναι συνεπής πρώτα προς το κόμμα με το οποίο εκλέχθηκε και κατόπιν στους ψηφοφόρους του.

Μέσα και από τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, αλλά και από τη μακρά πρακτική, ο ψηφοφόρος πρωτίστως διαλέγει κόμμα και δευτερευόντως εκπρόσωπο. Αν συνυπολογίσουμε ότι πολύ μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων ψηφίζει με βάση τα δημοτολόγια, σε τόπο διαφορετικό από τον οποίο διαμένει, η σχέση εκπροσώπησης μεταξύ βουλευτή και ψηφοφόρου γίνεται ακόμη πιο χαλαρή, σε αντίθεση με τη σχέση κόμματος - ψηφοφόρου, η οποία παραμένει ισχυρή.

Καλώς ή κακώς, η σχέση βουλευτή ψηφοφόρου υποχωρεί μπροστά στη σχέση κόμματος ψηφοφόρου. Ο ψηφοφόρος συνήθως θυσιάζει τον βουλευτή για χάρη του κόμματος. Αυτός είναι και ο λόγος που, όταν ένας βουλευτής ανεξαρτητοποιείται, του ζητείται (ανεπιτυχώς πάντα) να παραδώσει την έδρα. Αυτός επικαλείται τη σχέση του με τους ψηφοφόρους, αλλά στις επόμενες εκλογές οι ψηφοφόροι επιλέγουν το ίδιο κόμμα αλλά άλλο βουλευτή και όχι αυτόν που έφυγε. Οι βουλευτές εκλέγονται κυρίως γιατί ανήκουν σε συγκεκριμένο κόμμα και πολύ λιγότερο επειδή έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική συγκρότηση ή (μπορούν να) συμμετάσχουν στην παραγωγή κυβερνητικής ή πολιτικής δράσης ή ιδεολογίας. Πολύ λιγότερο επειδή εκπροσωπούν συγκεκριμένο τόπο και αιτήματα

Τίθεται εκ των πραγμάτων το ζήτημα της δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων και της δυνατότητάς τους να εκφράσουν αποτελεσματικά τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους. Είναι κοινός τόπος ότι τα κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης ήταν εξόχως αρχηγικά. Οι προσωπικότητες των ιδρυτών τους καθόρισαν την (μη) οργάνωση και την πορεία τους. Δεν είναι παράξενο ότι το μοντέλο του αρχηγού - κυρίαρχου - αυθεντίας συνέχισε να υπηρετείται και μετά την αποχώρηση των «μεγάλων» αρχηγών. Αυτό ήξερε να υπηρετεί ο κάθε κομματικός μηχανισμός, αυτό ήξερε, βιωματικά, να υποστηρίζει ο ψηφοφόρος. Ενδιάμεσα, υπήρχαν και τα μέλη των κομμάτων, αυτά που θα στελέχωναν τα όργανά του, αλλά (κοινός τόπος και αυτό) εκεί υπήρχε μεγάλο ποσοστό ιδιοτέλειας και ωφελιμισμού, το οποίο επιδοκιμαζόταν από την κοινωνία που προσέτρεχε για εξυπηρετήσεις. Κάπως έτσι χρίστηκαν ή αντιμετωπίστηκαν ως ηγέτες όλοι οι επόμενοι αρχηγοί των κυρίαρχων κομμάτων. Με τον ίδιο τρόπο (τυχαίο;) προωθήθηκαν στην κοινή γνώμη και οι αρχηγοί των νεότερων κομμάτων που αναδείχθηκαν στην πορεία.

Όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί, παλιών και νέων κομμάτων, αισθάνονταν την ανάγκη να αναδείξουν έναν ηγέτη, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιβληθούν καλύτερα στην κοινωνία. Υπό αυτή την οπτική, δεν είχε και μεγάλη σημασία ο τρόπος ανάδειξης του αρχηγού (κατά κανόνα από τα κομματικά, ημιενεργά όργανα), διότι στη συνέχεια θα ακολουθούσε η φιλοτέχνηση της εικόνας του ηγέτη, γεγονός το οποίο και η κοινωνία αποδέχονταν ή και αποζητούσε.

Όλα αυτά βέβαια, ανεπαρκή και ατελέσφορα, κατέρρευσαν με έναν τρόπο ενόψει της χρεοκοπίας. Άλλωστε, οι διάφοροι ηγέτες της Μεταπολίτευσης δεν επιβεβαίωσαν τον μύθο τους και η χρεοκοπία δεν άφηνε περιθώρια να σκεπαστεί το γεγονός. Την ίδια στιγμή, οι κομματικοί μηχανισμοί αναδεικνύονταν ανίκανοι στο να βγάλουν τους φορείς τους και τη χώρα από το τέλμα, διότι πολύ απλά δεν ήξεραν πώς να το κάνουν. Υπήρχαν μόνο για να υπηρετούν τον όποιο ηγέτη και (φυσικά) την εκλογική πελατεία. Δεν παρήγαγαν πολιτική. Ακόμη και οι μηχανισμοί των κομμάτων της σημερινής αντιπολίτευσης, που θεωρητικά είχαν την τεχνογνωσία, μετά την κυβερνητική θητεία έδειξαν την ίδια αδυναμία με τα «παλαιά» κόμματα.

Σε αυτό το πολυεπίπεδο και εν πολλοίς αναποτελεσματικό αντιπροσωπευτικό σύστημα, η εκλογή προέδρου κόμματος απευθείας από τη βάση μοιάζει παράταιρη. Πολύ περισσότερο όταν δόθηκε η δυνατότητα ψήφου σε ανθρώπους που θα γραφτούν μέλη ακριβώς για τον λόγο αυτόν. Δεν είναι, ωστόσο, παράξενο τα συστήματα να «αυτοκαταργούνται» για να επιβιώσουν. Πάντα υπάρχει η «κρυφή» προσδοκία ότι οι εξελίξεις θα ελεγχθούν.

Το 2004, ο κ. Γεώργιος Α. Παπανδρέου «εκλέχθηκε» πρόεδρος στο ΠΑΣΟΚ, σε μια διαδικασία όπου ένα εκατομμύριο ψηφοφόρων επιβεβαίωσε προαποφασισμένη παράδοση ηγεσίας από τον κ. Σημίτη. Το μοντέλο του μεγάλου αρχηγού σε δημοκρατική συσκευασία. Πιο αληθινή ήταν η εκλογή του ιδίου το 2007, σε συνθήκες σκληρής αναμέτρησης με τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο. Αυτή η εκλογή καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τις μελλοντικές εξελίξεις. Εκλέχθηκε κάποιος που νόμιζαν ότι «ήταν άλλος». Η εκλογή της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά το 2015 από τη βάση του ΠΑΣΟΚ, όπως και η εκ νέου εκλογή της ιδίας ως αρχηγού του ΚΙΝΑΛ, έδειξε ότι οι ασκήσεις κορυφής δεν οδηγούν πουθενά, αν δεν θέλει η βάση.

Αντίστοιχα, η εκλογή Σαμαρά το 2009 στη Νέα Δημοκρατία έδειξε με ενδιαφέροντα τρόπο ότι τα κλειστά κομματικά συστήματα δεν διστάζουν να αντιγράψουν τον αντίπαλο προκειμένου να επιβιώσουν. Το κόμμα των βαρονιών και των «ισμών» ανοίχτηκε, μη έχοντας άλλη επιλογή, στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα βέβαια σε πρώτο χρόνο ήταν ο αυτοπεριορισμός στα στενά όρια της δεξιάς πολιτικής. Ήταν η εκλογή Μητσοτάκη η οποία διεύρυνε τα όρια του κόμματος που θέλει να λέγεται παράταξη. Αν δεν θέλει η βάση, δεν γίνεται τίποτα!

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, οι κομματικοί μηχανισμοί έσπευσαν να ευθυγραμμιστούν με τον εκλεγέντα - πρωθυπουργήσιμο αρχηγό. Απέχουν αρκετά ακόμη από το να καθορίζουν φιλοσοφία, ιδεολογία, να παράγουν πολιτικό περιεχόμενο και να αναδεικνύουν στελέχη και εξ αυτών ηγέτη. Τουλάχιστον, όμως, ο εκλεγείς έχει την ευλογία της βάσης και την εξουσία... να τους αλλάξει!

Τα παραπάνω δεν αφορούν ακόμη την Αριστερά, στους χώρους της οποίας οι κομματικοί μηχανισμοί παραμένουν άβατα και η αθρόα είσοδος νέων μελών θεωρείται επικίνδυνη. Αυτοί προτιμούν να καθοδηγούν ως «φωτισμένοι» τις μάζες, αντί να τις εμπιστευτούν.

Στις επικείμενες εκλογικές διαδικασίες του ΚΙΝΑΛ, θα καθοριστούν από μηδενική βάση η φιλοσοφία του και η μελλοντική του πορεία. Αυτή η εκλογή θα δημιουργήσει αναπόφευκτα κάτι νέο στον χώρο του κέντρου ή θα το εξαφανίσει οριστικά.