Ελληνική οικονομία: Πάνω ή κάτω από τον πήχη; - Free Sunday
Ελληνική οικονομία: Πάνω ή κάτω από τον πήχη;
Δυναμική ανάκαμψη με αναταράξεις και αβεβαιότητα

Ελληνική οικονομία: Πάνω ή κάτω από τον πήχη;

Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο «Κάτω από τον Πήχη». Μεταξύ των άλλων, εξετάζω γιατί η ελληνική οικονομία είχε χαμηλές επιδόσεις τα πρώτα σαράντα χρόνια της συμμετοχής μας στην ΕΟΚ, μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

Όλο αυτό το διάστημα πέσαμε οικονομικές κατηγορίες στο εσωτερικό της Ε.Ε., μας προσπέρασαν σε οικονομική ανάπτυξη και βιοτικό επίπεδο διάφορα κράτη-μέλη και δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε ή να προσπεράσουμε κανένα από αυτά. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να έχει σήμερα η Ελλάδα κατά κεφαλήν ΑΕΠ ίσο με τα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δηλαδή πολύ χαμηλό.

Στο βιβλίο μου εκτιμώ ότι θα καλύψουμε τις απώλειες της πανδημίας μέσα στο α’ εξάμηνο του 2022 και πως η επόμενη πενταετία θα χαρακτηρίζεται από αρκετά δυναμική ανάπτυξη που θα στηρίζεται και στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Προειδοποιώ όμως ότι το βασικό σενάριο, δηλαδή το πιο πιθανό να πραγματοποιηθεί, είναι να πάμε καλύτερα αλλά να μην μπορέσουμε να ανέβουμε οικονομική κατηγορία στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Από τον Σεπτέμβριο έχουν υπάρξει σημαντικές αρνητικές εξελίξεις, όπως η έξαρση της πανδημίας, η εκδήλωση νέας ενεργειακής κρίσης και η έκρηξη ακρίβειας με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να είναι στην Ευρωζώνη στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριάντα ετών.

Επομένως, όχι μόνο περιορίζονται κι άλλο οι πιθανότητες να ανέβουμε οικονομική κατηγορία στο εσωτερικό της Ε.Ε. αλλά πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για να υπερασπιστούμε το βασικό σενάριο, της καλής οικονομικής πορείας την επόμενη πενταετία.

Δυναμική ανάκαμψη

Σύμφωνα με την τελευταία εξαμηνιαία έκθεση του ΟΟΣΑ, το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί 6,7% το 2021, 4,8% το 2022 και 2,9% το 2023. Έχουμε μπει σε φάση δυναμικής ανάκαμψης που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να μετατραπεί σε σταθερή ανάπτυξη.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2020 το ελληνικό ΑΕΠ έπεσε κατά 9%. Αυτό σημαίνει ότι πάμε για μία ακόμη τριετία 2020-2022, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στο 1% ή λίγο κάτω από αυτό. Αν στη συνέχεια αναπτυχθούμε το 2023 με 2,9% –όπως προβλέπει ο ΟΟΣΑ– και καταφέρουμε να διατηρήσουμε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3%, η κατάσταση θα βελτιωθεί σημαντικά με το πέρασμα του χρόνου.

Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ συνιστούν το αυτονόητο, προσοχή στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Προειδοποιούν ότι η υγειονομική κατάσταση της Ελλάδας, την οποία θεωρούν σε χειρότερο επίπεδο από τα περισσότερα κράτη-μέλη του Οργανισμού, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη. Επισημαίνουν επίσης ότι τα προβλήματα των τραπεζών και η επιβράδυνση στη χορήγηση νέων επιχειρηματικών δανείων μπορούν και αυτά να περιορίσουν τη δυναμική της ανάκαμψης και της ανάπτυξης. Τέλος, τονίζουν ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος και βελτίωσης της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και του δημόσιου τομέα της οικονομίας.

Η επιστροφή του πληθωρισμού

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ υπάρχει πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα αυξηθεί από 0,4% το 2021 σε 3,1% το 2022. Αντίθετα, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης είναι για πληθωρισμό 0,6% το 2021 και μόλις 0,8% το 2022.

Τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός ήταν στην Ευρωζώνη στο 4,8%, στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας τριακονταετίας. Έχει εκτοξευθεί στο 6% στη Γερμανία και στο 5,6% στην Ισπανία και στο Βέλγιο.

Η Ελλάδα έχει μπροστά της δύσκολους μήνες με το ποσοστό του πληθωρισμού να ανεβαίνει και την ακρίβεια να φέρνει σε δύσκολη θέση πολλά νοικοκυριά και εταιρείες.

Τους τελευταίους μήνες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υποτίμησε τη δυναμική του πληθωρισμού. Αν πέσει έξω και στην εκτίμηση ότι πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο και πως από το α’ εξάμηνο του 2022 θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωσή του, τότε τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα για την Ελλάδα. Η ΕΚΤ έχει καταστατική υποχρέωση να εφαρμόσει νομισματική πολιτική που θα οδηγεί σε έναν πληθωρισμό της τάξης του 2%. Επί Ντράγκι η λογική ήταν να επιτυγχάνεται ένας πληθωρισμός λίγο κάτω από το 2%. Επί Λαγκάρντ έγινε πιο χαλαρός ο ορισμός με το 2% να είναι μέσος όρος σε βάθος χρόνου, που επιτρέπει σημαντικές ετήσιες αποκλίσεις.

Η διαμάχη γύρω από την πρόγνωση και τη διάρκεια του πληθωριστικού φαινομένου έχει τεράστια οικονομική σημασία για την Ελλάδα. Θα προσδιορίσει αν θα συνεχίσει η ΕΚΤ την εντυπωσιακή πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει ή θα υιοθετήσει –πιεζόμενη από Γερμανία, Ολλανδία και άλλα κράτη μέλη– μια αυστηρότερη νομισματική πολιτική που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων δυσκολεύοντας σημαντικά την υπερχρεωμένη Ελλάδα.

Προς το παρόν, η ανοδική τάση των επιτοκίων ελέγχεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ήταν την περασμένη Πέμπτη στο 1,22%, με την Ιταλία στο 1,01%, την Ισπανία στο 0,42%, την Πορτογαλία στο 0,36% και την Ιρλανδία στο 0,14%.

Μπορεί η Ελλάδα να έχει σταθερά τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη και να έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, παραμένουν όμως σε εξαιρετικά ανταγωνιστικά επίπεδα. Το επιτόκιο στο 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ είναι στο 1,48% και της Αυστραλίας –με μία οικονομία με μεγάλες δυνατότητες– στο 1,69%.

Είμαστε λοιπόν εξαιρετικά αξιόπιστοι σε διεθνές επίπεδο, αλλά η διεθνής άνοδος του πληθωρισμού μάς δημιουργεί σημαντικά προβλήματα. Θέτει υπό αμφισβήτηση την αναγκαστικά αυστηρή εισοδηματική πολιτική που εφαρμόζεται. Φέρνει σε δύσκολη θέση πολλές ελληνικές επιχειρήσεις. Προετοιμάζει το έδαφος για μια λιγότερο χαλαρή νομισματική πολιτική και υψηλότερα ευρωπαϊκά επιτόκια.

Ηλεκτροσόκ στην οικονομία

Η επιδείνωση των τελευταίων μηνών οφείλεται και στη νέα ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στο ξεκίνημα της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης.

Το κόστος του πετρελαίου και κυρίως του φυσικού αερίου αυξήθηκε εντυπωσιακά, ενώ καταγράφουμε και ευρωπαϊκά ρεκόρ σε ό,τι αφορά τη χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βιομηχανίες μέσης τάσης πληρώνουν το ηλεκτρικό ρεύμα σε τετραπλάσια τιμή σε σύγκριση με πέρυσι και το φυσικό αέριο σε πενταπλάσια τιμή.

Σύμφωνα με την Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ), οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο και στην ηλεκτρική ενέργεια αυξάνουν το κόστος παραγωγής των βιομηχανικών προϊόντων κατά 20%-40%.

Πολλοί εκπρόσωποι της βιομηχανίας θεωρούν ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι οργανωμένη με λάθος τρόπο και συμβάλλει στην κερδοσκοπία, ενώ τιμωρεί την παραγωγή. Κατά την άποψή τους δεν λειτουργεί ουσιαστικά η προθεσμιακή αγορά ενέργειας, δεν υπάρχουν δυνατότητες για σύναψη διμερών συμβολαίων για αντιστάθμιση κινδύνου και η αγορά της ενέργειας χαρακτηρίζεται από έλλειμμα ανταγωνισμού.

Η Ελλάδα είναι παραδοσιακά ευάλωτη στις ενεργειακές κρίσεις. Η βιομηχανία μας έχει πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας και εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους. Η μεγάλη άνοδος στην τιμή του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, αν συνεχιστεί, θα επιδράσει αρνητικά στον ρυθμό ανάκαμψης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με την πρόγνωση της ΕΚΤ, οι διεθνείς τιμές των καυσίμων θα υποχωρήσουν σημαντικά από τον επόμενο Απρίλιο, συμβάλλοντας στην εξομάλυνση της κατάστασης. Πολλοί ειδικοί, όμως, θεωρούν ότι οι τιμές της ενέργειας αποκτούν με το πέρασμα του χρόνου ενισχυμένη γεωπολιτική διάσταση.

Η Ε.Ε. δηλώνει ότι έχει στόχο μία οικονομία μηδενικών ρύπων και για να καταλήξει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα στηριχθεί, στη μεταβατική φάση, κυρίως στο φυσικό αέριο. Αυτόματα δημιουργείται κίνητρο στις χώρες εξαγωγής φυσικού αερίου –και κυρίως στη Ρωσία– να αξιοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούν το φυσικό αέριο για να αντλήσουν τα μέγιστα οικονομικά οφέλη στη διάρκεια των μεταβατικών δεκαετιών. Την κατάσταση περιπλέκει η δίψα για ενέργεια των δυναμικά αναπτυσσόμενων οικονομιών της Άπω Ανατολής. Προμηθεύονται το φυσικό αέριο στις διεθνείς αγορές σε υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι η Ε.Ε. για να καλύψουν τις μεγάλες ανάγκες τους.

Με τη στρατηγική μετάβασης που εφαρμόζει η Ε.Ε. φαίνεται να υποτιμά τη γεωπολιτική διάσταση, το ζήτημα της ασφάλειας του εφοδιασμού και της προμήθειας του φυσικού αερίου σε προσιτές τιμές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τιμές παραγωγού της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αυξήθηκαν τον Οκτώβριο του 2021 σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020 κατά 23,5% εξαιτίας κυρίως του αυξημένου κόστους του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Το κακό σενάριο για την ελληνική οικονομία είναι να διατηρηθούν οι υψηλές τιμές των καυσίμων και της ενέργειας το μεγαλύτερο μέρος του 2022, συντηρώντας τον υψηλό πληθωρισμό και προκαλώντας μία λιγότερο χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

Παραδοσιακές αδυναμίες

Επειδή η διεθνής οικονομία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα, η Ελλάδα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να μην αναδειχθεί ξανά –σε περίπτωση διεθνούς επιδείνωσης– ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης.

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με δική μας πρωτοβουλία παραδοσιακές αδυναμίες, όπως είναι το μεγάλο ασφαλιστικό έλλειμμα που συντηρεί το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, όπως και πρακτικές που στέλνουν μήνυμα έλλειψης συνέπειας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα είναι 9,6% του ΑΕΠ το 2021 – λίγο χαμηλότερο από το έλλειμμα του 2020– για να πέσει στη συνέχεια στο 4% του ΑΕΠ το 2022 και στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023.

Η διόρθωση στο έλλειμμα θα είναι σχεδόν ανώδυνη αν επιβεβαιωθεί η πρόγνωση του ΟΟΣΑ για δυναμική ανάκαμψη και στη συνέχεια ανάπτυξη. Αν όμως μειωθεί για οποιοδήποτε λόγο ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, τότε η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή θα γίνει πιο δύσκολη και επώδυνη.

Από το β’ εξάμηνο του 2022 η Ευρωζώνη αναμένεται να αρχίσει τη σταδιακή επιστροφή στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όση ευελιξία και να υπάρξει, δεν θα καλύπτει πλήρως τις ελληνικές αποκλίσεις, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν μεγαλύτερες απ’ ό,τι δείχνουν.

Η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στις δαπάνες του Δημοσίου, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, μετά τη Γαλλία. Η πανδημία έδωσε διεθνώς τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να δαπανούν όσα κρίνουν σκόπιμο, ακόμη και σε βάρος της ποιότητας της δημοσιονομική διαχείρισης. Η Ελλάδα έχει ρεκόρ δημόσιου χρέους και βρίσκεται στην πρώτη ευρωπαϊκή τριάδα στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Επιπλέον, εφαρμόζονται πρακτικές στην πατρίδα μας που συνέβαλαν στην προετοιμασία της κρίσης του 2009-2010.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει στη φθινοπωρινή έκθεσή του τη μεγάλη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δεσμεύεται κάθε τόσο έναντι των Ευρωπαίων να μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, αλλά στην πράξη κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.

Από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021 αυξήθηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στα νοσοκομεία από 502 εκ. ευρώ σε 962 εκ. ευρώ, στους οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης από 356 εκ. σε 483 εκ. Επίσης, οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων αυξήθηκαν από 696 εκ. σε 883 εκ. ευρώ. Συνολικά, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου αυξήθηκαν από 1,8 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020 σε 2,6 δισ. ευρώ το 2021.

Αυτή η «παραδοσιακή» μέθοδος στερεί ρευστότητα, δυσκολεύει την ανάπτυξη, δημιουργεί πρόσθετο χρέος και ελλείμματα και μειώνει την αξιοπιστία και τη διαπραγματευτική μας ισχύ έναντι των εταίρων.