Κίνα: Η νέα υπερδύναμη πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις - Free Sunday
Κίνα: Η νέα υπερδύναμη πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις
Οι ΗΠΑ τη θεωρούν στρατηγικό αντίπαλο. Πώς διαφοροποιείται η Ε.Ε.

Κίνα: Η νέα υπερδύναμη πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις

Η έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου ενισχύει τη θέση της Κίνας στη διεθνή επικαιρότητα. Το 2021 –όπως και το 2022– η Κίνα δίνει συνεχώς σημαντικές ειδήσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν τον ρόλο της νέας υπερδύναμης.

Για παράδειγμα, το 2021 συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Συμπληρώθηκαν επίσης 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚ Κίνας, το οποίο –αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα– πρέπει να είναι ο ανθεκτικότερος και ισχυρότερος πολιτικός οργανισμός στον πλανήτη. Το 2022 είναι επίσης σημαντικό γιατί έχει προγραμματιστεί το συνέδριο του ΚΚ που πραγματοποιείται κάθε πέντε χρόνια, το οποίο αναμένεται να επικυρώσει σημαντικές αλλαγές και να θέσει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους.

Ποιος είναι ο ρόλος της Κίνας στον σύγχρονο κόσμο, ποιες οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και ποια είναι η θέση της Ελλάδας στον στρατηγικό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται; Θα παρουσιάσω ορισμένα γενικά συμπεράσματα, στα οποία έχω καταλήξει αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις επαφές που μου προσφέρει η ιδιότητα του ευρωβουλευτή.

Επιτυχημένο το σύστημα

Το οικονομικό σύστημα της Κίνας θεωρείται εντυπωσιακά επιτυχημένο. Το 2000, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν κάτω από χίλια δολάρια, 36 φορές λιγότερο από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ. Είκοσι χρόνια αργότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν (Le bilan du Monde) 10.500 δολάρια, ένα έκτο του αμερικανικού.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας είναι εξαιρετικά δυναμικός. Εκατοντάδες εκατομμύρια βγήκαν από την παγίδα της φτώχειας. Δημιουργήθηκε μια τεράστια μεσαία τάξη δυτικών καταναλωτικών προδιαγραφών. Η χώρα έχει τα τελευταία χρόνια και το ρεκόρ δημιουργίας νέων δισεκατομμυριούχων, κάτι που ξενίζει, αν σκεφτούμε ότι η οικονομική ανάπτυξη πραγματοποιείται υπό την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚ.

Ευρύτατη αποδοχή

Το πολιτικό σύστημα της Κίνας δεν έχει βέβαια τη φιλελεύθερη - δημοκρατική λειτουργία του δικού μας. Ένα είναι το κόμμα και δεν σηκώνει αμφισβήτηση στην κυριαρχία του, όπως έδειξε και η αυστηρή αντιμετώπιση της δημοκρατικής αμφισβήτησης στο Χονγκ Κονγκ.

Το καθεστώς, όμως, χαίρει ευρύτατης λαϊκής αποδοχής. Οι Κινέζοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε θέματα σταθερότητας, εθνικής αξιοπρέπειας, ακόμη και μεγαλείου, λόγω της ιστορικής τους πορείας στα βάθη των αιώνων.

Επομένως, το καθεστώς τούς καλύπτει σε γενικές γραμμές, παρά το γεγονός ότι προχώρησε στην πολιτική των ανοιγμάτων με σιδερένιο χέρι, όπως έδειξε και η σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν.

Η εξέλιξη του καθεστώτος

Οι περισσότεροι πολιτικοί και αναλυτές στη Δύση θεωρούσαν ότι η εντυπωσιακή οικονομική άνοδος θα οδηγούσε και στη σταδιακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος.

Στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Κίνα βαδίζει τα τελευταία χρόνια στην αντίθετη κατεύθυνση. Γι’ αυτό ανεβάζουν τους τόνους για όσα συνέβησαν στο Χονγκ Κονγκ, ενώ θεωρούν ότι το Πεκίνο καταπιέζει τους μουσουλμάνους Ουιγούρους στα όρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης σταλινικού τύπου, ακόμη και τις γενοκτονίες.

Δυτικές κυβερνήσεις αποφάσισαν διπλωματικό μποϋκοτάζ των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν στέλνει το σωστό πολιτικό μήνυμα, ούτε έχει σχέση με το Ολυμπιακό Πνεύμα.

Έχουν ήδη πραγματοποιηθεί οι κομματικές και συνταγματικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ να απαλλαγεί από τον περιορισμό των δύο πενταετιών στην ηγεσία και να παραμείνει στην εξουσία για όσο τον ευνοεί ο εσωκομματικός συσχετισμός δυνάμεων.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο Σι Τζινπίνγκ θα αξιοποιήσει την αναβάθμισή του στο επίπεδο του Μάο Τσετούνγκ και του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, για να κάνει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, ή θα επιλέξει την οδό του απόλυτου πολιτικού ελέγχου και της δυναμικής έως επιθετικής εξωτερικής πολιτικής. Στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες επικρατεί η άποψη ότι θα κινηθεί με βάση το δεύτερο σενάριο.

Κριτική χωρίς επιρροή

Η κριτική, πάντως, που κάνουν οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. και γενικότερα αυτό που ονομάζουμε Δύση, στην κινεζική ηγεσία, δεν επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την αντίληψη που έχουν οι Κινέζοι για τη χώρα τους.

Επειδή η Κίνα πέρασε έναν αιώνα αποικιοκρατικών ταπεινώσεων, ακόμη και εγκλημάτων, με βασική ευθύνη των Βρετανών και των Ιαπώνων, η δυτική κριτική ελάχιστα την επηρεάζει.

Επιπλέον, είναι φανερό ότι το καθεστώς και η χώρα έχουν αφήσει τα πολύ δύσκολα πίσω τους.

Ο στόχος δεν είναι πλέον να τραφεί ο πληθυσμός ή να οργανωθεί η ανάπτυξη της βασικής υποδομής, αλλά να ξεπεράσει η κινεζική οικονομία την αμερικανική στο δεύτερο μισό της δεκαετίας και στη συνέχεια να αναδειχθεί η Κίνα στην πρώτη από τις δύο υπερδυνάμεις σε ό,τι αφορά την ακτινοβολία και την επιρροή της στον κόσμο.

Επιτυχία με την πανδημία

Η πανδημία ξεκίνησε από την Κίνα και για μερικές εβδομάδες επικράτησε διεθνώς η άποψη ότι μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα κινεζικό Τσερνόμπιλ, μία ανθρωπιστική τραγωδία που θα απονομιμοποιούσε το καθεστώς.

Με ένα μείγμα κομμουνιστικής πειθαρχίας, εντυπωσιακά αποτελεσματικής οργάνωσης και αξιοποίησης της θεαματικής προόδου της κινεζικής φαρμακοβιομηχανίας και της ψηφιακής οικονομίας, οι Κινέζοι κατάφεραν να ελέγξουν κρούσματα και θανάτους.

Σε μια χώρα 1,4 δισ. Κατοίκων, οι θάνατοι περιορίστηκαν σε λιγότερο από 5.000, ενώ στις ΗΠΑ των 330 εκατ. και στην Ε.Ε. των 440 εκατ. βαδίζουμε ολοταχώς προς τα 2.000.000 θανάτους, 1 εκατομμύριο στις ΗΠΑ κι 1 εκατομμύριο στην Ε.Ε. των «27».

Πρόκειται για μία εντυπωσιακή διαφορά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας, η οποία ενισχύει τη δημόσια και διεθνή εικόνα του καθεστώτος.

Το ζήτημα της αντοχής

Το ερώτημα είναι αν οι Κινέζοι αντέχουν τη συνέχιση της πολιτικής της μηδενικής ανοχής προς την COVID-19.

Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Αρχές γίνεται ολοένα πιο σύνθετη. Η παραλλαγή «Όμικρον» είναι εξαιρετικά μεταδοτική και το τελευταίο διάστημα καταγράφονται δεκάδες ή και εκατοντάδες νέα κρούσματα σε ημερήσια βάση, τα οποία αντιμετωπίζονται με δραστικά μέτρα, όπως είναι απόλυτο lockdown σε μεγάλα τμήματα αστικών κέντρων ή υποχρεωτικά μοριακά τεστ για όλους του κατοίκους πόλεων 5, 10 και 15 εκατομμυρίων μέσα σε λίγα 24ωρα.

Η κατάσταση γίνεται πιο σύνθετη εξαιτίας των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, που επιβάλλουν ελεγχόμενο άνοιγμα των συνόρων για τις ολυμπιακές αποστολές και τους παράγοντες και εξαιτίας του κινεζικού νέου έτους. Αυτή τη χρονιά, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, επιτρέπονται οι μετακινήσεις της εορταστικής περιόδου, δηλαδή εκατοντάδων εκατομμυρίων Κινέζων.

Θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε για να δούμε αν η κινεζική μέθοδος οδηγεί στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας ή ο κορονοϊός θα βρει τρόπο να την παρακάμψει.

Προς το παρόν, πάντως, η Κίνα καταγράφει σημαντικές επιτυχίες στον υγειονομικό τομέα ενώ η οικονομία της δεν γνώρισε ύφεση το 2020, όπως οι άλλες μεγάλες οικονομίες. Απλά, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης υποχώρησε το 2020 για να επανέλθει στους γνωστούς ρυθμούς, 6%-7% το 2021, πιθανόν και το 2022.

Η πολιτική της μίας Κίνας

Το Πεκίνο εφαρμόζει την πολιτική της μίας Κίνας, θεωρεί δηλαδή ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλο κινεζικό κράτος όπως η Ταϊβάν, την οποία αποδέχθηκαν και οι ΗΠΑ όταν αποφάσισαν τον εντυπωσιακό άνοιγμα προς την Κίνα.

Η πολιτική αυτή δεν αμφισβητείται από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., οι οποίες όμως εξαντλούν τις δυνατότητες οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με την Ταϊβάν, χωρίς να την αναγνωρίζουν επίσημα σαν ανεξάρτητο κράτος.

Η αναβάθμιση της Ταϊβάν στη στρατηγική των ΗΠΑ και της Ε.Ε. πρέπει να αποδοθεί μόνο κατά ένα μέρος στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα.

Η Ταϊβάν των 23 εκατομμυρίων κατοίκων μετασχηματίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε ώριμη δημοκρατία με εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία και πλήρη αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Ταυτόχρονα, μετατράπηκε σε παγκόσμιο πρωταθλητή στον στρατηγικής σημασίας κλάδο των microchips. Το ειδικό βάρος της Ταϊβάν στην παγκόσμια οικονομία έχει ενισχυθεί, ενώ υπάρχει και μία ποιοτική διάσταση σε ό,τι αφορά τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία.

Ελεγχόμενη αντιπαλότητα

Στην Ταϊβάν δεν έχουν γνωρίσει κομμουνιστικό καθεστώς, εφόσον την περίοδο 1895-1945 αποτελούσε τμήμα της Ιαπωνίας. Μετά την ήττα των εθνικιστών από τους κομμουνιστές στον κινεζικό εμφύλιο, μετατράπηκε σε ύστατο καταφύγιο των ηττημένων εθνικιστών και αναπτύχθηκε σαν εθνικιστική Κίνα με δικτατορικό καθεστώς.

Στη συνέχεια, όμως, οργανώθηκε ο εκδημοκρατισμός της χώρας και με το πέρασμα των δεκαετιών οι περισσότεροι κάτοικοι της Ταϊβάν απέκτησαν μια ξεχωριστή εθνική συνείδηση που τους διαφοροποιεί από την Κίνα.

Παρά τη διαφοροποίηση και τις προειδοποιήσεις του Πεκίνου ότι θα επιβληθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η επανένωση με την Κίνα, οι δύο πλευρές έχουν βρει τρόπο να αναπτύξουν θεαματικά τη συνεργασία τους. Εκτιμάται ότι οι άμεσες επενδύσεις εταιρειών της Ταϊβάν στην Κίνα ξεπερνούν τα 200 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ταϊβάν, το διμερές εμπόριο με την Κίνα ξεπέρασε το 2020 τα 210 δισ. δολάρια και το πλεόνασμα της Ταϊβάν τα 80 δισ. δολάρια. Μεγάλο πλεόνασμα στις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα είναι κάτι πραγματικά εντυπωσιακό που αναδεικνύει τον οικονομικό δυναμισμό της Ταϊβάν.

Οι ΗΠΑ ενισχύουν τις εγγυήσεις σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, ενώ δυναμικά τάσσεται στο πλευρό της χώρας, στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, η Ιαπωνία.

Στρατηγικός αντίπαλος

Στην αντίληψη των ΗΠΑ, η Κίνα αποτελεί πλέον τον βασικό στρατηγικό αντίπαλο.

Τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Μπάιντεν θεωρούν ότι τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ απειλούνται από τη δυναμική έως επιθετική εξωτερική πολιτική της Κίνας και την εντυπωσιακή άνοδό της στην οικονομία, την ψηφιακή οικονομία και τους τομείς προωθημένων τεχνολογιών.

Η διαφορά είναι ότι ο Τραμπ ήθελε να αντιμετωπίσει μόνος την κινεζική πρόκληση στα πλαίσια του δόγματος «Πρώτα η Αμερική», ενώ ο Μπάιντεν προσπαθεί να ενισχύσει την πολυμερή συνεργασία μεταξύ των δυτικών χωρών αλλά και χωρών που διάκεινται φιλικά προς τη Δύση ή έχουν διαφορές με την Κίνα.

Η ομοιότητα έγκειται στο ότι αν κρίνουμε από το επίμονα υψηλό εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στις συναλλαγές με την Κίνα, η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να υστερεί σε επίπεδο παραγωγής και διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Η διεθνής επιρροή

Η Κίνα έχει ενισχύσει τη διεθνή επιρροή της αξιοποιώντας την οικονομική της ισχύ και τη θετική προδιάθεση τρίτων χωρών, οι οποίες προτιμούν να συνεργάζονται μαζί της –αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στην Αφρική– σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την επιρροή των πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων.

Η οικονομική επέκταση της Κίνας στηρίζεται σε επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων στην ανάπτυξη βασικής υποδομής, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της επένδυσης της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά.

Η Κίνα αναβιώνει τους «δρόμους του μεταξιού» μέσα από το λεγόμενο Belt and Road Initiative. Ακολουθεί μία ευέλικτη στρατηγική και φαίνεται τώρα να δίνει προτεραιότητα σε χώρες που παράγουν πετρέλαιο, όπως το Ιράκ, στον Αραβικό κόσμο και σε χώρες της Αφρικής, ιδιαίτερα εκείνες που παράγουν ορυκτά στρατηγικής σημασίας.

Η θέση της Ε.Ε.

Η Ε.Ε. ακολουθεί σε γενικές γραμμές την αμερικανική στρατηγική σε ό,τι αφορά την αντιπαλότητα με την Κίνα, φροντίζει όμως να διαφοροποιείται.

Επιδιώκει μία αντιπαλότητα χαμηλότερης έντασης και με ενισχυμένο το στοιχείο του δημιουργικού οικονομικού ανταγωνισμού.

Η Γερμανία και η Γαλλία ζητούν –μεταξύ των άλλων– από τις ΗΠΑ μία πιο διαλλακτική στάση έναντι της Ρωσίας, που θα επιτρέψει έναν ουσιαστικό διάλογο. Η Γερμανία διαφοροποιείται στο θέμα της Ρωσίας και της Κίνας, ιδίως για ενεργειακούς και οικονομικούς λόγους. Η Γαλλία, με ένα πιο πολιτικό σκεπτικό που δίνει έμφαση στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αυτονομίας, θεωρεί ότι η Ε.Ε. έχει συμφέρον να αναπτύξει τη συνεργασία με τη Ρωσία, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, παρά να κινδυνέψει να τη στείλει στην αγκαλιά της Κίνας.

Η ελληνική διπλωματία δείχνει πάντα κατανόηση στις κινεζικές θέσεις, σε βαθμό που να προκαλεί τον εκνευρισμό ορισμένων Ευρωπαίων εταίρων. Με την Κίνα μάς συνδέουν τα συμφέροντα της εμπορικής μας ναυτιλίας. Από την άλλη, το διμερές εμπόριο είναι άνισο σε όφελος της Κίνας και σε βάρος της Ελλάδας, ενώ το κλείσιμο των συνόρων της Κίνας εξαιτίας της COVID-19 ανέβαλε επ’ αόριστον την ανάπτυξη της τουριστικής συνεργασίας.

Χώρες της Ε.Ε. έχουν συμβολική ναυτική παρουσία στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός με την Κίνα για τον έλεγχο θαλασσίων ζωνών και σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική προετοιμασία.

Το βάρος, όμως, αυτού του είδους της αντιπαράθεσης σηκώνουν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως έδειξε και το εντυπωσιακό άδειασμα της Γαλλίας, που έχασε σε όφελος αμερικανικών και βρετανικών συμφερόντων τη μεγάλη παραγγελία για τα υποβρύχια του πολεμικού ναυτικού της Αυστραλίας.

Στον στρατιωτικό ανταγωνισμό με την Κίνα συμμετέχουν και η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και η Ταϊβάν, και πιο προσεκτικά η Νότια Κορέα.

Στρατηγικής σημασίας είναι και ο ρόλος της δυναμικά ανερχόμενης Ινδίας, η οποία ακολουθεί παραδοσιακά μία αδέσμευτη πολιτική, έχει όμως συνοριακές διαφορές στον ευρύτερο ανταγωνισμό με την Κίνα, γεγονός που την κάνει να αναζητεί την πολιτική συνεννόηση και τη στρατιωτική συνεργασία με δυτικές δυνάμεις.

Η κλιματική αλλαγή

Η Κίνα πρωταγωνιστεί –θετικά ή αρνητικά– και στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.

Είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής στον πλανήτη, αν μετρηθούν οι επιδόσεις της χώρας. Σε επίπεδο όμως κατά κεφαλήν συμβολής στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος, είναι πολύ πίσω από τις πιο αναπτυγμένες δυτικές χώρες που έχουν αυξήσει υπερβολικά την κατανάλωση.

Η Κίνα συμμετέχει στην προσπάθεια αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, αλλά με τους δικούς της όρους. Ενώ οι δυτικές χώρες έχουν δεσμευτεί σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, η Κίνα απλά ανέλαβε τη δέσμευση να φτάσει στο ανώτατο όριο επιβάρυνσης του περιβάλλοντος μέχρι το 2030 και στη συνέχεια να επιδιώξει την κλιματική ουδετερότητα της οικονομίας της μέχρι το 2060.

Έχει να επιδείξει εντυπωσιακά επιτεύγματα στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), στην ηλεκτροκίνηση των οχημάτων –όπου θεωρείται παγκόσμιος πρωταθλητής– και στην παραγωγή των μπαταριών, όπου ελέγχει το 75%-80% της παγκόσμιας αγοράς.

Έχει επίσης εντυπωσιακό συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή και κυρίως τη βιομηχανική επεξεργασία ορυκτών στρατηγικής σημασίας, αναγκαίων για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, μέσα από τις επενδύσεις και τις εξαγορές που έχει κάνει σε τρίτες χώρες.

ΟΙ ψηφιακοί γίγαντες

Η Κίνα είναι υπερδύναμη και στην ψηφιακή οικονομία. Για παράδειγμα, έχει φύγει πολύ μπροστά στην τεχνολογία 5G, ενώ οι τηλεπικοινωνιακοί και ψηφιακοί κινεζικοί γίγαντες ανταγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τους αμερικανικούς, με την Ε.Ε. ουσιαστικά σε ρόλο παρατηρητή της αναμέτρησης για την παγκόσμια ψηφιακή κυριαρχία.

Η διαφορά είναι ότι το κομμουνιστικό καθεστώς αντιδρά δυναμικά στη συγκέντρωση πλούτου και ισχύος που χαρακτηρίζει στην Κίνα, όπως και στις ΗΠΑ, τους ψηφιακούς κολοσσούς.

Η κομμουνιστική ηγεσία παρενέβη για να ματαιώσει σχέδια επέκτασης των πρωταγωνιστών του ψηφιακού κλάδου στις ηλεκτρονικές πληρωμές με προοπτική την έκδοση ψηφιακού νομίσματος.

Το Πεκίνο δεν δέχεται την ανάδειξη –μέσω της οικονομίας– ενός ανταγωνιστικού πόλου εξουσίας, με την ευρύτερη έννοια του όρου.

Και οι αμερικανικοί ψηφιακοί κολοσσοί προκαλούν έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε., μόνο που οι κυβερνήσεις δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο να αντιδράσουν στην κυριαρχία των λόμπι.