Νέες διαστάσεις στην κρίση της Ουκρανίας - Free Sunday
Νέες διαστάσεις στην κρίση της Ουκρανίας
Πιθανότερο το σενάριο της αποκλιμάκωσης

Νέες διαστάσεις στην κρίση της Ουκρανίας

Η κρίση που ξεκίνησε το 2014 με την αυτονόμηση ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία συνεχίζεται με μεγάλη ένταση και με συνεχή προσαρμογή στους ρόλους των πρωταγωνιστών.

Ο κόσμος του 2022 είναι εντελώς διαφορετικός από τον κόσμο του 2014 και η κατάσταση στην Ουκρανία είναι σήμερα εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι ήταν πριν από οκτώ χρόνια.

Ρωσική ισχύς

Στην Ουκρανία εκδηλώνεται η φιλοδοξία της Ρωσίας να ενισχύσει τη διεθνοπολιτική της θέση και να καλύψει ένα μέρος από το έδαφος που έχασε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η χρεοκοπία του σοβιετικού κομμουνισμού οδήγησε σε διάστημα μερικών ημερών στη δημιουργία 15 νέων ανεξάρτητων κρατών, ενώ 25 εκατομμύρια Ρώσοι βρέθηκαν ξαφνικά στο… εξωτερικό, με τα 8 εκατομμύρια από αυτούς στην Ουκρανία.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε σε μία περίοδο διεθνοπολιτικής ταπείνωσης της Μόσχας, καθώς οι περισσότεροι δυτικοί ηγέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία θα υποβιβαζόταν στην κατηγορία μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης χωρίς παγκόσμια επιρροή, όπως η Σοβιετική Ένωση.

Η προσπάθεια να ελεγχθούν στρατηγικά τμήματα της ρωσικής οικονομίας και οι συνεχείς διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ήταν τα χαρακτηριστικά της εποχής. Η ρωσική αντίδραση ήρθε με την εκτόξευση του Πούτιν στην ηγεσία. Άρχισε να συμμαζεύει τα σπασμένα κομμάτια της μετα-σοβιετικής Ρωσίας ξεκινώντας με την εξαιρετικά αιματηρή αλλά και αποτελεσματική αντιμετώπισή της των Τσετσένων αυτονομιστών.

Από το 2007, με την ομιλία του στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο, ο Πούτιν προειδοποίησε τη Δύση για τη δραστική αλλαγή της ρωσικής στρατηγικής, από την άμυνα στην επίθεση.

Το 2008 είχαμε ρωσική επίδειξη ισχύος στη Γεωργία, με τη χώρα να χάνει το 20% των εδαφών της από ρωσόφωνους αυτονομιστές. Το 2014 είχαμε επίδειξη ισχύος της Ρωσίας σε βάρος της Ουκρανίας, η οποία έκανε θεαματική φιλοευρωπαϊκή στροφή. Ρωσόφωνοι αυτονομιστές κατέλαβαν την ανατολική περιοχή του Ντονμπάς, η οποία αποτελούσε μία από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Ταυτόχρονα, η Ρωσία εξασφάλισε τον έλεγχο της Κριμαίας και ύστερα από ένα δημοψήφισμα –όπου το 85% ψήφισε υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία– ανταποκρίθηκε στο αίτημα.

Ο Πούτιν δεν περιορίστηκε στις επιτυχίες στη Γεωργία και στην Ουκρανία. Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας έσωσε το καθεστώς Άσαντ από την κατάρρευση και οδήγησε στην εξασφάλιση μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας της Ρωσίας στη Συρία. Οι Ρώσοι δεν έμειναν εκεί. Ελέγχουν μέσω του στρατάρχη Χάφταρ το ανατολικό μέρος και τους πετρελαιαγωγούς της Λιβύης. Έστειλαν τους μισθοφόρους της εταιρείας Βάγκνερ στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής να προσφέρουν «ασφάλεια» στα καθεστώτα τους υποκαθιστώντας, ως έναν βαθμό, τους Γάλλους. Ανέλαβαν και τη σταθεροποίηση του καθεστώτος στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ακόμη και τη νίκη των Αζέρων επί των Αρμενίων, στη νέα αναμέτρηση για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ο Πούτιν την αξιοποίησε για να ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στον Νότιο Καύκασο.

Επομένως, στην Ουκρανία εφαρμόζεται για μία ακόμη φορά το δόγμα Πούτιν, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία απαντά δυναμικά σε αυτό που αντιλαμβάνεται σαν προσπάθεια νατοϊκής περικύκλωσής της και διεκδικεί παγκόσμιο πολιτικό, στρατιωτικό ρόλο, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της δεν της επιτρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά υπερδύναμης, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.

Η ενίσχυση του ρόλου και των φιλοδοξιών της Ρωσίας δεν σημαίνει ότι θα εισβάλει στην Ουκρανία, οδηγεί όμως στη διεκδίκηση μιας νέας αρχιτεκτονικής «ασφαλείας» στην Ευρώπη.

Αμερικανικός δυναμισμός

Τη δυναμική έως επιθετική στάση της Ρωσίας συμπληρώνει, από την άλλη πλευρά, ο δυναμισμός που επιδεικνύουν οι ΗΠΑ.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι η πιθανότητα εισβολής των Ρώσων στην Ουκρανία είναι μεγάλη και πως θα υπάρξουν διεθνείς οικονομικές κυρώσεις που θα φέρουν σε δύσκολη θέση το καθεστώς Πούτιν.

Οι Αμερικανοί συνήθως πέφτουν έξω στις αναλύσεις τους για τις διεθνοπολιτικές εξελίξεις, με τελευταίο παράδειγμα την κατάρρευση-εξπρές της υποστηριζόμενης από αυτούς κυβέρνησης στο Αφγανιστάν.

Πολλοί στην Ευρώπη αναρωτιούνται αν η ρωσική απειλή είναι τόσο μεγάλη όσο την περιγράφει η Ουάσινγκτον ή αν τη μεγεθύνουν οι Αμερικανοί στην προσπάθειά τους να επιβάλουν νατοϊκή πειθαρχία στους Ευρωπαίους.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν αντιτίθεται στη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, με το σκεπτικό ότι θα μεγαλώσει την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία, θα υποβαθμίσει τον ρόλο της Ουκρανίας στη λεγόμενη διπλωματία των αγωγών και θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση της επεκτατικής στρατηγικής του προέδρου Πούτιν.

Η Ουάσινγκτον αντιτίθεται επίσης στις γαλλικές προτάσεις για ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και προώθησης της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ.

Στην αντίληψη του Μπάιντεν, όπως και του Τραμπ, βασικός στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Κίνα. Η αντιπαλότητα με τη Ρωσία στο θέμα της Ουκρανίας πρέπει να αντιμετωπιστεί με όρους ενίσχυσης της νατοϊκής πειθαρχίας, ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια οι ΗΠΑ να παρατάξουν τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που απαιτούνται για τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετη άσκηση στρατηγικής, η οποία μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν μία μετωπική αντιπαράθεση με την Κίνα, σύμφωνα με τις αμερικανικές προδιαγραφές. Επιπλέον, τάσσονται υπέρ του διαλόγου με τη Ρωσία, για να βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις που θα οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση. Αυτό ήταν και το μήνυμα που θέλησε να στείλει ο πρόεδρος Μακρόν με τις επαφές που είχε με τον Πούτιν στη Μόσχα και με τον Ζελένσκι στο Κίεβο.

Ο Μακρόν δραστηριοποιείται θεωρώντας ότι, μετά την αποχώρηση της Μέρκελ από την πολιτική, είναι ο Ευρωπαίος ηγέτης με τη μεγαλύτερη διεθνή επιρροή. Επιπλέον, θέλει να προβληθεί σε ρόλο συνομιλητή του Πούτιν, ικανού να συμβάλει στην αποκλιμάκωση της έντασης ενόψει των προεδρικών εκλογών του Απριλίου.

Στην Ε.Ε. υπάρχουν πάντως και οι «σκληροί», όπως οι Πολωνοί, οι Λετονοί, οι Λιθουανοί και οι Εσθονοί, που αντιμετωπίζουν τη Ρωσία σαν μία μεγάλη και διαρκή απειλή. Θεωρούν ότι μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματικές πολιτικές και στρατιωτικές εγγυήσεις και γι’ αυτό αντιτίθενται στην ιδέα της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να έχουν δυναμική στάση έναντι της Ρωσίας για το θέμα της Ουκρανίας και δεν θα δεχθούν εύκολα διαφοροποιήσεις από τη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Ο ρόλος της Κίνας

Η διαχείριση της κρίσης στην Ουκρανία γίνεται πιο σύνθετη και εξαιτίας της ενίσχυσης του ρόλου της Κίνας.

Ο Πούτιν πήγε στο Πεκίνο για την τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, περιορίζοντας έτσι τη σημασία του διπλωματικού μποϋκοτάζ των Αγώνων, που προώθησαν οι ΗΠΑ. Βρήκε την ευκαιρία να καταγγείλει μαζί με τον ηγέτη της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, τη στάση των ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις καλώς εννοούμενες ανάγκες ασφάλειας της Ρωσίας. Έχει προηγηθεί δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, προς τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, σύμφωνα με την οποία «οι λογικές ανησυχίες της Ρωσίας σε ζητήματα ασφαλείας πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη και να αντιμετωπιστούν».

Όσο πιέζουν οι ΗΠΑ τη Ρωσία, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να στραφεί η Ρωσία προς την Κίνα σε αναζήτηση ισχυρού υποστηρικτή, και έτσι να ενισχυθεί κι άλλο η συγκριτική θέση της Κίνας έναντι των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2013-2021 το μερίδιο της Κίνας στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας περίπου διπλασιάστηκε στο 20%.

Με το οικονομικό κέντρο βάρους του σύγχρονου κόσμου να μετατοπίζεται προς την περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού, ιδιαίτερα σε όφελος της Κίνας, η άσκηση πίεσης στη Ρωσία –ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα με την επιβολή κυρώσεων– μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική.

Μια άλλη χώρα

Η Ουκρανία του 2022 είναι διαφορετική από την Ουκρανία του 2014 και οι αλλαγές επηρεάζουν τον τρόπο εκδήλωσης της κρίσης, αλλά και της αντιμετώπισής της.

Η πρώτη βασική αλλαγή έχει σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο σε βάθος χρόνου και υπό προϋποθέσεις. Ο πληθυσμός της Κριμαίας αισθάνεται –στην πλειοψηφία του– ένα με τη Ρωσία, έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις υποδομής που «δένουν» τη χερσόνησο της Κριμαίας με τη Ρωσία και για τους Ρώσους είναι αδιανόητο να χαθούν οι ναυτικές βάσεις στη Σεβαστούπολη. 

Η δεύτερη αλλαγή έχει σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στις ανατολικές περιοχές που ελέγχονται από ρωσόφωνους αυτονομιστές.

Υπολογίζεται ότι 1,5 εκατομμύριο έχουν εγκαταλείψει την περιοχή του Ντονμπάς με κατεύθυνση την Ουκρανία, ενώ άλλες 600.000 αξιοποίησαν τη δυνατότητα που τους έδωσε ο Πούτιν να πάρουν ρωσικά διαβατήρια και να επιχειρήσουν ένα νέο οικογενειακό και επαγγελματικό ξεκίνημα στη Ρωσία.

Η Ουκρανία έχει διακόψει κάθε οικονομική σχέση με τις περιοχές που ελέγχουν οι ρωσόφωνοι αυτονομιστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ποροσένκο, –εκ των ολιγαρχών της Ουκρανίας– αντιμετωπίζει την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατηγορείται ότι οι εταιρείες του στήριξαν οικονομικά τους αυτονομιστές, συναλλασσόμενες με εταιρείες στις κατεχόμενες από αυτούς περιοχές.

Ο ανατολικός ακρωτηριασμός της Ουκρανίας συνδυάζεται με την προώθηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής του Κιέβου. Σε διάστημα μίας οκταετίας, το ποσοστό των Ουκρανών που βλέπουν λύσεις στα προβλήματά τους στην επιτάχυνση της πορείας προς τη Δύση αυξήθηκε από 35% σε πάνω από 55%, ενώ το 40% του εξωτερικού εμπορίου πραγματοποιείται ήδη με την Ε.Ε.

Τα ποσοστά αυτά είναι εντυπωσιακά για μια χώρα με ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, η οποία ήταν ουσιαστική προέκταση της Ρωσίας, στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης.

Η δυναμική είναι υπέρ της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Ουκρανίας, ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις που μπορεί να έχει ο Πούτιν ή οποιοσδήποτε άλλος. Η παράταξη εντυπωσιακών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία και η σημαντική παρουσία στρατιωτικών μονάδων της Ρωσίας στη Λευκορωσία ασκούν πολιτική πίεση στην Ουκρανία και εμποδίζουν την ομαλή εξέλιξη της οικονομίας της.

Τους μήνες της μεγάλης έντασης, παρατηρείται σημαντική φυγή κεφαλαίων από την Ουκρανία, ενώ έχουν «παγώσει» επενδυτικά σχέδια σε αναμονή εξελίξεων.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκφράζοντας τη θέληση των ευρωπαϊκών λαών, υποστηρίζει με συνέπεια την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας με την Ουκρανία. Προωθεί την καλύτερη σύνδεσή της με την υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά και εγκρίνει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για οικονομική βοήθεια ύψους 1,2 δισ. ευρώ.

Στην αντίληψη της πλειοψηφίας των ευρωβουλευτών, η Ουκρανία μπορεί να υποβάλει αίτηση για πλήρη ένταξη στην Ε.Ε., αρκεί να πληροί τα λεγόμενα κριτήρια της Κοπεγχάγης.

Γενική είναι η εντύπωση πάντως ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Ουκρανίας θα είναι αργή και γεμάτη δυσκολίες, εξαιτίας και της φύσης του οικονομικού και πολιτικού της συστήματος. Την οικονομία ελέγχουν ολιγάρχες κατά το πρότυπο της Ρωσίας, με τη διαφορά ότι είναι περισσότερο διεφθαρμένοι και λιγότερο αποτελεσματικοί από τους Ρώσους ολιγάρχες. Επιπλέον, δεν υπάρχουν βασικές εγγυήσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και τη λειτουργία ενός κράτους Δικαίου σε ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στους διαδρόμους των Βρυξελλών επικρατεί η άποψη ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ανοίξει ο δρόμος για ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. και πως δεν υπάρχει λόγος να προωθηθεί η ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι, σε περίπτωση ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, η Συμμαχία θα κινδυνεύσει να παρασυρθεί σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία, αν το Κίεβο θελήσει να διεκδικήσει με στρατιωτικά μέσα την Κριμαία.

Επισήμως, οι Ευρωπαίοι δεν δέχονται παρεμβάσεις της Ρωσίας σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ενός ανεξάρτητου κράτους, όπως η Ουκρανία, να διεκδικήσει την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Είναι γνωστό όμως ότι η ένταξη αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στη βάση ομόφωνης απόφασης των μελών της Συμμαχίας και πως η Γερμανία, η Γαλλία και άλλα κράτη-μέλη αποκλείεται να δώσουν την έγκρισή τους στις διεθνοπολιτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.

Ενεργειακά ευάλωτη

Η κρίση στην Ουκρανία αποκτά μεγαλύτερη σημασία και εξαιτίας της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης που εφαρμόζει η Ε.Ε.

Αναδεικνύονται σοβαρά προβλήματα σε ό,τι αφορά το κόστος της ενέργειας και την ανάδειξη του φυσικού αερίου σε κυρίαρχο μεταβατικό καύσιμο, έως ότου κυριαρχήσουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).

Η μεγάλη εξάρτηση της Ε.Ε. από το φυσικό αέριο ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Μόσχας, η οποία πιέζει για την άμεση λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Παράλληλα, κλιμακώνονται οι ενέργειες των ΗΠΑ για να εμποδιστεί η παραπέρα ενεργειακή διείσδυση της Ρωσίας στην Ε.Ε.

Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν την κρίση στην Ουκρανία και για την προώθηση των δικών τους ενεργειακών στόχων. Με την υποστήριξη της Πολωνίας, των χωρών της Βαλτικής και φυσικά της Ουκρανίας, πιέζουν για μικρότερη εξάρτηση από τους ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς και αύξηση των πωλήσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LPG) των ΗΠΑ, με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε και στην Ελλάδα.

Η Ουάσινγκτον επιδιώκει μια νατοϊκή συσπείρωση στο θέμα της ενέργειας, η οποία οδηγεί και στη βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία και το «πάγωμα» των προβληματικών σχεδίων για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου East Med.

Είναι αρκετά δύσκολο πάντως να επιβάλουν οι Αμερικανοί την πολιτική τους σε ζητήματα φυσικού αερίου και ενέργειας, αν σκεφτούμε τις στενές σχέσεις Γερμανίας - Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα και το γεγονός ότι ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, έχει αναδειχθεί σε ανώτατο στέλεχος της Gazprom και πρωταγωνιστεί στη χάραξη της ευρωπαϊκής στρατηγικής των ενεργειακών κολοσσών της Ρωσίας.

Το ενεργειακό αποκτά μεγαλύτερη σημασία για την εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία και εξαιτίας των αποτυχημένων προγνώσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων που προκαλεί.

Η αρχική πρόγνωση της ΕΚΤ ήταν για παροδική αύξηση του κόστους ενέργειας και του πληθωρισμού. Οι εξελίξεις όμως οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα ακριβά καύσιμα και η ενέργεια, όπως και ο υψηλός πληθωρισμός, θα είναι μαζί μας για το μεγαλύτερο μέρος του 2022. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει αρχίσει να διορθώνει τις προγνώσεις της Τράπεζας, με αποτέλεσμα να δρομολογείται και σταδιακή αύξηση των βασικών επιτοκίων εντός του 2022.

Έχει δημιουργηθεί μία αξιοπερίεργη κατάσταση, με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. να ετοιμάζουν σαρωτικές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας σε περίπτωση που τα στρατεύματά της περάσουν τα σύνορα με την Ουκρανία, ενώ παράλληλα αυξάνεται η ενεργειακή εξάρτησή της Ε.Ε. από τη Ρωσία και ενισχύεται η διαπραγματευτική θέση της Μόσχας.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το Ουκρανικό, ένα ζήτημα με ενισχυμένη ευρωπαϊκή διάσταση, προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αντιπαλότητα ΗΠΑ - Ρωσίας σε ό,τι αφορά την επιρροή τους στην Ευρώπη, με την Κίνα να είναι ο νέος πρωταγωνιστής σε ζητήματα στρατηγικής, ο οποίος επηρεάζει καταστάσεις.

Οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται, δυστυχώς, και σε αυτό το θέμα διχασμένοι. Ο Μακρόν προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής διαμεσολάβησης, ενώ ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, καταφέρνει να περνάει απαρατήρητος την ώρα της κρίσης για την Ε.Ε. και ειδικά για τη Γερμανία.

Η αγωνιώδης αναζήτηση της Ε.Ε. για κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική Άμυνας, ώστε να υπάρξει αποτελεσματικότερη διαχείριση κρίσεων όπως αυτή της Ουκρανίας, δεν αναμένεται να οδηγήσει σε πρακτικά αποτελέσματα.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ουκρανική κρίση θα συνεχιστεί με συνεχώς μεταβαλλόμενες παραμέτρους σε σχέση με το ξεκίνημά της το 2014.