Κίνα: Η δεύτερη υπερδύναμη και ο πόλεμος στην Ουκρανία - Free Sunday
Κίνα: Η δεύτερη υπερδύναμη και ο πόλεμος στην Ουκρανία
Κερδισμένη η Κίνα από στρατηγική άποψη, όπως οι ΗΠΑ

Κίνα: Η δεύτερη υπερδύναμη και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Απόδειξη της ενίσχυσης του ειδικού βάρους της Κίνας στις διεθνείς εξελίξεις είναι οι συνεχείς αναφορές πολιτικών και αναλυτών στη στάση της έναντι της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Οι Ρώσοι στηρίζονται ολοένα περισσότερο στην Κίνα για να μετριάσουν την οικονομική πίεση που δέχονται από τη Δύση. Οι ΗΠΑ ζητούν από την Κίνα να μην προχωρήσει στον εξοπλισμό της Ρωσίας και να μην τη διευκολύνει στην παράκαμψη των δυτικών οικονομικών κυρώσεων.

Ποια είναι λοιπόν η στάση της Κίνας στη σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία και πώς θα κινηθεί η ηγεσία της;

Ζήτημα αξιοπιστίας

Η Κίνα έχει δημιουργήσει μία στενή σχέση συνεργασίας με τη Ρωσία και οι ηγέτες των δύο χωρών, ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ, έχουν αναπτύξει μία προσωπική σχέση.

Είναι λοιπόν ζήτημα διεθνούς αξιοπιστίας της Κίνας να διευκολύνει, στο μέτρο του δυνατού, τη Ρωσία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται με την πολιτική της στην Ουκρανία.

Οι δυτικοί ηγέτες προτίμησαν το διπλωματικό μποϋκοτάζ στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, ενώ μπορούσαν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για συνεννοήσεις με την κινεζική ηγεσία προκειμένου να κάνουν λιγότερο στενή τη συνεργασία Κίνας και Ρωσίας.

Άλλωστε, η Δύση θριάμβευσε στον Ψυχρό Πόλεμο όταν οι ΗΠΑ έκαναν εντυπωσιακό άνοιγμα στην Κίνα, επί προέδρου Νίξον, αξιοποιώντας τις διαφορές μεταξύ Κίνας και ΕΣΣΔ.

Επομένως, δεν θεωρώ ιδιαίτερα λογικό το αίτημα των ΗΠΑ να «αδειάσει» ξαφνικά η Κίνα τη Ρωσία. Οι ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας έχουν δηλώσει ότι η σχέση των χωρών τους πηγαίνει πέρα από τη φιλία και τη συνεργασία. Το 2019, το τελευταίο έτος πριν την πανδημία, η Κίνα είχε ήδη αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας απορροφώντας περίπου το 14% των εξαγωγών της Ρωσίας και στέλνοντας σε αυτήν περίπου το 19% των εισαγωγών της.

Επιπλέον, υπάρχουν και περιφερειακοί λόγοι για τους οποίους ενδιαφέρεται η Κίνα να έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Ο ανταγωνισμός με την Ινδία, που μετατρέπεται κατά περιόδους σε αντιπαλότητα, δεν επιτρέπει στην Κίνα να αποξενώσει τη Ρωσία.

Το ίδιο ισχύει και για την Ινδία, η οποία συμμετέχει στην ευρύτερη δυτική προσπάθεια να ελεγχθεί η ενίσχυση της επιρροής της Κίνας στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού, αλλά προσέχει τις σχέσεις της με τη Ρωσία για να μη δώσει περιφερειακό πλεονέκτημα στην Κίνα.

Περισσότερο από το 60% των ρωσικών εξαγωγών στην Κίνα είναι αργό πετρέλαιο και διυλισμένο πετρέλαιο, ενώ αυξάνεται και η συμμετοχή του φυσικού αερίου στις εξαγωγές της Ρωσίας προς την Κίνα. Επομένως, η συνεργασία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ολόπλευρη, γιατί έχει υπερβολικά τονισμένη την ενεργειακή διάσταση σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές της Ρωσίας.

Το ζήτημα των κυρώσεων

Οι εκκλήσεις της Δύσης προς την Κίνα να μην επιτρέψει στη Ρωσία να παρακάμψει, μέσω αυτής, τις κυρώσεις δεν πρόκειται να φέρουν αποτέλεσμα.

Πρώτον, η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ δεν έχουν καταφέρει να επιβάλλουν πειθαρχία στις κυρώσεις σε σημαντικές δυτικές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία και το Ισραήλ. Η Τουρκία δεν εφαρμόζει τις κυρώσεις από το 2014 –οπότε αποφασίστηκαν για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία– κερδοσκοπώντας ασύστολα, όπως έκαναν με το σπάσιμο των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν.

Το Ισραήλ δεν θέλει να ανταγωνιστεί τη Ρωσία, γιατί έχει ήδη υποδεχθεί στα εδάφη του γύρω στα 1,5 εκατ. Εβραίους από τη Ρωσία και άλλες 200 χιλιάδες από την Ουκρανία. Επομένως, θέλει να διατηρήσει τις ροές και αρνείται να κινηθεί εναντίον του Πούτιν.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν μπορούν να πείσουν τους συμμάχους τους, Τουρκία και Ισραήλ, είναι μάταιο να περιμένουν προσαρμογή της Κίνας.

Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της Ρωσίας προς την Κίνα αφορά πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Είναι γνωστό ότι η Ε.Ε. απορρίπτει το αίτημα της Ουκρανίας για επιβολή καθολικού ενεργειακού εμπάργκο στη Ρωσία, επικαλούμενη τις ενεργειακές της ανάγκες. Κατά συνέπεια, η Ε.Ε. και η Δύση δεν μπορούν να ζητήσουν από την Κίνα να εφαρμόσει αυτό που η ίδια αποφεύγει.

Τρίτον και σημαντικότερο, τα τελευταία χρόνια η κινεζική οικονομία δοκιμάζεται από τις οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζουν σε βάρος της οι ΗΠΑ. Η κινεζική ηγεσία έχει βασική αντίρρηση στην πολιτική των οικονομικών κυρώσεων, την οποία θεωρεί μέθοδο επιβολής της πολιτικής των ΗΠΑ, άρα δεν μπορεί να στηρίξει τις οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.

Οι κυρώσεις που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ σε βάρος της Κίνας είναι πολύ σκληρές και μπορεί να αποδειχθούν πολιτικά «τυφλές». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κινεζικός ψηφιακός κολοσσός Huawei είδε τον κύκλο εργασιών του να μειώνεται κατά 30% το 2021, εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων που περιλαμβάνουν και την απαγόρευση προμήθειας microchips αναγκαίων για την κατασκευή smartphones. Στις κυρώσεις αυτές συμμετέχουν υποχρεωτικά και οι επιχειρήσεις της Ταϊβάν, οι οποίες πρωταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο στην παραγωγή των πιο εξελιγμένων microchips. Μέχρι το 2021 η Ταϊβάν είχε εντυπωσιακές εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα –παρά τη μεταξύ τους πολιτική αντιπαλότητα– και κατέγραφε ένα εκπληκτικό ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα στις διμερείς συναλλαγές της τάξης των 80-90 δισ. δολαρίων. Επομένως, οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην Κίνα σε ό,τι αφορά τα microchips δημιουργούν προβλήματα στους ψηφιακούς κολοσσούς της Κίνας, αλλά μπορεί να εξασθενίζουν και την οικονομική θέση της Ταϊβάν –συμμάχου στρατηγικής σημασίας των ΗΠΑ– έναντι της Κίνας.

Δεν είναι ίδιες

Οι περισσότεροι πολιτικοί και αναλυτές στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. καταλήγουν στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι Κίνα και Ρωσία έχουν κοινά αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά που επιβάλλουν τη συνεργασία τους εναντίον των φιλελεύθερων Δημοκρατιών.

Η Κίνα όμως είναι εντελώς διαφορετική από τη Ρωσία. Το οικονομικό και πολιτικό της σύστημα επιτυγχάνει εκεί που δεν τα καταφέρνει η Ρωσία. Για παράδειγμα, το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας είναι περίπου δεκαπλάσιο της ρωσικής και υπάρχουν ένα σωρό κλάδοι στους οποίους οι Κινέζοι θριαμβεύουν στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, ενώ η Ρωσία είναι κυρίως μία εξαγωγική χώρα καυσίμων, πρώτων υλών και σιτηρών.

Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα της Κίνας είναι πολύ πιο σύνθετο από αυτό της Ρωσίας. Στηρίζεται στις δομές ενός παραδοσιακού κομμουνιστικού καθεστώτος με αρκετά περιορισμένη τη γραφειοκρατική αδράνεια και δυνατότητα πολιτικού ελέγχου τουλάχιστον στο ανώτατο κομματικό επίπεδο.

Αντίθετα, το σύστημα της Ρωσίας έχει εξελιχθεί σε μία καθαρά προσωπική υπόθεση του Πούτιν, ο οποίος κάνει ό,τι θέλει περιστοιχιζόμενος από μία μικρή ομάδα έμπιστων και μια μεγαλύτερη ομάδα αυλικών. Δεν υπάρχει κανένας πολιτικός μηχανισμός να ελέγξει τον Πούτιν –όπως τον Σι Τζινπίνγκ– και αυτό τον κάνει απρόβλεπτο και επικίνδυνο. Η συνεχής αναφορά του Πούτιν και των συνεργατών του στο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας προκαλεί μεγάλη ανησυχία ακριβώς γιατί είναι πολιτικά ανεξέλεγκτος.

Κοινό σημείο Κίνας και Ρωσίας είναι η επικράτηση ενός ηγέτη πέρα από τους αρχικούς περιορισμούς στη διάρκεια της παραμονής του στην ηγεσία. Ο Πούτιν έχει μετατραπεί σε ισόβιο ηγέτη της Ρωσίας και ο Σι Τζινπίνγκ είναι έτοιμος να σπάσει τον κανόνα των δύο πενταετών θητειών και να εξασφαλίσει την τρίτη διεκδικώντας στην ιστορία της σύγχρονης Κίνας μια θέση συγκρίσιμη με του Μάο Τσετούνγκ και του Τενγκ Σιαοπίνγκ.

Η μετατροπή του Σι Τζινπίνγκ σε ένα είδος ηγέτη που διαδέχεται τον εαυτό του αυξάνει τις πιθανότητες για την υιοθέτηση μιας περισσότερο εθνικιστικής και αναθεωρητικής πολιτικής στο μέλλον. Από την άλλη, ο Σι Τζινπίνγκ απέχει μία δεκαετία από την 20ετία παραμονής του Πούτιν στην εξουσία και ελέγχεται από ένα πολιτικό σύστημα πιο σύνθετο και αποτελεσματικό από εκείνο της Ρωσίας.

Το επόμενο βήμα

ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν μπορούν να περιμένουν τη συνεργασία της Κίνας στο ζήτημα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, εφόσον διακηρύσσουν σε κάθε ευκαιρία ότι το Πεκίνο αποτελεί τον βασικό στρατηγικό τους αντίπαλο.

Η κινεζική ηγεσία δεν έχει κανέναν λόγο να διευκολύνει τις ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της πρόκλησης Πούτιν γνωρίζοντας ότι στη συνέχεια θα επιδιωχθεί μία ευρύτερη συνεργασία ΗΠΑ, Ε.Ε., Ηνωμένου Βασιλείου, Ιαπωνίας, Αυστραλίας, Νότιας Κορέας, Ταϊβάν για να περιοριστεί η ενίσχυση της επιρροής της Κίνας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Κίνα δεν πρόκειται να διευκολύνει τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. να αντιμετωπίσουν την πρόκληση Πούτιν. Από την άλλη, η κινεζική ηγεσία έχει αρκετούς σημαντικούς λόγους για να μην συμπαραταχθεί με τον Πούτιν.

Οι μεγαλύτερες αγορές

Οι μεγαλύτερες εξαγωγικές αγορές της Κίνας είναι οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. Επομένως, έχει κάθε λόγο να αποφύγει ενέργειες υπέρ της Ρωσίας οι οποίες θα προκαλέσουν την αντίδραση των Αμερικανών και των Ευρωπαίων κάνοντας πιο δύσκολη την πρόσβαση των προϊόντων της στις δύο μεγαλύτερες αγορές της.

Η Κίνα, σε αντίθεση με τη Ρωσία, είναι σίγουρη για την προοπτική της. Αυτό σημαίνει ότι δεν επενδύει στην αναταραχή και τις πειρατικές ενέργειες του συστήματος Πούτιν, αλλά σε μία σταδιακή και προγραμματισμένη ενίσχυση της διεθνούς θέσης της, η οποία στηρίζεται στην οικονομική της ισχύ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ανοίγει με επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων νέους εμπορικούς δρόμους του μεταξιού. Αξιοποιεί τις δυνατότητες που της δίνει το ελεγχόμενο από τη Δύση οικονομικό σύστημα, ταυτόχρονα όμως χτίζει σιγά-σιγά ένα εναλλακτικό οικονομικό σύστημα. Ο Πούτιν, από σημείο αδυναμίας, προσπαθεί να εκβιάσει καταστάσεις με αποσταθεροποίηση και γκρέμισμα, ενώ η Κίνα, από θέση ισχύος, διεκδικεί την παραπέρα ενίσχυση της διεθνούς της θέσης.

Είναι δύο εντελώς διαφορετικές, ενδεχομένως και αλληλοσυγκρουόμενες στρατηγικές, με τους Ρώσους να επενδύουν στο χάος και τους Κινέζους σε μία προγραμματισμένη και σχετικά ήρεμη πορεία προς το μέλλον.

Η αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας κρατών όπως η Ουκρανία και της εδαφικής τους ακεραιότητας είναι αντίθετες στη στρατηγική της Κίνας. Μπορεί το Πεκίνο να μην καταγγέλλει τις πρωτοβουλίες της Μόσχας, είναι βέβαιο όμως ότι δεν είναι ικανοποιημένο από αυτές.

Στο θέμα της Ταϊβάν, το Πεκίνο εμφανίζεται πιο επιθετικό θεωρώντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας, κάτι το οποίο δεν δέχεται η πλειοψηφία των Ταϊβανέζων, οι οποίοι δεν γνώρισαν ποτέ κομμουνιστικό καθεστώς. Η στρατιωτική περιπέτεια της Ρωσίας στην Ουκρανία όμως είναι πιθανόν να κάνει την κινεζική ηγεσία πιο προσεκτική και στο ζήτημα της Ταϊβάν.

Το σενάριο της βίαιης ενσωμάτωσης της Ταϊβάν με στρατιωτικά μέσα εξασθενίζει με βάση τις δυσκολίες των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις έχουν δανειστεί πολλά στοιχεία από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και προμηθεύονται σύγχρονα οπλικά συστήματα από τη Ρωσία. Η τελευταία πολεμική αναμέτρηση που είχε η Κίνα ήταν με το Βιετνάμ, επομένως οι ένοπλες δυνάμεις της δεν έχουν δοκιμαστεί σε πρόσφατες αναμετρήσεις, όπως της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008, στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία το 2014, στη Συρία το 2015 και ξανά τώρα στην Ουκρανία.

Επιπλέον, η Ταϊβάν είναι ένας εξαιρετικά ισχυρός αντίπαλος με σύγχρονο αμερικανικό εξοπλισμό, αμερικανική εγγύηση ασφαλείας και δυναμική υποστήριξη της Ιαπωνίας. Η ρωσική περιπέτεια στην Ουκρανία είναι πιθανόν να ενισχύσει την αυτοσυγκράτηση της κινεζικής ηγεσίας.

Η μάχη με την COVID-19

Ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο η Κίνα δεν επιθυμεί διεθνείς αναταράξεις και συγκρούσεις είναι η προσπάθειά της να ελέγξει την COVID-19.

Αν και η πανδημία ξεκίνησε από την Κίνα, οι Κινέζοι μπόρεσαν να την ελέγξουν με εξαιρετικά αυστηρό αλλά και υποδειγματικό τρόπο. ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ηνωμένο Βασίλειο έχουν χάσει γύρω στα 2.000.000 από την COVID-19, ενώ η Κίνα έχει περιορίσει τις απώλειές της γύρω στις 10.000, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί.

Η κινεζική ηγεσία εφαρμόζει μία πολιτική μηδενικής ανοχής στην COVID-19, η οποία πέτυχε τα δύο τελευταία χρόνια, αμφισβητείται όμως έντονα από τη μετάλλαξη Όμικρον και την εντυπωσιακή διάδοσή της. Ήδη, το Χονγκ Κονγκ έπαθε μεγάλη ζημιά και καταγράφει ρεκόρ ημερήσιων θανάτων εξαιτίας των χαμηλών ποσοστών εμβολιασμού στις μεγάλες ηλικίες. Η ηγεσία του Χονγκ Κονγκ χαλάρωσε τους περιορισμούς, παρά την έξαρση της πανδημίας, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει την αποτελεσματική λειτουργία της τρίτης σημαντικότερης χρηματιστηριακής αγοράς στον κόσμο.

Η κινεζική ηγεσία συνεχίζει την πολιτική της μηδενικής ανοχής στην COVID-19, χωρίς να είναι βέβαιο όμως ότι θα ελέγξει αποτελεσματικά τη διάδοσή της. Ανάλογο πρόβλημα –και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα– αντιμετωπίζουν χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη, όπου παρατηρείται έξαρση της πανδημίας και αύξηση του αριθμού των θανάτων. Οι επιδόσεις τους στην αντιμετώπιση της πανδημίας παραμένουν υποδειγματικές σε σχέση με εκείνες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. αλλά εμφανίζουν τάσεις σταδιακής επιδείνωσης. Στην Ελλάδα έχουμε χάσει γύρω στους 2.500 ανά εκατομμύριο κατοίκους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 211 θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους για τη Σιγκαπούρη, 126 για την Ιαπωνία, 51 για τη Νότια Κορέα και μόλις 7,7 για την Κίνα.

Παρά την ποιοτική διαφορά που καταγράφουν οι σκληροί δείκτες της πανδημίας, το πρόβλημα δεν έχει αντιμετωπιστεί οριστικά και δείχνει να μεγαλώνει.

Στην πανδημία προστίθενται κάποια προβλήματα της κινεζικής οικονομίας, της οποίας ο ρυθμός ανάπτυξης υποχωρεί σταδιακά αλλά παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα της τάξης του 5%-6% τον χρόνο. Έχει εκδηλωθεί μία «φούσκα» ακινήτων που δοκιμάζει κολοσσιαίες κατασκευαστικές εταιρείες, ενώ επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και το επενδυτικό κλίμα η προσπάθεια της κινεζικής ηγεσίας να επιβάλλει συγκεκριμένους κανόνες στη λειτουργία και όρια στην ανάπτυξη των εταιρειών που πρωταγωνιστούν στην ψηφιακή οικονομία.

Με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ να πηγαίνει σε ένα κρίσιμο κομματικό συνέδριο στα τέλη του χρόνου, το οποίο θα τον απαλλάξει από τον χρονικό περιορισμό της δεκαετίας στην παραμονή της ηγεσίας, η εικόνα της σταθερότητας και της ομαλής συνέχειας αποκτά ξεχωριστή πολιτική σημασία.

Σε αυτό το πλαίσιο και με ζητήματα της COVID-19 και της οικονομίας ανοιχτά, η κινεζική ηγεσία δεν ενθουσιάζεται με τις περιπέτειες του Πούτιν και την αναταραχή και τις πιέσεις που δημιουργούν, ούτε όμως θεωρεί ότι μπορεί να τον αδειάσει σε αυτή την κρίσιμη περίοδο.

Το ζήτημα της στρατηγικής

Η Κίνα είναι η δεύτερη υπερδύναμη μετά τις ΗΠΑ και έχει θέσει ως στόχο να αναδειχθεί σε Νο.1 υπερδύναμη στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών.

Οι ΗΠΑ τη θεωρούν βασικό στρατηγικό αντίπαλο, ενώ η Ε.Ε. έχει μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση και επιδιώκει να διαφοροποιηθεί –στο μέτρο του δυνατού– από τις ΗΠΑ.

Σε τελική ανάλυση, όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία ενισχύει στρατηγικά τις δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Οι ΗΠΑ βλέπουν την Ε.Ε. να ξεπερνάει, μπροστά στη ρωσική απειλή, τους ενδοιασμούς της και να προχωράει στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και στην ενίσχυση της νατοϊκής πειθαρχίας. Αναδεικνύεται έτσι ο ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες αναμένεται –αφού αντιμετωπίσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη ρωσική πρόκληση– να αφιερώσουν τις δικές τους και τις συμμαχικές δυνάμεις στον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα με την Κίνα.

Η τελευταία βγαίνει ενισχυμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία γιατί ο Πούτιν και η Ρωσία, διεθνώς απομονωμένοι και υπό μεγάλη οικονομική πίεση, είναι υποχρεωμένοι να στραφούν προς την Κίνα σε μια προσπάθεια να περιορίσουν το πρόβλημά τους. Το Πεκίνο θα ικανοποιήσει σε αρκετά σημαντικό βαθμό τη Μόσχα, αλλά με όρους που θα αντανακλούν τη μεγάλη υπεροχή της Κίνας έναντι της Ρωσίας.