Νέες προκλήσεις για την οικονομία - Free Sunday
Νέες προκλήσεις για την οικονομία
Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα για να αποτρέψουμε μεγάλες περιπέτειες

Νέες προκλήσεις για την οικονομία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μπει σε νέα φάση και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Αμερικανών, οι οποίοι έδειξαν ότι καταγράφουν και ερμηνεύουν σωστά τις κινήσεις των Ρώσων, πρόκειται να έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια.

Η ρωσική πολεμική μηχανή αποδεικνύεται κατώτερη από τη φήμη της. Έχει συμπληρωθεί ένας μήνας εχθροπραξιών χωρίς να έχει εξουδετερώσει την ουκρανική αντίσταση. Αντίθετα, με το πέρασμα του χρόνου αναδεικνύονται προβλήματα στην ενδοεπικοινωνία, την τροφοδοσία, ακόμη και το αξιόμαχο των ρωσικών δυνάμεων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία θα χάσει τον πόλεμο. Η επίτευξη της νίκης είναι πολιτικός μονόδρομος για τον Πούτιν. Όμως, αυτή η νίκη θα πάρει περισσότερο χρόνο, θα καταστρέψει πλήρως ένα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, θα φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την οικονομία και τον λαό της και θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη διεθνή οικονομία.

Οι Ρώσοι έχουν περάσει από τις γρήγορες κινήσεις ενός «κεραυνοβόλου» πολέμου στις πολιορκίες πόλεων με ανηλεείς βομβαρδισμούς ακόμη και των πολιτών και της βασικής υποδομής. Σύμφωνα με τους Αμερικανούς, σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα για να διευκολυνθούν στις επιχειρήσεις τους. Επιπλέον, η ηγεσία του Κρεμλίνου αναφέρεται συνεχώς στην ενδεχόμενη χρήση του πυρηνικού οπλοστασίου σε «περίπτωση που απειληθεί η ίδια η Ρωσία». Στον ορισμό που δίνει όμως ο Πούτιν της Ρωσίας περιλαμβάνεται και η Ουκρανία, επομένως το σενάριο της πυρηνικής κλιμάκωσης του πολέμου είναι κι αυτό υπαρκτό.

Στις συνθήκες που περιγράψαμε θα επικρατήσει διεθνώς κλίμα αστάθειας, ενώ οι οικονομικές αναταράξεις θα έχουν και γεωπολιτική διάσταση, η οποία θα ξεπερνάει κατά πολύ τα οικονομικά μεγέθη της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.

Η Ελλάδα, χώρα με μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία της, θα δοκιμαστεί σκληρά και σε βάθος χρόνου από τη διεθνοπολιτική κρίση. Προς το παρόν, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο χρόνο. Δεν αντιδρά στις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας κι έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να οδηγηθούμε σε μεγάλες περιπέτειες.

Το ενεργειακό

Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι το ενεργειακό. Η Ελλάδα έχει παράδοση στις οικονομικές κρίσεις που συνδέονται με το γεγονός ότι είναι, εδώ και μισό αιώνα, ενεργειακά ευάλωτη.

Την ώρα που γράφεται το κείμενο, η διεθνής τιμή του πετρελαίου είναι γύρω στα 115 δολάρια το βαρέλι και το φυσικό αέριο είναι πολύ πιο ακριβό.

Πρέπει να πάρουμε άμεσα μέτρα για να μην ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο. Επειδή δεν διαφαίνεται υποχώρηση των τιμών στο άμεσο μέλλον, αντίθετα μπορεί να υπάρξει νέα άνοδός τους, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης σύμφωνα με τις προτάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA).

Μία από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις του διεθνούς οργανισμού είναι οι δωρεάν αστικές συγκοινωνίες με ταυτόχρονο αποκλεισμό των Ι.Χ. από ορισμένες περιοχές των αστικών κέντρων, για να περιοριστεί έτσι η κατανάλωση καυσίμων. Μια άλλη είναι η μείωση του ορίου ταχύτητας σε εθνικές οδούς και βασικές αρτηρίες κατά 10 χλμ. για να υπάρξει μείωση της κατανάλωσης καυσίμων.

Ανεξάρτητα από το ποιες ακριβώς προτάσεις θα επιλεγούν, είναι φανερό ότι πρέπει να κινηθούμε γρήγορα για τον περιορισμό της κατανάλωσης των καυσίμων.

Χρειάζονται παρεμβάσεις σε ολόκληρο το κύκλωμα της ενέργειας, γιατί διαφορετικά η ελληνική οικονομία θα τιναχτεί στον αέρα. Έχουμε ήδη επιστρέψει στα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα που οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση με τη βοήθεια του ρεκόρ στις τιμές χονδρικής της ενέργειας και της μεγάλης αύξησης των τιμών των εισαγόμενων καυσίμων.

Η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και να πάρει μέτρα σε βάρος των μεγάλων συμφερόντων υπέρ των νοικοκυριών και της πραγματικής οικονομίας.

Το καλό παράδειγμα έδωσε ο Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία δηλώνοντας: «Θα φορολογήσουμε ένα μέρος από τα επιπλέον κέρδη που πραγματοποιούν οι εταιρείες ενέργειας και θα αναδιανείμουμε τα χρήματα σε επιχειρήσεις και οικογένειες που δυσκολεύονται». Επιδίωξη του πρωθυπουργού της Ιταλίας και πρώην προέδρου της ΕΚΤ είναι να εισπράξει το ιταλικό Δημόσιο με αυτό τον τρόπο 4,4 δισ. ευρώ.

Η δικαιότερη κατανομή των βαρών της ενεργειακής κρίσης είναι μία από τις πρωτοβουλίες που πρέπει να πάρει η κυβέρνηση. Πρέπει να επιβάλλει και τον σεβασμό των καταναλωτών από καταχρηστικές εμπορικές πρακτικές. Ενδεικτικό το πρόσφατο πρωτοσέλιδο της Καθημερινής: «Οι πάροχοι του ρεύματος αλλάζουν μονομερώς τα τιμολόγια».

Η κυβέρνηση δεν έχει καιρό για χάσιμο στον ενεργειακό τομέα, γιατί αυτός έχει επιλεγεί σαν πεδίο αναμέτρησης από τις αντιμαχόμενες πλευρές. ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη προχωρήσει σε εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, ενώ σκέφτεται να ακολουθήσει και η Ε.Ε. Μέσα σε έναν χρόνο, η Ε.Ε. θέλει να μειώσει κατά δύο τρίτα τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Η σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία είναι μία εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή υπόθεση, αν σκεφτούμε ότι η Ε.Ε. προμηθεύεται το 40% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο και άνθρακα από τη Ρωσία και το 25% των εισαγωγών της σε πετρέλαιο. Παρά την εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η Ε.Ε. εξακολουθεί να καταβάλει στο σύστημα Πούτιν 700-800 εκ. ευρώ την ημέρα για την εισαγωγή καυσίμων. Εκτιμάται επίσης ότι η διεθνής άνοδος των τιμών των καυσίμων θα προσθέσει, στο άμεσο μέλλον, άλλα 100 δισ. ευρώ στο πολεμικό ταμείο της Ρωσίας.

Και οι Ρώσοι σκέφτονται να αξιοποιήσουν το ενεργειακό όπλο περιορίζοντας τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. για να δοκιμάσουν τις οικονομικές αντοχές και τη συνοχή της.

Η κατάσταση λοιπόν είναι δύσκολη και μπορεί να γίνει κρίσιμη στον ενεργειακό τομέα.

Η πράσινη μετάβαση

Η ενεργειακή κρίση αλλάζει τους υπολογισμούς σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση. Η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη διατηρούν επισήμως τους φιλόδοξους στόχους παίρνοντας ταυτόχρονα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πιεζόμενη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, άρχισε να θεωρεί «πράσινες» τις επενδύσεις στα πυρηνικά και στο φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα να μπορούν να χρηματοδοτηθούν στο μέλλον με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απορρίπτει, προς το παρόν, τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υιοθετώντας μια πιο συνεπή προσέγγιση στο θέμα της πράσινης μετάβασης.

Η προσαρμογή που επιχειρεί η Ε.Ε. προσφέρει την ευκαιρία στην Ελλάδα να βγει από την οικονομική παγίδα του φυσικού αερίου και να επιδιώξει τη λύση στο ενεργειακό της με έναν συνδυασμό πλήρους αξιοποίησης του λιγνίτη και θεαματικής αύξησης και επιτάχυνσης των επενδύσεων στις ΑΠΕ.

Η απόφαση Μητσοτάκη σε βάρος του λιγνίτη και υπέρ του φυσικού αερίου αποδείχθηκε εξαιρετικά ασύμφορη για την οικονομία μας και δεν έχει καμία σχέση με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες, όπως υποστηρίζει το Μαξίμου.

Το 2021 η Γερμανία αύξησε την παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με το 2020. Το μίγμα στο οποίο στηρίχθηκε η γερμανική παραγωγή ενέργειας τη χρονιά που πέρασε ήταν: 40,9% ΑΠΕ εκ των οποίων το 20,1% αιολική και το 8,8% ηλιακή.

27,9% της ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα με το 18,6% από λιγνίτη και το 9,3% από σκληρό άνθρακα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηλεκτροπαραγωγή από τις λιγνιτικές μονάδες στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 18% το 2021 σε σχέση με το 2020.

11,9% από πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας και 15,3% από φυσικό αέριο.

Η Γερμανία παραμένει δεσμευμένη στον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο να περιορίσει τις εκπομπές αερίων κατά 65% μέχρι το 2030, με βάση υπολογισμού το 1990 και να αυξήσει την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ στο 80% του συνόλου.

Προς το παρόν, όμως, δίνει έμφαση στον λιγνίτη και στον άνθρακα για να ξεπεράσει τις δυσκολίες.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάποιος ευρωπαϊκός κανόνας που να μας οδηγεί σε οικονομικό και ενεργειακό αδιέξοδο μέσω φυσικού αερίου. Πρόκειται για μία λάθος στρατηγική απόφαση της κυβερνητικής ηγεσίας, η οποία πρέπει να διορθωθεί το συντομότερο δυνατόν.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα εθνικής προσαρμογής της εθνικής πολιτικής στις νέες συνθήκες είναι η απόφαση της επτακομματικής βελγικής κυβέρνησης να παρατείνει τη λειτουργία δύο μεγάλων πυρηνικών σταθμών, που επρόκειτο να κλείσουν το 2025, μέχρι το 2035. Αντίθετα, η Γερμανία θα προχωρήσει στο προγραμματισμένο κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών καλύπτοντας το ενεργειακό έλλειμμα με την αύξηση της παραγωγής των λιγνιτικών, ανθρακικών μονάδων.

Επισιτιστική κρίση

Η Ελλάδα θα δοκιμαστεί και από τη διεθνή επισιτιστική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της υποστήριξης της πρώτης από τη Λευκορωσία.

Τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις της Ουκρανίας καταστρέφονται, ενώ το εμπάργκο στις εξαγωγές της Ρωσίας και της Λευκορωσίας στερεί από τη διεθνή αγορά σιτηρά, τρόφιμα και λιπάσματα.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, Ρωσία και Ουκρανία ήταν υπεύθυνες για το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σίτου, 17% των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού, 32% των παγκόσμιων εξαγωγών κριθαριού –το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για ζωοτροφές– και 75% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου.

Ταυτόχρονα, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο, προμηθεύοντας το 15% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ η Λευκορωσία είναι πρωταθλήτρια στις εξαγωγές ποτάσας, που χρησιμοποιείται και αυτή για την παραγωγή λιπασμάτων.

Στη διάρκεια του μήνα που μεσολάβησε από την εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές των σιτηρών αυξήθηκαν κατά 21%, του κριθαριού κατά 33% και ορισμένων λιπασμάτων κατά 40%.

Η αύξηση τις τιμής των λιπασμάτων προηγήθηκε του πολέμου στην Ουκρανία, εφόσον σύμφωνα με τον δείκτη τιμών λιπασμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας πραγματοποίησε την περίοδο Νοεμβρίου 2020- Νοεμβρίου 2021 ένα άλμα της τάξης του 165%. Η παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων στηρίζεται στο φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα οι ανατιμήσεις να είναι χωρίς όρια.

Δημιουργούνται οι συνθήκες για μία διεθνή επισιτιστική κρίση. Χώρες που βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, όπως η Υεμένη, η Συρία, το Νότιο Σουδάν και η Αιθιοπία αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας. Άλλες χώρες, όπως η Αρμενία, η Μογγολία και η Ερυθραία –με απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές σίτου από Ρωσία και Ουκρανία– θα πρέπει να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές, παρά την αύξηση των τιμών και τα περιορισμένα τους οικονομικά μέσα.

Η Τουρκία έχει εξάρτηση 75% σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές σίτου από Ρωσία και Ουκρανία, η Αίγυπτος 73% και η Τυνησία 53%. Πρόκειται για στρατηγικής σημασίας χώρες που μπορεί να αποσταθεροποιηθούν εξαιτίας της αύξησης της τιμής του ψωμιού. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι για την Αίγυπτο, όπου επιδοτείται το ψωμί για το 70% των Αιγυπτίων προκειμένου να έχουν τα προς το ζην.

Η Ελλάδα, η οποία είχε το 2019 ποσοστό εξάρτησης 20% από τις εισαγωγές σίτου από Ρωσία και Ουκρανία, αντιμετωπίζει διπλό πρόβλημα. Οι τιμές των τροφίμων έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν, ενώ το κόστος της αγροτικής παραγωγής έχει ήδη ξεφύγει. Πρέπει να υπάρξει άμεση κυβερνητική παρέμβαση για τον έλεγχο και τη μείωση του κόστους παραγωγής στον αγροτικό τομέα και δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την αύξησή της. Δεν είναι δυνατόν να παρακολουθούμε απαθείς την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος και στα αγροτικά προϊόντα στα οποία έπρεπε να είχαμε συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Το προσφυγικό

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε μία ανθρωπιστική κρίση που δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου.

Σε διάρκεια μερικών εβδομάδων, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας δημιούργησαν πάνω από δέκα εκατομμύρια πρόσφυγες. Εξίμισι εκατομμύρια από αυτούς μετακινήθηκαν σε περιοχές της Ουκρανίας που δείχνουν ασφαλέστερες, ενώ γύρω στα τριάμισι εκατομμύρια κατέφυγαν στο εξωτερικό.

2,1 εκατομμύρια κατευθύνθηκαν ήδη στην Πολωνία, 250 χιλιάδες στη Σλοβακία, 312 χιλιάδες στην Ουγγαρία, 365 χιλιάδες στη Μολδαβία, 243 χιλιάδες στη Ρουμανία και 232 χιλιάδες στη Ρωσία. Άλλες 113 χιλιάδες έφυγαν λίγο πριν τον πόλεμο από τις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, που ελέγχονται από ρωσόφωνους αυτονομιστές, με κατεύθυνση τη Ρωσία.

Ο Πούτιν εφαρμόζει τη μέθοδο Ερντογάν και Λουκασένκο σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Δημιουργεί τεράστιες ροές προσφύγων για να αποσταθεροποιήσει οικονομικά και κοινωνικά την Ε.Ε.

Το σχέδιό του μοιάζει καταδικασμένο σε αποτυχία, εφόσον οι πρόσφυγες γίνονται δεκτοί με πολύ καλές διαθέσεις από τις κυβερνήσεις και τους λαούς των χωρών που τους υποδέχονται. Το πρόβλημα είναι τεράστιο, γιατί το 90% των προσφύγων είναι γυναίκες και παιδιά, εφόσον οι άνδρες 18-60 ετών μάχονται για την πατρίδα τους στην Ουκρανία.

Παρά το τεράστιο οικονομικό κόστος και τη μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, τα προσφυγικά ρεύματα λειτουργούν αυτή τη φορά συσπειρωτικά. Ενώνουν κυβερνήσεις και λαούς μπροστά στην αγριότητα του πολέμου και τη βαρβαρότητα του Πούτιν και δημιουργούν μία κοινή ευρωπαϊκή προοπτική στην οποία θα έχουν ρόλο η Ουκρανία και η Μολδαβία.

Το προσφυγικό μετατοπίζεται σε άλλες χώρες της Ε.Ε., ενώ επηρεάζει και το πολιτικό κέντρο βάρους της Ε.Ε. Η Πολωνία αναδείχθηκε ήδη σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων, γεγονός που αναμένεται να διευκολύνει και τη συνεννόηση της υπερσυντηρητικής κυβέρνησής της με τις Βρυξέλλες σε ζητήματα που αφορούν στο Κράτος Δικαίου.

Η Ελλάδα πρέπει να ξαναδεί την πολιτική της έναντι των προσφύγων και να δώσει περισσότερες ευκαιρίες στους Ουκρανούς που θα θελήσουν, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να εγκατασταθούν οικογενειακώς στη χώρα μας.

Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι η μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους της Ε.Ε., προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ρωσική απειλή, θα κάνει το ευρωπαϊκό περιβάλλον ακόμη πιο δύσκολο και ανταγωνιστικό για εμάς.

Νέες δυσκολίες στον τουρισμό

Με τη διεθνή κρίση που ξέσπασε θα επηρεαστεί αρνητικά και ο ελληνικός τουρισμός. Το τουριστικό καλοκαίρι-ρεκόρ που έχουμε ανάγκη για να περιορίσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναβάλλονται επ’ αόριστον.

Η Ρωσία έχει σταματήσει να στέλνει τουρίστες τα τελευταία χρόνια και θα συνεχίσει, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, σε αυτή την κατεύθυνση. Η Ουκρανία δεν θα στείλει τουρίστες, ενώ αναμένεται και μεγάλη μείωση των Πολωνών τουριστών που αυξήθηκαν με εντυπωσιακό ρυθμό τα τελευταία χρόνια.

Αν κρίνουμε από τις πολύ πεσμένες προκρατήσεις, δεν θα πάμε καλά ούτε στις παραδοσιακές μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές μας, εφόσον Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Βρετανοί, Ολλανδοί θα δεχθούν μεγάλη εισοδηματική πίεση και μπορεί να μην έχουν και καλή ψυχολογία τους τουριστικούς μήνες.

Επίσης, τουρίστες από την Κίνα και την Ιαπωνία δεν πρόκειται να δούμε για λόγους COVID-19.

Ο κύκλος των τελευταίων ετών –στασιμότητα τον χειμώνα - ανάταση μέσω τουρισμού το καλοκαίρι– δεν είναι οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμος, ενώ ο τουρισμός απειλείται από τις αρνητικές διεθνείς εξελίξεις.

Μία άλλη σοβαρή εκκρεμότητα που σκιάζει τον ελληνικό τουρισμό είναι οι κακές επιδόσεις μας, εδώ και 15 μήνες, στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι θάνατοι από COVID-19 ξεπέρασαν στην πατρίδα μας τις 27.000. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε, σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, 2.519 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Έχουμε περάσει σε αυτόν τον δείκτη όλες τις χώρες της Νότιας και της Δυτικής Ευρώπης με εξαίρεση την Ιταλία (2.618 θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους) και το Βέλγιο (2.662).

Με την αρνητική δυναμική που έχουμε αναπτύξει θα ξεπεράσουμε τους επόμενους μήνες και αυτές τις δύο χώρες, οι οποίες είχαν ένα εντυπωσιακό κακό έως δραματικό ξεκίνημα στην πανδημία, αλλά μετά βελτίωσαν εντυπωσιακά τη θέση τους.

Το διπλό πρόβλημα του τουρισμού μας, διεθνής κρίση και COVID-19, αναδεικνύει τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας. Αν δεν υπάρξει δραστική μείωση του κόστους για τις παραγωγικές μονάδες και δεν αναπτυχθούν σοβαρές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων νέου τύπου, θα χάσουμε εντελώς τον έλεγχο του εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Στο αδιέξοδο στη βιομηχανία προστίθεται και η ασφυξία στα δημόσια έργα και στα έργα ΣΔΙΤ, λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών, των τεράστιων ανατιμήσεων στα υλικά, της υπερσυγκέντρωσης έργων σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς ομίλους και στις μεγάλες εκπτώσεις από λιγότερο ισχυρούς κατασκευαστές. Οι κατασκευές έχουν πλέον πρόβλημα διάρθρωσης και κόστους.

Προς κρίση χρηματοδότησης

Μέσα σε ένα δύσκολο ως επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον πηγαίνουμε για μια νέα κρίση χρηματοδότησης.

Ο υπουργός Οικονομικών, Χ. Σταϊκούρας, μιλάει ανοιχτά πλέον για την εξάντληση του λεγόμενου δημοσιονομικού χώρου. Η κυβέρνηση δαπάνησε οριζόντια και χωρίς πάντα τα σωστά κριτήρια, πάνω από 40 δισ. για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημίας.

Η επίκληση της πανδημίας μετατράπηκε σε ένα είδος λευκής επιταγής, με τις δαπάνες να ξεφεύγουν και το δημοσιονομικό έλλειμμα να επιστρέφει στο 9%-10% του ΑΕΠ, όσο περίπου το 2008, πριν ξεκινήσει η μεγάλη κρίση της οικονομίας μας.

Η εφημερίδα Τα Νέα κυκλοφόρησε προ ημερών με πρωτοσέλιδο τίτλο: «Πόσο μας απειλεί η κρίση χρέους». Στο σχετικό ρεπορτάζ τονίζεται ότι το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 350 δισ. ευρώ και αναλογεί σε 206% του ΑΕΠ.

Αντιμέτωπες με πληθωριστικές πιέσεις, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών έχουν μπει σε περίοδο σταδιακής αύξησης των επιτοκίων. Η ανοδική τάση των διεθνών επιτοκίων παρατηρείται και στο επιτόκιο το 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κινείται γύρω στο 2,65%.

Ευτυχώς, η ΕΚΤ επιμένει στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης με διάφορους τρόπους και προωθεί ειδικές ρυθμίσεις για την Ελλάδα σε περίπτωση που δεν εξασφαλίσουμε την επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά ομόλογα. Παράλληλα, η Ευρωζώνη συνεχίζει τη δημοσιονομική χαλαρότητα και είναι πιθανό να την προεκτείνει και το 2023.

Κερδίζουμε έτσι χρονικά περιθώρια, αλλά δεν λύνουμε το πρόβλημα.

Αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούμε στην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, θα γίνει πιο δύσκολη η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της οικονομίας μας εξαιτίας συγκεκριμένων επιλογών της κυβέρνησης, αλλά και της οικονομικής αδυναμίας της βιομηχανίας μας και του διαφαινόμενου αδιέξοδου στις κατασκευές.

Κατά την άποψή μου, μπορούμε να βγούμε από την παγίδα της υπερχρέωσης και του στασιμοπληθωρισμού μόνο με εντυπωσιακές πρωτοβουλίες που θα δώσουν νέα ώθηση στην οικονομία μας.

Τις τρεις από αυτές τις έχω προτείνει κατ’ επανάληψη, χωρίς να συγκινηθούν οι αρμόδιοι. Τις επαναλαμβάνω, παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή τους έχει γίνει πιο δύσκολη εξαιτίας της επιδείνωσης των συνθηκών.

Πρώτον, πρέπει να απευθυνθούμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και να πάρουμε ένα δάνειο ύψους 2% του ΑΕΠ, με περίπου μηδενικό επιτόκιο, για να αντιμετωπίσουμε –όπως προβλέπεται– τις συνέπειες της πανδημίας ιδιαίτερα σε ευαίσθητους τομείς, όπως είναι η Υγεία και η Παιδεία.

Αυτή η ευκολία ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά δεν έχει αξιοποιηθεί από τις κυβερνήσεις, ίσως γιατί φοβούνται την επαφή με τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, και ορισμένες διευκρινίσεις που μπορεί να ζητήσει για την οικονομία τους.

Με τα επιτόκια δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου να ανεβαίνουν και τα δημοσιονομικά μας να βρίσκονται σε φάση σταδιακής αποσταθεροποίησης, έχουμε κάθε συμφέρον να αξιοποιήσουμε τις ευκολίες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Άλλωστε, οι επισημάνσεις του Ρέγκλινγκ θα είναι φιλικά διατυπωμένες και η συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης μαζί του θα ενισχύσει τη διεθνή αξιοπιστία της σε μία δύσκολη περίοδο.

Δεύτερον, το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ντράγκι και της Ιταλίας και να εκδώσει πράσινο ομόλογο. Το επιτόκιο θα είναι αρκετά τσιμπημένο, γύρω στο 3%, ενώ πριν ενάμισι χρόνο θα μπορούσε να είναι και κάτω από το 1%. Ο χρόνος είναι χρήμα, η καθυστέρηση κοστίζει, αλλά εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε την έκδοση πράσινου ομολόγου για να διευκολυνθούμε στη χρηματοδότηση επενδύσεων –ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα– και να επιταχύνουμε τις θετικές εξελίξεις. Είχα προτείνει την έκδοση ομολογιακού δανείου στο ύψος των 5 δισ. Σήμερα είναι πιο ρεαλιστικό να ζητήσουμε γύρω στα 3 δισ. Τα χρήματα αυτά θα ενισχύσουν τη θέση μας έναντι του συστήματος των Βρυξελλών, το οποίο έχει κι αυτό αρκετά γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά.

Τρίτον, μια μεγάλη παραγωγική επένδυση στη νέου τύπου βιομηχανία, όπως είναι η ηλεκτροκίνηση, οι μπαταρίες, συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.

Είχα προτείνει ένα δυναμικό ξεκίνημα μέσω ηλεκτροκίνησης λεωφορείων και ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για να αναπτυχθεί η σχετική υποδομή και να δημιουργηθεί κάποιου είδους εγχώρια αγορά ικανή να προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών. Δεν έγινε τίποτα και σε αυτό το θέμα. Απλά η κυβέρνηση πρόβαλε έναν αμφιλεγόμενο επενδυτή από τη Βόρεια Μακεδονία που ελέγχει μία μικρή προβληματική εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών αυτοκινήτων στη Γερμανία. Υποτίθεται ότι μ’ αυτόν θα πηγαίναμε στη νέα εποχή, αλλά τελικά προωθεί μιας μικρής κλίμακας επένδυση στη Βουλγαρία. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να προσελκύσουμε έναν πρωταγωνιστή της ηλεκτροκίνησης, όπως είναι η Volkswagen, η Tesla ή κινεζικές εταιρείες που έχουν σε αυτή τη φάση το πλεονέκτημα για να δημιουργήσουμε επιτέλους κάποια παραγωγική δυναμική.

Στα παραπάνω προσθέτω μια πρόταση για χρηματοδότηση συγκεκριμένων επενδύσεων που θα παρουσιάσουμε, από χώρες που έχουν τεράστια οικονομικά μέσα. Ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα είναι η Νορβηγία, που προμηθεύει στην Ε.Ε. 20%-25% των αναγκών της σε φυσικό αέριο. Εκτιμάται ότι θα έχει πρόσθετα έσοδα 180 δισ. ευρώ το 2022 από την άνοδο των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου και έχει ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο με κεφάλαια υπερτριπλάσια του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου. Ένα άλλο παράδειγμα δυνατότητας χρηματοδότησής μας, αν κινηθούμε μεθοδικά, είναι το Κατάρ που έχει μετατραπεί σε μόνιμο χορηγό της Τουρκίας και με το οποίο η Γερμανία έκλεισε μακροπρόθεσμη συμφωνία προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου, προκειμένου να περιοριστεί η ενεργειακή εξάρτησή της από τη Ρωσία.