Η οικονομία σε παγίδα φυσικού αερίου - Free Sunday
Η οικονομία σε παγίδα φυσικού αερίου
Υπερβολική εξάρτηση και προβλήματα στη διαχείριση

Η οικονομία σε παγίδα φυσικού αερίου

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ιδιόμορφη κρίση φυσικού αερίου. Οι διεθνείς τιμές του εισαγόμενου ορυκτού καύσιμου είχαν πολλαπλασιαστεί στη διάρκεια του δωδεκάμηνου που προηγήθηκε της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και συνεχίζουν, εξαιτίας του πολέμου, να τραβάνε την ανηφόρα.

Η επιβάρυνση για την ελληνική οικονομία από το πανάκριβο εισαγόμενο φυσικό αέριο είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να πλήττονται τα οικονομικά των νοικοκυριών και να υπονομεύεται η ήδη χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν το 2022 ή το 2023, γεγονός που συμβάλλει στην επιδείνωση της οικονομικής προοπτικής. Μόνο αν ηρεμήσουν οι διεθνείς αγορές και επιστρέψει σχετικά σύντομα η διεθνής τιμή του φυσικού αερίου σε φυσιολογικά επίπεδα, θα περιοριστεί ο κίνδυνος για την ελληνική οικονομία. Το σενάριο αυτό είναι πιθανό, δυστυχώς όμως δεν είναι το βασικό.

Το λάθος με τον λιγνίτη

Το λάθος στρατηγικής σημασίας που έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η προώθηση μιας πρόχειρης και βίαιης απολιγνιτοποίησης, με ανάδειξη του φυσικού αερίου σε μεταβατικό καύσιμο.

Μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας θα έπρεπε κανονικά να επιταχύνει το πέρασμα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) με τις κατάλληλες επενδύσεις σε δίκτυα και συστήματα αποθήκευσης και να στηριχθεί –στο μέτρο του δυνατού– στον λιγνίτη, ο οποίος είναι μέρος του ενεργειακού πλούτου της χώρας.

Η Γερμανία, η οποία θέλει να ηγηθεί της «πράσινης μετάβασης», στήριξε το 2019 το 19% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής στον λιγνίτη και ένα άλλο 9,6% στον σκληρό άνθρακα. Σύνολο 28,6% της ηλεκτροπαραγωγής της «πράσινης» Γερμανίας.

Το 2020 το συνολικό ποσοστό συμμετοχής του λιγνίτη και του σκληρού άνθρακα (hard coal) περιορίστηκε στη Γερμανία στο 23,7%.

Το 2021 –με βάση προσωρινά στοιχεία– αυξήθηκε στο 28,1%, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2022 θα ξεπεράσει το 30%.

Λόγω των αλλαγών στη διεθνή αγορά, η Γερμανία άρχισε να περιορίζει τη συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή από τον Οκτώβριο του 2021 –πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία–, δίνοντας μεγαλύτερο μερίδιο στην ηλεκτροπαραγωγή, στον λιγνίτη και στον σκληρό άνθρακα. Εκτιμάται ότι ήδη από τον Ιανουάριο του 2022 η συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή της Γερμανίας είχε μειωθεί κατά 40%.

Στόχος της «πράσινης» Γερμανίας είναι η απεξάρτηση από τον λιγνίτη το νωρίτερο το 2030 και το αργότερο το 2038. Προσαρμόζει όμως την πολιτική της στη διεθνή συγκυρία και ετοιμάζει νέα προσωρινή αύξηση της συμμετοχής του λιγνίτη και του σκληρού άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, προκειμένου να υποκατασταθεί πλήρως η πυρηνική ενέργεια στην οποία αναλογούσε το 2021 το 11,9% της ηλεκτροπαραγωγής.

Το παράδειγμα της Γερμανίας δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα ταμπού που να οδηγεί στο πρόωρο κλείσιμο των λιγνιτοπαραγωγικών μονάδων και πως, όταν οι τιμές του φυσικού αερίου είναι στα ύψη, η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και σκληρό άνθρακα είναι συμφέρουσα.

Άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση είχε κάθε δυνατότητα να διαπραγματευτεί εξαιρέσεις –σε ό,τι αφορά την οικονομική επιβάρυνση λόγω αερίων ρύπων– εφόσον στην Ε.Ε. περίπου όλα επιτρέπονται, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιδεινούμενη ενεργειακή κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε επίπεδο χρηματοδότησης και φορολογίας, η πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο αναγνωρίζονται σαν «πράσινες» μορφές ενέργειας, κάτι το οποίο μέχρι πριν από λίγους μήνες θεωρείτο αδιανόητο.

Δυνητικά κοιτάσματα

Η κυβέρνηση στηρίζεται περισσότερο απ’ ό,τι θέλει να παραδεχθεί στις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, αλλά το κάνει με έναν πρόχειρο τρόπο. Έχει αποφύγει τον εκσυγχρονισμό τους και η συντήρηση δεν είναι επαρκής γιατί είχε ανακοινωθεί το κλείσιμό τους στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Έτσι λειτουργούν με μικρότερη συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή απ’ ό,τι επιβάλλουν οι συνθήκες και εκπέμποντας περισσότερους ρύπους.

Αφού υποβαθμίσαμε τον λιγνίτη και καθυστερούμε τη μετάβαση στις ΑΠΕ, διαπιστώνουμε τώρα τις μεγάλες ελλείψεις σε φυσικό αέριο. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, στη Βουλή: «Θα επανέλθει η προσοχή μας στα δυνητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου σε Κρήτη και Ιόνιο. Πρέπει να γνωρίζουμε αν είναι οικονομικά αξιοποιήσιμα. Αυτά σε συνδυασμό με τις ΑΠΕ και τις διασυνδέσεις αποτελούν τον κορμό του εθνικού μας ενεργειακού μίγματος».

Την ώρα της μεγάλης κρίσης, ο λιγνίτης δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του πρωθυπουργού και θα στηριχθούμε σε… δυνητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου.

Υπάρχει μελέτη της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) που έγινε για την περιοχή νοτίως της Κρήτης, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα γεωφυσικά δεδομένα είναι παρόμοια με τα αξιοποιήσιμα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, όπως το κοίτασμα «Λεβιάθαν» στο Ισραήλ και «Ζορ» στην Αίγυπτο.

Σε αυτά τα ζητήματα όμως, η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης αποδεικνύεται συχνά τεράστια.

Τα δύο «οικόπεδα» νοτιοδυτικά της Κρήτης έχουν παραχωρηθεί από το 2017 σε κοινοπραξία των Total - Exxon Mobil - ΕΛΠΕ, ενώ το οικόπεδο βορειοδυτικά του Ιονίου παραχωρήθηκε στα ΕΛΠΕ.

Από τότε δεν έχει γίνει τίποτα ουσιαστικό, πιθανότατα εξαιτίας των χαμηλών διεθνών τιμών του φυσικού αερίου –ιδιαίτερα το 2020– ενώ το κόστος κάθε ερευνητικής γεώτρησης στις περιοχές αυτές υπολογίζεται σε 80-120 εκατ. δολάρια. Μια πλήρης διερεύνηση προϋποθέτει 5 έως 6 ερευνητικές γεωτρήσεις και 2 με 3 χρόνια. Για να φτάσουμε στην εκμετάλλευση των δυνητικών προγραμμάτων που ανέφερε ο πρωθυπουργός, χρειαζόμαστε 8 με 10 χρόνια. Επομένως, και να μετατραπούν τα δυνητικά κοιτάσματα σε πραγματικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, δεν πρόκειται να λυθεί το ενεργειακό μας πρόβλημα σε σχέση με το φυσικό αέριο στο άμεσο μέλλον.

Οι εταιρείες που έχουν τα δικαιώματα ερευνών διστάζουν να προχωρήσουν σε αυτές λόγω του υψηλού κόστους και της σχετικής αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να δέχονται πίεση από την κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται έτοιμη να αναζητήσει άλλους αναδόχους.

Δυνητικός αγωγός

Το πέρασμα από τον δυνητικό αγωγό αερίου East Med στα δυνητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου σε θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης και του Ιονίου αναδεικνύει την έλλειψη ολοκληρωμένης μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής.

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι ελληνικές κυβερνήσεις πρόβαλαν τον αγωγό φυσικού αερίου East Med σαν τη λύση στο ενεργειακό μας πρόβλημα.

Θα συνέδεε τα κοιτάσματα του Ισραήλ και της Κύπρου με έναν υποθαλάσσιο αγωγό που θα πήγαινε προς την Κρήτη και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο για να καταλήξει στη Θεσπρωτία, όπου θα συναντούσε τον υποθαλάσσιο αγωγό Ελλάδας - Ιταλίας.

Το κόστος θα ήταν της τάξης των 6 δισ. δολαρίων, το μήκος του αγωγού θα πλησίαζε τα 1.900 χλμ. και το υποθαλάσσιο τμήμα τα 1.335 χλμ. Αρχικά θα μετέφερε 10 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, με προοπτική να διπλασιαζόταν το δυναμικό του.

Υποτίθεται ότι ο East Med θα μας έκανε πρωταγωνιστές στη διπλωματία των αγωγών και θα δημιουργούσε μια ισχυρή συμμαχία στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Από την αρχή υπήρχαν σοβαρά οικονομικά και τεχνικά προβλήματα, ενώ το βέτο της Τουρκίας στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου οδήγησε και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να αποσύρει την υποστήριξή της από το φιλόδοξο σχέδιο.

Αφού χάσαμε τον… δυνητικό αγωγό, η κυβέρνηση αρχίζει να προβάλλει εναλλακτικές λύσεις που στηρίζονται στη μεταφορά του φυσικού αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο στην Αίγυπτο και στη συνέχεια με υποθαλάσσιο αγωγό μήκους 380 χλμ. στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο.

Και αυτό το σχέδιο αντιμετωπίζει σοβαρά τεχνικά προβλήματα, όπως είναι η ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών στην Αίγυπτο, ενώ έχει μπει δυναμικά στο παιχνίδι και η Τουρκία που έχει βελτιώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και έχει αναβαθμιστεί στρατηγικά λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Η πρόταση της Τουρκίας είναι για μεταφορά των κοιτασμάτων του Ισραήλ μέσω υποθαλάσσιου αγωγού μήκους 500 χλμ. στην Τουρκία, στον κόλπο της Αλεξανδρέττας. Στη συνέχεια, το φυσικό αέριο θα προωθείται μέσω των αγωγών TANAP και TAP σε Ελλάδα και Ε.Ε.

Από τεχνική και οικονομική άποψη, το τουρκικό σχέδιο υπερτερεί του East Med και των υποκατάστατών του. Το κόστος υπολογίστηκε αρχικά σε 2 δισ. δολάρια, ενώ υπάρχει το δίκτυο αγωγών στην Τουρκία για να προωθηθεί το ισραηλινό φυσικό αέριο στην ευρωπαϊκή αγορά.

Το ερώτημα είναι αν η Ε.Ε. θέλει να υποκαταστήσει την ενεργειακή εξάρτησή της από την επιθετική Ρωσία με την ενεργειακή εξάρτησή της από την απρόβλεπτη Τουρκία.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο East Med, στον οποίο επί χρόνια στηρίζαμε την ενεργειακή μας στρατηγική, ανήκει οριστικά στο παρελθόν και τα νέα σχέδια για ενεργειακή συνεργασία με την Αίγυπτο δεν έχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες πραγματοποίησης, ενώ πηγαίνουν και αυτά –αναγκαστικά– σε βάθος χρόνου.

Σε αναζήτηση φυσικού αερίου

Αφού δημιουργήθηκε –με κυβερνητικές αποφάσεις– μεγάλη εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, τώρα αντιμετωπίζουμε σοβαρό πρόβλημα κάλυψης των αναγκών μας, εφόσον τα δυνητικά κοιτάσματα και το σχέδιο για αιγυπτιακό υποκατάστατο του East Med δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες μας τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ρωσία προμήθευσε το 2021 τις χώρες της Ε.Ε. με 160 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.

Με πρωτοβουλία της Γερμανίας, η Ε.Ε. δεν επεκτείνει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις στην προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία, για να μην ενισχυθούν τα φαινόμενα ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Η ΔΕΠΑ έχει σύμβαση με την Gazprom για την προμήθεια φυσικού αερίου μέχρι το 2026, ενώ σύμβαση για μικρότερες ποσότητες μέχρι το 2030 έχει και ο Όμιλος Mytilineos.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν παίρνει πρωτοβουλία για υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου, αν όμως ο Πούτιν επιμείνει στην πληρωμή σε ρούβλια –κάτι το οποίο δεν προβλέπεται στις ευρωπαϊκές συμβάσεις–, μπορεί να υπάρξει μέχρι και διακοπή της ροής φυσικού αερίου προς την Ε.Ε. Η γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων ενεργοποίησε ήδη στη Γερμανία την πρώτη φάση του συναγερμού για ενδεχόμενη διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου. Το γεωπολιτικό παιχνίδι γύρω από το ρωσικό φυσικό αέριο θα παιχτεί με σκληρούς όρους και από τις δύο πλευρές.

Η πρόταση των ΗΠΑ για προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου, προκειμένου να περιοριστεί η εξάρτηση από τη Ρωσία, είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Σε πρώτη φάση, οι Αμερικανοί υπόσχονται χωρίς να δεσμεύονται για 15 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου σε ετήσια βάση, τα οποία μπορεί να αυξηθούν μέχρι το 2030 στα 50 δισ. κυβικά μέτρα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έκανε μία παρέμβαση περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Οι ποσότητες είναι ούτως ή άλλως ανεπαρκείς και δεν διευκρινίζεται αν θα καλυφθούν από εγγυημένη παραγωγή των ΗΠΑ και σε ποιες τιμές, ή με προσπάθεια εξασφάλισης φορτίων στην ελεύθερη αγορά σε βάρος άλλων χωρών όπως είναι η Κίνα και η Ιαπωνία.

Σε αυτά τα παιχνίδια υψηλού ρίσκου, η Ελλάδα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να καλύψει μέρος των αναγκών της από τις όποιες ποσότητες φυσικού αερίου προμηθεύσουν οι ΗΠΑ.

Έχει επίσης σοβαρό πρόβλημα υποδομών. Η μετατροπή σε αποθηκευτικό χώρο του εξαντλημένου κοιτάσματος στην περιοχή της Καβάλας προωθείται από το… 2011, αλλά βρίσκεται ακόμη στη φάση του διαγωνισμού παραχώρησης από το ΤΑΙΠΕΔ.

Ο αποθηκευτικός χώρος για υγροποιημένο φυσικό αέριο στη Ρεβυθούσα έχει εξαντλήσει κι αυτός τις δυνατότητές του. Συζητείται η αξιοποίηση ενός ειδικά διαμορφωμένου τάνκερ, ώστε η χωρητικότητα των εγκαταστάσεων να αυξηθεί από 225.000 κυβικά μέτρα αερίου σε 325.000 κυβικά μέτρα. Οι ειδικοί προειδοποιούν όμως ότι η διαχείριση των φορτίων στη Ρεβυθούσα θα είναι οριακή.

Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην αξιοποίηση αποθηκευτικών χώρων στην Ιταλία και στη Βουλγαρία, για να ξεπεραστεί η έλλειψη της αναγκαίας υποδομής στην Ελλάδα.

Την κατάσταση περιπλέκει η απόφαση της Ε.Ε. να αυξηθούν τα αποθέματα φυσικού αερίου των «27», ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα έλλειψης αποθεμάτων τον επόμενο χειμώνα. Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθεί στο άμεσο μέλλον η ευρωπαϊκή ζήτηση για φυσικό αέριο και η Ελλάδα θα έχει πρόβλημα κόστους, εξαιτίας των αυξημένων τιμών αλλά και αποθήκευσης.

Επομένως, η κάλυψη των αναγκών μας με φυσικό αέριο μετατρέπεται σε μία εξαιρετικά δαπανηρή υπόθεση με αρκετά μεγάλο διεθνοπολιτικό ρίσκο.

Διαφορετική η ελληνική αγορά

Η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθεια να πείσει ότι το πρόβλημα της μεγάλης εξάρτησης από το φυσικό αέριο και της ανόδου στις τιμές χονδρικής της ενέργειας, που προκαλεί, είναι πανευρωπαϊκό και δεν μπορεί να λυθεί σε εθνικό επίπεδο.

Η αγορά της ενέργειας στις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. λειτουργεί διαφορετικά από την αγορά της ενέργειας στην Ελλάδα. Επομένως, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες να βελτιώσουμε τη θέση μας, προτού φτάσουμε σε μία κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ Βόρειων και Νότιων για το συγκεκριμένο θέμα, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε κάποιου είδους συμβιβασμό μέχρι τον Μάιο.

Η πρώτη βασική διαφορά μεταξύ ευρωπαϊκής και ελληνικής αγοράς είναι ότι χώρες όπως η Γερμανία μείωσαν το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής που αναλογεί στο φυσικό αέριο, για να περιορίσουν την επίδραση του πανάκριβου φυσικού αερίου στον προσδιορισμό των τιμών χονδρικής της ενέργειας.

Εμείς δυστυχώς κινούμαστε σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση.

Η δεύτερη διαφορά είναι ότι στις ευρωπαϊκές αγορές κυριαρχούν τα διμερή μακροπρόθεσμα συμβόλαια που μπορεί να καλύπτουν μέχρι και το 80% της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά είναι λιγότερο εκτεθειμένη στις χρηματιστηριακές αυξομειώσεις των τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ στην Ελλάδα η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία έχει εισβάλει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις μέσα από τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. Δεν υπάρχει άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. όπου να έχει τέτοια κυριαρχία το Χρηματιστήριο Ενέργειας στη διαμόρφωση των τιμών.

Η τρίτη διαφορά έχει σχέση με το περιορισμένο βάθος της ελληνικής αγοράς. Οι μονάδες που μπορούν να παρέμβουν για να υποκαταστήσουν τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ανοδική τάση των τιμών χονδρικής της ενέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχθηκε ότι πρέπει να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για την Ισπανία και την Πορτογαλία ώστε να προφυλαχθούν, στο μέτρο του δυνατού, από τις συνέπειες της σύνδεσης των τιμών του φυσικού αερίου με τις τιμές χονδρικής της ενέργειας. Δεν υπάρχει όμως ακόμη δέσμευση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν στήριξε το αίτημα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση στην ελληνική αγορά ενέργειας, αλλά επένδυσε στη γενικότερη αλλαγή των ευρωπαϊκών κανόνων.

Είναι γνωστό όμως ότι στα ζητήματα εθνικής σημασίας δύσκολα επιβάλλεται κοινός ευρωπαϊκός σχεδιασμός. Για παράδειγμα, η απόφαση για κοινή προμήθεια φυσικού αερίου μπορεί να έχει ή να μην έχει πρακτική σημασία. Μόνο για να επιτύχει τον στόχο της αύξησης των αποθεμάτων φυσικού αερίου, η Ε.Ε. θα χρειαστεί να προμηθευτεί την περίοδο Απριλίου-Νοεμβρίου 2022 επιπλέον 70 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, θα δεχθούν χώρες όπως η Γερμανία να ρίξουν το ειδικό τους βάρος στην κοινή προμήθεια φυσικού αερίου ή θα αυτονομηθούν για να λύσουν το πρόβλημά τους; Η πρώτη συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Κατάρ για προμήθεια φυσικού αερίου την περίοδο μετά το 2025 δείχνει ότι το πιθανότερο σενάριο είναι η αυτονόμηση.

«Καπέλα» κάθε είδους

Δεν φτάνει που η αγορά ενέργειας έχει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα που οδηγούν σε απαγορευτικά υψηλές τιμές, αλλά έχουν επικρατήσει και διάφορες καταχρηστικές πρακτικές σε βάρος των καταναλωτών.

Εφιάλτης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έχει γίνει η λεγόμενη Ρήτρα Αναπροσαρμογής, μέσω της οποίας μεταφέρεται στους καταναλωτές το συνολικό κόστος προμήθειας που προστίθεται στην ήδη εξαιρετικά υψηλή Οριακή Τιμή Συστήματος. Σύμφωνα με υπολογισμούς (Χρύσα Λιάγγου, «Καθημερινή», Τρίτη 29/3/2022), τον Δεκέμβριο του 2021, στην εξαιρετικά υψηλή Οριακή Τιμή Συστήματος 239 ευρώ ανά μεγαβατώρα, οι πάροχοι προσέθεσαν άλλα 77 ευρώ σαν Ρήτρα Αναπροσαρμογής.

Σε αυτό το εντυπωσιακό «καπέλο» περιλαμβάνονται οι απώλειες του συστήματος μεταφοράς και διανομής, ειδικά οι ρευματοκλοπές και το κόστος άλλων δυσλειτουργιών. Χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής (30/3/2022) στο οποίο εκτιμά την επιβάρυνση από το κλεμμένο και το χαμένο ρεύμα του 2021 στα 600 εκατ. ευρώ.

Ουσιαστικά έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα που περνάει με το παραπάνω το κόστος των δυσλειτουργιών του στους καταναλωτές και γι’ αυτό δεν έχει κανένα κίνητρο να βελτιώσει την απόδοσή του.

Σε άλλο πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής» (Χρύσα Λιάγγου, 22/3/2022), παρουσιάστηκε η καταχρηστική πρακτική των παρόχων να αλλάζουν μονομερώς τα τιμολόγια των πελατών τους από σταθερά σε κυμαινόμενα με Ρήτρα Αναπροσαρμογής.

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) ανέλαβε να διερευνήσει το θέμα. Σε ανακοίνωσή της επισημαίνει μεταξύ των άλλων ότι «η σήμανση της επικείμενης αλλαγής στο “περιθώριο” του λογαριασμού, δηλαδή σε σημείο του λογαριασμού όπου ο μέσος καταναλωτής ευλόγως δεν ανατρέχει κατά τη συνήθη επισκόπηση των χρεώσεών του, καθώς και η χρήση μη ευανάγνωστων γραφικών χαρακτήρων («ψιλά γράμματα») συνιστούν πρακτικές που εν τέλει αντιστρατεύονται την εκπλήρωση της υποχρέωσης προηγούμενης ειδοποίησης».

Αλλαγή προς το χειρότερο για τους καταναλωτές πραγματοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα τον Αύγουστο του 2021, όταν η ΔΕΗ συνέδεσε το σύνολο των τιμολογίων της με την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς και εφάρμοσε για πρώτη φορά Ρήτρα Αναπροσαρμογής στα τιμολόγιά της.

Η μάχη για τα «ουρανοκατέβατα κέρδη»

Με τη μεγάλη εξάρτηση από το φυσικό αέριο, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς ενέργειας και τις καταχρηστικές πρακτικές των παρόχων δημιουργούνται οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία δημοσκόπηση της MRB δείχνει τη ΝΔ για πρώτη φορά μετά τις εκλογές αρκετά κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 30%, με έντονη πτωτική τάση.

Η ίδια δημοσκόπηση εμφανίζει το 77% των ερωτηθέντων να δυσκολεύονται να τα καταφέρουν με τους λογαριασμούς και τρεις στους τέσσερεις να θεωρούν ότι τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας είναι ανεπαρκή.

Στη Βουλή, Μητσοτάκης και Τσίπρας συγκρούστηκαν γύρω από τα λεγόμενα «ουρανοκατέβατα κέρδη» (windfall profits) των εταιρειών ενέργειας.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των εταιρειών ενέργειας μπορεί να φτάσουν και τα 200 δισ. ευρώ στην Ε.Ε. το 2022.

Σε αυτό το πνεύμα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, υποστήριξε στη Βουλή ότι τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των ελληνικών εταιρειών ενέργειας μπορεί να έφτασαν τα 1,4 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου.

Ζήτησε να φορολογηθούν, κατά το πρότυπο της Ισπανίας και άλλων χωρών, για να επιδοτηθεί με τα έσοδα η κατανάλωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεχθεί την αναγκαιότητα της φορολόγησης των «ουρανοκατέβατων κερδών» και ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, τόνισε στη Βουλή ότι μπορεί να επιβάλλει φορολογικό συντελεστή της τάξης του 90%.

Δεν δέχεται όμως τις εκτιμήσεις Τσίπρα και θα αναθέσει στη ΡΑΕ και ορκωτούς λογιστές την ακριβή εκτίμηση των υπερκερδών που θα φορολογηθούν. Η δήλωση Μητσοτάκη, σύμφωνα με την οποία θα εξαιρεθούν από την έκτακτη φορολογία οι εκπτώσεις στα τιμολόγια –οι οποίες δεν απέτρεψαν την εκτόξευση των χρεώσεων–, προϊδεάζει για χαμηλή εκτίμηση των «ουρανοκατέβατων κερδών».

Δύσκολη η συνέχεια

Η ελληνική οικονομία έχει μία αρνητική παράδοση εξαιρετικά υψηλού ενεργειακού κόστους και αρνητικής αντίδρασης στις περιοδικές ενεργειακές κρίσεις.

Το φυσικό αέριο έχει μετατραπεί σε οικονομική, ενεργειακή παγίδα για τη χώρα μας, από την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να βγούμε έγκαιρα.

Θεωρητικά, πρέπει να το επιχειρήσουμε μειώνοντας την εξάρτηση από το φυσικό αέριο υπέρ του λιγνίτη και επιταχύνοντας τη μετάβαση στις ΑΠΕ.

Ο πρωθυπουργός, όμως, έχει διαγράψει από το λεξιλόγιό του τον λιγνίτη, ενώ η μετάβαση στις ΑΠΕ είναι μια σύνθετη και χρονοβόρα υπόθεση, εφόσον προϋποθέτει χωροταξικές μελέτες, γρήγορες αδειοδοτήσεις, συναίνεση των τοπικών κοινωνιών, δημιουργία νέων δικτύων και σοβαρές επενδύσεις σε μπαταρίες και αποθήκευση ενέργειας.

Το πρόβλημα είναι ότι αντιμετωπίζουμε οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες και δεν φαίνεται να έχουμε το χρονικό περιθώριο για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής στρατηγικής.

Δυστυχώς, επιβεβαιώνεται ο ελληνικός κανόνας της πολιτικής φλυαρίας και της προχειρότητας σε ένα ζήτημα στρατηγικής σημασίας. Ύστερα από μία περίοδο αναζήτησης δυνητικών αγωγών και δυνητικών κοιτασμάτων, οι αρμόδιοι μάς οδήγησαν σε μια χωρίς προηγούμενο ενεργειακή εξάρτηση και κρίση. Μόνο η επικράτηση ενός θετικού σεναρίου, σε ό,τι αφορά τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, μπορεί να περιορίσει στο άμεσο μέλλον τις διαστάσεις της κρίσης που αντιμετωπίζουμε.