Ο σκύλος του Παβλόφ - Free Sunday
Ο σκύλος του Παβλόφ

Ο σκύλος του Παβλόφ

Ο σκύλος του Πάβλοφ

 

Ο Ιβάν Πέτροβιτς Πάβλοφ ήταν Ρώσος βραβευμένος με Νόμπελ Φυσιολογίας Ιατρικής για την απόδειξη της κλασικής εξαρτημένης μάθησης. Της μάθησης, δηλαδή, που συναρτάται από ένα ερέθισμα το οποίο κανονικά δεν θα έπρεπε να προκαλεί τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Διάσημο είναι το πείραμά του με τους σκύλους. Οι σκύλοι εκκρίνουν σάλιο κατά τη διάρκεια ή και μετά το φαγητό. Ένα κουδούνισμα ή τα βήματα του ιδιοκτήτη τους κανονικά δεν προκαλούν έκκριση σάλιου. Αφού όμως, επί ικανό διάστημα, ο επιστήμονας φρόντισε να ακούγεται ένα κουδούνισμα ή τα βήματά του πριν από την παράδοση του φαγητού, η συνέπεια ήταν οι σκύλοι να εκκρίνουν σάλιο και μόνο με τα βήματα ή με το κουδούνισμα, ασχέτως του ότι δεν εμφανιζόταν μπροστά τους φαγητό. Συνειρμικά, είχαν συνδέσει τα βήματα ή το κουδούνισμα με το φαγητό και ανακλαστικά ξεκινούσε η σιελόρροια, χωρίς να έρχεται φαγητό. Το φαινόμενο ονομάστηκε κλασική εξηρτημένη μάθηση και οδηγεί σε αλλαγές συμπεριφοράς.

Από το 1981, όταν κυριάρχησε στην πολιτική ζωή ο Ανδρέας Παπανδρέου, βασικό πολιτικό σύνθημα υπήρξε η προστασία των μη προνομιούχων. Δεν είχε καμία σημασία το ποιος ορίζονταν ως μη προνομιούχος, ούτε αν πράγματι ήταν. Σημασία έχει ότι το κράτος φρόντισε όλο τον λαό με αυξήσεις μισθών, διορισμούς και επιδόματα. Ο λαός καλόμαθε και κατέταξε τον «Αντρέα» στους μεγάλους ηγέτες, γιατί «έφαγε ο κοσμάκης ψωμάκι», ή ευπρεπέστερα «ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο». Τούτο, βέβαια, συνειδητοποιήσαμε όλοι αργότερα πως επιτεύχθηκε με δανεικά και όχι με δουλειά ή καλύτερη οργάνωση των κρατικών μας δομών.

Τα ίδια περίπου συνεχίστηκαν και επί Σημίτη, τα ίδια και επί Κώστα Καραμανλή. Το κράτος φρόντιζε για όλα, μοιράζοντας χρήμα που δεν υπήρχε, αλλά αυτό δεν μας απασχολούσε τότε. Κατά έναν τρόπο, το βιοτικό μας επίπεδο (φαινόταν ότι) ανέβαινε, την ώρα που βιομηχανίες και βιοτεχνίες έκλειναν, παραδοσιακοί κλάδοι της οικονομίας μας εξαφανίζονταν και αλλαγή στο παραγωγικό μας μοντέλο δεν εμφανιζόταν.

Η λογική του κράτους πατερούλη, που φροντίζει για όλα, εκτοξεύτηκε στα μνημονιακά χρόνια. Η φροντίδα του κράτους προς κάθε αναξιοπαθούντα αποτέλεσε το κύριο σύνθημα όλων των πολιτικών μας δυνάμεων. Εκφράστηκε δε με την παροχή πάσης φύσεως επιδομάτων, βοηθημάτων και συναφών ενισχύσεων, χωρίς κανείς να ασχολείται αν πράγματι έπρεπε να δίνονται αυτά ή, κυρίως, αν όσοι τα έπαιρναν και τα παίρνουν ακόμη δικαιούνται ή αξίζουν να τα παίρνουν.

Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε και στην πολιτική μας ζωή το «κλασικό εξαρτημένο ανακλαστικό». Αυξήθηκε η ανεργία; Να δώσουμε επιδόματα. Ακρίβυνε το ρεύμα; Να το επιδοτήσουμε. Ακρίβυνε το πετρέλαιο; Να το επιδοτήσουμε. Έχουμε πληθωρισμό; Να μειώσουμε τον ΦΠΑ. Το κλασικό ερώτημα, πού θα βρεθούν τα λεφτά, δεν απασχολεί κανέναν. Το μη κλασικό ερώτημα, αν αυτός είναι ο σωστός τρόπος αντίδρασης, επίσης δεν απασχολεί σχεδόν κανέναν.

Οι επιδοτήσεις, τα επιδόματα, τα βοηθήματα, οι εκπτώσεις χρηματοδοτούνται από τους φόρους που εισπράττει το κράτος μας. Είναι κοινό μυστικό ότι φόρους δεν πληρώνουν όλοι όσοι θα έπρεπε. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι βοηθήματα παίρνουν, τακτικά, και πολλοί που δεν θα έπρεπε.

Η τρέχουσα, «εξαρτημένη» πολιτική αντίδραση είναι ότι πρέπει το κράτος να δίνει σε κάθε περίπτωση. Έχουμε χρεοκοπία, μοιράζουμε επιδόματα. Έχουμε πανδημία, μοιράζουμε βοηθήματα. Έχουμε πόλεμο, μοιράζουμε εκπτώσεις. Να πάρουμε, δηλαδή, λεφτά από αυτούς που πληρώνουν φόρους και να τα δώσουμε σε αυτούς που δεν πληρώνουν, αλλά και σε αυτούς που ενδεχομένως δεν τα χρειάζονται, παρά το ότι δεν πληρώνουν φόρους.

Υπάρχει πράγματι ένα τμήμα της κοινωνίας που χρειάζεται κρατική στήριξη. Πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Η κρατική στήριξη όμως δεν μπορεί να είναι η γενικευμένη και οριζόντια απάντηση σε ό,τι μας συμβαίνει. Η λογική απάντηση σε ό,τι μας συμβαίνει είναι πρώτα από όλα η προσαρμογή της συμπεριφοράς του καθενός μας. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να μη θυσιάζουμε με κανέναν τρόπο τη βολή και την καλοπέρασή μας. Δεν είναι αυτονόητο ότι δεν θα κάνουμε οικονομία σε συνθήκες πληθωρισμού και θα απαιτήσουμε επίδομα για να μη θυσιάσουμε, λόγω κόστους, μία ημέρα διακοπών.

Υπάρχει πολλή γκρίνια από πολλούς για το γεγονός ότι αυξήθηκε και θα αυξηθεί και άλλο το κόστος ζωής. Υπάρχει ταυτόχρονα η απαίτηση οριζόντιων κρατικών στηρίξεων. Αυτές όμως τις χρειάζεται πραγματικά για να επιβιώσει μόνο μικρό τμήμα της κοινωνίας και μάλιστα το τμήμα εκείνο που δεν ακούγεται. Που είναι αφοσιωμένο στην επιβίωσή του και δεν έχει χρόνο για πολιτικές φανφάρες και κατάρες. Οι υπόλοιποι φωνάζουν για το παντεσπάνι και μάλιστα ολίγον αυτοκαταστροφικά. Αν επιδοτηθούμε για να μη μειώσουμε την εισαγόμενη κατανάλωσή μας ή θα τινάξουμε στον αέρα τα ισοζύγιά μας (έπρεπε να ξέρουμε ήδη ότι αυτό φέρνει χρεοκοπία) ή θα συντηρήσουμε ψηλότερα τον πληθωρισμό, διατηρώντας ψηλά τη ζήτηση.

Στο μεταξύ, γνωρίζουμε όλοι ότι τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια και δεν μπορεί να γέμισαν μέσα σε τρία χρόνια από τότε «που βγήκαμε από τα μνημόνια», όπως γνωρίζουμε ότι οι επιδοματικές πολιτικές με δανεικά και χρεοκοπία συνιστούν αναδιανομή εισοδήματος, η οποία πολύ συχνά είναι εξαιρετικά άδικη.

Η απάντηση στον πληθωρισμό είναι κατ’ αρχήν οικονομία, περισσότερη δουλειά, λιγότερη σπατάλη, αναδιοργάνωση παραγωγικής διαδικασίας και διάθεση για αλλαγή και πρόοδο. Τα ίδια βέβαια ίσχυαν και παλιότερα, ιδίως επί χρεοκοπίας.

Προφανώς είναι πιο «ξεκούραστη» η διεκδίκηση των επιδομάτων. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε. Κι ας μη φέρνουν στο τέλος φαγητό. Σαν τον σκύλο του Πάβλοφ.