Ντόμινο αυταρχισμού εξαιτίας των «κοριών» - Free Sunday
Ντόμινο αυταρχισμού εξαιτίας των «κοριών»
Η επιχείρηση συγκάλυψης λερώνει το πολιτικό μας σύστημα

Ντόμινο αυταρχισμού εξαιτίας των «κοριών»

Οι παρακολουθήσεις σε βάρος Κουκάκη, Μαλιχούδη και Ανδρουλάκη προκαλούν μία αλυσιδωτή αντίδραση, που ρίχνει το επίπεδο του πολιτικού συστήματος και περιορίζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των παράλληλων κρίσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Τείχος σιωπής

Στην προσπάθειά της να περιορίσει το πολιτικό κόστος από τις παρακολουθήσεις, ιδιαίτερα του Ανδρουλάκη που είναι πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η κυβέρνηση εγείρει ένα τείχος σιωπής σε βάρος της διαφάνειας, του δημοκρατικού ελέγχου και της ομαλής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.

Η πρώτη εντολή Μητσοτάκη προς τους άμεσα εμπλεκόμενους στις παρακολουθήσεις ήταν να μην δώσουν κανένα στοιχείο στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, στις οποίες κλήθηκαν να καταθέσουν, επικαλούμενοι το απόρρητο.

Ο ίδιος άλλαξε το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η ΕΥΠ με δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες. Μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, ο κ. Μητσοτάκης έθεσε την ΕΥΠ υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού και του γραφείου του. Ανέθεσε ειδικό ρόλο στον γενικό γραμματέα του πρωθυπουργικού γραφείου και ανιψιό του, κ. Δημητριάδη. Με άλλον νόμο ο πρωθυπουργός απάλλαξε την ΕΥΠ από την υποχρέωση ενημέρωσης όσων παρακολουθούνται, σε περίπτωση που το ζητήσουν.

Το σκάνδαλο των «κοριών» ξέσπασε όταν αποκαλύφθηκε η προσπάθεια παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη μέσω κακόβουλου λογισμικού τύπου Predator και η ταυτόχρονη παρακολούθησή του με εξουσιοδοτημένες συνακροάσεις από την ΕΥΠ.

Όπως κατήγγειλε ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης, η περίοδος της παρακολούθησής του, δήθεν για λόγους εθνικής ασφάλειας, ήταν πολιτικά πονηρή εφόσον διεκδικούσε με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Ήταν γνωστό ότι σε περίπτωση επικράτησής του θα διεκδικούσε αυτόνομη πορεία με στόχο την ενίσχυση των ποσοστών του και την αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να δεχθεί κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα. Αυτό σήμαινε ότι όποιος επιθυμούσε μετεκλογική συνεργασία με ένα ενισχυμένο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα έπρεπε να δεχθεί προγραμματικές συγκλίσεις και υπέρβαση της «μονομαχίας» Μητσοτάκη-Τσίπρα.

Η γραμμή Ανδρουλάκη αμφισβητούσε τη στρατηγική Μητσοτάκη που στηριζόταν σε ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και μελλοντικό κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Φαίνεται λοιπόν ότι στα πλαίσια της προσπάθειας εξουδετέρωσης της πρόκλησης Ανδρουλάκη χρησιμοποιήθηκαν και «κοριοί».

Παρά το γεγονός ότι μέχρι και ο Κώστας Καραμανλής ζήτησε δημόσια να ειπωθεί ποιοι και γιατί παρακολουθούσαν τον Ανδρουλάκη και να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στη διαφάνεια έναντι του νομοθετημένου από τον Μητσοτάκη απορρήτου, ο τελευταίος επέβαλε απόλυτη σιωπή σε όσους πήραν μέρος για λογαριασμό του στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.

Εντύπωση προκάλεσε η δημόσια παρέμβαση της κ. Μπακογιάννη, η οποία απείλησε –βάσει του νόμου– με πολυετή φυλάκιση όσους από τους εμπλεκόμενους δώσουν πληροφορίες στη Βουλή.

Από την πλευρά του, ο κ. Μητσοτάκης αρνήθηκε –αν και ο βασικός πρωταγωνιστής του σκανδάλου– να καταθέσει στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής και η πλειοψηφία των βουλευτών της επιτροπής, που προέρχονται από τη ΝΔ, τον κάλυψαν απόλυτα ρίχνοντας ακόμη πιο χαμηλά το επίπεδο της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.

Ελιγμοί στα ΜΜΕ

Για να κρατήσει το τείχος της σιωπής που έστησε η κυβερνητική ηγεσία, κρίθηκαν αναγκαίοι διάφοροι ελιγμοί στον χώρο των ΜΜΕ.

Ανατέθηκε από το Μαξίμου σε διάφορα ΜΜΕ και τις συνεργαζόμενες εταιρείες ερευνών της κοινής γνώμης να περάσουν την άποψη στον κόσμο ότι οι παρακολουθήσεις αντίπαλων πολιτικών ηγετών από την κυβέρνηση ή ερευνητών-δημοσιογράφων είναι κάτι που δεν ενδιαφέρει πολύ την κοινή γνώμη, η οποία έχει άλλες προτεραιότητες.

Οι πολίτες βομβαρδίστηκαν με έρευνες της κοινής γνώμης –προτού καλά-καλά επιστρέψουν από τις διακοπές τους, που δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στο δείγμα– που εμφάνιζαν περιορισμένο ενδιαφέρον για τις παρακολουθήσεις και τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ να υφίστανται οριακές απώλειες.

Επρόκειτο για μία εκπαίδευση των πολιτών σε αντιδημοκρατικές αντιλήψεις με πρωτοβουλία του Μαξίμου και εκτέλεση από τα ΜΜΕ, τα οποία υποτίθεται ότι ασκούν θεσμικό έλεγχο της εξουσίας.

Στην πραγματικότητα, οι διαθέσεις των πολιτών είναι διαφορετικές απ’ ό,τι τις παρουσιάζουν τα συνεργαζόμενα με το Μαξίμου ισχυρά ΜΜΕ. Στην αρχική φάση του σκανδάλου, δημοσκόπηση έδειξε ότι 75% των ερωτηθέντων θεωρούσαν ότι ο Μητσοτάκης είχε άμεση αντίληψη της παρακολούθησης Ανδρουλάκη και την πολιτική ευθύνη γι’ αυτήν.

Επίσης, 61% των ερωτηθέντων υποστήριζαν την άποψη ότι ο Μητσοτάκης έπρεπε να παραιτηθεί γιατί είχε χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας εξαιτίας του σκανδάλου των υποκλοπών με 29% να υποστηρίζουν ότι έπρεπε να παραμείνει στο Μαξίμου.

Το ζήτημα της αξιοπιστίας ενός πρωθυπουργού είναι εξαιρετικά σημαντικό και επηρεάζει άμεσα την κρίση των πολιτών στην αξιολόγηση της οικονομικής ή της κοινωνικής πολιτικής του. Επομένως, δεν υπάρχει η κατασκευασμένη αντίθεση μεταξύ σκανδάλου των υποκλοπών και καθημερινών προβλημάτων των πολιτών, που επινοούν διάφοροι. Αντίθετα, το ένα συμπληρώνει το άλλο. Ένας αναξιόπιστος πρωθυπουργός αποκλείεται να διαχειριστεί αποτελεσματικά και σε όφελος του δημόσιου συμφέροντος την πολυδιάστατη κρίση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.

Οι πελάτες του Πιτσιόρλα

Μέσω της εφημερίδας «Τα Νέα», η οποία ηγήθηκε της σχετικής καμπάνιας, το Μαξίμου προσπάθησε να συμψηφίσει πολιτικά την παρακολούθηση Ανδρουλάκη με ευθύνη Μητσοτάκη με την παρακολούθηση –από καραμπόλα– του Πιτσιόρλα επί Σαμαρά και Τσίπρα, όταν ο κ. Πιτσιόρλας ασκούσε το επάγγελμα του νομικού και εκπροσωπούσε συγκεκριμένους επενδυτές.

Δύο από τους πελάτες του γραφείου Πιτσιόρλα, ο ένας από τη Συρία και η άλλη από τον Λίβανο, τράβηξαν την προσοχή της ΕΥΠ για διακίνηση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ μαύρου χρήματος, σε σχέση και με διεθνείς περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στη Συρία.

Δόθηκε λοιπόν εντολή παρακολούθησής τους, η ο οποία επεκτάθηκε και στον νομικό εκπρόσωπό τους Στέργιο Πιτσιόρλα, όταν αυτός δεν είχε κυβερνητική θέση και ασκούσε το επάγγελμά του.

Οι υποψίες για τους σκοτεινούς επενδυτές αποδείχθηκαν βάσιμες εφόσον η κυρία από τον Λίβανο πήγε να στήσει μία κομπίνα με 15.000 στρέμματα στη θέση Ναυάγιο της Ζακύνθου, κρίθηκε και καταδικάστηκε από την Ελληνική Δικαιοσύνη.

Το πώς μπορεί να συμψηφιστεί πολιτικά η περίπτωση παρακολούθησης του Ανδρουλάκη με την περίπτωση της παρακολούθησης των πελατών του Πιτσιόρλα και του ίδιου του Πιτσιόρλα με την ιδιότητα του νομικού εκπροσώπου τους, μόνο το Μαξίμου το γνωρίζει.

Το γεγονός όμως ότι η εφημερίδα «Τα Νέα» έκανε σημαία της την υπόθεση Πιτσιόρλα για να μειώσει την προβολή της υπόθεσης Ανδρουλάκη και να επιχειρήσει έναν πολιτικά ασυνάρτητο συμψηφισμό, δείχνει και τον βαθμό ελέγχου που ασκεί το Μαξίμου στα ΜΜΕ.

Υποτίθεται ότι «Τα Νέα» έχουν μία κεντρώα, κεντροαριστερή παράδοση και θα έπρεπε να στηρίζουν δυναμικά τον Ανδρουλάκη στην παρακολούθησή του από την ΕΥΠ με ευθύνη Μητσοτάκη. Τελικά, η εφημερίδα επέλεξε να στηρίξει… Πιτσιόρλα και μέσω αυτού Μητσοτάκη, προφανώς εξαιτίας της στενής σχέσης της ιδιοκτησίας της με την οικογένεια Μητσοτάκη.

Επιτροπή «δεοντολογίας»

Αφού ο κ. Μητσοτάκης έδειξε πρώτα πώς αντιλαμβάνεται τη δεοντολογία στον χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ –σε σχέση με το σκάνδαλο των υποκλοπών– στη συνέχεια αποφάσισε να προχωρήσει σε νέα νομοθετική πρωτοβουλία –αυτή τη φορά για τη σύσταση επιτροπής δεοντολογίας– η οποία θα αξιολογεί αν οι εφημερίδες κινούνται σε σωστά πλαίσια ή οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι τους δεν τηρούν στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας.

Όσοι παρεκτρέπονται θα διαγράφονται από το σχετικό μητρώο των εφημερίδων και θα χάνουν το δικαίωμα να δημοσιεύουν κρατικές διαφημίσεις για να στηρίξουν τον ισολογισμό τους.

Με βάση την κυβερνητική πρόταση, πρόεδρος της υπό σύσταση επιτροπής δεοντολογίας θα είναι εκπρόσωπος του Ιδρύματος Μπότση, το οποίο ήταν συνδεδεμένο στο παρελθόν με την «Απογευματινή», η οποία πλέον δεν εκδίδεται.

Το Ίδρυμα, όπως και η «Απογευματινή», έχει σαφή φιλονεοδημοκρατικό προσανατολισμό σε επίπεδο στελεχών. Ο σημερινός πρόεδρός του ήταν εκδότης της «Απογευματινής» την περίοδο που στήριζε δυναμικά τη ΝΔ.

Η δημιουργία επιτροπής δεοντολογίας για τα ΜΜΕ από μία κυβέρνηση που αποδεδειγμένα δεν τηρεί τη δεοντολογία στον χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ αποσκοπεί στον πρόσθετο περιορισμό της ελευθερίας των ΜΜΕ. Με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει στη σχετική αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στην 108η θέση επί συνόλου 180 χωρών. Έχουμε πλέον τη χειρότερη αξιολόγηση σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των «27», με την Τουρκία να βρίσκεται στην 140η θέση.

Ευρωπαϊκή υποβάθμιση

Με τον τρόπο που χειρίζεται το Μαξίμου την υπόθεση των υποκλοπών, η εικόνα Μητσοτάκη και κυβέρνησης κινδυνεύουν με παραπέρα υποβάθμιση.

Αυτό φάνηκε την περασμένη Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου, στην επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που διερευνά σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις εφαρμογές κακόβουλων λογισμικών, σαν κι αυτό με το οποίο επιχειρήθηκε η παγίδευση του Νίκου Ανδρουλάκη.

Ο Ανδρουλάκης δεν μπόρεσε να καταθέσει στην επιτροπή PEGA στη συνεδρίαση που ασχολήθηκε με τις ελληνικές εφαρμογές του κακόβουλου λογισμικού. Κατήγγειλε την κυβέρνηση, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και τους Πράσινους ότι μπλόκαραν διαδικαστικά την παρέμβασή του στην επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Κατέθεσαν όμως οι δημοσιογράφοι Κουκάκης και Μαλιχούδης, οι οποίοι αποδεδειγμένα παγιδεύτηκαν από το κακόβουλο λογισμικό και η δημοσιογράφος Ελίζα Τριανταφύλλου, συνεργάτης του ιστότοπου Inside Story, με μεγάλη συμβολή στην τεκμηρίωση του σκανδάλου.

Αυτά που είπαν Κουκάκης, Μαλιχούδης και Τριανταφύλλου προκάλεσαν αναστάτωση στους ξένους ευρωβουλευτές, που δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένοι στη σύνθετη ελληνική πραγματικότητα.

Περιέγραψαν την ανάπτυξη της εταιρείας Intellexa στην Ελλάδα. Η εταιρεία δημιουργήθηκε από πρώην στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ και καθιερώθηκε διεθνώς σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και εμπορία κακόβουλου λογισμικού. Όταν ανέπτυξε δραστηριότητες στην Κύπρο προκλήθηκαν πολιτικές αντιδράσεις, γι’ αυτό και μετεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα οργάνωσε τις δραστηριότητές της, που αφορούν κυρίως την εμπορία spyware, με γραφεία και σημαντικό αριθμό συνεργατών.

Οι Κουκάκης και Μαλιχούδης που παγιδεύτηκαν, ο πρώτος για την έρευνά του για τη διαχείριση μεγάλης τράπεζας κατά το παρελθόν και τη διευκόλυνση του «μαύρου χρήματος» με κυβερνητική πρωτοβουλία και ο δεύτερος για ζητήματα που έχουν να κάνουν με το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση και στις αρμόδιες αρχές χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση από αυτές.

Το Μαξίμου θεώρησε ότι η υπόθεση αφορούσε ιδιώτες και γι’ αυτό δήλωσε, με επιστολή Γεραπετρίτη, ότι το θέμα περίπου δεν το αφορούσε.

Οι αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές και η Δικαιοσύνη δεν σκέφτηκαν να θέσουν την εταιρεία Intellexa προ των ευθυνών της, ελέγχοντας τους χώρους εργασίας και κατάσχοντας πολύτιμα αρχεία.

Η χρήση κακόβουλου λογισμικού spyware απαγορεύεται στην Ελλάδα και από τη στιγμή που οι δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα παρακολούθησης, έπρεπε να υπάρξει αποτελεσματική αντίδραση των αρμοδίων.

Αντί γι’ αυτό, εκδηλώθηκε κυβερνητική ενόχληση για τις τεκμηριωμένες καταγγελίες Κουκάκη και Μαλιχούδη και το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Τριανταφύλλου.

Για να δικαιολογήσει την αδράνειά της, η κυβέρνηση υπογράμμισε ότι οι κρατικές υπηρεσίες δεν προμηθεύτηκαν το κακόβουλο λογισμικό. Υπάρχει όμως η δυνατότητα εξασφάλισης τέτοιου είδους υπηρεσιών χωρίς την αγορά του Predator, το οποίο κοστολογείται γύρω στα 15 εκ. ευρώ, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα συντονισμού με υποστηρικτές του πυρήνα της εξουσίας, με μεγάλα οικονομικά μέσα.

Τα μέλη της επιτροπής PEGA εντυπωσίασε και η αποκάλυψη ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη, στην περίπτωση Ανδρουλάκη όπου συνδυάζεται η προσπάθεια ενεργοποίησης κακόβουλου λογισμικού με εξουσιοδοτημένες συνακροάσεις της ΕΥΠ, δεν κινήθηκε για να αποδώσει ευθύνες στους «κοριούς», αλλά έδωσε προτεραιότητα στη διερεύνηση ενδεχόμενων διαρροών απορρήτων.

Με την παρέμβασή του, ο Θανάσης Κουκάκης περιέγραψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο Μητσοτάκη, Δημητριάδη, Κοντολέοντα, εταιρείας ΚΡΙΚΕΛ και εταιρείας Intellexa εκπροσωπούμενης από τον Μπίτσιο. Άφησε να εννοηθεί ότι οι πέντε μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους και με διαφόρων τύπων οικονομικές συναλλαγές που μπορεί να έχουν σχέση με κοινές επενδύσεις και προμήθεια εξοπλισμού για τις ανάγκες των υπηρεσιών ασφαλείας. Επισημάνθηκε επίσης ότι ο νόμος που ψηφίστηκε σήμερα και με τον οποίο ξεπαγώνουν οι καταθέσεις υπόδικων για ξέπλυμα μαύρου χρήματος ωφέλησε και τον Μπίτσιο της Intellexa.

Μετά την αναλυτική κατάθεση των τριών δημοσιογράφων στην επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ακολούθησε η κατάθεση των εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης. Περιορίστηκαν στα τυπικά, διέψευσαν τα πάντα χωρίς να δώσουν στοιχεία και ακολούθησαν τη γραμμή «ενημέρωσης» που εφαρμόζεται και στις επιτροπές της Ελληνικής Βουλής.

Μόνο που ο συσχετισμός δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι διαφορετικός και οι απαιτήσεις για διαφάνεια πολύ μεγαλύτερες. Τα συμπεράσματα των μελών της επιτροπής ήταν καταδικαστικά για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως φαίνεται και από το επίσημο ανακοινωθέν της επιτροπής.

Οι ευρωπαϊκές περιπέτειες Μητσοτάκη και κυβέρνησης θα έχουν συνέχεια. Το θέμα θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου, ενώ θα πραγματοποιηθεί και ειδική αποστολή της επιτροπής PEGA στην Ελλάδα.

Τα αλλεπάλληλα ρεπορτάζ έγκυρων ευρωπαϊκών ΜΜΕ για τις παρακολουθήσεις στην Ελλάδα και την προσπάθεια συγκάλυψης από την πλευρά Μητσοτάκη δείχνουν το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων και ότι το θέμα θα έχει επικοινωνιακή και πολιτική συνέχεια.

Ο μεγάλος κίνδυνος

Η υποβάθμιση της ευρωπαϊκής εικόνας του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης θίγει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας.

Από τον Μητσοτάκη, που προβαλλόταν σαν σύγχρονος φιλελεύθερος Ευρωπαίος πολιτικός, περάσαμε στον Μητσοτάκη που χρησιμοποιεί μεθόδους που καταδικάζονται απ’ όλους και κινείται, σε πολλές περιπτώσεις, εντελώς εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου.

Η επίσημη Ελλάδα έχει μπροστά της δύσκολες συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις για να αντιμετωπίσει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες την πολυδιάστατη κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένας απαξιωμένος, στην αντίληψη της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και πολλών ηγετών και ευρωπαϊκών παραγόντων, πρωθυπουργός μπορεί να κοστίσει ακριβά στην πατρίδα μας.

Όπως φάνηκε και από τη συζήτηση στην επιτροπή PEGA, πολλοί ευρωβουλευτές αρχίζουν να αναφέρονται στην Ελλάδα με όρους Ουγγαρίας του Όρμπαν ή Πολωνίας του Κατσίνσκι. Πρόκειται για δραματική υποβάθμιση της ευρωπαϊκής μας εικόνας και θέσης, που μπορεί να έχει εξαιρετικά δυσάρεστη συνέχεια.