Πολιτικό παιχνίδι με δήθεν παρέμβαση Πούτιν - Free Sunday
Πολιτικό παιχνίδι με δήθεν παρέμβαση Πούτιν
Πώς η κυβέρνηση κλείνει το μάτι στο καθεστώς της Ρωσίας

Πολιτικό παιχνίδι με δήθεν παρέμβαση Πούτιν

Μητσοτάκης, Ντόρα Μπακογιάννη και άλλα κυβερνητικά στελέχη διαπιστώνουν ξαφνικά «κέρδη» του Πούτιν από την αμφισβήτηση των κυβερνητικών μεθόδων σε βάρος της αντιπολίτευσης. Τονίζουν επίσης ότι μπορεί να υπάρχει και ρωσική διείσδυση στην Ελλάδα.  

Το πλαίσιο

Το πολιτικό πλαίσιο αυτών των δηλώσεων έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η κυβέρνηση δέχεται μεγάλη πίεση στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. μετά τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη.

Προσπαθεί να κάνει την υπέρβαση προβάλλοντας μεταξύ των άλλων την υποτιθέμενη απειλή Πούτιν σε ό,τι αφορά την πολιτική ομαλότητα στην Ελλάδα.

Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να κόψει τη φόρα σε Ανδρουλάκη και Τσίπρα που αξιοποιούν επικοινωνιακά και πολιτικά την υπόθεση των υποκλοπών.

Ταυτόχρονα, προβάλλει την εικόνα του «κυβερνήτη» Μητσοτάκη, την οποία παρουσίασε ο ίδιος στη ΔΕΘ. Έχοντας συγκεντρώσει εξουσίες σε καθεστώς αδιαφάνειας φαίνεται να διεκδικεί ακόμη περισσότερες. Σύμφωνα με το σκεπτικό που αναπτύσσει, η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι ουσιαστικά μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα. Οι έκτακτες περιστάσεις και η πολυδιάστατη κρίση επιβάλλουν την ανάδειξη του Μητσοτάκη από τις κάλπες με χαρακτηριστικά ισχυρού κυβερνήτη.

Είναι ένας ωραίος επικοινωνιακός τρόπος να καλυφθεί η όποια κατάχρηση εξουσίας έχει πραγματοποιηθεί και να προετοιμαστεί το έδαφος για παραπέρα ενίσχυση του πρωθυπουργο-κεντρικού χαρακτήρα του πολιτικού μας συστήματος.

Ο φραστικός αντι-πουτινισμός Μητσοτάκη και Ντόρας Μπακογιάννη μπορεί να έχει σχέση και με τη θετική γνώμη που έχουν οι υπερσυντηρητικοί και ακροδεξιοί ψηφοφόροι στην Ελλάδα για τον Πούτιν, ακόμη και μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Για να αντέξει στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση θα πρέπει να περιορίσει και τις απώλειες της ΝΔ που καταγράφονται προς τα δεξιά της. Μια καταγγελία λοιπόν του Πούτιν με πατριωτική-εθνικιστική λογική μπορεί να είναι ωφέλιμη.

Τέλος, η κυβέρνηση δέχεται κριτική στην Ε.Ε. για τον περιορισμό της ελευθερίας των ΜΜΕ, τις τηλεφωνικές υποκλοπές, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, γενικότερα για την αμφισβήτηση των κανόνων του κράτους Δικαίου.

Ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανεβαίνουν οι τόνοι σε βάρος Μητσοτάκη και της κυβέρνησης σε μια περίοδο κατά την οποία οι ευρωβουλευτές με ψήφισμά τους αμφισβήτησαν επίσημα τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της Ουγγαρίας και την αντιμετωπίζουν σαν ένα ειδικό υβριδικό καθεστώς.

Προβάλλοντας την αντι-πουτινική της διάθεση η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα συγκρατήσει την κριτική που αναπτύσσεται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μπορεί να μην σέβεται σε πολλές περιπτώσεις τους δημοκρατικούς κανόνες, αλλά είναι… στη σωστή πλευρά της ιστορίας, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Όρμπαν, ο οποίος αμφιταλαντεύεται.

Η ρωσική διάσταση

Η ελληνική πολιτική ζωή έχει πάντα τονισμένη τη ρωσική διάσταση εξαιτίας της ισχύος της Ρωσίας και της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή μας.

Στον εμφύλιο έπαιξε ρόλο η προσμονή των κομμουνιστών για σοβιετική επέμβαση, παρά το γεγονός ότι ο Στάλιν είχε συμφωνήσει ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.

Μετά τον εμφύλιο οι πολιτικές δυνάμεις αξιοποιούσαν τον αντικομμουνισμό και τον κίνδυνο της ενίσχυσης της σοβιετικής επιρροής ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Και η επέμβαση των συνταγματαρχών και η επιβολή της δικτατορίας προβλήθηκαν σαν απάντηση στον κομμουνιστικό κίνδυνο.

Το πολιτικό παιχνίδι γύρω από τη ρωσική επιρροή, με όποιον τρόπο εκδηλώνεται αυτή, συνεχίστηκε και μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Υπάρχουν υποστηρικτές του Κώστα Καραμανλή οι οποίοι θεωρούν ότι η κυβέρνησή του αποσταθεροποιήθηκε όχι εξαιτίας της απώλειας του ελέγχου της οικονομίας, αλλά εξαιτίας αντιδράσεων των συμμάχων στα ανοίγματα που κατά την άποψή τους έκανε στη Ρωσία.

Στο ξεκίνημα της τετραετίας Τσίπρα είχαμε τη μάταια αναζήτηση δανεικών από τη Μόσχα και την επιδίωξη μεγάλης κλίμακας συμφωνιών στον ενεργειακό τομέα.

Πιο πρόσφατα, η αξιολόγηση των σχέσεων με τη Ρωσία και τον Πούτιν περνάει μέσα από διάφορα φίλτρα.

Στην περίοδο της κυριαρχίας της Μέρκελ οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούσαν αδιαμαρτύρητα τα λαθεμένα, όπως αποδείχτηκε, ενεργειακά ανοίγματά της στη Ρωσία του Πούτιν. Δέχθηκαν επίσης την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία, παρά την εξαίρεση της Τουρκίας, χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ και υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε.

Πριν την εισβολή στην Ουκρανία υπήρχε μία θετική προδιάθεση έναντι της Ρωσίας στα κυβερνητικά κλιμάκια με το σκεπτικό ότι ο ανταγωνισμός της με την Τουρκία στη Λιβύη και σε άλλες χώρες θα μπορούσε να προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα στην ελληνική διπλωματία.

Στη συνέχεια φάνηκε ότι η αντιπαλότητα μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ήταν κατά κανόνα ελεγχόμενη, στο πλαίσιο της μοιρασιάς επιρροής και κάλυψης οικονομικών αναγκών τους.

Η εικόνα της Ρωσίας χειροτέρεψε μετά τις 24 Φεβρουαρίου του 2022, οπότε εκδηλώθηκε η μεγάλης κλίμακας επίθεση στην Ουκρανία και το κυβερνητικό αφήγημα προσαρμόστηκε. Η Ρωσία δεν είναι μία δύναμη που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την Τουρκία προσφέροντάς μας κάποια πλεονεκτήματα, αλλά μία αναθεωρητική δύναμη η οποία με τη στάση της ενθαρρύνει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, επεκτατισμό.

Η κοινή γνώμη

Οι πολιτικές πρωτοβουλίες στο εσωτερικό, με αναφορά στη Ρωσία, αναπτύσσονται με την ελληνική κοινή γνώμη να έχει την πιο φιλική στάση προς τον Πούτιν και τη Ρωσία από την κοινή γνώμη όλων των άλλων δυτικών χωρών.

Σύμφωνα με διεθνή έρευνα του αμερικανικού Pew Research Center που πραγματοποιήθηκε από τον Απρίλιο ως τον Μάιο του 2018, η Ελλάδα ήταν η χώρα της Ε.Ε. με τις περισσότερες θετικές γνώμες για τη Ρωσία.

Το 52% των Ελλήνων είχαν θετική γνώμη για τη Ρωσία του Πούτιν και το 43% αρνητική. Δεύτερη ήταν η Ουγγαρία με 38% θετικές γνώμες και 54% αρνητικές. Τρίτη η Ιταλία με 37% θετικές και 49% αρνητικές. Τέταρτη η Γερμανία με 35% θετικές και 59% αρνητικές, πέμπτη η Γαλλία με 30% και 66% και έκτη η Ισπανία με 24% και 66% αντίστοιχα.

Οι πιο αυστηροί στην κρίση τους για τη Ρωσία του Πούτιν από τους Ευρωπαίους που πήραν μέρος στην έρευνα ήταν οι Ολλανδοί με 15% θετικές γνώμες και 79% αρνητικές.

Συνολικά στις ευρωπαϊκές χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα, οι θετικές γνώμες για τη Ρωσία του Πούτιν ήταν στο 27%, περίπου στο μισό του ελληνικού 52%.

Εντυπωσιακά ήταν και τα θετικά ποσοστά στην Ελλάδα στην ερώτηση αν έχετε εμπιστοσύνη στον Πούτιν ότι θα κάνει το σωστό. 45% των Ελλήνων είχαν εμπιστοσύνη στον Πούτιν το 2018, με το 55% να μην τον εμπιστεύεται. Το δεύτερο ποσοστό εμπιστοσύνης ήταν στη Γερμανία με 35% εξαιτίας και των ανοιγμάτων της Μέρκελ. Τρίτη η Ιταλία με ποσοστό εμπιστοσύνης 31%, τέταρτη η Ουγγαρία με 30%. Το μικρότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στον Πούτιν, από τις χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα, καταγράφηκε στην Πολωνία με μόλις 7%.

Συνολικά στις ευρωπαϊκές χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα του Pew Research Center ο μέσος όρος του ποσοστού εμπιστοσύνης ήταν 21%, κάτω από το μισό του ελληνικού 45%.

Η εισβολή στην Ουκρανία, όπως ήταν αναμενόμενο, περιόρισε δραστικά τις θετικές γνώμες για τη Ρωσία του Πούτιν, όπως και το ποσοστό εκείνων που τον εμπιστεύονται ότι θα πάρει τις σωστές αποφάσεις.

Καθίζηση των ποσοστών παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, η οποία όμως εξακολουθεί να έχει μεταξύ των δυτικών χωρών την κοινή γνώμη με τις καλύτερες διαθέσεις έναντι της Ρωσίας και του Πούτιν. Σύμφωνα με νέα έρευνα του Pew Research Center, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Ιούνιο του 2022, στην Ελλάδα καταγράφονται 27% θετικές γνώμες για τη Ρωσία του Πούτιν και 72% αρνητικές. Δεύτερη έρχεται η Γερμανία με 16% θετικές γνώμες και 81% αρνητικές, τρίτη η Γαλλία με 14% και 81% και τέταρτη η Ιταλία με 14% και 83% αντίστοιχα. Οι πιο αυστηροί στην κρίση τους για τη Ρωσία είναι οι Πολωνοί με μόλις 2% θετικές γνώμες και 97% αρνητικές.

Τα ποσοστά δείχνουν και τη διαφορά μεταξύ χωρών όπως η Πολωνία που δοκιμάστηκαν από σοβιετική κατοχή και νότιων χωρών της Ε.Ε., ιδιαίτερα της Ελλάδας, με πιο χαλαρή προσέγγιση.

Και στο ερώτημα αν έχετε εμπιστοσύνη στον Πούτιν ότι θα πάρει τις σωστές αποφάσεις, η ελληνική κοινή γνώμη ξεχωρίζει από τις άλλες δυτικές χώρες με το συγκριτικά υψηλό ποσοστό θετικών γνωμών.

Στην Ελλάδα το 27% εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον Πούτιν ότι θα πάρει σωστές αποφάσεις, ενώ το 72% δεν τον εμπιστεύεται.

Δεύτερο υψηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης έχει η Γερμανία με 14%, τρίτο η Ιταλία με 11%, τέταρτο η Γαλλία με 10%.

Οι Πολωνοί εμφανίζουν το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στον Πούτιν με μόλις 2%.

Στις ΗΠΑ 6% των ερωτηθέντων εμπιστεύονται τον Πούτιν και 92% δεν τον εμπιστεύονται.

Η ελληνική εξαίρεση της θετικής ή συγκριτικά θετικής προσέγγισης στη Ρωσία και στον Πούτιν εξακολουθεί να ισχύει, στο νέο περιβάλλον που διαμόρφωσε η μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η άκρα Δεξιά

Μεγαλύτερη αντοχή δείχνουν οι θετικές γνώμες για Ρωσία και Πούτιν στην Ελλάδα στον χώρο της σκληρής και της άκρας Δεξιάς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα του Pew Research Center 55% όσων δήλωσαν ότι ψήφισαν Ελληνική Λύση εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον Πούτιν.

Το ποσοστό των Ελλήνων που εμπιστεύονται τον Πούτιν και είναι εκτός του πολιτικού χώρου της Ελληνικής Λύσης πέφτει στο 18%.

Η έρευνα καταγράφει μεγαλύτερα ποσοστά θετικών γνωμών προς τη Ρωσία του Πούτιν και εμπιστοσύνης προς τον ίδιο τον Πούτιν μεταξύ των Ευρωπαίων που κινούνται στον χώρο της σκληρής και της άκρας Δεξιάς. Όμως, τα σχετικά ποσοστά πέφτουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σκληροί Δεξιοί ως ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες - οι οποίοι κατέγραψαν μεγάλη νίκη στις εκλογές της περασμένης Κυριακής - εμπιστεύονταν το 2021 σε ποσοστό 30% τον Πούτιν, ενώ μετά την εισβολή στην Ουκρανία το ποσοστό έπεσε στο 9%.

Στο σύνολο της σουηδικής κοινής γνώμης, το ποσοστό εμπιστοσύνης στον Πούτιν έπεσε μετά από ένα χρόνο από το 8% στο 2%, γεγονός που εξηγεί και την αίτηση της χώρας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρά την παραδοσιακή ουδετερότητά της.

Αντιστροφή πραγματικότητας

Η προβολή των υποτιθέμενων κερδών από την κριτική που ασκείται στον Μητσοτάκη για τις υποκλοπές στηρίζεται στην αντιστροφή της πολιτικής πραγματικότητας.

Σε μία περίοδο κατά την οποία η Ε.Ε. αντιπαρατίθεται με τη Ρωσία στο ζήτημα της Ουκρανίας εμφανίζοντας την αναμέτρηση μεταξύ Δημοκρατίας και ενός εξαιρετικά αυταρχικού καθεστώτος, μεθοδεύσεις σε βάρος της ελευθερίας των ΜΜΕ, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων από την κυβέρνηση, υπονομεύουν την επιχειρηματολογία της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας του Πούτιν.

Επομένως, αν δίνει κάποιος επιχειρήματα και ευκαιρίες στον Πούτιν είναι η κυβέρνηση με τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις της και την παραβίαση των κανόνων του κράτους Δικαίου και όχι η αντιπολίτευση που διαμαρτύρεται για όσα απαράδεκτα συμβαίνουν.

Κυβερνητική ασυνέπεια

Η κυβέρνηση όμως κρίνεται με βάση την πολιτική της και όχι τις φραστικές υπερβολές, τις δηλώσεις και τους πολιτικούς ελιγμούς των στελεχών της.

Ενώ ο Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη προειδοποιούν για ενδεχόμενα οφέλη του Πούτιν και για διείσδυση της Μόσχας στο οικονομικό, πολιτικό και μιντιακό μας σύστημα, η κυβέρνηση περνάει κάτω από τον πήχη σε ό,τι αφορά την άσκηση οικονομικής πίεσης στο καθεστώς Πούτιν προκειμένου να ελεγχθεί η επιθετικότητά του.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022 στείλαμε, βάσει κυβερνητικών επιλογών, υπερδιπλάσια ευρώ στο καθεστώς Πούτιν απ’ ότι το 2021 χρηματοδοτώντας έτσι τον επιθετικό του πόλεμο.

Οι εισαγωγές μας από τη Ρωσία - κυρίως φυσικό αέριο και πετρέλαιο - αυξήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε 3,46 δισ. ευρώ από 1,63 δισ. ευρώ που ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2021.

Πρόκειται για αύξηση που ξεπερνά το 112% και δείχνει ότι η κυβέρνηση υποκλίνεται - ακόμη και μετά την εισβολή στην Ουκρανία - σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα με στενές σχέσεις με τη Ρωσία.

 Ο Μητσοτάκης επιμένει στην αδιέξοδη επιλογή του φυσικού αερίου με μεγάλους κερδισμένους το λόμπι του φυσικού αερίου και προς το παρόν και το καθεστώς Πούτιν.

Η στάση της κυβέρνησης γίνεται εξοργιστική αν λάβουμε υπόψη μας ότι δεν ενδιαφέρεται για την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 περιορίστηκαν σε μόλις 60,2 εκ. ευρώ, μειωμένες κατά 30% σε σχέση με το 2021. Θα μπορούσε τουλάχιστον η κυβέρνηση να απαιτήσει την αγορά ελληνικών προϊόντων από τη Ρωσία σαν ελάχιστο αντάλλαγμα στον υπερδιπλασιασμό των ευρώ που στέλνουμε στη ρωσική οικονομία. Οι Ρώσοι τουρίστες είναι άφαντοι εδώ και χρόνια, οι εξαγωγές μας προς τη Ρωσία έχουν περίπου μηδενιστεί, αλλά η κυβέρνηση επιμένει… ρωσικά και πουτινικά σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, προσφέροντας εντυπωσιακό πλεονέκτημα στη Μόσχα.

Να ποιοι χρηματοδοτούνται

Εκτεθειμένη είναι η κυβερνητική ηγεσία και σε ό,τι αφορά τη ρωσική διείσδυση στον ελληνικό δημόσιο βίο και ειδικά στα ΜΜΕ. Αντί να αναζητεί σκοτεινούς τύπους που μπορεί να χρηματοδοτούν επικριτές της κυβέρνησης, κυρίως στον ακροδεξιό χώρο, καλά θα κάνει να ψάξει στην «αυλή» του Μαξίμου.

Σύμφωνα με έρευνα των Reporters United, 50% των πλοίων - σε χωρητικότητα - που μεταφέρουν ρωσικά ορυκτά καύσιμα είναι ελληνόκτητα.

Η δραστηριότητά τους είναι απόλυτα νόμιμη, εφόσον οι κυρώσεις της Ε.Ε. δεν περιλαμβάνουν την απαγόρευση της δια θαλάσσης μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου και ρωσικού φυσικού αερίου.

Όμως τα κριτήρια στην πολιτική είναι διαφορετικά. Δεν μπορεί να σηκώνει η κυβέρνηση το θέμα της υποτιθέμενης ρωσικής διείσδυσης στον δημόσιο βίο και ειδικά στα ΜΜΕ, όταν οι εμπορικοί στόλοι των καναλαρχών που τη στηρίζουν έχουν πραγματοποιήσει πολλές δεκάδες δρομολόγια μεταφοράς ρωσικών ορυκτών καυσίμων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα χρήματα που βγαίνουν από τη συνεργασία με το καθεστώς του Πούτιν στηρίζουν το εντυπωσιακό μιντιακό πλεονέκτημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ίδια και χειρότερη η εικόνα με τη νέα ιδιοκτησία των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, η μελλοντική βιωσιμότητα των οποίων θα στηριχθεί, όπως το θέλει η κακή παράδοση, στις παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού. Η ναυτιλιακή εταιρεία του νέου ιδιοκτήτη των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά είναι μεταξύ των πρώτων στη λίστα των φορτίων ρωσικών ορυκτών καυσίμων.

Επομένως, το λιγότερο που οφείλει να κάνει η κυβέρνηση για να περιορίσει τη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου του Πούτιν και την ενίσχυση - μέσω συνεργασίας με τη Ρωσία - ισχυρών φίλων της, είναι να αλλάξει την πολιτική της και τους κανόνες που ισχύουν.

Οι «κορώνες» Μητσοτάκη και Ντόρας Μπακογιάννη κατά του Πούτιν και του υποτιθέμενου ρόλου του στα εσωτερικά μας οφείλονται σε έναν συνδυασμό πολιτικής αδυναμίας μπροστά στις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές, ανησυχίας για διαρροές της ΝΔ προς τα δεξιά και προσπάθειας συγκάλυψης της συνεργασίας της κυβέρνησης και ισχυρών φίλων της με το καθεστώς Πούτιν.