Μετά τα Τέμπη τα προβλήματα ζητάνε λύσεις - Free Sunday
Μετά τα Τέμπη τα προβλήματα ζητάνε λύσεις
Το δυστύχημα έδειξε ότι το ελληνικό «μοντέλο» είναι ξεπερασμένο

Μετά τα Τέμπη τα προβλήματα ζητάνε λύσεις

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη αλλάζει τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της ΝΔ και προσωπικά του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη.

Πρόκειται όμως για ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός το οποίο στέλνει μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και οδηγεί σε ένα βασικό συμπέρασμα. Το ελληνικό «μοντέλο» είναι εντελώς ξεπερασμένο.

Η αποτυχία του «μητσοτακισμού»

Ο Μητσοτάκης ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του προθέσεις, πήγε όμως την πολιτική του στα άκρα. Ενίσχυσε συγκεκριμένα συμφέροντα θεωρώντας ότι θα δημιουργούσε αναπτυξιακή δυναμική η οποία θα κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των περισσότερων πολιτών. Ποτέ δεν διαφήμισε την κοινωνική του ευαισθησία αλλά πρόβαλε την εικόνα ενός αποτελεσματικού διαχειριστή-μάνατζερ ο οποίος θα επιτύγχανε τους στόχους του εξασφαλίζοντας σημαντικά οφέλη και για την κοινωνία.

Σε ζητήματα μεγάλης σημασίας, όπως η διαχείριση του COVID-19, αποδείχθηκε μέτριος ως κακός διαχειριστής με αποτέλεσμα να έχει η Ελλάδα το ρεκόρ θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκους μεταξύ των χωρών της Δυτικής και της Νότιας Ευρώπης.

Η εύνοια που έδειξε σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα ήταν υπερβολική και εξελίχθηκε και αυτή σε βάρος της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των «ουρανοκατέβατων κερδών» των εταιρειών του ενεργειακού τομέα, τα οποία κατέληξαν σε μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις για τα νοικοκυριά, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους, τη βιομηχανία.

Και στα δημόσια οικονομικά και στη δημόσια διοίκηση ο Μητσοτάκης ήταν πολύ κατώτερος των προσδοκιών που δημιούργησε. Η Ελλάδα είχε ευρωπαϊκό ρεκόρ δημοσιονομικού ελλείμματος το 2020 και το 2021, οι δημόσιες δαπάνες έσπασαν κάθε ρεκόρ, ενώ ενισχύθηκαν τα κομματικά και πελατειακά χαρακτηριστικά του κράτους.

Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, το δυστύχημα στα Τέμπη απέκτησε κοινωνικό και πολιτικό συμβολισμό. Ανέδειξε την αποτυχία του «μητσοτακισμού» στην οικονομία, στη διοίκηση, στο κράτος.

Επομένως, η χώρα και ειδικά η ΝΔ πρέπει να αφήσουν πίσω τους τις βασικές επιλογές που προσδιόρισαν την τελευταία τετραετία.

Πολιτική αδράνεια

Το πρόβλημα είναι ότι η ΝΔ που θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στην αναγκαία προσαρμογή έχει περιέλθει σε πλήρη αδράνεια.

Το διαπίστωσα μέσα από την κλιμάκωση της αντιπαράθεσής μου με τον Μητσοτάκη, η οποία οδήγησε στη διαγραφή μου από τη ΝΔ. Ενώ έθεσα ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, από τις συγκοινωνίες της πρωτεύουσας μέχρι την αντιμετώπιση της πανδημίας και από τον περιορισμό της ελευθερίας των ΜΜΕ μέχρι το κουκούλωμα του σκανδάλου της Novartis και τις διώξεις Τουλουπάκη, Παπαδάκου και Βαξεβάνη. Δεν υπήρξε καμία αντίδραση μεταξύ των στελεχών. Όλοι απέφυγαν τον αναγκαίο πολιτικό, δημόσιο διάλογο. Ορισμένοι προσπάθησαν να φανούν αρεστοί στην ηγεσία και οι περισσότεροι επέλεξαν τη σιωπή σκοπιμότητας.

Ένα σύγχρονο κόμμα εξουσίας το οποίο αυτοπροσδιορίζεται σαν κεντροδεξιό και ευρωπαϊκό πρέπει να είναι δραστήριο στα πλαίσια συγκεκριμένων κανόνων. Η εικόνα της ΝΔ είναι απογοητευτική και αναχρονιστική. Το κόμμα εξουσίας που άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου μετατρέπεται σε βαρίδι για το πολιτικό σύστημα εφόσον αδυνατεί να συμβάλει στην αναγκαία αναζήτηση και προσαρμογή, πολύ περισσότερο στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων.

Αλλαγή μοντέλου

Ο «μητσοτακισμός» απέτυχε και η ΝΔ μοιάζει ξεπερασμένη από τις εξελίξεις. Αυτή η διπλή αποτυχία έχει ευρύτερες συνέπειες για το πολιτικό σύστημα.

Εξαιτίας του δυστυχήματος των Τεμπών απομυθοποιήθηκε πλήρως η κυβερνητική πολιτική, ξεκίνησε η σημαντική πτώση των ποσοστών της ΝΔ και αναδείχθηκαν προβλήματα και εκκρεμότητες που το Μαξίμου έσπρωχνε κάτω από το χαλί.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για άνετη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ με υψηλά ποσοστά και τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Η αυτοδυναμία μοιάζει πλέον με όραμα με τα νέα εκλογικά ποσοστά αλλά και με εφιάλτη, αν σκεφτούμε πόσα μεγάλα προβλήματα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Το μέλλον θα είναι αναγκαστικά «ευρωπαϊκό» με την έννοια ότι θα χρειαστούμε κυβερνήσεις συνασπισμού εξαιτίας των εκλογικών ποσοστών αλλά και της συσσώρευσης προβλημάτων και αδιεξόδων που είναι πρακτικά αδύνατον να αντιμετωπίσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Στην ελάχιστα πιθανή περίπτωση που ένα κόμμα φτάσει στην αυτοδυναμία με τη βοήθεια του μπόνους των κοινοβουλευτικών εδρών θα είναι ουσιαστικά αδύναμο έναντι της κοινωνίας. Θα ξεκινήσει την προσπάθεια έχοντας τους περισσότερους πολίτες απέναντί του και χωρίς τη δυνατότητα να κινητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά και επαγγελματικά στρώματα για να βγούμε από την κρίση.

Όλοι ΠΑΣΟΚ

Τα τρία μεγαλύτερα κόμματα έχουν δανειστεί πολλά στοιχεία από το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κόμματα εξουσίας της Ε.Ε., δεν δίνουν έμφαση στο πρόγραμμα, τους αναλυτικούς υπολογισμούς κόστους και εσόδων, την οργανωμένη ανταλλαγή απόψεων και την προσπάθεια συνεννόησης και σύγκλισης.

Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν «εδώ και τώρα» εφόσον είναι φανερό ότι πηγαίνουμε προς τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Το πλεονέκτημα σε αυτή τη διαδικασία έχει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εφόσον βρίσκεται μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων μπορεί να γίνει αναγκαίο και στα δύο. Πλεονέκτημα έχει επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί όσο πηγαίνουμε από τον δικομματισμό προς τον διπολισμό έχει μεγαλύτερες δυνατότητες από τη ΝΔ.

Αυτά σε επίπεδο θεωρίας, αλλά η πολιτική, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας η οποία πολιορκείται από προβλήματα, πρέπει να είναι πράξη.

Η ΝΔ φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει μια αδιέξοδη πολιτική παρά το γεγονός ότι το δυστύχημα των Τεμπών ανέδειξε, με δραματικό τρόπο, την αποτυχία της. Στα οικονομικά συνεχίζει μία κακή παράδοση που οδήγησε στη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου και στο μνημόνιο, σε διαφορετικές συνθήκες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει τα αρνητικά χαρακτηριστικά και αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής, προβάλλει τις φιλολαϊκές του προθέσεις αλλά δεν κάνει σοβαρή προσπάθεια να παρουσιάσει ρεαλιστικό και καλά υπολογισμένο πρόγραμμα.

Ανάλογα πασοκική είναι και η προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα. Η φρασεολογία της ηγεσίας του είναι πιο μετρημένη αλλά λείπουν οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί και η ιεράρχηση των στόχων.

Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει παράδοση ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των κομμάτων, ούτε θέληση να καλυφθεί το μεγάλο κενό. Η εικόνα του ΠΑΣΟΚ που συμμετέχει στους Ευρωσοσιαλιστές και του ΣΥΡΙΖΑ που συνεργάζεται με αυτούς χωρίς να υπάρχει καμία επικοινωνία μεταξύ της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό.

Η διατύπωση σοβαρών και ρεαλιστικών προτάσεων, η αναζήτηση των σημείων σύγκλισης και ο προσδιορισμός των σημείων διαφωνίας πρέπει να προηγηθεί της εκλογικής αναμέτρησης. Αλλιώς οι εντολές για σχηματισμό κυβέρνησης που εναλλάσσονται με εντυπωσιακή ταχύτητα στην Ελλάδα δεν θα οδηγήσουν σε κυβερνητικό συνασπισμό στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων.

Στην καλύτερη περίπτωση θα σχηματιστεί κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία θα αντιμετωπίζεται με εξαιρετική καχυποψία από τους πολίτες. Στην αντίληψη της κοινής γνώμης θα έχουν θριαμβεύσει για μία ακόμη φορά τα «κουκιά» και οι «καρέκλες» χωρίς να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων και εξόδου από την κρίση.

Επομένως, το δυστύχημα στα Τέμπη δεν απαξίωσε μόνο την κυβέρνηση αλλά και τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος.

Χωρίς υποδομή

Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στις ελλείψεις σε θέματα βασικής υποδομής.

Οι επενδύσεις στους σιδηροδρόμους ήταν αυξημένες μέχρι το 2003 εξαιτίας και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Από τότε κινήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα με χειρότερες χρονιές το 2014 και το 2020 που κινήθηκαν γύρω στα 50 εκ. ευρώ.

Το πρόβλημα μεγάλωσε εξαιτίας του κακού προγραμματισμού των επενδύσεων. Προχώρησαν περισσότερο τα έργα που ενδιέφεραν τους συνδεδεμένους με την εξουσία εργολάβους και λιγότερο αυτά που έχουν σχέση με την ασφάλεια των επιβατών και των εργαζομένων στα τρένα.

Αυτό σημαίνει ότι προχώρησε η ηλεκτροδότηση και μπήκαν στο δίκτυο ταχύτερα τρένα από τους Ιταλούς επενδυτές χωρίς να υπάρχουν ολοκληρωμένα, σύγχρονα συστήματα ασφαλείας.

Τώρα σχεδιάζεται η επανεκκίνηση του σιδηροδρόμου με υποχρεωτική μείωση της ταχύτητας των συρμών στα τμήματα του δικτύου τα οποία δεν καλύπτονται από σύγχρονα συστήματα τηλεδιοίκησης, ασφάλειας. Αυτό ισοδυναμεί με ομολογία ενοχής εφόσον όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση διαφήμιζε ταχύτερη σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας-Θεσσαλονίκης χωρίς να υπάρχουν εγγυήσεις για την ασφάλεια επιβατών και εργαζομένων. Ο παραιτηθείς υπουργός Κ. Καραμανλής ήταν αποτυχημένος όχι μόνο γιατί δεν μπόρεσε να αποτρέψει την καταστροφή αλλά και γιατί με τις αποφάσεις του Μαξίμου τις οποίες προσυπέγραψε, συνέβαλε σε ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση βασικών έργων υποδομής. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η κυβέρνηση θα παραδώσει το μετρό Θεσσαλονίκης, την Εθνική Οδό Πάτρας-Πύργου και τον πολυσυζητημένο Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ) ακόμη πιο πίσω απ’ ότι τους παρέλαβε.

Η κυριαρχία δύο-τριών κατασκευαστικών εταιρειών, οι οποίες πλέον πρωταγωνιστούν και στον ενεργειακό τομέα, φαίνεται να συμβάλει και στην καθυστέρηση των έργων υποδομής. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός, η ταυτόχρονη κατασκευή των έργων που έχουν εξασφαλίσει ξεπερνάει τις δυνατότητές τους και βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση υπεργολάβων με πολύ σκληρούς όρους για τους τελευταίους.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει αυτή η κατάσταση, η συνέχιση της οποίας εγγυάται την καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αναγκαίας υποδομής και τη συγκριτική υπανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στην Ε.Ε. των «27».

Το εκκρεμές

Η πολιτική ζωή κινείται στη βάση μιας συζήτησης υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων ή υπέρ του ρόλου του Δημοσίου ενώ είναι φανερό ότι η ελληνικού τύπου εφαρμογή και των δύο μας έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο.

Ο άμεσος κίνδυνος είναι να επιστρέψουμε, καταγγέλλοντας τα σοβαρά λάθη στην κυβερνητική πολιτική, στα γνωστά παραλυτικά φαινόμενα της δημόσιας διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας.

Ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του απευθύνθηκαν στην ευρύτερη κοινή γνώμη με μία εκσυγχρονιστική επιχειρηματολογία η οποία, όπως αποδείχθηκε, ελάχιστη σχέση είχε με την πολιτική που εφάρμοσαν. Το κομματικό, πελατειακό κράτος μεγάλωσε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας ενώ οι επιδόσεις του έπεσαν ακόμη πιο χαμηλά. Δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση αν ενισχύσουμε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση στο όνομα της καταπολέμησης των συμφερόντων και των ιδιωτικοποιήσεων.

Ένα σύγχρονο οικονομικό σύστημα στηρίζεται αναγκαστικά σε ισχυρό ιδιωτικό τομέα, σε ακέραια και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας και σε Ανεξάρτητες Ρυθμιστικές Αρχές που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Όλα αυτά λείπουν από την ελληνική πραγματικότητα και δεν πρόκειται να τα αποκτήσουμε μέσα από ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις χωρίς πρακτική σημασία

Γκρίζα σύννεφα

Το δυστύχημα στα Τέμπη πρέπει να οδηγήσει σε πολιτική και κοινωνική εγρήγορση γιατί όλα δείχνουν πως έρχονται μεγάλες δυσκολίες στον οικονομικό τομέα.

Η κυβέρνηση έχει σπρώξει και τα οικονομικά προβλήματα κάτω από το χαλί. Ο λογαριασμός θα είναι εντυπωσιακός αμέσως μετά τις εκλογές, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.

Βασικά οικονομικά μεγέθη όπως το εμπορικό ισοζύγιο και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι στο «κόκκινο». Η δημοσιονομική χαλαρότητα χαρακτηρίζει και αυτή την κυβέρνηση της ΝΔ, παρά τις φραστικές καταγγελίες του λαϊκισμού.

Η διεθνής οικονομία έχει μπει σε μία δύσκολη περίοδο και η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί ξανά σε αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης. Ο πληθωρισμός ροκανίζει το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και την ανταγωνιστικότητα πολλών ελληνικών επιχειρήσεων. Η προγραμματισμένη από τις κεντρικές τράπεζες άνοδος των επιτοκίων χτυπάει κυρίως τους μικρομεσαίους και ισοπεδώνει τους οριακούς και τους υπερχρεωμένους. Τα πρώτα σημάδια τραπεζικής αστάθειας στις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο ενισχύουν την αβεβαιότητα στην Ε.Ε. και αυξάνουν τις πιθανότητες για αρνητικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα.

Επιπλέον, στην Ευρωζώνη θα προσπαθήσουν να μαζέψουν σιγά-σιγά ελλείμματα και χρέη με αποτέλεσμα να υπάρξει κάποιου είδους προσαρμογή και στην Ελλάδα. Δεν προβλέπεται βίαιη, όπως στην περίοδο των μνημονίων, σίγουρα όμως δεν θα είναι ευχάριστη. Άλλωστε η εισοδηματική βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλότερη το 2023 για τους περισσότερους, απ’ ό,τι ήταν το 2009-2010.

Ο οικονομικός εκτροχιασμός μοιάζει με τον εκτροχιασμό στα Τέμπη, έχει χαρακτηριστικά προγραμματισμένου δυστυχήματος λόγω παραλείψεων και λαθών του Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου.

Επομένως, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει ταυτόχρονα να ηρεμήσει την κοινωνία και να την κινητοποιήσει -σε δύσκολες συνθήκες- για την αντιμετώπιση οικονομικών εκκρεμοτήτων και προβλημάτων.

Το έργο της θα γίνει πιο σύνθετο εξαιτίας της αναμενόμενης ισχυρής αντίδρασης μεγάλων συμφερόντων. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας Μητσοτάκη δημιουργήθηκαν ολιγάρχες, ιδιαίτερα με την κατάλληλη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης.

Οι δισεκατομμυριούχοι που αναδείχθηκαν με κυβερνητικές αποφάσεις ασκούν πλέον τεράστια επιρροή, άμεσα ή έμμεσα, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και των οικονομικών εξελίξεων.

Δεν προβλέπω να προσαρμόζονται εύκολα στις νέες συνθήκες και στη σοβαρή φορολόγηση των «ουρανοκατέβατων κερδών» τους. Αντίθετα, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στην οικονομία και τον δημόσιο βίο και αν το κρίνουν σκόπιμο να εξουδετερώσουν σημαντικές πρωτοβουλίες της επόμενης κυβέρνησης.

Επομένως έχουμε μπροστά μας σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Δεν θα είναι της κλίμακας των μνημονίων αλλά οι οικονομικές και κοινωνικές αντοχές είναι πλέον εξαιρετικά περιορισμένες για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Θα είναι και η πρώτη φορά που θα επιχειρηθεί διαχείριση της κρίσης με το ειδικό βάρος της οικονομικής εξουσίας να έχει ενισχυθεί τόσο πολύ σε σχέση με το ειδικό βάρος της πολιτικής εξουσίας.

Μένουμε πίσω

Όλες οι έρευνες και οι αξιολογήσεις που προηγήθηκαν του δυστυχήματος στα Τέμπη έφερναν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους στην τελευταία θέση της Ε.Ε. των «27». Είχαμε το μικρότερο σιδηροδρομικό δίκτυο, ταυτόχρονα το πιο επικίνδυνο βάσει θανάτων και τραυματισμών σε σχέση με τον αριθμό των επιβατών και των χιλιομέτρων που καλύφθηκαν.

Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων ειδικών και αρμοδίων μετά το δυστύχημα των Τεμπών, εκτός από την έκφραση της λύπης γι’ αυτούς που χάθηκαν άδικα και της αλληλεγγύης προς τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα, δίνουν έμφαση στην κατάρρευση του συστήματος και στη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την ελληνική από την ευρωπαϊκή σιδηροδρομική ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Αυτό που αναδείχθηκε μέσα από το τραγικό δυστύχημα παρατηρείται στους περισσότερους τομείς του δημόσιου βίου. Η Ελλάδα μένει ολοένα πιο πίσω σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η υστέρηση είναι ποσοτική εφόσον το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην πατρίδα μας είναι πλέον γύρω στο 65% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ όταν ξεκίνησε η κρίση εξαιτίας της χρεοκοπίας του Ελληνικού Δημοσίου ήταν γύρω στο 95% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Ζούμε μία δραματική συγκριτική υποβάθμιση, η οποία έχει και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα συστήματα ελέγχου και ισορροπιών δεν λειτουργούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και όπου υπάρχουν κινούνται σε βαλκανικά επίπεδα. Για παράδειγμα, οι Ανεξάρτητες Αρχές συνήθως δεν είναι ανεξάρτητες και υπολειτουργούν. Οι εξαιρέσεις όπως η ΑΔΑΕ και ο πρόεδρός της κ. Ράμμος δεν αντιμετωπίζονται από την εξουσία σαν θετικά παραδείγματα που δείχνουν τον ευρωπαϊκό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε, αλλά σαν επικίνδυνες αποκλίσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν με συντονισμένες παρεμβάσεις της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας.

Η συγκριτική μας πτώση στο εσωτερικό της Ε.Ε. των «27» και γενικότερα έχει δραματικές συνέπειες σε διάφορα επίπεδα. Από το brain drain και τη δημογραφική συρρίκνωση μέχρι τη φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών και επαγγελματικών στρωμάτων.

Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί το βασικό μήνυμα από την τραγωδία των Τεμπών είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι και πως πρέπει να αλλάξουμε μια πορεία που οδηγεί σε αδιέξοδο. Η κριτική στην κυβέρνηση και η διαφαινόμενη εκλογική τιμωρία της ΝΔ δεν αρκούν για να υπάρξει η θετική, σωτήρια αντίδραση που χρειαζόμαστε. Τα προβλήματα είναι εξαιρετικά σύνθετα και οι απαιτήσεις μεγάλες απ’ όλους.