Τι πρέπει να καταλάβουν στην κυβέρνηση - Free Sunday
Τι πρέπει να καταλάβουν στην κυβέρνηση

Τι πρέπει να καταλάβουν στην κυβέρνηση

Η τελευταία εβδομάδα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για την ελληνική οικονομία και την προοπτική της. Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να φτάσει στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου και έτσι ενισχύεται το κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο στέκεται εμπόδιο στην επανεκκίνηση της οικονομίας.
Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 υποσχόμενος στην αρχή τον άμεσο τερματισμό του μνημονίου και της λιτότητας και στη συνέχεια την παράκαμψη της πιο δυσάρεστης πλευράς του μνημονίου. Τους τελευταίους μήνες έχει εμπλακεί στη διαχείριση του πολιτικού κόστους, με τα δημοσκοπικά ποσοστά της κυβέρνησης να κινούνται ήδη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και το Μαξίμου να φοβάται τις πολιτικές συνέπειες από την ανακοίνωση και κυρίως την εφαρμογή δύσκολων οικονομικών μέτρων.

Διαφορετικό το 2016
Παρά τις πρόσθετες δυσκολίες που προκαλεί η παράταση της αξιολόγησης, η οποία αρχικά επρόκειτο να κλείσει τον περασμένο Νοέμβριο, το 2016 είναι διαφορετικό από το 2015 και γι’ αυτό οι πιθανότητες του Grexit είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Πρώτον, δεν υπάρχει επιθετική πολιτική διάθεση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πριν από έναν χρόνο αμφισβητούσε τον τρόπο λειτουργίας και τους στόχους της Ευρωζώνης. Δεύτερον, οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικότερα προβλήματα από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας και γι’ αυτό θα αποφύγουν κινήσεις που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την οικονομία μας. Το δημοψήφισμα για το Brexit είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και κάνει το ελληνικό ζήτημα σχεδόν περιθωριακό.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καλοκαίρι του 2016 δεν θα έχουμε επανάληψη της πολιτικής αναμέτρησης του καλοκαιριού του 2015, η οποία οδήγησε σε εξαιρετικά οδυνηρές καταστάσεις, όπως η κρίση ρευστότητας και εμπιστοσύνης και τα λεγόμενα capital controls. Υπάρχει όμως σοβαρός κίνδυνος να οδηγηθούμε στην οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει ολοκληρωμένη οικονομική πολιτική. Θα αποφύγουμε εξαιρετικά δυσάρεστες οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις μόνο εάν ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του χαράξουν έγκαιρα διορθωτική πορεία.

Ό,τι δίνουμε θα πάρουμε
Το πρώτο που πρέπει να κάνει η κυβερνητική ηγεσία είναι να αποφύγει τις επικοινωνιακές και πολιτικές μεθοδεύσεις σε βάρος των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών. Το περασμένο Σαββατοκύριακο είχαμε την αποκάλυψη της υποτιθέμενης συνωμοσίας του ΔΝΤ σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης και τη δραματοποίησή της με πρωτοβουλία του ίδιου του κ. Τσίπρα. Αυτή την εβδομάδα είχαμε την ανακοίνωση της κατάθεσης του ασφαλιστικού και του φορολογικού νομοσχεδίου προτού ολοκληρωθούν οι σχετικές συνεννοήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους. Η πρωτοβουλία αυτή προβάλλεται από την ίδια την κυβέρνηση σαν ένα είδος μονομερούς ενέργειας που επιβεβαιώνει τη χάραξη οικονομικής πολιτικής ανεξάρτητα από τη βούληση των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών.
Με τους τακτικούς ελιγμούς που επιχειρεί, η κυβέρνηση περιορίζει την αξιοπιστία της έναντι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών θεσμών και σπαταλάει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο. Η άλλη πλευρά δεν χρειάζεται να κάνει πολιτικές δηλώσεις και να σκηνοθετήσει πολιτικές πρωτοβουλίες, μιλάει με τη δύναμη του χρήματος. Όσο πιο αναξιόπιστη είναι η κυβέρνηση Τσίπρα, τόσο πιο αυστηρή θα είναι η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου από τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές. Θα πρέπει επίσης να περιμένουμε ότι η πολυδιαφημισμένη αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, η οποία συμφωνήθηκε σε πολιτικό επίπεδο στα τέλη του 2012, δεν θα προσφέρει σημαντικές δημοσιονομικές «ανάσες» στην ελληνική οικονομία. Με δυο λόγια, η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μας μεταχειριστούν οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι πιστωτές.

Άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη
Κάθε φορά που ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας διαπιστώνει την αδυναμία του να διαχειριστεί αποτελεσματικά το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο, το οποίο ο ίδιος διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε, επιχειρεί μια πολιτική παράκαμψη μέσα από τη διπλωματία κορυφής. Οι επαφές που είχε με τον σοσιαλιστή Πρόεδρο της Γαλλίας κ. Ολάντ και τον σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Σουλτς εντάσσονται στο πλαίσιο της προσπάθειας αναζήτησης πολιτικής διεξόδου από τα οικονομικά προβλήματα.
Κατά την άποψή μου, είναι θετική η σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ από τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την ευρύτερη κεντροαριστερά. Θα πρέπει όμως ο πρωθυπουργός να είναι σε θέση να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ πολιτικής επιχειρηματολογίας και κυβερνητικής πολιτικής.
Ο κ. Ολάντ προσπαθεί να αξιοποιήσει τον κ. Τσίπρα για να ενισχύσει την επιρροή της Γαλλίας στην Ελλάδα και για να εξασφαλίσουν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές αριστερές εφεδρείες στη Νότια Ευρώπη. Τα καλά λόγια του κ. Ολάντ και το καλό πολιτικό κλίμα και η διάθεση δεν οδηγούν στην κατάργηση των υπολογισμών που σχετίζονται με το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο.
Η άποψη της κυβερνητικής ηγεσίας, σύμφωνα με την οποία υπάρχει πλήρης συμφωνία Ελλάδας και ευρωπαϊκών θεσμών για την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου και απλώς αντιδρά το ΔΝΤ, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Στις επαφές που είχα με κορυφαίους παράγοντες των ευρωπαϊκών θεσμών στο πλαίσιο της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η οποία παρακολουθεί την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου διαπίστωσα, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι ζητούν από την κυβέρνηση Τσίπρα πρόσθετα μέτρα προσαρμογής και ότι αρνούνται να χαλαρώσουν τη συνεργασία τους με το ΔΝΤ.
Συνιστώ, λοιπόν, στον πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του να αξιοποιήσουν τα καλά λόγια και το καλό πολιτικό κλίμα με τους Ευρωσοσιαλιστές, να μη θεωρήσουν όμως ότι μπορεί να υπάρξει ευρωσοσιαλιστική παράκαμψη των συμφωνηθέντων.

Αλλαγή μείγματος
Επιβάλλεται η άμεση παρέμβαση του πρωθυπουργού για τη βελτίωση του μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο προωθεί η κυβέρνηση. Σχεδόν καθημερινά επιβεβαιώνεται ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Η τελευταία κυβερνητική διαρροή στα ΜΜΕ προετοιμάζει το έδαφος ακόμη και για την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από 23% σε 24%, στο όνομα της διεκδίκησης πρόσθετων εσόδων 500 έως 600 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Οι φόροι που επιβάλλει η κυβέρνηση στις τουριστικές υπηρεσίες, στην εστίαση, στην εμφιάλωση οίνου, στις διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία, στα καύσιμα, στα ποτά, στον καπνό και στο καλάθι της νοικοκυράς και στις υπηρεσίες μέσω αύξησης ΦΠΑ οδηγούν σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές περιπέτειες. Το πιθανότερο είναι ότι η υπερφορολόγηση θα οδηγήσει σε μείωση αντί για αύξηση των εσόδων του Δημοσίου, θα υπονομεύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα και τη βιωσιμότητα πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και θα οδηγήσει, σε διάστημα λίγων μηνών, στην ανάγκη επιβολής πρόσθετων μέτρων λόγω αδυναμίας επίτευξης των στόχων.
Η μείωση των αμυντικών δαπανών με βάση το αρχικό πρόγραμμα, η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου και η μείωση της κρατικής επιδότησης του βαθιά προβληματικού ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπει ένα φρένο στην υπερφορολόγηση και να γίνει περισσότερο αποτελεσματικό και αναπτυξιακό το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται.