Εμείς και οι «άλλοι» - Free Sunday
Εμείς και οι «άλλοι»

Εμείς και οι «άλλοι»

Ώσπου το περασμένο Σάββατο διάβασα στο κολλημένο στο δέντρο παιδικής χαράς της ανατολικής Θεσσαλονίκης ενοικιαστήριο ότι ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος 135 τ.μ. στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας της περιοχής αναζητούσε ένοικο αποκλειστικά στον γηγενή πληθυσμό. Στο κλασικό μακρόστενο λεπτό χαρτί με τα κόκκινα μεγάλα γράμματα, είχε γράψει με κεφαλαία «ΟΧΙ ΣΕ ΞΕΝΟΥΣ». 

Σε μια χρονική περίοδο που η κατοχή αναξιοποίητης ακίνητης περιουσίας ισοδυναμεί με μεγάλο βάρος για κάθε φορολογούμενο και σε μια περιοχή στην οποία ο αριθμός των αλλοδαπών κατοίκων είναι πολύ μικρός, και συνεπώς η πιθανότητα να εκδηλωθεί ενδιαφέρον ενοικίασης από μη γηγενείς είναι εξαιρετικά μικρή, ο άνθρωπος αυτός επέλεγε να επιδείξει με σπουδή τις ξενοφοβικές του θέσεις. Μοιάζει προφανές ότι η μάλλον ασυνείδητη προσθήκη της διευκρίνισης στο χαρτί του ενοικιαστηρίου μαρτυρά βαθιές πεποιθήσεις του ανθρώπου αυτού για την ασυμμετρία μεταξύ του «εμείς» και του «άλλου». Πώς, αλήθεια, αντιμετωπίζει όποιον (και ίσως ακόμη περισσότερο όποια) αποκλίνει από τις κυρίαρχες ιδιότητες φυλής ή θρησκείας η ελληνική κοινωνία;

Πρόσφατη συγκριτική μελέτη των αξιών δέκα διαφορετικών ευρωπαϊκών κοινωνιών υλοποιημένη από το ερευνητικό κέντρο Pew αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες είναι οι πλέον επιφυλακτικοί έναντι της ταυτότητας ενός «άλλου». Η επιφυλακτικότητα αποτυπώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στην κατανομή των απαντήσεων στο ερώτημα αν η αύξηση του αριθμού ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας ή φυλής στην Ελλάδα την καθιστά ένα καλύτερο μέρος για να ζήσει κανείς, επί του οποίου το 63% τοποθετείται αρνητικά και μόλις το 10% θετικά. 

Το ποσοστό αρνητικής τοποθέτησης επί του ερωτήματος είναι το πλέον υψηλό στις δέκα χώρες που μελετήθηκαν και είναι μάλιστα πάνω από τρεις φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, αλλά και στην Ισπανία. Το εντυπωσιακότερο είναι ότι η πεποίθηση αυτή απλώνεται σε όλο το εύρος της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς να διαχωρίζει τους λιγότερο από τους περισσότερο μορφωμένους ή εκείνους που τοποθετούνται στην «Αριστερά» από εκείνους που τοποθετούνται στη «Δεξιά». 

Ως προς το δεύτερο, μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των «αριστερών» ψηφοφόρων που τοποθετούνται αρνητικά στο παραπάνω ερώτημα είναι υψηλότερο ακόμη και από αυτό των «δεξιών» ψηφοφόρων που τοποθετούνται αρνητικά στο ίδιο ερώτημα σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ένδειξη της αδυναμίας του κλασικού άξονα «αριστερά - δεξιά» να καθρεφτίσει τις αξιακές διαφορές στην ελληνική περίπτωση.

Η επιφυλακτικότητα αυτή δεν φαίνεται να πηγάζει από την πρόσφατη και ανεξέλεγκτη προσφυγική ροή από την εμπόλεμη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, καθώς στην Ελλάδα τα ποσοστά εκείνων που απαντούν ότι η έλευση των προσφύγων στη χώρα αύξησε είτε τις πιθανότητες τρομοκρατικών επιθέσεων είτε την εγκληματικότητα δεν είναι πλειοψηφικά και πάντως είναι σημαντικά χαμηλότερα εκείνων που καταγράφηκαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Παρόλο που το ποσοστό εκείνων που εκτιμούν ότι οι προσφυγικές ροές αυξάνουν το οικονομικό βάρος για τη χώρα λόγω των αναγκών στήριξης των προσφύγων και λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας για τον γηγενή πληθυσμό (72%) είναι υψηλό, υπάρχουν δύο ευρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων έναντι των «άλλων» έχει βαθύτερες ρίζες. 

Κατά πρώτον, τα 2/3 των Ελλήνων εκφράζουν απερίφραστα και χωρίς αστερίσκους αρνητικές θέσεις για τους Μουσουλμάνους και τους Ρομά (65% και 67% αντιστοίχως), ενώ το 55% εκφράζει την ίδια θέση και για τους Εβραίους. Και στις τρεις περιπτώσεις τα ποσοστά αυτά βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των δέκα υπό μελέτη χωρών, με την περίπτωση των συναισθημάτων έναντι των Εβραίων να συνιστά μια μοναδικότητα, καθώς το ποσοστό αντισημιτισμού είναι υπερτριπλάσιο του μέσου όρου στην Ευρώπη. 

Τα ευρήματα για τους Ρομά και τους Εβραίους υποδηλώνουν την ύπαρξη μονιμότερου –και μη σχετιζόμενου με τη συγκυρία– αμυντικού μηχανισμού έναντι των «άλλων». Κατά δεύτερον, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων (93% και 78% αντίστοιχα) κρίνει ότι η υιοθέτηση των εθίμων και των παραδόσεων και η ιδιότητα του Χριστιανού είναι στοιχεία απαραίτητα προκειμένου κάποιος να χαρακτηρίζεται ως Έλληνας. Είναι προφανές ότι τέτοιες τοποθετήσεις εμποδίζουν την αποδοχή από την πλειοψηφία των ατόμων που δεν κατέχουν τις ιδιότητες αυτές, ακόμα και όταν έχουν τυπικά την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.

Με ένα τόσο διευρυμένο ως προς το περιεχόμενο «άλλο», είναι επόμενο ότι η επιφυλακτικότητα προς τον άγνωστο που δεν μοιράζεται συγκεκριμένες συνήθειες ή αποκλίνει από τη δική μας εικόνα μετατρέπεται σε γενικευμένη ξενοφοβία, που τελικά αποτυπώνεται ακόμη και σε ένα ενοικιαστήριο. Οι πληγές του έθνους χαράσσουν δικαίως μνήμες, όμως οι μνήμες δημιουργούν αναίτια συλλογικά στερεότυπα. Και τα συλλογικά στερεότυπα εφορμούν στις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις μας.