Επιλογή εξόδου - Free Sunday
Επιλογή εξόδου

Επιλογή εξόδου

Τη δεκαετία του 1970 η προσέλευση στην κάλπη ήταν το δικαίωμα που συμβόλιζε τη συνειδητοποίηση της επιστροφής στη δημοκρατία. Τη δεκαετία του 1980 η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν η ευκαιρία για μια σύντομη εκδρομή στην επαρχία, στον τόπο γέννησης, και για μια γιορτινή αντάμωση της διευρυμένης οικογένειας. Τη δεκαετία του 1990 η προσέλευση στην κάλπη πρόδιδε την αγωνία μας να δείξουμε την ανανεωμένη μας πολιτική ταυτότητα, είτε του «εκσυγχρονισμού» είτε του «μεσαίου χώρου». Τη δεκαετία του 2000 η προσέλευση στην κάλπη ήταν απλώς ντεμοντέ, ίσως γιατί όλα είχαν κατακτηθεί, ίσως γιατί όλα είχαν στρογγυλέψει. 

Και ύστερα ήρθε η κρίση. Περπατήσαμε σε πορείες το 2010, γεμίσαμε τις πλατείες το 2011, προσήλθαμε στην κάλπη για να ψηφίσουμε «τα πάντα» τον Μάιο του 2012 και «τη ρήξη» τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο του 2015. Όμως από τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν η αποχή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και σκαρφάλωσε στο 25% του πραγματικού αριθμού ψηφοφόρων σύμφωνα με τους αναλυτές, η κάλπη έγινε για πρώτη φορά απωθητική. 

Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η δηλούμενη πρόθεση αποχής από τις επόμενες εκλογές παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 50% σε σύγκριση με αυτήν που είχε καταγραφεί σε δημοσκοπήσεις του περασμένου χρόνου και αγγίζει πλέον το 1/6 του εκλογικού ακροατηρίου. Τι συμβολίζει, λοιπόν, σήμερα η μη προσέλευση στην κάλπη;

Η πρόσφατη έρευνα της Prorata εστίασε μεταξύ άλλων και στις πιθανές συσχετίσεις της αποχής με τα κυρίαρχα συναισθήματα για την πολιτική και, επιπλέον, διέκρινε τη «συστηματική» από την «ευκαιριακή» αποχή. Πολίτες που έχουν πάψει να ψηφίζουν γενικώς (η λεγόμενη «συστηματική» αποχή) ενεργούν –ή ίσως δεν ενεργούν– στη βάση διαφορετικών σκέψεων από αυτούς οι οποίοι αποφασίζουν να μην ψηφίσουν σε μια συγκεκριμένη αναμέτρηση (η λεγόμενη «ευκαιριακή» αποχή). 

Η έρευνα εκτίμησε το ποσοστό της «συστηματικής» αποχής οποτεδήποτε γίνουν οι επόμενες εκλογές στο 5% και το αντίστοιχο της «ευκαιριακής» στο 9%, ποσοστά αυξημένα και τα δύο κατά 50% σε σχέση με αυτά που η έρευνα κατέγραψε για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. 

Οι απέχοντες και των δύο κατηγοριών διαφοροποιούνται από τους πολίτες που δηλώνουν πρόθεση προσέλευσης στην κάλπη ως προς την ένταση του θυμού για την πολιτική πραγματικότητα: το 54% όσων απέχουν «συστηματικά» και το 61% όσων απέχουν «ευκαιριακά» επιλέγουν τον θυμό ως το κυρίαρχο συναίσθημά τους. Οι συμμετέχοντες, από την άλλη, επιλέγουν εξίσου συχνά τον θυμό και την αγωνία (38% και 27% αντιστοίχως) ως τα κυρίαρχα συναισθήματά τους. Η αποχή είναι, λοιπόν, η αντίδραση ενός μέρους του «θυμωμένου ακροατηρίου».

Όμως από πού πηγάζει ο θυμός; Ανιχνεύοντας τις τοποθετήσεις των ερωτηθέντων σε μια σειρά κλασικών κλιμάκων μέτρησης της πολιτικής αποτελεσματικότητας και της πολιτικής αποξένωσης, η έρευνα της Prorata διαπίστωσε ότι οι απέχοντες είναι πολύ πιθανότερο, σε σχέση με τους συμμετέχοντες στην εκλογική διαδικασία, να νιώθουν πολιτικά αποξενωμένοι από τους εκπροσώπους τους. 

Εννέα στους δέκα απέχοντες δήλωσαν ότι «οι πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα και όχι για το συμφέρον της κοινωνίας» και πάνω από τα 8/10 δήλωσαν ότι «αυτοί που κυβερνούν δεν καταλαβαίνουν προβλήματα που έχουν άνθρωποι σαν κι εμένα». Τα αντίστοιχα ποσοστά για εκείνους που δήλωσαν πρόθεση προσέλευσης στην κάλπη ήταν χαμηλότερα κατά παραπάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Ο θυμός προκύπτει σίγουρα από ένα παρατεταμένο αίσθημα αποξένωσης.

Όμως αξίζει να υπογραμμιστεί και ένα άλλο εύρημα: η διαφοροποίηση της «ευκαιριακής» αποχής από τη «συστηματική» αποχή ως προς την τοποθέτηση των ερωτηθέντων των δύο κατηγοριών στην άποψη ότι «άτομα όπως εγώ δεν έχουν λόγο σε αυτά που κάνει η κυβέρνηση». Οι μισοί από εκείνους που δηλώνουν ότι θα απέχουν στην επόμενη αναμέτρηση συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι όντως αισθάνονται αναποτελεσματικοί πολιτικά, δηλαδή συμφωνούν με την άποψη ότι «άτομα όπως εγώ δεν έχουν λόγο σε αυτά που κάνει η κυβέρνηση». Το αντίστοιχο ποσοστό για τους «συστηματικά» απέχοντες, αλλά και όσους δηλώνουν πρόθεση συμμετοχής στην κάλπη, δεν ξεπερνά το 30%. Η «νέα αποχή», λοιπόν, πηγάζει από την αίσθηση αναποτελεσματικότητας της ψήφου και έρχεται να προστεθεί στην πλέον εδραιωμένη αίσθηση αποξένωσης. 

Η ματαιότητα της πολιτικής πράξης της ψήφου, εμπεδωμένη μετά την αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων και της υπογραφής της συμφωνίας του περσινού Ιουλίου, δημιουργεί το συναίσθημα του θυμού. Η δυσπιστία έναντι της δοκιμασμένης και παλαιάς ΝΔ μετατρέπεται επίσης σε θυμό όταν προστίθεται η εικόνα των κοινωνικά απόμακρων στελεχών που «δεν κατανοούν ανθρώπους σαν εμένα». 

Συνδυαστικά, οι δύο θυμοί καθιστούν την «επιλογή εξόδου» πιο λαμπερή.