Συνεννόηση τώρα για έναν νέο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό κύκλο - Free Sunday
Συνεννόηση τώρα για έναν νέο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό κύκλο

Συνεννόηση τώρα για έναν νέο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό κύκλο

Η δημοκρατική αντιπολίτευση, κοινοβουλευτική και μη, κατόρθωσε για πρώτη φορά να συναντηθεί σε κοινή πολιτική δράση όταν τέθηκε σε διακινδύνευση η θέση της χώρας στην Ευρωζώνη το μακρύ καλοκαίρι του 2015.

Χωρίς χρόνο ικανής προετοιμασίας, με άριστα όμως αντανακλαστικά, διατύπωσε τεκμηριωμένα και γενναία τη θέση της υπέρ της παραμονής μας στο ευρώ και, παρά τον τακτικό αιφνιδιασμό της κυβέρνησης, πέτυχε να πείσει για την ορθότητα της στάσης της πολύ περισσότερους από αυτούς που ψήφισαν υπέρ του «ναι», όπως αποδείχθηκε από τα πράγματα στη συνέχεια.

Το πρώτο, λοιπόν, αυτό πείραμα, που συμπεριλάμβανε τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, κατέταξε ad hoc αυτές τις δυνάμεις, μαζί φυσικά με μικρότερες, όπως η Δράση και η Δημιουργία, Ξανά!, στο φιλοευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό μέτωπο. Βασικό προσδιοριστικό στοιχείο αυτού του μετώπου υπήρξε η πίστη στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και η προσήλωση στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης ως μοναδικής προϋπόθεσης και ευκαιρίας για την επιβίωση και την ευημερία του έθνους σε συνθήκες σκληρού και πολύπλοκου διεθνούς ανταγωνισμού. Και, κατά τη γνώμη μου, εκείνο που λειτούργησε ενοποιητικά τη δεδομένη ιστορική στιγμή είναι η συνείδηση της ευθύνης ότι οι κατακτήσεις στις οποίες οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις συντέλεσαν δεν πρέπει να χαθούν, και μάλιστα τόσο φτηνά.

Η εμπειρία αυτή εμβάθυνε τον προβληματισμό, που ήδη είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 2010, για τις αιτίες της δημοσιονομικής εκτροπής και του υπερδανεισμού της χώρας. Αναθεώρησαν τις καθεστηκυίες αντιλήψεις για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και το μέγεθος των κρατικών δαπανών, αναγνώρισαν τα καταστροφικά αποτελέσματα της πελατειακής διασύνδεσης μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων, αλλά και της διάχυτης αναξιοκρατίας, και απενοχοποίησαν τόσο το κέρδος ως κίνητρο για την ανάπτυξη όσο και την προοπτική συμμετοχής της ιδιωτικής οικονομίας σε πεδία που μέχρι σήμερα αποτελούσαν κρατικό προνόμιο.

Αυτά τα βήματα έγιναν, είναι στέρεα και κανείς δεν διανοείται, παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις στον δημόσιο λόγο, να επιστρέψει σε δόγματα ή ευκολίες του παρελθόντος που κανέναν πλέον δεν συγκινούν. Ακόμη κι όταν ανεβαίνουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του μετώπου, αυτό γίνεται κυρίως για να καθιστά κάθε πολιτική δύναμη διακριτό το στίγμα της και να μοχλεύει τον κομματικό πατριωτισμό στους φίλους και στα μέλη της και όχι γιατί υπάρχουν πραγματικές διαφορές.

Αυτό άλλωστε ενισχύεται αν παρατηρήσει κανείς τον εντυπωσιακό βαθμό σύγκλισης απόψεων μεταξύ των ανθρώπων που ανήκουν στα κόμματα αυτά, αλλά και την κοινή τους επιθυμία η πολιτική προσπάθεια να αποδώσει ως αποτέλεσμα την εκλογική αλλά και στρατηγική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και της ολέθριας δημαγωγικής πολιτικής του, που οδηγεί την οικονομία σε πλήρη διάλυση και τη χώρα σε διεθνή απομόνωση. Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι αυθαίρετα. Είναι συμπεράσματα ασφαλή και αποτελούν κτήμα των κομμάτων που πρωταγωνιστούν και των στρατηγείων τους.

Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, έναν χρόνο πριν, ο ίδιος αυτός κόσμος θέλησε να έχει λόγο στο ποιος θα εκλεγεί αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάτι που θα ήταν αδιανόητο υπό άλλες συνθήκες, ακριβώς επειδή αντιλήφθηκε ότι η τετελεσμένη σύγκλιση, η σύγκλιση που ήδη έχει επιτευχθεί στην κοινωνία, πρέπει να εκφραστεί με τον πιο ταιριαστό και αυθεντικό τρόπο, αφού δεν νοείται πολιτική λύση της οποίας δεν θα αποτελεί μέρος –και μάλιστα το μεγαλύτερο– το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι δεδομένο ότι θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην εξουσία, αφού δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Θα συνεχίσει να καταστρέφει κάθε παραγωγικό απομεινάρι στην οικονομία και να εξαπατά τον λαό, προκειμένου να εξαγοράσει πολιτικό χρόνο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι φιλοευρωπαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις οφείλουν να συμβάλουν όχι μόνο στην αποδόμηση της χειρότερης κυβέρνησης των τελευταίων δεκαετιών αλλά και στη δημιουργία προσδοκίας στους πολίτες ότι η επόμενη μέρα για τη χώρα θα είναι διαφορετική και ότι σύντομα θα επανέλθει στην κανονικότητα. Οφείλουν να μεταδώσουν στους πολίτες το αίσθημα ασφάλειας και την προοπτική μιας καινούργιας ιστορικής φάσης, στη διάρκεια της οποίας η χώρα θα «ξαναπάρει μπροστά», αφήνοντας πίσω της ως κακό όνειρο αυτά που βιώνει σήμερα.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, χώρος –και, πολύ φοβάμαι, ούτε χρόνος– για επουσιώδεις αντιπαραθέσεις, που έχουν να κάνουν περισσότερο με την εκφορά και λιγότερο με την ουσία του δημόσιου λόγου. Πρόκειται για περιττή ανάλωση δυνάμεων και για τακτική που αποκαρδιώνει τους δημοκρατικούς πολίτες που ήδη έχουν προχωρήσει μπροστά κάνοντας την υπέρβασή τους. Η χειρότερη επένδυση τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι η επένδυση στον κομματικό πατριωτισμό. Είναι επένδυση περιχαράκωσης και ήττας.

Η ευθύνη αποτροπής μιας τέτοιας εσφαλμένης τακτικής ανήκει βέβαια σε όλους. Και σ’ εκείνους που «βάζουν τα λιγότερα», καθώς επιβάλλεται να συνειδητοποιήσουν ότι το μετεκλογικό σκηνικό προϋποθέτει συναινέσεις που είναι δοκιμασμένα εφικτές και ευπρόσδεκτες από τους ψηφοφόρους τους με ταυτόχρονη αναγνώριση ότι δεν μπορεί παρά να έχει κυρίαρχο ρόλο η ΝΔ, και στη ΝΔ, που «βάζει τα περισσότερα», αφού πρέπει να λειτουργεί με συνείδηση ότι όση κι αν είναι η εκλογική και κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, χρειάζεται ευρύτερη κοινωνική και πολιτική βάση για να κυβερνήσει δίκαια και αποτελεσματικά.


Επειδή οι πολίτες δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν και να παρακολουθούν τις πολιτικές δυνάμεις να αναλώνονται στο επουσιώδες, είναι ανάγκη από τώρα, χωρίς άλλη καθυστέρηση, να καταρτιστεί πλαίσιο συνεννόησης που θα στηρίζεται και θα ορίζεται από τις κοινές παραδοχές του μετώπου του «ναι» και θα παρέχει στον λαό τα εχέγγυα ενός νέου, μακρού και αδιατάρακτου δημοκρατικού κοινοβουλευτικού κύκλου, στη διάρκεια του οποίου η χώρα θα ξαναβρεί τον δρόμο της προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, οι δημοκρατικές φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις δεν θα έχουν ανταποκριθεί στην ιστορική τους ευθύνη, αφήνοντας στη μέση μια διαδικασία σύγκλισης που ξεκίνησε με ευοίωνες προοπτικές ενάμιση χρόνο πριν και –το χειρότερο– θα στερήσουν από τη χώρα την τελευταία της ευκαιρία να ανακάμψει.