Εθισμένος πολιτικός - Free Sunday
Εθισμένος πολιτικός

Εθισμένος πολιτικός

Τα σχόλια επικεντρώθηκαν τόσο στην έκταση του χώρου που παραχωρήθηκε στον αρχηγό ενός μη κοινοβουλευτικού κόμματος μόλις τέσσερις ημέρες μετά την ίδρυση ενός νέου –χωρίς διακριτές διαφορές από το προηγούμενο– από τον ίδιο όσο και στο περιεχόμενο του λόγου του πρώην αρχηγού του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Γιατί επανεμφανίζεται ο κ. Καρατζαφέρης στο μιντιακό-πολιτικό σκηνικό; Πόσο νέο είναι αυτό που κομίζει; Και τελικά ποια μπορεί να είναι η επίδραση της εμφάνισής του σε ένα ευμετάβλητο κομματικό σύστημα;

Το πρώτο ερώτημα είναι το απλούστερο από τα δύο. Από την πλευρά των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η απλόχερη παραχώρηση χώρου και χρόνου σε έναν πολιτικό που γνωρίζει τα τεχνάσματα αύξησης της αναγνωσιμότητας ή της τηλεθέασης ερμηνεύεται με όρους αγοράς. Από την πλευρά του κ. Καρατζαφέρη, η επιμονή του να διατηρείται στην πολιτική επικαιρότητα παρά τις εκλογικά τεκμηριωμένες αποτυχίες του μετά τις εκλογές του 2009 επιβεβαιώνει μια συνήθη δυσκολία των ηγετών να εγκαταλείψουν τον όποιο ρόλο τους στο πολιτικό προσκήνιο.

Η στάση τους αυτή θυμίζει την εμμονή πολλών ηθοποιών να παραμένουν στο θεατρικό σανίδι, και μάλιστα στους ρόλους που τους έχουν καθιερώσει καλλιτεχνικά, ακόμα και όταν η δημοφιλία τους έχει μειωθεί ή ακόμα και όταν οι ρόλοι αυτοί έχουν παιχτεί μεταγενέστερα και από νεότερους ηθοποιούς. Ως ενός σημείου, το κοινό δικαιολογεί τη νοσταλγία του καλλιτέχνη για τη ζωή που είχε, όμως τα όρια πέρα από τα οποία η κατανόηση γίνεται ενόχληση και το μεράκι για την τέχνη εκλαμβάνεται ως εθισμός στη δημοσιότητα είναι λεπτά.

Ο πρώην αρχηγός του ΛΑΟΣ δείχνει να αρνείται να εγκαταλείψει έναν ρόλο που έπαιξε με επιτυχία για περίπου μία δεκαετία: τον ρόλο του ακραίου, πλην όμως ενταγμένου στην κοινοβουλευτική λειτουργία, δεξιού κόμματος. Από το 2002, όταν η οριοθέτηση από την ηγεσία Κώστα Καραμανλή του δεξιού άκρου της ΝΔ σε θέση πλησίον του κέντρου του κλασικού άξονα «αριστερά-δεξιά» άφησε ακάλυπτο το υπερσυντηρητικό ακροατήριο του κόμματος, έως το 2012, όταν ο ΛΑΟΣ προσκλήθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα ως εταίρος στην τρικομματικής στήριξης κυβέρνηση Παπαδήμου, το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη προσέλκυε τις ψήφους των κοινωνικά συντηρητικών και ταυτόχρονα δυσαρεστημένων από τη λειτουργία του δικομματισμού εκλογέων. 

Όμως η ανάδυση της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ ως κοινοβουλευτικών δυνάμεων, το 2012, στέρησαν από τον ΛΑΟΣ τη μοναδικότητα του ακραίου, ενώ παράλληλα η ένταση των αντιδράσεων κατά του μνημονίου ενίσχυσε τη ζήτηση για κόμματα που τοποθετούνταν απέναντι στις συστημικές δυνάμεις, ιδιότητα που το κόμμα είχε απολέσει μετά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου παρά τη σπασμωδική αποχώρησή του πριν από τις εκλογές του 2012. Ο ρόλος με τον οποίο ο κ. Καρατζαφέρης είχε καθιερωθεί «παιζόταν» πλέον με την ανάλογη επιτυχία από νέους πρωταγωνιστές.

Ο ίδιος όμως, όπως ο καλλιτέχνης, δεν φαίνεται να θέλει να το παραδεχτεί. Ο λόγος του κόμματος, για να απαντήσουμε και στο δεύτερο από τα αρχικά ερωτήματα, δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από αυτόν που εκφράστηκε από τον ΛΑΟΣ στο παρελθόν: ξενοφοβικά συναισθήματα, κοινωνικός αναχρονισμός, ευρωσκεπτικισμός και οικονομικός λαϊκισμός. Δεν φαίνεται όμως να διαφοροποιείται και από τις θέσεις άλλων σχημάτων του δεξιού άκρου, τα οποία μάλιστα βρίσκονται πλέον σε θέση ισχύος, κάτι που μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος. 

Η Χρυσή Αυγή δείχνει να έχει πλέον θεμελιώσει τις σχέσεις της με τους ψηφοφόρους που τη στήριξαν για πρώτη φορά πριν από τέσσερα χρόνια, ενώ οι ΑΝΕΛ επωφελούνται από τον ρόλο τους ως κυβερνητικού εταίρου, μια ιδιότητα που τους επιτρέπει να τεκμηριώνουν πρακτικά πολλά από τα σημεία του προγραμματικού τους λόγου. Κατά συνέπεια οι (μικροί) ρόλοι που θα ταίριαζαν στο νέο κόμμα υπό τον κ. Καρατζαφέρη έχουν μοιραστεί, ενώ την ίδια ώρα η πρωταγωνίστρια του δεξιού ημισφαιρίου, η ΝΔ, δείχνει τη διάθεση να διατηρήσει το διευρυμένο ρεπερτόριό της παρά την εκλογή στην ηγεσία ενός κεντροδεξιού πολιτικού. 

Με δεδομένο ότι ο αρχηγός του νέου κόμματος της Εθνικής Ενότητας αντιλαμβάνεται τα παραπάνω πολιτικά δεδομένα, η προώθηση ενός «δοκιμασμένου» και «ξαναζεσταμένου» φαγητού μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως εκδήλωση του εθισμού του στο πολιτικό-μιντιακό σκηνικό.