Σοβαρός κίνδυνος επιστροφής του σεναρίου του σκληρού Grexit - Free Sunday
 Σοβαρός κίνδυνος επιστροφής του σεναρίου του σκληρού Grexit

Σοβαρός κίνδυνος επιστροφής του σεναρίου του σκληρού Grexit

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας βρίσκεται για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια σε πορεία μετωπικής σύγκρουσης με εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών και ισχυρών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Το πρώτο εξάμηνο του 2015 είχε τη δικαιολογία ότι δεν γνώριζε τους κανόνες του παιχνιδιού και γι’ αυτό είχε «καπελωθεί» από τον τότε υπουργό Οικονομικών κ. Βαρουφάκη.

Σήμερα όμως δεν μπορεί να επικαλεστεί την ίδια δικαιολογία, γιατί είναι αρκετά έμπειρος ώστε να μπορεί να διακρίνει το οικονομικό και πολιτικό ρίσκο σε μια περίοδο κατά την οποία η Ε.Ε. βρίσκεται σε κρίση και αλλάζει δυναμικά το πολιτικό τοπίο σε αυτήν. Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πρωθυπουργός γνωρίζει ποιους κινδύνους αναλαμβάνει για λογαριασμό μας.

Η επιστροφή του Σόιμπλε

Με την αιφνιδιαστική απόφαση να δώσει χριστουγεννιάτικο βοήθημα 617 εκατ. ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας αναβάθμισε τον ρόλο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Σόιμπλε στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Ο κ. Σόιμπλε επιχειρηματολόγησε το 2015 πως θα ήταν καλύτερα να δοθεί στην Ελλάδα μια οικονομική βοήθεια της τάξης των 40-50 δισ. ευρώ για να αποχωρήσει, με τη θέλησή της, από την Ευρωζώνη παρά να δεσμευτούν πρόσθετοι πόροι στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί η έκβασή του. 

Κατά την άποψή μου, για να μην οδηγηθούμε στην πλήρη κατάρρευση μέσω Grexit, η οικονομική στήριξη από τους εταίρους πρέπει να αναλογεί τουλάχιστον στα 2/3 του χρέους των 320 δισ. ευρώ. Για να μείνουμε στην Ευρωζώνη και να βγούμε από την κρίση θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να φτάσουμε στην ελάφρυνση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά το 1/3. Για να φύγουμε από την Ευρωζώνη και να επιστρέψουμε στο εθνικό νόμισμα η ελάφρυνση του χρέους πρέπει να φτάνει στα 2/3 του συνόλου, εφόσον με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα υποτιμήσουμε δραστικά το εθνικό νόμισμα για να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα χρωστάμε πλέον σε σκληρό συνάλλαγμα –το ευρώ– ενώ θα λειτουργούμε με νόμισμα τη δραχμή. 

Οι παραπάνω υπολογισμοί δεν δεσμεύουν πολιτικά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και είναι φανερό ότι όσο πιο επιθετικά, από πολιτική άποψη, κινείται ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, τόσο πιο σκληρή θα είναι η απάντηση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε και των περισσότερων ομολόγων του της Ευρωζώνης, οι οποίοι αναλύουν λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο την ελληνική κρίση.

Πολιτική διαχείριση

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας προχώρησε σε μια εντυπωσιακή μονομερή ενέργεια, παρά το γεγονός ότι το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο που ο ίδιος διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε αποκλείει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαχείρισης που μπορεί να γίνει και προεκλογική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε φάση μεγάλης δημοσκοπικής πτώσης και ένας από τους βασικούς λόγους είναι η αθέτηση των υποσχέσεών του προς τους συνταξιούχους. Με το χριστουγεννιάτικο βοήθημα, που έχει κόστος 617 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό, ο κ. Τσίπρας ανακόπτει τη δημοσκοπική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθεί να διευκολύνει τη συσπείρωση των ψηφοφόρων του, εφόσον είναι πολύ πιθανό να υποχρεωθεί η κυβέρνηση να πάει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη διάρκεια του επόμενου εξαμήνου.

Το πρόβλημα είναι ότι πολιτικούς υπολογισμούς δεν κάνει μόνο ο κ. Τσίπρας αλλά όλοι όσοι πρωταγωνιστούν στη διαχείριση του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε, ο οποίος έχει ρεκόρ δημοτικότητας στη χώρα του –της τάξης του 70%-75%–, εφόσον έχει επιτύχει αυτό που εμείς θεωρούμε ακατόρθωτο. Σταθερή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, υποχώρηση της ανεργίας στο 6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αύξηση των κοινωνικών παροχών, μείωση της φορολογίας και μηδενισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αντίθετα, στη χώρα μας ο κ. Σόιμπλε έχει ποσοστό δημοτικότητας της τάξης του 15%, εφόσον είναι ο αγαπημένος πολιτικός στόχος όλων όσοι θεωρούν –ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση– ότι η Γερμανία με την επιτυχία της και τις επιλογές της στον οικονομικό τομέα συμβάλλει στη συνέχιση της ελληνικής αποτυχίας.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας αξιολογεί βέβαια τις κινήσεις του με βάση τις πολιτικές του ανάγκες στη χώρα του και όχι τη δημοτικότητά του στην Ελλάδα. Δεν μπορεί, λοιπόν, να δεχτεί τους ελιγμούς και τη διαχείριση τύπου Τσίπρα, διότι εκτίθεται πολιτικά, στο εσωτερικό του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος αλλά και στα κόμματα που κινούνται στα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών –πρόκειται για την Εναλλακτική για τη Γερμανία και για τους Φιλελεύθερους–, στη βάση του επιχειρήματος ότι με την αδράνειά του συμβάλλει στην άνοδο του κόστους που μπορεί να έχει για τους Γερμανούς φορολογούμενους η συνέχιση των δημοσιονομικών και οικονομικών προβλημάτων στην Ελλάδα. Λογικό είναι να θελήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην πορεία προς τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017, ασκώντας πίεση στην ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.

Ολόκληρο σύστημα

Ο κ. Σόιμπλε εκπροσωπεί ένα ολόκληρο σύστημα. Πίσω από αυτόν είναι η γερμανική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, που αναλύουν λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο το ελληνικό ζήτημα, ο πρόεδρος του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας κ. Ρέγκλινγκ.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επιδιώκει τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τον κ. Σόιμπλε, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα μπορέσει να προωθήσει λύσεις και συμβιβασμούς που θα εξυπηρετούν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση φαίνεται να οργανώνει μια νέα μετωπική αντιπαράθεση με βέβαιους ηττημένους την ελληνική οικονομία και την κοινωνία, εφόσον θα οδηγηθούμε σε μεγαλύτερο κόστος προσαρμογής με ακόμη μικρότερα οικονομικά αποτελέσματα.

Ύστερα από τη μετωπική ρήξη του 2015 και τη… βαρουφακιάδα στην οποία τον υποβάλαμε, ο κ. Σόιμπλε εμφανίζεται αυστηρός στην κρίση του σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση, λοιπόν, έχει υποχρέωση να του εξηγήσει τις θέσεις της, να στείλει το μήνυμα ότι έχει αφήσει οριστικά πίσω της την κρίση αξιοπιστίας του 2015 και πως μπορεί να συμβάλει στην αναζήτηση λύσεων κάνοντας τις αναγκαίες προτάσεις και προετοιμάζοντας το έδαφος για τους κατάλληλους συμβιβασμούς. 

Έτσι όπως κινούνται, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι βασικοί συνεργάτες του απλώς αναβιώνουν το σενάριο του Grexit, το οποίο υποστήριξε ο κ. Σόιμπλε κατά την κορύφωση της κρίσης του 2015 και χρειάστηκε η παρέμβαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ, του Προέδρου της Γαλλίας κ. Ολάντ, ακόμα και της ΝΔ, για να φτάσουμε στη στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα και στη ματαίωση της αναγκαστικής εξόδου από την Ευρωζώνη. 

Το πολιτικό περιβάλλον στην Ε.Ε. έχει γίνει πιο δύσκολο και απαιτητικό μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 και την κλιμάκωση της πολυδιάστατης κρίσης της Ε.Ε. Η επανάληψη μιας παραλλαγής του σεναρίου του 2015 με μετωπική σύγκρουση με την Ευρωζώνη για καθαρά εσωτερικούς πολιτικούς λόγους μπορεί να μας οδηγήσει, στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, σε ένα σκληρό και γρήγορο Grexit.