Η «τυφλή γωνία» της οδήγησης της ΝΔ προς τη νίκη - Free Sunday
Η «τυφλή γωνία» της οδήγησης της ΝΔ προς τη νίκη

Η «τυφλή γωνία» της οδήγησης της ΝΔ προς τη νίκη

Η βασική κατηγορία που καταλογίζουν φίλοι και εχθροί στην κυβέρνηση Τσίπρα είναι η αστάθεια των επιλογών της, με χαρακτηριστικότερο βέβαια παράδειγμα την απόσταση μεταξύ της υπόσχεσης ακύρωσης των μνημονιακών δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις και της υπογραφής μιας νέας δανειακής συμφωνίας με τους εταίρους. Παρά τις σημαντικές μεταβολές στην κατεύθυνση ωστόσο, η κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί με σταθερότητα μια ίδια στρατηγική σε όλες τις περιστάσεις: την επίκληση στο συναίσθημα. 

Από τα προεκλογικά συνθήματα για την «ελπίδα που έρχεται» έως τις κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 πολύ συχνές και διεκδικητικές αναφορές στις «γερμανικές αποζημιώσεις», και από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 έως τη μονομερή απόφαση διανομής μέρους του πλεονάσματος του 2016, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανώς ερεθίζει το συναίσθημα αδικίας που ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος αισθάνεται ότι ασκείται σε βάρος του από τις εγχώριες ή τις παγκόσμιες ελίτ. Και η εμπειρική παρατήρηση δείχνει ότι η στρατηγική ήταν κατά το παρελθόν πάντα πετυχημένη.

Πέρα από τις ίδιες τις νίκες του ΣΥΡΙΖΑ στις τρεις αναμετρήσεις του 2015, τα ευρήματα της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 επιβεβαιώνουν την επιτυχία της ακολουθούμενης από τον ΣΥΡΙΖΑ στρατηγικής της επίκλησης στο συναίσθημα. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία, η έντονη αντιπαράθεση με τους δανειστές εκλαμβανόταν ως η σωστή διαπραγματευτική τακτική από το 72% της κοινής γνώμης τον Φεβρουάριο του 2015 και, παρ’ ότι έβαινε μειούμενη, παρέμενε πλειοψηφική μέχρι και τον Μάιο του 2015, οπότε και η κυβέρνηση μετρίασε (προσωρινά) τους τόνους της, κάτι που πιθανότατα λειτούργησε στιγμιαία σε βάρος της. 

Παράλληλα, το 82% της κοινής γνώμης συμφωνούσε, τον Φεβρουάριο του 2015, με την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη σύσταση επιτροπής της Βουλής για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, ενώ το 46% έκρινε τον Αλέξη Τσίπρα «θαρραλέο» όταν εκείνος τον Μάρτιο του 2015 έθεσε δημοσίως το θέμα της Siemens και των γερμανικών αποζημιώσεων κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία. Χωρίς καμία αμφιβολία οι συμβολικές κινήσεις δικαίωσης βιωμάτων που εκλαμβάνονταν ως ιστορική υποταγή ευνοούσαν τον εκφραστή των συναισθημάτων αυτών, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως χωρίς δεύτερες σκέψεις, ίσως χωρίς μια μακροσκοπική ματιά στις προτεραιότητες, ίσως χωρίς το φιλτράρισμα του ορθολογισμού. Όμως τον ευνοούσαν.

Και τέτοιες κινήσεις δύσκολα δεν θα τον ευνοήσουν ακόμα και σήμερα που η δημοσκοπική υπεροχή του σε βάρος της ΝΔ έχει αναστραφεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόφαση της κυβέρνησης να ανακοινώσει –με εμφανή την τάση να αποδώσει στοιχεία φορτισμένης κίνησης μέσω του πρωθυπουργικού διαγγέλματος– τη διανομή επιδόματος στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ σε νησιά του Αιγαίου. 

Και τα δύο μέτρα έγιναν δεκτά από την απόλυτη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ενώ ακόμη και στις τάξεις των ψηφοφόρων της ΝΔ συγκέντρωσαν ποσοστά συμφωνίας μεγαλύτερα του 40%, σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας που διενήργησε η Prorata την εβδομάδα που ακολούθησε το πρωθυπουργικό διάγγελμα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η απόφαση στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων δεν εξελήφθη ως εσφαλμένη ούτε από κοινωνικο-επαγγελματικές ή ηλικιακές ομάδες οι οποίες θεωρητικά εμφανίζουν εξίσου μεγάλες ανάγκες στήριξης, όπως οι άνεργοι ή οι νέοι. 

Τα ποσοστά συμφωνίας με την απόφαση διανομής του επιδόματος ήταν πλειοψηφικά σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες (με εξαίρεση μόνο τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στους οποίους παρατηρήθηκε μια συμμετρική κατανομή των απαντήσεων υπέρ και κατά του μέτρου), και πάντως και στους ανέργους, καθώς επίσης και σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες. Ομοίως, το μέτρο της αναστολής αύξησης του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα νησιά του Αιγαίου αξιολογήθηκε θετικά από την πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας, χωρίς να παρατηρηθούν αντιδράσεις από κατοίκους άλλων, πλην του Αιγαίου, οικονομικά αδύναμων περιοχών.

Πώς επιτεύχθηκε αυτή η –πιθανότατα– πρόσκαιρη προσέγγιση μεταξύ της κοινής γνώμης και της κυβέρνησης; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στη στρατηγική της επίκλησης στο συναίσθημα. Η κοινωνική ομάδα που επιλέχθηκε να ενισχυθεί από την κυβέρνηση είναι μια αδύναμη ομάδα, η οποία μάλιστα κάθε άλλο παρά αποστασιοποιημένη είναι από άλλες εξίσου αδύναμες ομάδες, όπως οι νέοι άνεργοι, λόγω της δομής της μέσης ελληνικής οικογένειας. 

Η επιλογή στήριξής της από την κυβέρνηση δεν ήταν εύκολο να ακυρωθεί στη βάση μιας επιχειρηματολογίας που θα στηριζόταν σε οικονομικο-τεχνικούς υπολογισμούς και ανάλυση προτεραιοτήτων, ακριβώς γιατί η απάλυνση των δυσκολιών των γηραιότερων προκαλεί εύκολα το συναίσθημα. Πέραν αυτού, όμως, με την απόφασή της να προχωρήσει στη διάθεση μέρους του πλεονάσματος χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των εταίρων, η κυβέρνηση υπενθύμισε την αποφασιστικότητά της να συγκρούεται με την κάθε λογής «ιστορική αδικία», κίνηση που μοιάζει να έχει σίγουρη την επιτυχία στην κοινή γνώμη.

Το παράδειγμα του διαγγέλματος για την καταβολή του επιδόματος είναι ίσως χρήσιμο στην κυβέρνηση Τσίπρα για τους μελλοντικούς της χειρισμούς. Η αντίδραση της ΝΔ στο διάγγελμα είναι ίσως χρήσιμη ως αντιπαράδειγμα για τη μελλοντική αντιμετώπιση της στρατηγικής της «επίκλησης του συναισθήματος αδικίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν φαίνεται να λειτουργεί υπό συνθήκες συναισθηματικής έξαρσης. Και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε θέση να δημιουργεί τη συναισθηματική αυτή έξαρση, την ίδια ώρα που η ΝΔ πειραματίζεται με την προοπτική δημιουργίας αντιπαραθέσεων μεταξύ κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών, όπως, για παράδειγμα, οι ιδιωτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι. 

Ο ισχυρισμός μέρους της αντιπολίτευσης ότι η επιλογή ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων και όχι των δυνητικά παραγωγικότερων στρωμάτων νέων ανέργων θα πυροδοτούσε την αντίδραση των τελευταίων δεν επιβεβαιώθηκε, παρά το γεγονός ότι στηρίχτηκε και από ευρήματα ερευνών που, ωστόσο, σχεδιάστηκαν στη βάση στρεβλών ερωτημάτων που έθεταν στο επίκεντρο της σκέψης των ερωτώμενων την «κυβέρνηση» και όχι την ίδια την «πολιτική απόφαση» (όπως στο παρακάτω παράδειγμα ερώτησης: «Έπραξε σωστά η κυβέρνηση που έδωσε επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους ή θα έπρεπε να το δώσει στους ανέργους;»). 

Τα ερωτήματα αυτά παρήγαγαν αποτελέσματα που αποτυπώνουν τις (αναμφίβολα αρνητικές αυτή την περίοδο) στάσεις έναντι της κυβέρνησης και όχι έναντι της απόφασης χορήγησης του επιδόματος, για την οποία η κυρίαρχη τάση ήταν, όπως είδαμε, θετική. Με τον ίδιο τρόπο, ερωτήσεις που θέτουν το δίλημμα «κυβέρνηση Τσίπρα ή πρόωρες εκλογές» αποτυπώνουν τις (αναμφίβολα αρνητικές αυτή την περίοδο) στάσεις έναντι της κυβέρνησης και όχι τις ίδιες τις στάσεις έναντι των πρόωρων εκλογών, οι οποίες εκλαμβάνονται ως μη αποτελεσματική εξέλιξη και γι’ αυτό απορρίπτονται από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. 

Τέτοιες ερωτήσεις δημιουργούν μοιραία και εσφαλμένες αναγνώσεις. Σε κάθε περίπτωση, αγνοούν τον ρόλο ενός σημαντικού για τη διαμόρφωση των τρεχουσών εκλογικών προτιμήσεων παράγοντα: του συναισθήματος που προκαλούν οι εκάστοτε χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ. Υπό την έννοια αυτή, η ανάγκη συναισθηματικής δικαίωσης του εκλογικού σώματος αποτελεί την «τυφλή γωνία» της οδήγησης της ΝΔ προς τη νίκη.