Χρήσιμοι και μη - Free Sunday
Χρήσιμοι και μη

Χρήσιμοι και μη

«Θέλω και μπορώ να φανώ χρήσιμος στην κοινωνία». Την κοινοτοπία αυτή σίγουρα θα την έχετε διαβάσει στο προεκλογικό φυλλάδιο υποψήφιων βουλευτών. Παρ’ ότι πολύ «φορεμένη» για να είναι πειστική, η δήλωση αυτή είναι ειλικρινής, με τη σημαντική υπογράμμιση ότι η έννοια της χρησιμότητας είναι υποκειμενική. 

Για κάποιους, η έννοια της χρησιμότητας εξαντλείται στην πιστή αναπαραγωγή των προτιμήσεων πολιτικής και των αξιακών προτύπων του εκλογικού σώματος. Κάποιοι άλλοι νιώθουν χρήσιμοι σμιλεύοντας τα αδόμητα και κάποιες φορές παρωχημένα «θέλω» των πολιτών και μετατρέποντάς τα σε δημόσιες πολιτικές που, σε μια επόμενη φάση, θα βελτιώσουν την κοινωνική συμβίωση μεταξύ μεμονωμένων ατόμων. 

Πίσω από τις δύο διαφορετικές έννοιες της χρησιμότητας κρύβονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τον ρόλο των βουλευτών και των κομμάτων στην αλυσίδα της δημοκρατίας: απλή εκπροσώπηση συμφερόντων και αξιών των πολιτών από τη μια πλευρά, αλλά και παίδευση των πολιτών με στόχο την προώθηση πολιτικών βελτίωσης της κοινωνικής συμβίωσης από την άλλη. Αλήθεια, είναι αρκετό για τα κόμματα να εκπροσωπούν τη λαϊκή βούληση ή απαιτείται από αυτά να επεξεργάζονται τη βούληση αυτή και σταδιακά να τη μετασχηματίζουν προς την κατεύθυνση αρτιότερων ή κοινωνικά δικαιότερων λύσεων;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η δεύτερη εκδοχή προϋποθέτει ότι η άρτια ή κοινωνικά δικαιότερη ή προοδευτικότερη λύση μπορεί να οριστεί αντικειμενικά και να είναι κατά συνέπεια καθολικά αποδεκτή, συνθήκη ιδιαιτέρως απαιτητική. Αν, ωστόσο, αρκεστούμε σε έναν υποκειμενικό ορισμό της «άρτιας» ή «δίκαιης» ή «προοδευτικής» λύσης, τότε μάλλον θα συμφωνήσουμε ότι χρήσιμος δεν είναι ο βουλευτής ή το κόμμα εκείνο που αρκείται στη στρατηγική παρακολούθηση των τάσεων της κοινής γνώμης ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτές, αλλά εκείνο που συμβάλλει σε μια τέτοια λύση. 

Για τη δική μου υποκειμενικώς ορισμένη «άρτια και κοινωνικά δίκαιη λύση», ο κ. Γεράσιμος Γιακουμάτος δεν είναι χρήσιμος όταν δηλώνει ότι «η ομοφυλοφιλία είναι μια κολλητική αρρώστια», απλώς και μόνο επειδή η δήλωση αυτή απηχεί την κυρίαρχη στην κοινή γνώμη άποψη. Για τον ίδιο λόγο και η ΝΔ δεν είναι χρήσιμη όταν παρακολουθεί, ή ακόμα χειρότερα επαινεί, τον κοινωνικό συντηρητισμό που εκδηλώνεται συχνά και έντονα υπό τη μορφή θέσεων απέναντι σε μειονότητες πάσης φύσεως από ψηφοφόρους που τοποθετούνται στην Αριστερά, στο κέντρο ή στη Δεξιά. Για τον ίδιο λόγο και ο αρχηγός της ΝΔ δεν θα ήταν χρήσιμος αν δεν αξίωνε τη δημόσια μεταμέλεια του βουλευτή του κ. Γιακουμάτου για την πολλαπλώς προβληματική δήλωσή του.

Όμως όλες αυτές οι αξιολογικές κρίσεις βασίζονται στην υπόθεση ότι χρήσιμος είναι ο βουλευτής που στρατεύεται στον στόχο της παραγωγής πολιτικών που βελτιώνουν την κοινωνική συμβίωση, με τον τρόπο που αυτές, έστω υποκειμενικά, ορίζονται. Ας μην περιοριστούμε καλύτερα σε αυτή την έννοια της χρησιμότητας και ας μην επιτρέψουμε τον εύκολο εγκλωβισμό της άποψης ότι «οι πολιτικοί που χαϊδεύουν τα ταπεινά λαϊκά αισθήματα δεν είναι χρήσιμοι» στο επιχείρημα περί ελιτισμού και καθωσπρεπισμού της πολιτικής ορθότητας. Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι ένας βουλευτής είναι χρήσιμος όταν απλώς αναπαράγει στρεβλές κοινωνικές αποτυπώσεις, γιατί αυτό μπορεί να ευνοήσει εκλογικά το κόμμα του. 

Είναι τουλάχιστον τώρα ο κ. Γιακουμάτος χρήσιμος για τη ΝΔ όταν περιφέρει τον κοινωνικό αναχρονισμό του; Η απάντηση είναι αρνητική, όχι μόνο γιατί το 1/5 των ψηφοφόρων της ΝΔ τοποθετείται διακριτά στο λεγόμενο προοδευτικό άκρο του άξονα κοινωνικο-πολιτισμικών θεμάτων αλλά και επειδή η ανάδειξη στην ηγεσία του κόμματος του Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από περίπου έναν χρόνο σηματοδότησε τη στροφή του κόμματος σε φιλελεύθερες θέσεις. 

Είναι προφανές ότι ο λόγος ανθρώπων της ΝΔ που κινούνται στο πλαίσιο σκέψης του κ. Γιακουμάτου υπενθυμίζει σε ένα αριθμητικά μη αμελητέο κομμάτι ψηφοφόρων της ΝΔ ότι το κόμμα παραμένει βαθιά συντηρητικό, ενώ παράλληλα επισημαίνει σε έναν αριθμό δυνητικών ψηφοφόρων της ΝΔ που αντιμετώπισαν θετικά την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία ότι ο ιδεολογικός μετασχηματισμός ενός κόμματος δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Και αυτή δεν είναι μια καλή επισήμανση.

Παρ’ ότι η διάψευση μιας καλλιεργημένης προσδοκίας, όπως είναι αυτή της μεταβολής του προφίλ της ΝΔ υπό τη νέα ηγεσία, φέρει δυσανάλογο βάρος, παρόμοιες υπενθυμίσεις ατολμίας σε ζητήματα του κοινωνικο-πολιτισμικού άξονα εντοπίζει κανείς και στον λόγο των άλλων κομμάτων και πρωτίστως της άλλοτε πρωτοπόρου στην προβολή ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ανανεωτικής Αριστεράς. Η κυβερνητική συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ ματαίωσε τους όποιους σχεδιασμούς προώθησης προοδευτικών θέσεων από την πλευρά του πρώτου, απογοητεύοντας παράλληλα σημαντική μερίδα παραδοσιακών ψηφοφόρων του. 

Μήτε η αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε θέματα αξιών είναι, λοιπόν, χρήσιμη εκλογικά, τη στιγμή μάλιστα που η κατανομή των απόψεων των Ελλήνων σε θέματα όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων μοιάζει να γίνεται όλο και πιο συμμετρική, προϊόντος του χρόνου, με το ποσοστό εκείνων που αναγνωρίζουν δικαιώματα και ελευθερίες να αυξάνεται. Ίσως έτσι, αντιλαμβανόμενοι την απτή εκλογική χρησιμότητα, κόμματα και βουλευτές δεσμευτούν στο δύσκολο: σε ένα σχέδιο προώθησης αρτιότερων και δικαιότερων λύσεων κοινωνικής συμβίωσης.