Ιστορίες με καλό τέλος - Free Sunday
Ιστορίες με καλό τέλος

Ιστορίες με καλό τέλος

Ένα έργο που δεν διοχετεύει ενδείξεις για την εξέλιξή του στον θεατή ενοχλεί, γιατί τον κρατά απομονωμένο από την πλοκή. Ένα έργο χωρίς αίσιο τέλος αφήνει ανικανοποίητη την ανάγκη εσωτερικής αγαλλίασης, κάτι που το κάνει και πάλι απωθητικό. Στην πολιτική, ο θεατής-ψηφοφόρος διατηρεί τις ίδιες ανάγκες: θέλει να γνωρίζει την κατεύθυνση της ιστορίας και η ιστορία καθαυτή να τελειώνει ήπια. 

Οι συντελεστές του πολιτικού δράματος, οι πολιτικές ηγεσίες, γνωρίζουν τη συνταγή της επιτυχίας και γι’ αυτό αναλώνουν σημαντικό μέρος της επικοινωνιακής τους στρατηγικής στη δημιουργία ενός αναντίρρητα θετικού πολιτικού στόχου και, την ίδια στιγμή, στη συστηματική διοχέτευση προς το εκλογικό ακροατήριο στοιχείων που να δείχνουν την κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων. Προφανώς, βέβαια, οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι πάντα το ίδιο επιτυχείς στην παραπάνω στοχοθεσία.

Τα παραδείγματα των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 και Κώστα Σημίτη την οκταετία 1996-2004 αντιστοιχούν σε περιπτώσεις ηγεσιών που πέτυχαν να δημιουργήσουν τον καθολικά αποδεκτό στόχο της «αλλαγής» και του «εκσυγχρονισμού» αντιστοίχως, φροντίζοντας μάλιστα να γνωστοποιούν στο κοινό τις κατάλληλες ενδείξεις της πορείας που διέγραφαν. 

Το ίδιο επιτυχής ήταν και η κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα κατά τους πρώτους μήνες που ακολούθησαν την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015, όταν ο στόχος της «επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου» έμοιαζε πειστικός και, παράλληλα, το εκλογικό σώμα παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα. Πληρούνται όμως και σήμερα οι δύο συνθήκες; Συνεχίζει το εκλογικό σώμα να προσλαμβάνει από την εξουσία ενδείξεις της πορείας της χώρας προς ένα «αίσιο τέλος»;

Η υπογραφή της τρίτης συμφωνίας δανεισμού μεταξύ της χώρας και των πιστωτών της το περασμένο καλοκαίρι σήμανε τη διαγραφή της «επαναδιαπραγμάτευσης» ως προταθείσας από την κυβέρνηση Τσίπρα «ιστορίας με καλό τέλος». Η κυβέρνηση την αντικατέστησε έκτοτε σταδιακά με την ιστορία της «μερικής διαγραφής του χρέους», φροντίζοντας να κάνει μάλιστα εμφανείς τις προθέσεις της στην κοινή γνώμη, προκειμένου να τη δεσμεύσει στην παρακολούθηση του πολιτικού δράματος. 

Η προοπτική διαγραφής του χρέους είχε αρχίσει να αποδίδει ως «ιστορία με καλό τέλος» ήδη από το τέλος του καλοκαιριού, όπως υπενθυμίζουν τα ευρήματα έρευνας της Prorata εκείνης της περιόδου, σύμφωνα με τα οποία τα ποσοστά θετικών αξιολογήσεων της επίδοσης της κυβέρνησης έφταναν στο 21% όταν στην περιγραφή των εξελίξεων γινόταν αναφορά στη διαγραφή του χρέους έναντι ποσοστών της τάξης του 10%-15% όταν δεν υπήρχε τέτοια αναφορά. 

Με το πέρασμα των μηνών, ωστόσο, και καθώς η ελληνική κοινή γνώμη δεν λάμβανε σαφείς πληροφορίες για την εξέλιξη του πολιτικού δράματος, η μία από τις δύο συνθήκες ικανοποίησης του κοινού έπαψε να εκπληρώνεται. Το ποσοστό των ψηφοφόρων που έβλεπαν ως πολύ πιθανή έως σίγουρη τη συμφωνία για μερική διαγραφή του χρέους μετά από μια πρώτη θετική αξιολόγηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της κυβέρνησης μειώθηκε από το 22% στο 12% μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 2015.

Η κυβέρνηση επιχείρησε ποικιλοτρόπως, μέσα στον Απρίλιο, να υπογραμμίσει τις προθέσεις της και να υπενθυμίσει την «καλή ιστορία» εμφανίζοντας τη διαγραφή του χρέους ως διακύβευμα των αντιπαραθέσεών της με τους πιστωτές της. 

Είναι αλήθεια ότι το πλαίσιο με το οποίο επαναφέρεται τον Απρίλιο η ιστορία είναι διαφορετικό, καθώς η άμεση εκκίνηση της συζήτησης για το χρέος συνδέεται σήμερα με τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων, πλαίσιο διαφορετικό από αυτό με το οποίο είχε αρχικώς παρουσιαστεί το θέμα το περασμένο καλοκαίρι, όταν είχε ουσιαστικά συνδεθεί με την ίδια την υπογραφή της τότε συμφωνίας.

Πρόσφατη έρευνα της Prorata κατέγραψε, επί του διλήμματος αυτού, μια σαφέστατη υπεροχή της άποψης ότι «η κυβέρνηση δεν πρέπει να λάβει επιπρόσθετα μέτρα, ακόμα και αν κάτι τέτοιο καθυστερήσει τη διευθέτηση του χρέους» (73% έναντι μόλις 17% της αντίθετης).

Η κοινή γνώμη, ωστόσο, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πλέον τη διαγραφή ως την «ιστορία με καλό τέλος». Και οι ψηφοφόροι, όπως και οι θεατές, προτιμούν την ασφάλεια τέτοιων ιστοριών.